Ντινος Χριστιανοπουλος .Στο ακουσμα του ονοματος του κ μονο ,κανω εικονα κάποιον που μιλαει χωρις περιστροφες και εκφραζει την αληθεια αμεσα και ξεκαθαρα.
Ελληνας ποιητης, διηγηματογραφος, δοκιμιογραφος, μεταφραστης, ερευνητης, λαογραφος, εκδοτης και βιβλιοκριτικος , και τι δεν ηταν!
Ηταν αυτο που υποδηλωνουν οι λεξεις ειλικρινης,απροκαλυπτος,ευθύς.
Ακολουθουν αποσπασματα απο Πεζά ποιήματα ΝΕΚΡΗ ΠΙΑΤΣΑ
«Τόσο στρατό που είδα στη Θεσσαλονίκη, δεν τον συνάντησα ούτε στην Αλσατία και τη Λωρραίνη», μου είπε το ’52 ένας Καναδός που είχε γυρίσει όλο τον κόσμο. Θυμήθηκα τα λόγια του σήμερα το πρωί βλέποντας ένα τζέιμς στη Βενιζέλου και δυο φαντάρους με στολή αγγαρείας να κουβαλάνε ζαρζαβατικά: είχα να δω φαντάρο δυο βδομάδες.
«Πάλι καλά που υπάρχει κι η αγορά», σκέφτηκα. «Αλλιώς, θα έπρεπε να περιμέναμε τις εθνικές παρελάσεις, τον Επιτάφιο με τους λοκατζήδες στην Αγια-Σοφιά και τα απογεύματα της Κυριακής στον Λευκό Πύργο, με την υποστολή της γαλανόλευκης».
Χρόνια στημένος έξω από το «Ίλιον»,
μαζί με άλλους ομοιοπαθείς, διόλου
απίθανο που άρχισα να νιώθω ετούτο
το άθλιο σινεμά σαν την πρωτεύουσα
της Τροίας, και το επικίνδυνο Βαρδάρι
σαν το στρατόπεδο των Αχαιών. Λουμπίνες
καραδοκούσαν κάθε βράδυ, σαν τους Τρώες,
να καταφθάσουν οι Αχαιοί, οι χακιφόροι,
καραδοκούσα και εγώ, σαν άλλος Έκτωρ,
τον Αχιλλέα να φανεί και να μ’ αδράξει,
σε σκοτεινή γωνιά του κάστρου να με σύρει
κι αντί για έρωτα, ν’ αρχίσει τις κλοτσιές.
Δε φανταζόμουν τι ερήμωση θα ’ρχόταν
μέσα σε λίγα χρόνια. Κι όμως, σαν την Τροία,
ρήμαξε το Βαρδάρι μας. Τώρα κανένας
δεν δέρνει ούτε σκυλεύει. Φώτα και τουρίστες.
Μόνο τα γκρεμισμένα κάστρα έμειναν,
πάθη μιας άλλης εποχής για να θυμίζουν –
κι εγώ να περιφέρομαι, νυχτόβιος,
με αρχαϊκούς συνειρμούς φυτοζωώντας.
Το πάρκο του Νοέμβρη με τα πεσμένα φύλλα και οι φοιτητικές πορείες με τα ξεθυμασμένα συνθήματα μου φέρανε στον νου τον λοκατζή τον Γιάννη. Ήταν οι μέρες με τα γεγονότα∙ τον είχα χάσει. Όταν τον ξαναβρήκα, «Ήμασταν στην Αθήνα», μου είπε∙ «μας πήγαν στο Πολυτεχνείο και τα κάναμε γυαλιά-καρφιά. Δυο μέρες σπάναμε, τίποτα όρθιο δεν αφήσαμε – κατάλαβες: δήθεν οι φοιτητές». «Καλά, εσείς δε δείρατε, δεν μπαγλαρώσατε;» ρώτησα ταραγμένος. «Όχι, αυτά τα κάναν άλλοι, από πριν». Έφυγε ένα βάρος από πάνω μου: άσκημο πράμα να ’χεις φίλους πραιτοριανούς, να αγκαλιάζεις πόδια που κλοτσούσαν θύματα πριν από λίγο.
Κάποτε, όταν πήγαινες μ’ έναν αλήτη, μπορούσε βέβαια να σου κολλήσει ψείρες, μπορούσε όμως και να σου έδινε και την καρδιά του. Σήμερα δεν υπάρχουν πια αλήτες∙ βρίσκεις μονάχα κάτι διφορούμενα αντράκια, μ’ ένα σκουλαρικάκι στο αυτί, που άμα δουν πως τα κοιτάζεις, σε πλησιάζουν και ρωτούν με θράσος: «Μάστορα, θα πέσει τίποτα;»
Μια νύχτα στο Τζερέμπολο, είδα μια φάτσα τόσο μόρτικια –κάτι σαν κουτσαβάκι του Ψυρρή κι αλάνι του Κουλέ-Καφέ– που είπα μέσα μου: «Αυτός, τουλάχιστον, σίγουρα είναι αχάλαστος». Μα πριν προλάβω να το πω, με πλησιάζει και μου λέει στα ίσια: «Μεγάλε, είμαι από πίσω απαρηγόρητος. Μπορείς να βοηθήσεις την κατάσταση;»
Με την άκρη του ματιού μου παρακολουθώ έναν νεαρό στην απέναντι παρέα. Ωραίο λαϊκό παιδί, ζώνη με ασημόκαρφα, μπότες με σπιρούνια. Σε μια στιγμή, βάζει το ένα πόδι επάνω στ’ άλλο, παίρνει ένα χαρτομάντιλο κι αρχίζει να σκουπίζει απ’ τις μπότες του τις σκόνες. Πώς άντεξα, Θεέ μου, και δε χύμηξα να του τις καθαρίσω με το γλώσσα μου! Όμως κρατήθηκα: το ποίημα είχε αρχίσει κιόλας να σκιρτάει μέσα μου.
Μεγάλη Πέμπτη. Πάλι ο Χριστός θα πλύνει τα πόδια των δώδεκα, και πάλι ο Πέτρος θα του πει «Κύριε, όχι μόνο τα πόδια μου αλλά και όλο μου το σώμα». Δώδεκα αγάπες είχα κι εγώ στη ζωή μου, μα κανενός δεν αξιώθηκα να πλύνω τα πόδια. Κανένας Πέτρος δε βρέθηκε για μένα.
Ακούω το ευαγγέλιο του μυστικού Σου δείπνου, και ξαφνικά φωτίζομαι: χίλιες φορές καλύτερα που δεν αξιώθηκα. Σκηνές υπέρτατης θυσίας και ταπείνωσης, ας μην τις μαγαρίζει η καύλα μου με απομιμήσεις.
Ο Θανάσης βάζει λεφτά στο ταμιευτήριο, έχει κιόλας στην μπάντα τριακόσιες χιλιάδες δραχμές. Του λέω πως ο τιμάριθμος τρέχει με 18%, ο τόκος είναι 13%, άρα τον κλέβουν 5%. Ο Θανάσης δε σκαμπάζει από τέτοια, μ’ ακούει καπνίζοντας το τσιγάρο του και χαίρεται που έχει λίγα χρήματα για ώρα ανάγκης.
Κι εγώ καταθέτω στους φίλους μου την αγάπη μου. Κι όμως, γιατί το κορμί μου εισπράττει λιγότερα απ’ όσα καταθέτει η ψυχή μου; Κι ο τόκος της λατρείας μου ποιο έλλειμμά μου να πρωτοκαλύψει; Πέφτω απ’ τα σύννεφα όταν χρειαστώ λίγη στοργή: η τρυφερότητα που είχα καταθέσει έχει από καιρό εξανεμιστεί.
Θανάση, εσένα σε κλέβει το κράτος, εμένα ποιος;
Μια γάτα έρχεται απ’ την πόρτα της βεράντας και τρίβεται στα πόδια μου να την ταΐσω. Αρπάζει το κρέας που της ρίχνω, μα όταν σκύψω για να την χαϊδέψω, τραβιέται πίσω και μου βγάζει νύχια. Παράξενο∙ τα πόδια μου τα εμπιστεύεται, μόνο τα χέρια μου φοβάται. Μα ίσως να ’ναι σοφή: από τα πόδια, το πολύ να φάει κλοτσιά, ενώ τα χέρια μπορεί και να την πνίξουν. Άγρια γάτα τάχα δεν ξέρει από χάδια, ή μήπως ξέρει και γι’ αυτό τραβιέται;
Κι εγώ λάτρεψα πόδια, κι έφαγα κλοτσιές∙ χάιδεψα χέρια, κι έφαγα ξύλο. Μα τη σοφία της γάτας δεν μπόρεσα ακόμα να την καταλάβω.
Ένας ωραίος πυροσβέστης βγήκε από κάποιο ζαχαροπλαστείο, μ’ ένα κουτί γλυκά στο χέρι. «Πάλι τουλούμπες, Μάνθο;» τον πείραξε ένας συνάδελφός του. «Μα τι τουλουμπατζήδες είμαστε;» το έριξε στο καλαμπούρι εκείνος. Στάθηκαν και τα λέγανε, πριν μπούνε στον υποσταθμό. Τους κοίταξα λιμάρικα: στολή, μουστάκι, μπότες – κι αμέσως τα ξερόκλαδά μου άρπαξαν φωτιά.
(Όταν αργότερα συνήλθα, δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ με κάποια θλίψη πως οι άντρες που άλλοτε περιφρονούσαν τα γλυκά τώρα το έριξαν κι αυτοί στα μπινελίκια.)
«Αν δε λαδώσεις στα Λαδάδικα, δε βρίσκεις έρωτα.» Τριάντα χρόνια λάδωνα, και έρωτα δεν έβρισκα. Κι εκεί που απελπίστηκα και έλεγα να σπάσω, τρακέρνω μια ανεπανάληπτη αγάπη, που δε μου ζήτησε ποτέ να λαδωθεί.
Μια κοκαλιάρα σκύλα, με κρεμασμένα μαστάρια, τριγυρίζει έναν κάδο με σκουπίδια. Οσφραίνεται τα αποφάγια που ’ναι μέσα, μα το καπάκι δεν ανοίγει με τίποτα. Φεύγει θλιμμένη για την παρακάτω γειτονιά. Δεν ξέρει πως παντού οι κάδοι είναι άσπλαχνοι, σαν τους χορτάτους που δε νοιάζονται για τους νηστικούς. Κι όμως, πριν λίγα χρόνια ακόμα, τα πεζοδρόμια ήταν γεμάτα από πονόψυχες σακούλες νάιλον, πάντοτε πρόθυμες να ξεσκιστούν για να προσφέρουν τα πολύτιμά τους κόκαλα στα πεινασμένα ζωντανά του δρόμου.
Στο καφενείο «Ρέα» συχνάζει ένας μάγκας με καλογυαλισμένες αρβύλες και λοκατζίδικο παντελόνι. Με τα μπατζάκια που σουρώνουν επάνω από τα χείλια της αρβύλας και με αρχόμενη κοιλίτσα και φαλάκρα, μοιάζει μ’ επιλοχία του ’80. Κάθεται πίσω από την τζαμαρία του καφενείου και βλέπει ποιοι περνούν και τον προσέχουν. Δεν είναι λίγοι – εγώ τουλάχιστον γι’ αυτόν περνάω δυο φορές τη μέρα. Κι εκείνος ξέρει καλά σε πόσους έχουν πέραση τα στρατιωτικά.
Μια μέρα τον είδα με πέδιλα. Τα πόδια του μου φάνηκαν πλαδαρά. Τότε κατάλαβα τι έχουν οι αρβύλες και επιβιώνουν: με την αποταμιευμένη βαρβατίλα τους κρύβουν αναπηρίες και ταυτόχρονα ερεθίζουν. Κι όσο οι αναπηρίες πρέπει να κρύβονται, τόσο οι αρβύλες δε θα λείψουν ποτέ.
Ένας ωραίος άντρακλας μου έφερε ένα τετράδιο με στίχους τραγουδιών του. Σε κάποιο απ’ αυτά, απευθυνόταν «σ’ έναν ποιητή ομοφυλόφιλο» και του ’λεγε πως ευχαρίστως θα του ξέσκιζε τον κώλο, αν έτσι τον βοηθούσε να γράψει ένα ποίημα. Πήρα μολύβι και σημείωσα από κάτω: «Γελιέστε αν νομίζετε πως έτσι γράφονται τα ποιήματα. Το ποίημα δε βγαίνει απ’ το ξέσκισμα του κώλου, αλλά από το ξέσκισμα της ψυχής.»
Θυμούμαι ένα παράξενο καψόνι στον στρατό. Αυτός που ήτανε τιμωρημένος ανέβαινε σ’ ένα διπλό κρεβάτι μες στον θάλαμο κι έκανε ερωτική εξομολόγηση σε μια αρβύλα που κράταγε στην αγκαλιά του: «Ω λατρεμένη μου αρβύλα, είσαι ο πιο μεγάλος μου έρωτας. Είσαι η πιο σπουδαία γκόμενα. Χωρίς εσένα δεν μπορώ να ζήσω. Θέλω να σε χαϊδεύω όλη νύχτα, να σε χορτάσω με τα φιλιά μου» – και δώσ’ του χάχανα οι νεοσύλλεκτοι και καυλωμένα ουρλιαχτά.
Πριν λίγες μέρες είδα τη φωτογραφία κάποιου πρόσφατου νεοσύλλεκτου: το πρόσωπό του έδειχνε ζαβλακωμένο και χλωμό, μα οι αρβύλες του έλαμπαν λαχταριστές και ολοζώντανες. Τότε θυμήθηκα εκείνο το παλιό καψόνι. Και βέβαια, δεν ήταν της πλάκας.
Τόσο πολύ με τραβούσε, που σκέφτηκα να γράψω για χατίρι του μια σύντομη ιστορία της πατρίδας του και να του τη χαρίσω. Κατάγονταν από μια πόλη του Βυζάντιου, που ήταν τόπος εξορίας ανεπιθυμήτων. Αν κι έβλεπα πως ήμουν κι εγώ ανεπιθύμητος, δε φανταζόμουν πως θα με περίμενε η ίδια τύχη. Μα όταν τέλειωσα το γράψιμο και ορίσαμε συνάντηση στο σπίτι του, βρήκα την πόρτα κλειστή. Περίμενε την πιο κατάλληλη στιγμή, για να μου δώσει την κλοτσιά, λες κι είχε πάρει και αυτός απ’ την πατρίδα του μαθήματα εξορίας ανεπιθυμήτων.
0 Μας δωσαν το χρονο τους :
Speak up your mind
Tell us what you're thinking... !