Σε μια προφορική ιστορία, 40 χρόνια μετά την κυκλοφορία του πρώτου τεύχους της εμβληματικής Βαβέλ, συνεργάτες του περιοδικού θυμούνται τι ήταν αυτό που την έκανε μοναδικό φαινόμενο.
Τον Φεβρουάριο του 1981 η Βαβέλ εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα περίπτερα. Εκείνο το κατακόκκινο εξώφυλλο με το σχέδιο του Moebius. «Το πρώτο εκείνο περιβόητο τεύχος», που μας λέει κι ο Γιάννης Νένες.
γιατι η βαβελ;» ξεκινάει το πρώτο editorial κείμενο του πρώτου εκείνου τεύχους, συστήνοντας στο κοινό αυτή τη νέα εκδοτική προσπάθεια. «γιατί εμεις πιστέψαμε πως υπάρχει λόγος να βγει και σεις επιβεβαιώσατε πως υπάρχει λόγος να κρατάτε αυτη τη στιγμή το περιοδικο μας στα χέριας σας» είναι οι πρώτες φράσεις της Βαβέλ προς το κοινό της, σε ένα κείμενο που από την πρώτη στιγμή ξεκαθαρίζει πως το περιοδικό θα είναι ανοιχτό, θα είναι μια παρέα, και θα έχει διάθεση παρέμβασης σε ό,τι γίνεται γύρω μας.
«Γιατί το περιοδικό κόμικς δεν είναι για μας απλώς ένα ανθολόγημα κάλων κόμικς, αλλά ένα περιοδικό κριτικής ματιάς που ζευγαρώνει τη ματιά των δημιουργών με μιαν άλλη ματια στο χώρο γύρω μας», διαβάζουμε λίγο παρακάτω. Το λες και mission statement, μια υπογράμμιση του θρυλικού πλέον μότο ΚΟΜΙΚΣ (ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ) που συνόδευε κάθε ένα από τα 246 τεύχη που κυκλοφόρησαν από τον Φλεβάρη του ‘81 ως τον Ιούνιο του 2008.
Βαβέλ #1, Φεβρουάριος 1981. Από αριστερά: Το κλασικό κόκκινο εξώφυλλο, η σελίδα των περιεχομένων με το editorial «γιατι η βαβελ», και το κείμενο για κόμικς και πολιτική σάτιρα.Ένα «και όχι μόνο» που κατάφερε και τα ίδια τα κόμικς να ανυψώσει ως (παρεξηγημένη) τέχνη στα μάτια ενός έκθαμβου κοινού, αλλά και ως όχημα να τα χρησιμοποιήσει για να τοποθετηθεί ουσιαστικά -και ακόμα και να παρέμβει- πάνω στην πολιτική, κοινωνική και καλλιτεχνική πραγματικότητα της Ελλάδας. Στο πρώτο τεύχος διαβάζουμε Caza, διαβάζουμε Wolinski και Reiser, διαβάζουμε Quino, αλλά διαβάζουμε και πως «η αλήθεια είναι ότι έχουμε συνηθίσει στο εύκολο γέλιο, στο γέλιο με παλιάτσους που μας κάνουν γκριμάτσες, με πράγματα που δεν μας δίνουν καμία ανησυχία για τον κόσμο που ζούμε και την πραγματικότητα γύρω μας. Στην ουσία οι σοβαρές αξίες είναι συνήθως ταμπού».
Στην πορεία της Βαβέλ, δεν υπήρξε ταμπού που να έμεινε ακατάρριπτο ή που να μην προκλήθηκε. Μια εκδοτική ομάδα που έτρεχε το περιοδικό τα πρώτα του χρόνια (Νίκη και Εύη Τζούδα και Γιώργος Σιούνας) ως κολεκτίβα, ως παρέα με ανάγκη να εκφραστεί. Που το γέμιζε με κόμικς αληθινά χαρακτηριστικής δημιουργικής υπογραφής, συχνά στα όρια του ανίερου, συνοδεύοντάς τα με ισχυρό πολιτικό κείμενο και βλέμμα προς κάθε λογής πολιτιστική έκφραση. Η Βαβέλ σύντομα καθιερώθηκε ως φωνή ενός νέου, εναλλακτικού κοινού που ως τότε δεν συναντούσε τη φωνή του σε κανένα άλλο σημείο του mainstream τύπου.«Η αποποινικοποίηση της χρήσης ψυχοτρόπων ουσιών, το AIDS, η πορνεία, τα δικαιώματα των ψυχικά ασθενών και πολλά άλλα καλύφθηκαν από τη Βαβέλ με έναν μαχητικό τρόπο που γινόταν συχνά ενοχλητικός σε όσους πίστευαν ότι η τέχνη δεν πρέπει να ασχολείται με την πολιτική», γράφει ο Γιάννης Κουκουλάς στην Εφημερίδα των Συντακτών, συνοψίζοντας μερικές μόνο από τις πιο σημαντικές παρεμβάσεις του περιοδικού. Το οποίο στην πορεία γέννησε και το ομώνυμο εμβληματικό Φεστιβάλ, μια διοργάνωση σημείο αναφοράς, όπου κάθε ανησυχία του εντύπου ζωντάνευε μέσα από εκθέσεις, συναυλίες, προβολές, σπουδαίους προσκεκλημένους. Γέννησε (ή ανέθρεψε), θα έλεγε τελικά κανείς, μια ολόκληρη εναλλακτική κουλτούρα.
Τιμώντας τη συμπλήρωση 40 χρόνων από την πρώτη εμφάνιση αυτού του αληθινά σημαντικού πολιτιστικού κεφαλαίου, ζητήσαμε από μερικούς από τους σταθερούς συνεργάτες του περιοδικού, να μας καθοδηγήσουν σε ένα ταξίδι στην ιστορία του εντύπου, μέσα από τις δικές τους προσωπικές διαδρομές. Από το πρώτο εκείνο τεύχος πίσω στο ‘81, μέχρι όλα όσα η Βαβέλ σήμαινε και σημαίνει- ακόμα και σήμερα.Συζητιούνται μεταξύ άλλων:
Το πώς το κλίμα παρέας της Βαβέλ ανέθρεψε δημιουργικότητα και συλλογικότηταΠώς κάθε συντάκτης βρήκε στη Βαβέλ την εκφραστική διέξοδο που αναζητούσεΗ γέννηση του περιοδικού από το εκδοτικό τιμΤα αγαπημένα άρθρα και οι αγαπημένες στήλες των συνεργατώνΗ ιδέα της πολιτικής και κοινωνικής παρέμβασης μέσα από ένα περιοδικό (κόμικς! και όχι μόνο!)περιοδικό βαβέλ περιοδικό βαβέλΤεύχος #118, Φεβρουάριος 1991 (Δέκα Χρόνια Βαβέλ) / Τεύχος #213, Μάιος 2003 (War on Terror)Ι. Η ΒΑΒΕΛ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΤΗΣΣτο αφιέρωμα συμμετείχαν ο Γιάννης Νένες (δημοσιογράφος – ραδιοφωνικός παραγωγός), Χρήστος Ξανθάκης (δημοσιογράφος), Άγγελος Φραντζής (σκηνοθέτης, Ευτυχία), Γιάννης Κουκουλάς (ιστορικός Τέχνης, διδάκτωρ ΑΣΚΤ, συνεπιμελητής του Καρέ Καρέ στην Εφημερίδα των Συντακτών). Οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν ξεχωριστά, μέσω μέιλ και τηλεφώνου και έχουν γίνει edited για λόγους συνέχειας.Ως αναγνώστης τι είχες θαυμάσει και αγαπήσει περισσότερο στο περιοδικό;
Γιάννης Κουκουλάς: Τα πάντα. Την τέχνη της αυθάδειας. Τον Καλαϊτζή και τον Bilal. Τον Manara και τον Copi. Τον Quino και τον Altan. Μα πάνω απ´ όλα το «και όχι μόνο». Το ότι η Βαβέλ δεν ενδιαφερόταν μόνο για τα καλά κόμικς -που τα δημοσίευε έτσι κι αλλιώς- αλλά για τις μικρές παρεμβάσεις στα μεγάλα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα.
Χρήστος Ξανθάκης: Ως αναγνώστης κόμικς στην Ελλάδα ανήκα και ανήκω σε μια αισχρή μειοψηφία, μιας και η ένατη τέχνη στη χώρα μας ποτέ δεν απέκτησε ευρύ κοινό. Για την ακρίβεια, τα ενήλικα κόμικς (όχι οι τσόντες πουλάκι μου!), δεν είχαν καν κοινό στην αρχή, εξ ου και πήγαν κατά διαόλου οι προσπάθειες της Κολούμπρας και του Μαμούθ. Χρειάστηκαν αγώνες και θυσίες εκ μέρους της Βαβέλ και της ομάδας της για να πάει μπροστά το πράγμα. Αλλά για να επιστρέψω στην ερώτηση, εγώ κόμικς ήθελα να διαβάζω, η τρέλα μου ήταν. Όλα μου άρεσαν λοιπόν στη Βαβέλ, ευαγγέλιο έψαχνα και ευαγγέλιο βρήκα.
Όλα μου άρεσαν στη Βαβέλ, ευαγγέλιο έψαχνα και ευαγγέλιο βρήκα.Γιάννης Νένες: Η πρώτη εντύπωση ήταν ένα κατακόκκινο εξώφυλλο κρεμασμένο στο περίπτερο, με το σχέδιο του Moebius, το πρώτο εκείνο περιβόητο τεύχος. Ήμουν φανατικός των κόμικς από μικρός, έπαιρνα ανελλιπώς τα τεύχη της Κολούμπρας, τα διάφορα φανζίνς, αλλά το πρώτο της Βαβέλ με εντυπωσίασε από μακριά για τη διαφορετική του προσέγγιση στο εξώφυλλο. Εκείνη την εποχή μόλις είχα σταματήσει να είμαι γραφίστας και τις μετρούσα πολύ κάτι τέτοιες γραφιστικές εκπλήξεις.
Σαν αναγνώστης, για μένα ήταν τρομερό δέλεαρ οι πλούσιες, πολυσέλιδες ιστορίες που μπορούσες να τις απολαύσεις εξονυχιστικά, με τις ώρες, καρέ-καρέ, να τις επενδύσεις με ό,τι μουσικές ήθελες και να φτιάξεις σάουντρακ. Ήταν ένα περιοδικό που δεν τελείωνε ποτέ. Κι ανάμεσα στις ιστορίες, κάτι ακαριαίες στιγμές τύπου Wolinski, Altan, Reiser, κανονικά ξεσπάσματα. Και κάτι άλλο: τα κείμενα, είχαν από την πρώτη στιγμή, μία αίσθηση «συνωμοσίας». Ότι εδώ εμείς κι εσύ εκεί έξω, μιλάμε την ίδια γλώσσα.Άγγελος Φραντζής: Πρώτο τεύχος που έπεσε στα χέρια μου ήταν κάπου γύρω στο #14; #17; Είχε ένα εξώφυλλο του Caza. Πρέπει να ήμουν 12. Το είδα κι έπαθα πλάκα. Τότε ήθελα να γίνω γελοιογράφος. Διάβαζα πολλά κόμικς, Αστερίξ και τα άλλα κόμικς της εποχής. Αυτό ήταν το πρώτο όπου είδα ενήλικο κόμικ άλλου τύπου. Ήταν αδιανόητο το τοπίο που άνοιγε μπροστά μου με αυτό το πράγμα που έπαθα με τη Βαβέλ.Ποιο ήταν το πρώτο σου τεύχος στη Βαβέλ; Πώς ξεκίνησε η συνεργασία;Ξανθάκης: Αν θυμόμουν πράγματα από τη δεκαετία του ογδόντα, θα ήμουν ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος. Ουδεμία ανάμνηση από την πρώτη εμφάνισή μου στη Βαβέλ! Όσο για το πώς ξεκίνησε η συνεργασία, νομίζω ότι ήρθε μετά από επίμονες προσπάθειες δικές μου όπου έπεισα εν τέλει τη Τζούδα πως δεν είμαι κάνα μαλακισμένο που προσπαθεί να τους καθίσει στο σβέρκο. Χρειάστηκε αγώνας, μιας και η Νίκη είναι εξαιρετικά επιφυλακτικό άτομο. Πράγμα που οδηγεί κάποιους να συμπεραίνουν ότι είναι ψυχρή και παγερή. Αλλά who gives a fuck;
Φραντζής: Ξεκίνησα να επισκέπτομαι το βιβλιοπωλείο, έκανα κόμικς και άρχισα να τα πηγαίνω με τρομερή ντροπή, φόβο και αμηχανία να τα δείξω. Σιγά-σιγά αρχίσαμε να αποκτούμε μια σχέση, και έγραψα το πρώτο μου κείμενο -για κόμικ και κινηματογράφο- στα 16 μου, κάπου στο ‘85-’86. Αυτό ήταν το πρώτο κείμενο που έγραψα και δημοσίευσα στη Βαβέλ. Πέταξα από χαρά μου, ήταν η Βαβέλ ένας μύθος. Όταν αρχίσαμε να αποκτάμε σχέση πήγαινα συχνά στα γραφεία. Τον Γιώργο τον Σιούνα τον έλεγα πατέρα και τη Νίκη, μητέρα! Μετά έφυγα για σπουδές, για σινεμά, και όταν γύρισα ουσιαστικά τότε άρχισα να γράφω μόνιμα για σινεμά, με τη στήλη Τα Μάτια Ανοιχτά. Τότε δεν είχαν σινεμά, παλιά έγραφε ο Τζιώτζιος. Ξεκίνησα κάπου το ‘92-’93 και έγραφα συστηματικά για καμιά δεκαετία σίγουρα.Νένες: Δεν θυμάμαι σε ποιο τεύχος ξεκίνησα να γράφω. Η Βαβέλ και η φιλία μου με τα παιδιά ήταν μέρος της ζωής μου, οπότε δεν έχω συγκρατήσει αυστηρά ημερομηνίες. Ήμουν εκεί, αράζαμε κάπως, λέγαμε βλακείες και γελούσαμε και κάπως έτσι έδωσα ένα κείμενο -τι να πω. Νομίζω πρέπει να ξεκίνησα με συνεντεύξεις των σχεδιαστών που είχαν έρθει στην Αθήνα για το πρώτο φεστιβάλ της Βαβέλ στον εκθεσιακό χώρο Εύμαρος, σε ένα παλιό σχολείο στους Αμπελόκηπους.
Κουκουλάς: Κάποια στιγμή, πρέπει να ήταν το 1992, κάναμε στο Ράδιο Ουτοπία, έναν κινηματικό εναλλακτικό ραδιοσταθμό στη Θεσσαλονίκη, μια εκπομπή για τα Κόμικς, την Επιστημονική Φαντασία και την Αστυνομική Λογοτεχνία μαζί με δυο φίλους, τον Φιλήμονα Καραμήτσο και τον Στάθη Κουρνιώτη. Στείλαμε στη Βαβέλ υλικό από την εκπομπή για μια γνώμη και μας παρουσίασαν στις σελίδες του. Ήταν τέτοια η χαρά να δω το όνομα μου στο περιοδικό που σκέφτηκα πως θα ήθελα να γράφω σε αυτό. Λίγο αργότερα προτείναμε και κάναμε σε συνεργασία με τον Αβραάμ Κάουα ένα θέμα για το Γυμνό Γεύμα του Burroughs και κάπως έτσι ξεκίνησα να γράφω τακτικά με πρώτο κείμενο ένα αφιέρωμα στην Αρρώστια στα Κόμικς το 1994 που ιδιαίτερα σήμερα είναι ακόμα επίκαιρο. Συμμετείχα σταθερά στη στήλη Αεροπλανάκι που διατηρούσε ο δάσκαλος Γιώργος Σιούνας τον οποίο ευγνωμονώ για όσα μου έμαθε και όσα έγραφε. Και κάποια στιγμή εγκαινίασα τη στήλη Make Comics, Not War.Κάποιο αγαπημένο τεύχος; Αγαπημένη στήλη ή κείμενο;
Νένες: Τα τεύχη όλα ήταν σαν σεξ, κάπως. Τα είχες προετοιμάσει, είχες γελάσει φτιάχνοντάς τα και μετά ερχόταν η κορύφωση, το τυπωμένο και βυθιζόσουν να το διαβάζεις. Όχι, δεν έχω κάποια αγαπημένη στήλη Εν Εξάρσει, δεν τα θυμάμαι και καλά. Πάντως αυτή η στήλη γραφόταν πάντα βράδυ, μεταμεσονύκτιες ώρες, και έχει διατρέξει πολλά χιλιόμετρα σε αυλάκια βινυλίου.
Θυμάμαι σκόρπια πράγματα. Για χάρη της νυχτερινής εργασίας, επειδή έκανε πολύ θόρυβο η παλιά γραφομηχανή και ξύπναγε η από κάτω, είχα αγοράσει ηλεκτρική – αθόρυβη. Θυμάμαι να γράφω για την κασέτα των Δημοσιοϋπαλληλικό Ρετιρέ από τη Θεσσαλονίκη, ήμουν ενθουσιασμένος μαζί τους. Θυμάμαι μία αισθησιακή φωτογραφία της Madonna που έβαλα στη στήλη, να λέει μέσα σε μπαλούν «Μμμ, κάποιος τηγανίζει κεφτέδες». Γενικά δεν έκανα τίποτα σοβαρά, ήταν απλώς ένα προσωπικό ημερολόγιο με πολλή μουσική.
Κουκουλάς: Αγαπημένο τεύχος το #18, θρυλικό και εξαντλημένο από πολύ νωρίς, αφιερωμένο εξ ολοκλήρου στους Reiser και Wolinski. Αγαπημένο εξώφυλλο το παραπλανητικό #131 με έναν πιτσιρικά του Reiser και λεζάντα: «Έρευνα Σοκ! Ο Αυνανισμός είναι Κληρονομικός;». Φυσικά δεν υπήρχε τέτοια έρευνα.
Ξανθάκης: Μου άρεσαν πάρα πολύ τα τεύχη που ήταν αφιερωμένα στον αντιαπαγορευτικό αγώνα. Γιατί ήταν χίλια χρόνια μπροστά απ’ την εποχή τους, γιατί απέδειξαν ότι ένα περιοδικό κόμικς μπορούσε να καταπιάνεται με πολύ σοβαρά ζητήματα, γιατί δικαιώθηκαν εκατό τοις εκατό. Όσο για κείμενο δικό μου, και μόνο τη συνέντευξη με τον Καλαϊτζή να είχα κάνει, πάλι μια χαρά θα αισθανόμουν.
Είχαμε ελευθερία στο να γράψουμε αυτό που θέλουμε, όποτε θέλουμε, όσο θέλουμε.
Φραντζής: Για μένα το κάθε τεύχος που επρόκειτο να βγει ήταν μια τρομερή ιστορία. Πήγαινα στα περίπτερα κάθε τρεις και λίγο, το τεύχος δεν έβγαινε ποτέ στην ώρα του, ρώταγα, Βγήκε η Βαβέλ, δεν βγήκε η Βαβέλ, Α, μας είπαν θα μας τη φέρουν την Πέμπτη. [γελάμε] Είχε μια τέτοια προσμονή, του φανατικού. Μετά κατάλαβα: Ήταν ένα περιοδικό τόσο οικογενειακό σαν κατάσταση, έπαιζε και ένα χύμα πράγμα, αλλά και πολύ οργανωμένο όταν χρειαζόταν. Η οργάνωση των παιδιών στα πρώτα Φεστιβάλ στο Γκάζι, άλλο πράγμα.
Κείμενο, το θέμα για το Mulholland Drive. Είχα τόσο πωρωθεί που βγήκε ένα κείμενο τεράστιο, 10 σελίδες περιοδικού. Κι αυτό ήταν το τρελό με τη Βαβέλ, ότι δεν υπήρχε αυτό που συναντούσες σε όλα τα περιοδικά. Είχαμε ελευθερία στο να γράψουμε αυτό που θέλουμε, όποτε θέλουμε, όσο θέλουμε. Επίσης, από ένα σημείο και έπειτα άρχισα να κάνω συνεντεύξεις, αλλά όχι απαραίτητα για τις ταινίες των σκηνοθετών. Έκανα με τον Πάνο Κούτρα για τα μελοδράματα και τον Douglas Sirk, με τον Παναγιωτόπουλο για την Περιφρόνηση, με σκηνοθέτες για άλλους σκηνοθέτες. Μου άρεσε σαν διαδικασία πάρα πολύ.Ποιο ήταν το σημείο εκκίνησης στη συγγραφή της στήλης; Ζητούσαν από το περιοδικό κάτι συγκεκριμένο;
Φραντζής: Είναι το τι θα μπορούσε να με παθιάσει, προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Για μένα η κριτική δεν είχε κάτι το επαγγελματικό με την έννοια ότι πρέπει να γράψεις για τις ταινίες της εβδομάδας, είχε την έννοια της προέκτασης, της απόλαυσης της θέασης ενός πράγματος. Άλλες φορές ήταν επειδή κάτι με θύμωνε, το Natural Born Killers ήταν ένα τέτοιο κείμενο, κάτι με είχε θυμώσει και ήθελα να γράψω με έναν τρόπο διαφορετικό. Άλλες φορές ήταν επειδή ήθελα να στηρίξω κάτι, είχα γράψει κείμενο για την πρώτη ταινία της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη ή της Εύας Στεφανή το Ακρόπολις. Ή για διάφορα πράγματα τα οποία ένιωθα ότι βάλλονται και ήθελα να τα στηρίξω γιατί μου άρεσαν κι ένιωθα ότι εδώ γεννιέται κάτι.Ξανθάκης: Και μου ζητούσαν και τους έστελνα και τα βρίσκαμε και τα χάναμε και μπορεί να εξαφανιζόμουν για τρεις μήνες και να ξαναγύρναγα και να μην έτρεχε τίποτα. Μοιάζει παράξενο σήμερα με τα κομπιούτερ και τα μέηλ και τα μέσεντζερ, αλλά μερικές φορές η χειροτεχνία είναι το άπαν. Είναι ο μοναδικός τρόπος να βγάλεις από μέσα κάτι κρυμμένο πολύ βαθιά. Αλλά υπαρκτό…
Κουκουλάς: Κάθε φορά συζητούσαμε με το Γιώργο Σιούνα και καταλήγαμε σε θέματα. Βασικός άξονας ήταν σχεδόν πάντα να πούμε κάτι διαφορετικό, κάτι που δεν θα βρισκόταν εύκολα σε άλλα περιοδικά. Καθώς ο Σιούνας είχε τη δική του ατζέντα και έγραφε τα δικά του σπουδαία κείμενα, συνήθως του πρότεινα θέματα και μετά από συζήτηση, τα υλοποιούσα.
Τα κείμενα είχαν από την πρώτη στιγμή, μία αίσθηση «συνωμοσίας». Ότι εδώ εμείς κι εσύ εκεί έξω, μιλάμε την ίδια γλώσσα.
Νένες: Το σημείο εκκίνησης ήταν μία συγκεκριμένη αίσθηση που είχα τη στιγμή που καθόμουν να γράψω. Από εκεί άρχιζε να ξετυλίγεται το νήμα. Σε κάθε επόμενη παράγραφο με οδηγούσαν οι δίσκοι – που τους χρησιμοποιούσα σαν αφορμή για να λέω ότι κατέβαινε στο κεφάλι μου. Έκανα κι ένα «παιχνίδι» αρκετές φορές: μου άρεσε το τέλος της προηγούμενης παραγράφου να μοιάζει κάπως με την αρχή της επόμενης. Τέτοιες χαζομαρούλες.
Όχι, ποτέ δεν μου είχε ζητήσει κανείς να γράψω κάτι συγκεκριμένο. Ήθελα να καλύπτω όσο το δυνατό περισσότερο τις δισκογραφικές κυκλοφορίες, κυρίως της ανεξάρτητης σκηνής αλλά και εμπορικές γιατί ήταν ακόμα η εποχή που διψούσαμε για μουσικές, οι κυκλοφορίες ήταν μικρά «γεγονότα» για εμάς που ακούγαμε μουσική με αγάπη.
Και πολιτικά και καλλιτεχνικά το περιοδικό μίλησε σε κόσμο που ένιωθε πως δεν είχε άλλη εκπροσώπηση στο εκδοτικό και μιντιακό mainstream της εποχής. Ήταν αυτό κάτι που σκεφτόσουν ποτέ κατά την περίοδο της συνεργασίας σας, υπήρχε κάπως συνειδητά;
Ξανθάκης: Μπα, καθόλου. Την πλάκα μας κάναμε όλοι και γι’ αυτό βγήκε αυτό το φαντασμαγορικό αποτέλεσμα που βγήκε. Τον αναγνώστη πάντοτε τον αγαπάς, αλλά αν αρχίσεις να σκέφτεσαι με βάση το πώς θα αγκαλιάσεις ένα ευρύτερο κοινό χάνεται όλη η γκάβλα. Και η Βαβέλ πάνω απ’ όλα αυτό ήταν. Ένα γούστο, ένα καπρίτσιο, μια γκάβλα.
Νένες: Δεν νιώθαμε ότι είμαστε ενάντια σε κανένα κατεστημένο, ούτε υπήρχε ακόμα η έννοια των media όπως είναι σήμερα. Ήταν όμως η χρυσή εποχή των περιοδικών. Βγάζαμε ένα περιοδικό με ύλη που δεν βρίσκαμε πουθενά αλλού – αυτό ήταν όλο. Δεν είχες το ίντερνετ και έτρεχες στα ταξίδια στο εξωτερικό να αγοράζεις περιοδικά που τα φύλαγες στη βιβλιοθήκη σου. Ή πηγαίναμε στα μεγάλα περίπτερα στο κέντρο για να αγοράζουμε ό,τι νέο κυκλοφορούσε. Ήταν καθαρός φετιχισμός. Υπήρχε η αίσθηση της συσπείρωσης όμως. Ήμασταν στον κόσμο μας με τους ομοίους μας. Αν σημαίνει κάτι αυτό.Φραντζής: Μιλάμε για μια άλλη εποχή, την εποχή των περιοδικών που είναι από μόνο του κάτι άλλο. Η Βαβέλ ήταν πάντα ένα περιοδικό που ξεχώριζε, επειδή μπορούσε να καλύψει ένα φάσμα πραγμάτων που τα πρωτοδιαβάζαμε σε έντυπα, από πράγματα που αφορούσαν το AIDS μέχρι πολιτική, μέχρι κομμάτια καλλιτεχνικά, πράγματα που δεν τα διάβαζες αλλού. Αν σκεφτείς πόσοι έχουν περάσει από τη Βαβέλ σε όλα τα επίπεδα, γράφοντας για μουσικές, ή τέχνη, ή κόμικς, άνθρωποι λίγο πολύ που καθόρισαν μια εποχή.
Εγώ έγινα μέλος της παρέας 10 χρόνια αφού ξεκίνησε, οπότε για μένα υπήρχε πάντα αυτή τη διάσταση, ότι αυτό είναι κάτι ξεχωριστό που συμβαίνει. Όταν μετά έγινε σπίτι μου, ήταν κυρίως ένας τόπος συνάντησης. Πέρναγες να πεις ένα γεια ή να αφήσεις το κείμενο και έμενες 5 ώρες να κουβεντιάζεις, έρχονταν άλλοι, κλπ. Αυτό το πράγμα είχε τρομερή ζωντάνια. Ήταν παρέα με κάποιους ξεχωριστούς ανθρώπους οπότε αυτό γεννούσε και δημιουργούσε πράγματα.
Κουκουλάς: Φυσικά. Ήταν τιμή να γράφεις στη Βαβέλ όταν η κυρίαρχη τάση ήταν από τη μια ο αυριανισμός στον ημερήσιο τύπο και από την άλλη το lifestyle του ΚΛΙΚ στον περιοδικό.Σου ανέφερε κόσμος ή γνωστοί σου τα κείμενά σου ή το περιοδικό γενικότερα;
Ξανθάκης: Ναι, αλλά δεν το έψαχνα και πολύ. Για αναγνώριση είχα τη δημοσιογραφική μου εργασία σε ραδιόφωνα, εφημερίδες και περιοδικά lifestyle. Η Βαβέλ ήταν ο έρωτάς μου και γι’ αυτό έγραφα ό,τι μου κατέβαινε. Ενίοτε και εκπληκτικά άστοχα κείμενα, για τα οποία πάντως δεν μετανιώνω.
Κουκουλάς: Στον κύκλο μου, χωρίς αυτός να είναι ενδεικτικός της τάσης της εποχής, η Βαβέλ ήταν θρύλος. Οπότε, ναι, τα κείμενα που έμπαιναν στη Βαβέλ είχαν μεγάλη επίδραση. Ιδιαίτερα τα μαχητικά θέματα που συχνά δεν αφορούσαν τα κόμικς ή δεν αφορούσαν μόνο τα κόμικς.
Νένες: Δεν μπορώ να πω ότι μου ανέφεραν τη στήλη οι γνωστοί. Μόνο κάποιοι κοντινοί φίλοι που γνώριζαν έτσι κι αλλιώς. Επισήμως, θυμάμαι, πρώτη φορά είχε αναφερθεί στη στήλη ο Τσαγκαρουσιάνος, στη δική του στήλη στην Ελευθεροτυπία – είχε κράξει τον Σταύρο Κούλα κι εμένα ότι ξεφωνίζουμε το περιοδικό, κάτι τέτοιο. Δεν μάς ήθελε καθόλου.
Φραντζής: Εκ των υστέρων. Πολύς κόσμος άρχισε να μου λέει πωπω εκείνο το κείμενό σου, κι έτσι άρχισα να καταλαβαίνω ότι υπήρχε όντως κόσμος που διάβαζε και σχολίαζε. Ήταν αφορμή για συναντήσεις. Ας πούμε με τον Αλέξη Αλεξίου, που κι εκείνος ήταν αναγνώστης της Βαβέλ, είχαμε οργανώσει στο Φεστιβάλ ένα αφιέρωμα στον κινηματογράφο του Χονγκ Κονγκ, γιατί τότε είχαμε κι οι δύο ανακαλύψει αυτό το σινεμά που τότε ήταν πολύ στην αρχή εδώ. Τότε δεν υπήρχε αυτή η προσβασιμότητα. Όταν ήμουν στο Παρίσι είχα έναν κολλητό σε μια ομάδα που έκανε αφιέρωμα στις ταινίες του Χονγκ Κονγκ και μέσω αυτών ανακάλυψα εκείνη την κινηματογραφία, κι αποφασίσαμε αργότερα να κάνουμε εδώ αυτό το αφιέρωμα. Δεν υπήρχε πρόσβαση- οπότε γινόταν δίαυλος το περιοδικό προς πράγματα που δεν ήταν ακόμα γνωστά.
Τι σου λείπει περισσότερο από την εποχή της Βαβέλ; Ποια είναι η μεγαλύτερη κληρονομιά της;
Κουκουλάς: Μου λείπει η Βαβέλ. Όχι η εποχή της. Η κληρονομιά της είναι ότι σήμερα, 40 χρόνια μετά από την πρώτη κυκλοφορία της συζητούμε για αυτήν. Γιατί σύστησε σε πολλούς ανθρώπους των eighties και των nineties την τέχνη των κόμικς. Και την ανατρεπτική ματιά του χιούμορ Ευρωπαίων και Ελλήνων καλλιτεχνών.
Ξανθάκης: Μου λείπει ότι κάνουμε κάτι γιατί έτσι μας γουστάρει, χωρίς να ψαχνόμαστε πώς θα κονομήσουμε ή πώς θα κερδίσουμε την κοινωνική αποδοχή. Έτσι για το γαμώτι δηλαδή, που λένε και στην επαρχία.
Μου λείπει η Βαβέλ. Όχι η εποχή της.
Νένες: Δεν ξέρω για κληρονομιά, είναι πολύ βαριές λέξεις αυτά – κατεστημένο, κληρονομιά… Η Βαβέλ άφησε πίσω της ρημάδια. Η εποχή θα έλεγα. Είμαστε όλοι μισότρελοι, δεν ξέρουμε τι ήταν αυτό που συνέβαινε τότε και πώς να το ισορροπήσουμε με το τώρα. Γελάμε αρκετά με αυτά που θυμόμαστε, δεν μπορούμε να τα αξιολογήσουμε. Εγώ δεν θέλω να διαβάζω τίποτα από τα παλιά μου κείμενα, ανατριχιάζω, ντρέπομαι. Αυτό που μου λείπει από εκείνη την εποχή είναι η ορμή να γράφω.
Φραντζής: Το δέσιμο μιας παρέας ανθρώπων που επέμενε πάρα πολύ να κάνει πράγματα επειδή τα πίστευε, και για το κέφι τους πάνω από οτιδήποτε άλλο. Και άρα να λειτουργήσουν σε ένα πλαίσιο αυτόνομο, ελευθερίας. Κατά καιρούς είχαν υπάρξει προτάσεις να αγοραστεί η Βαβέλ, και ποτέ δε μπήκανε σε αυτό το τριπ τα παιδιά, για να μπορέσουν να κρατήσουν την αυτονομία ενός πράγματος, που θα μπορούσαν να κάνουν αυτό που θέλουν, όπως θέλουν. Ήταν κάτι που το κάναμε όλοι επειδή γουστάραμε να το κάνουμε, ούτε χρήματα υπήρχαν… Όποτε το βλέπεις αυτό να συμβαίνει, όποτε έχουν δημιουργηθεί τέτοιοι πυρήνες βλέπεις ότι αφήνουν πίσω κάτι, γεννιέται κάτι. Αυτό είναι μια κληρονομιά.
Τι σου έδωσε η Βαβέλ και κράτησες έκτοτε για πάντα στην πορεία σου;
Νένες: Να πιάνω την πρώτη μου σκέψη και να ακολουθώ το νήμα. Ήταν ένα είδος μπλόγκινγκ που το ακολούθησα αργότερα και στο Πανικοβάλ των 500, της Athens Voice.
Φραντζής: Το πάθος για τα πράγματα. Όλοι είχαν πάθος για τα πράγματα που κάναν στη Βαβέλ. Και πάθος, και ανάγκη να τα υπερασπιστούν. Κανείς δεν έκανε αυτό που έκανε για οποιοδήποτε άλλο λόγο. Το κάνανε όλοι με ένα τρελό πάθος.
Κουκουλάς: Πρώτα απ’ όλα καλούς φίλους. Σπουδαία τέχνη. Ανατρεπτικό, ανυπότακτο πνεύμα. Επιμονή παρά τις αντιξοότητες. Και εμπλοκή του πολιτικού ζητήματος σε κάθε θέμα. Ελπίζω να έχω κρατήσει κάτι απ’ όλα αυτά. Ή τουλάχιστον να μπορώ να τα εκτιμώ σε όσους και όσες τα διαθέτουν.
Ξανθάκης: Ζούρλια μου έδωσε, ανάσα μου έδωσε και ολίγη μαγκιά. Αυτά μου φτάνουν. ΙΙ. ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗ ΒΑΒΕΛΤον Σεπτέμβριο του ‘18, για λογαριασμό του περιοδικού Μπλε Κομήτης (Εκδόσεις Polaris: Ερωτόκριτος, Ληστές, Τα Μυστικά του Βάλτου) είχα μιλήσει με τις Νίκη και Εύη Τζούδα και τον Σταύρο Κούλα, που σχεδίαζε το περιοδικό από το ‘85. Ακολουθεί η αναπαραγωγή αποσπασμάτων της συζήτησης, με την άδεια των εκδόσεων Polaris.
***Νίκη Τζούδα: Η Βαβέλ σαν παρέα ξεκίνησε, με τα λεφτά κάποιων διακοπών. Ως κέφι περισσότερο, από μια διάθεση. Οι περισσότεροι είχαμε τελειώσει πανεπιστήμιο στην Ιταλία, γνωριζόμασταν από τότε, η Παυλίνα [Καλλίδου] που ήταν πριν στην Κολούμπρα με τον Τουφεξή. Σκέψου ήταν μια εποχή που έβραζαν τα πάντα κοινωνικά, οπότε τα περιοδικά αυτού του είδους ανθούσαν. Κι έτσι, για την Ελλάδα υπήρχε ένας πλούτος απίστευτος από κόμικ που μπορούσαμε να δημοσιεύσουμε από το εξωτερικό. Στην Ελλάδα δεν ξέραμε κανέναν, ότι είχαμε τελειώσει τις σχολές μας. Σιγά-σιγά με το περιοδικό άρχισαν να μαζεύονται διάφοροι. Ο Αρκάς είχε μάθει ότι θα βγει το περιοδικό κι έναν χρόνο πριν κάναμε σχέδια. Είχαμε βρει Ιωάννου, Καλαϊτζή. Ο Καλαϊτζής έκανε βινιέτες στο Αντί, όπως κι ο Ιωάννου. Κόμικ πρώτη φορά με την Τσιγγάνικη Ορχήστρα.
Ελληνική σκηνή τότε υπήρχε;
Σταύρος Κούλας: Ουσιαστικά, η Βαβέλ έκανε τη σκηνή. Και στην Κολούμπρα έκαναν πράγματα αλλά πιο χύμα κατάσταση, άλλο πράγμα. Με τη Βαβέλ γίναν πιο συγκεκριμένα και ιδεολογικά πιο φορμαρισμένα.
Και το πολιτικό στίγμα του περιοδικού ήταν από την πρώτη στιγμή πολύ έντονο.
Ν. Τζούδα: Γιατί είμαστε έτσι εμείς. Πέρα από τον πλούτο των κόμικ εκείνης της εποχής που δεν ήξερες τι να διαλέξεις, υπήρχαν κι ένα σωρό κίνητρα τότε να έχεις κι άλλα κείμενα. Στο κάτω-κάτω δε μας ενδιέφερε ποτέ ένα περιοδικό αμιγώς κόμικ.
Κούλας: Κάναμε ολόκληρη ιστορία μια παρέα λίγων ανθρώπων. Δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην ήξερε τη Βαβέλ. Μπορεί να μην τη διάβαζε, αλλά την ήξερε.Η Βαβέλ σαν παρέα ξεκίνησε, με τα λεφτά κάποιων διακοπών.
Ν. Τζούδα: Το ένα έφερνε το άλλο. Ο Σταύρος πέρασε να μας γνωρίσει. Έκανε ένα κόμικ, κάτι κουνημένες φωτοτυπίες. Είχαμε διαρκώς ερεθίσματα. Ερχόταν κάποιος κι έλεγε μια ιδέα, μας επηρέαζε, άρχιζε να γράφει. Ο Τζιώτζιος, για παράδειγμα, που μετά ίδρυσε το Σινεμά και τις Νύχτες Πρεμιέρας. Ήταν ένα εκπληκτικό, λαμπερό άτομο. Θέλω να σου πω, είναι και λίγο τυχαία αυτά τα πράγματα. Περνούσαν άνθρωποι, ταιριάζανε. Υπήρχε με αυτόν τον τρόπο και μια πολυφωνία για τα πάντα. Ο Ζερβός ήταν τότε ένας φοιτητής της αρχιτεκτονικής.Κούλας: Ο Παπαϊωάννου έφερνε τα κόμικ του.
Ν. Τζούδα: Και μάλιστα με μια συστατική επιστολή από τον Τσαρούχη!
Κούλας: Όταν ξεκίνησε το περιοδικό, άρχισαν να έρχονται φάκελοι σωρηδόν.
Ανακαλύψατε πολλούς έτσι;
Ν. Τζούδα: Βέβαια, πολλούς!
Εύη Τζούδα: Μπότσος, Σολούπ, Λέανδρος.
Κούλας: Διαμαντής Αϊδίνης. Υπήρχαν άνθρωποι που ξεκίναγαν να γράφουν και ήθελα να γράφουν σε εμάς. Νένες, Γεωργελές, Λάλας. Ο Τζιώτζιος που έκανε κριτική. Κι ερχόταν κόσμος, άφηνε κείμενα, αν μας άρεσε το βάζαμε. Ήταν μια πολύ παρεΐστικη κατάσταση. Δηλαδή δεν είχε καμία σχέση με ένα corporate περιοδικό με διευθυντή, αρχισυντάκτη, ήμασταν όλοι μαζί.
Ν. Τζούδα: Λειτουργούσαμε σαν κολεκτίβα. Χωρίς επεμβάσεις. Πες εσύ, ήρθες το ‘85 στο περιοδικό, δε θυμάμαι να σου είπαμε ποτέ μην το κάνεις έτσι ή πώς είναι έτσι το εξώφυλλο.Κούλας: Ποτέ. Ενώ σε άλλα περιοδικά που δούλευα είχα παρεμβάσεις. Η Βαβέλ ήταν το μοναδικό περιοδικό που ήμουν ελεύθερος να κάνω ό,τι κατέβαινε στην κούτρα μου, μερικές φορές τα οποία δε βλεπόντουσαν κιόλας, είχα το ελεύθερο να κάνω ό,τι γούσταρα. Από τη Βαβέλ έμαθα να είμαι γραφίστας. Αυτό ίσχυε και για τους υπόλοιπους ανθρώπους που δούλευαν εκεί μέσα.Κούλας: Εγώ δεν ξέρω πώς θα μπορούσε να διατηρηθεί ένα περιοδικό την εποχή του ίντερνετ. Κάποια κείμενα που τα βάζαν απέξω τα παιδιά, που δεν ήταν εύκολο να τα βρεις ας πούμε, τώρα με το ίντερνετ τα βρίσκεις όλα.
Ε. Τζούδα: Στο ίντερνετ από τη μία βρίσκεις τα πάντα, από την άλλη χάνεσαι, δε βρίσκεις τίποτα. Ενώ, όταν κάποιος σου δίνει μια συλλογή που σε βρίσκει σύμφωνο αισθητικά και από άποψη, το έχεις συγκεντρωμένο. Για μένα ένα περιοδικό λειτουργεί έτσι, συγκεντρώνει απόψεις, δίνει βήμα. Γιατί τώρα πια οι αυτοεκδόσεις είναι μεν πιο εύκολες, όμως ένα περιοδικό βοηθάει έναν δημιουργό να αναδειχθεί και να δείξει καλύτερα τη δουλειά του.
Κούλας: Τυπωμένο είναι και πιο ωραίο από το να το βλέπεις στο ίντερνετ. Μπορεί να είναι και φετιχιστικό αυτό, αλλά προτιμώ να το έχω τυπωμένο, όπως και μια φωτογραφία, παρά να βλέπω 15.000 φωτογραφίες. Όπως είναι και με τη μουσική, έπαιρνες έναν δίσκο και τον ξέσκιζες, τώρα ακούς 35.000 δίσκους και δε θυμάσαι κανέναν. Εγώ πιστεύω πρέπει να υπάρχουν περιοδικά μιας τέτοιας φόρμας και ιδεολογίας. Γιατί εκεί μέσα [σσ. στο ίντερνετ] χάνεσαι, εκεί δεν υπάρχεις πια από ένα σημείο και μετά. Αλλά ήταν κι η εποχή, σήμερα δεν ξέρω αν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο.Ν. Τζούδα: Ή μπορεί να γίνει κάτι τελείως διαφορετικό. Ακόμα και σήμερα το μυστικό είναι η συλλογική δουλειά.Λένε Βαβέλ, αλλά αυτό το Βαβέλ δεν είναι μόνο το περιοδικό, έχει ένα ολόκληρο μπακράουντ κουλτούρας ζωής.
Κούλας: Ξέρεις πόσες φορές βρίσκω ανθρώπους που δεν τους ξέρω και μου λένε για τη Βαβέλ «έχω όλα τα τεύχη»; Από ανθρώπους που δεν μπορούσες να φανταστείς ότι αυτοί θα είχαν όλα τα τεύχη. Λένε Βαβέλ, αλλά αυτό το Βαβέλ δεν είναι μόνο το περιοδικό, έχει ένα ολόκληρο μπακράουντ κουλτούρας ζωής. Και γι’αυτόν που τα δίνει και αυτή την κατάσταση τη μεταφέρει σε κάποιον άλλον, σε αυτόν που του τα χαρίζει. Δε σου αφήνει κάποιος απλώς δέκα τεύχη. Δεν αφήνει κανείς δέκα τεύχη του Ταχυδρόμου. Αντικατοπτρίζει μια ολόκληρη εποχή.
Ε. Τζούδα: Ο κόσμος έψαχνε για κάτι και ψαχνόταν σε όλα τα επίπεδα. Οπότε, άμα είσαι τυχερός και πέσεις στην κατάλληλη εποχή και βγάλεις εσύ κάτι, μαζεύεις τον κόσμο δίπλα σου.
Κούλας: Η Βαβέλ είχε άρθρα για το AIDS.Ν. Τζούδα: Μια εποχή που κανείς δεν ασχολείτο με το AIDS. Ή με την αποποινικοποίηση της κάνναβης! Ο Γιώργος [Σιούνας] είχε κάνει εξαιρετική δουλειά με εκείνα τα αφιερώματα.
***Κούλας: Το τι δημιούργησε αυτό το περιοδικό! Τα παιδιά που ανακάλυψε, το τι είδαν αυτά τα παιδιά εδώ, πράγματα που δεν είχαν δει. Τα νούμερα δεν υπήρχαν, αλλά είχαμε μια επιρροή μεγαλύτερη από τα νούμερά μας.
0 Μας δωσαν το χρονο τους :
Speak up your mind
Tell us what you're thinking... !