Το Κερκυραικό Λεξικό αφορά λέξεις που χρησιμοποιούσαν στην Γλώσσα τους οι Κερκυραίοι από την πρώτη Ενετική περίοδο έως την Ένωση των επτανησίων με την Ελλάδα.
Α-Ι
Α
Αβαγγέλιστο (το) Το μωρό που δεν το έχουν «περάσει»από το ευαγγέλιο.
Αβάκα (η): Φιλενάδα,αγαπητικιά (Μάλλον προέρχεται από τη ιταλική λέξη Vacca πού σημαίνει αγγελάδα αλλά και πόρνη .
Αβάλη (η): Κόλπος ( Παξοί)
Αβανιά (η): Δυσφήμηση.(Παξοί).
Αβαντάρω Υποστηρίζω.(Ital. Avantare).
Αβαντζαδούρα (η): Το πλεόνασμα (Ital. Avanzo).
Αβάντι : Πάμε (Ιταλ. Avanti).
Αβαντιζαίτε (η): Μπροστά.(Παξοί).
Αβαντσέρνω : Έχω να λαμβάνω.(Ital. Avanzare).
Αβάλη (η): Κατηφοριά προς κολπίσκο της θάλασσας (Ital. Avvallatura).
Αβαρία (η): Εξυπηρέτηση – ζημιά (Παξοί).
Αβάσκαμα (το): Μάτιασμα.
Αβασταή (η): Αβάσταχτο.
Αβεντόρος (ο): Τζαμπατζής (Ital. Avventore =πελάτης).
Αβέρτα πάγκα : Συνέχεια.
Αβέρτο (το): Ανοικτό (Ital. Aperto)
Αβέρτο πετσάλι (το) Ελεύθερο – Ανοικτό.(Παξοί).
Αβιζάρω : προειδοποιώ (Ital. Avvisare).
Αβλογιά (η): Λευκάκανθος. (Παξοί).
Αβογαδόρος (ο): Κατήγορος . (Ιταλ. Avvocato Fiscale )
Αβουκάτος (ο): Δικηγόρος (Ιταλ. Αvvocato).
Αγαλάρει (δεν ): Δεν ξεφεύγει.
Αγάλια : Σιγά
Αγάλικα (τα): Αμύγδαλα με μαλακό τσόφλι.(Παξοί ).
Αγαντζάδο (το) Ύφασμα πολυτελές με χρυσά κεντήματα (Ital. Organza).
Αγαρλίζω : Ανακατεύω.
Αγγανάδος (ο): Απατημένος .
Αγγανάρω : Απατώ.
Αγαντζάρω :Γραπώνω, γαντζώνω, αρπάζω (Ital. Agganciare).
Αγγελοκρούομαι : Τρομάζω-Ταράζομαι
Αγγελόνι (το) Φυτό άγριο που φυτρώνει στους λόγγους , έχει κόκκινους μικρούς καρπούς που τρώγονται.
Αγγιό (το): Δοχείο (Αρχ. Αγγείο).
Αγγούσα (η): Βαρυστομαχιά.
Αγγουρακιά (η): Φυτό με ρίζα που μοιάζει με μικρό αγγούρι.Λέγεται επίσης και Κουλουμπρίδα το φυτό μοίαζει με το ραδίκι και γινεται σαλατα.
Αγγουρέτο (το): Πολυάγγιστρο για το ψάρεμα των αφρόψαρων.
ονομάζεται και ξυλάγγουρο, γίνεται τουρσί.
Αγερίνα (η): Πολύ ψιλή άμμος σοβατίσματος.
Αγερμός (ο): Ξεσηκωμός ( Αρχ. Εγείρω;;;;;).
Αγιάθονας (ο): Φωτοστέφανο.
Αγιασμός (ο): Δυόσμος.
Άγιατρο (το): Ανίατο . (Παξοί).
Αγιοκωνσταντινάτο (το): Βυζαντινό νόμισμα μεγάλης αξίας.
Αγιοτικά (τα): Τα ανήκοντα στους ναούς.
Αγιούντα (η): Προσθήκη σε κάποια κατασκευή (Ital. Aggiunto).
Αγιούταλος (ο): Το πουλί Λούφα.
Αγιούτο : Βοήθεια . Βοηθήστε με (Ιταλ. Aiuto).
Αγκινιάζω : Εγκαινιάζω .( Ανοίγω το καινούριο κρασί).
Αγκίσερας (ο): Κισσός.
Αγκλυστήρι(το): Το εργαλείο του κλύσματος.
Αγκούσα (η): Στεναχώρια .(Λευκίμμη – Παξοί )
Αγκρέμιθας (ο): Αγριοφυστικιά.
Αγκωνή (η): Γωνία (Ital. Angolo).
Αγκιουστάρω : Δικαιώνω – Αποδίδω δικαιοσύνη (Ital. Aggiustare).
Αγκονάρι (το): Γωνία και ακρογωνιαίος λίθος. (Αγκών = γωνία και Ital (Angolare)
Αγκωνή (η): Η γωνία του ψωμιού.(Παξοί).
Αγνίλας (ο): Δάσος με λυγαριές (Άγνοι).
Άγνος (ο) Λυγαριά.
Αγούλιερας (ο): Φυτό – Ζιζάνιο.
Αγρέμυθας (ο): Άγριο δένδρο του λόγγου
Αγριάδα (η): Αγριολάχανο.
Αγρικάω : Επαγρυπνώ.
Αγριοκομιντοριά (η): Το φυτό στρύχνος (βλ. Κομιντόρο).
Αγρίωμα (το): Χέρσο ,ακαλλιέργητο χωράφι.
Αγροικά (φέρθηκε): Απρεπώς φέρθηκε (Σαν αγροίκος).
Αγυριώτικο (το): Χορός περιοχής Αγύρου .
Αγυρεψιά (η): Έμεινε ανύπανδρη από αγυρεψιά , δηλαδή δεν τη ηθελε κανείς.
Αδειά (η): Ελεύθερος χρόνος.
Αδερφομοίρι (το): Το μερίδιο του αδερφού από την περιουσία του γονέα.
Αδικευτής (o) Ο Άδικος.
Αδικιά (η) Αδικία.
Αδικογένι (το) Κακομοίρης.
Αδικοφάης (ο): Ο εκμεταλλευτής.
Αδούλης (ο): Τεμπέλης.
Αδουριά (η): Πρόσκαιρο – Αυτό που δεν αντέχει στο χρόνο (Ital. Duro).
Αδραχτηλιόνοι(οι): Οι κολιτσίδες του χωραφιού.
Αδράχτι (το): Εργαλείο για την δημιουργία μάλλινης κλωστής.
Αδράχτια Βρισιά.
Άεζα : Χωρίς αμοιβή.
Αετός (ο): Είδος σαλαχιού.
Αετονύχι (το) Είδος άσπρου επιτραπέζιου σταφυλιού με γαμψή ρόγα.
Αζόερας (ο): Δυόσμος.
Άζουλα (η): Κόπιτσα (Παξοί).
Αζώερας (ο): Μαργαρίτα
Αθήρι (το): Το καλύτερο (αρχ. Αθήρ;;).
Αθράκι (το): Το κάρβουνο (Αρχ. Άνθραξ).
Ακανίσκευτος (o) Ο αρνούμενος να δωροδοκηθεί(βλ. Κανίσκι).
Ακαπέλα Τραγούδι Χωρίς συνοδεία οργάνων.
Ακισταδόρος (ο): Κατακτητής –Αυτός που αποκτά κάτι.(Ιταλ. Conguistatore).
Ακιστάδος (ο): Αποκτημένος (Βλ. Ακισταδόρος).
Ακιστάρω : Αποκτώ.
Ακίστο (το): Απόκτημα.
Άκλαιρος (ο): Πάμφτωχος - χωρίς κλήρο.
Ακλεριάζω : Καταστρέφω – Ρημάζω.
Άκολα (τα): Πολύ βαθιά , απάτητα.(Παξοί).
Ακόντο (το): Έναντι λογαριασμού (Ιταλ. Acconto).
Άκοπα (τα): Συνέχεια , χωρίς διακοπή.
Ακορδάρω : Συμφωνώ, Συμμερίζομαι, παίρνω το μέρος κάποιου. (Ιταλ. AccordareΣυμφωνια, Κουρδίζω μουσικό όργανο.
Ακουζάρω : Κατηγορώ.(Ιταλ. Accusante ).
Ακουζατόρος (ο): Κατήγορος (Ιταλ.Accusatore).
Ακουϊστά : Επιπλέον πράγματα.
Άκουσμα (το): Φήμη – Διαδόσεις.
Ακουσμένη (η): Η γυναίκα που έχει εξωσυζυγική σχέση.
Ακουστάδα (η): Αποκτημένη (βλ. Ακισταδόρος κλπ ).
Ακριβολιναριά (η): Πρίν από πολύ καιρό . «Τον καιρό τσι ακριβολιναριάς» . (Υποθέτουμε ότι αναφέρεται σε μια εποχη που ήταν ακριβό το λινάρι).
Ακροτζερίζωμαι : Προαισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι (Ital. Accorgersi).
Ακρουφαλιά (η): Κουφάλα ή σχισμή δένδρου.
Αλαγκρέτζα : Χαρούμενη –Φαιδρή (Ital. Allegrezza).
Αλαγραμέντα Καλή ανάρρωση.;;;;;;;;;
Αλάδα (η): Τούφα μαλλιών (Παξοί).
Αλαλάργα – μακριά (Ital. Alla largare= ξανοίγομαι στη θάλλασα
Αλαλιάζω : Μένω άλαλος.
Αλαμαρνέρα (η): Ρόμπα.;;;;;;;;
Αλαμπαμπίνα ανδρικό χτένισμα Δήγμα Παλληκαρισμού έμοιαζαν με μωρουδίστικο χτενισμα με τα μαλλιά να αναδιπλώνουν στα άκρα (Ital. Alla banbina).
Αλαμπρατσάντε Αγκαζέ.(Ital. Braccio) Στην γνωστή κερκυραϊκή παροιμία «από το τίποτα καλό και το αλαμπρατσάντε».
Αλαπρέστα : Γρήγορα . (Ιταλ Presto ).
Αλάρμα : Πένθιμο χτύπημα καμπάνας. (Ιταλ Alarme=Τρόμος Συναγερμός).
Αλαρουμάνα : Μακριά μαλλιά (Παξοί).
Αλασκαβέντζα : Με το σακκάκι ριχτό στον ώμο (Ital. Alla scavenzza).
Αλασκάγια : Ανάρριχτα..
Αλατρεύω : Καλλιεργώ.
Αλαφάτσα Το μαντήλι δεμένο πάνω από το κεφάλι με τις άκρες σηκωμένες πάνω στο κεφάλι σταυρωτά και γενικά ευπρεπισμος της κεφαλής (Ital. Faccia).
Αλαφίλα : Συνεχώς (Ital. Alla Fila = Τακτικά).
Αλαφοστιά (η): Η αρρώστια Ερυθρά.
Αλεγατσιόνες (οι): Επεξηγήσεις (Ιταλ Allegazione).
Αλεγράρω : Χαίρομαι ,Ευθυμώ ,Ξεδίνω.
Αλεγρία (η) Χαρά. (Ital. Allegria).
Αλέγρος (ο): Ευθυμος –Χαρούμενος.(Ital. Allegro).Επίσης όλα τα συναφή : πχ. Αλεγρέτζα, Αλεγρία,Αλεγρατσιό,Αλεγράρω,Αλεγραμεντε.
Allegro).
Αλέκιος (ο): Μονοκόμματος πχ. “θέλω να μου βάλεις σόλες αλέκιες”.
Αλέρτα (η): Στη θέση σου, σε επαγρύπνηση .(Ιταλέ. Allerta=Επιφυλακή).
Αλεσιά (η): Μια Αλεσιά = Αλεσμα Ελιάς στο Ελαιοτριβείο μια φορά. Οσο χωράει η μηχανή.
Αλέστος (ο) Πρόθυμος. (παξοί) ;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;
Αλευρίτας (ο): Είδος μανιταριού.
Αλιά (κι’ αλίμονο) : Αλίμονο.
Αλιάδα (η): Σκορδαλιά.
Αλιμάγκου : Επιτέλους – Εν κατακλείδει.
Αλίμεντο (το): Διατροφή (Ιταλ Alimentazione).
Αλιμοκουρίζω : Ταρακουνάω.
Αλιμπαρτάρω : Αναποδογυρίζω (Ιταλ. Ribaltare).
Αλιμπουρδώνω Η Αλιμπουρδίζω η Αλικουρνίζω=Λερώνω – Πασαλείβω.
Αλιποπορά (η): Ποικιλία σταφυλιών.
Αλιποπορδιές (οι): Ράτσα μανιταριών.
Αλιποτσάκαλης (ο): Ράτσα τσακαλιού που έλεγαν ότι είναι διασταυρωση αλεπούς και τσακαλιού.
Αλιτζερίνος(ο): Αλγερίνος πειρατής ,συνώνυμο της σκληρότητας. (Ital. Algerino).
Αλιτσερίνι (το) Σκούρο-Μαύρο-Σκοτεινό
Αλιφιέρης (ο): Σημαιοφόρος (Ιταλ Alfiere).
Αλιφούτσιος (ο): Λούστρος-Στιλβωτής υποδημάτων.
Αλλότριος (ο): Αλλιώτικος.
Αλμπακάς (ο): Επίσημο ροκέτο από φίνο ύφασμα (βλ. Ροκέτο).
Άλμπεδο (το): Ασπρόξυλο από τις Αλπεις, μαλακό και ευκολοδούλευτο.
Αλντέντο (το): Μισοβρασμένα μακαρόνια (Ital. Al dente = στα δόντια).
Αλόη (η): Βότανο (Ital. Aloe).
Αλόϊσες(οι): Κακιές γυναίκες (Παξοί).
Αλπετραριος (ο): Διαιτητής (Ital. Arbitro).
Αλπέτρες (ο): Διαιτητής (Ital. Arbitro).
Αλτάνα (η): Ξεχυτή (Ital. Altana =Σκέπαστρο σε ταράτσα σπιτιού).
Αλτάρι (το): Αγία τράπεζα (Ital. Altare = Αγία τράπεζα , Βωμός).
Αλτεράδος (ο Αδιάθετος .;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;
Άλτο (το): Ψηλό –Ψήλωμα (πιο άλτο=πιο ψηλό).(Ital. On alto).
Αλτρα πάντα : Από τη μία μεριά στην άλλη
Αλτσάτο (το): «Πανωσήκωμα» σπιτιού (Ital. Alzata).
Αλτσετούρα (η): Πιέτα .;;;;;;;;;;;;;;;;
Αλτσος (ο): Αλυσίδα (Παξοί ) (Μάλλον βγαίνει από το Άλυσος).
Αλυπίτσα (η) Φυτό της ακροθαλασσιάς που το χρησιμοποιούν για να κατασκευάζουν σκούπες.
Αλυποτανάω : Τραβάω το σχοινί (Αρχ. Τανύω).
Αλυσίβα (η): Ζεστό νερό και στάχτη για το πλύσιμο των ρούχων. (Ιταλ. Lisciva).
Αμάν μπάσα : Λεηλασία.;;;;;;;;;;;;;
Αμάντζαλος : Κακοντυμένος και ακατάστατος.
Αμαρτεμός (ο): Αμαρτία.
Αμασκαλίδι (το) : Το βλαστάρι ανάμεσα στο φύλλο.
Αμασκαλοβύζα (η): Γυναίκα με μεγάλους μαστούς.
Αμαχεμός (ο): Εχθρότητα.
Αμε Πήγαινε
Αμε δα - Αμι Βεβαιωτικά μόρια.
Αμέντι και Αμέντε (το): Προσοχή – Πρόσεχε (Ital. A mente).
Αμηδόνικα : Ναι , κατάφαση .
Αμητί : Πώς αλλιώς.
Αμινόνκα : Ασε μας ήσυχους – Παράτα μας.
Αμίρασος (ο): Το ψάρι Σαλούβαρδος.
Αμμούσα (η): Αμμώδες και πορώδες έδαφος.
Αμολάδος (ο) Ελεύθερος-Χωρίς περιορισμούς.(Ιταλ. (a m)mollare – Λύνω το σχοινί -Ελευθερώνω).
Αμολαρησιά (η): Ασυδοσία (βλ. Αμολάρω).
Αμολάρω : Απελευθερώνω (Ital. Ammolare).
Αμολέρνω : Ελευθερώνω.
Αμόντε (πάμε) : Χαμένοι πάμε (Ital. A monte ).
Αμοράδος (ο): Ερωτευμένος. (Ιταλ. Inamoranto).
Αμορόζος (ο): Αγαπητικός-Εραστής. (Ιταλ. Amoroso).
Αμούρες (οι): Βατόμουρα.
Αμούχτι (το): Πλήθος πραγμάτων.
Αμπαντάρω : Εκτιμώ, Λογαριάζω (Ital. Abbacare).
Αμπαντονάδος (ο): Αλήτης , Εγκαταλελλειμένο Παιδί , Έκθετο. (Ital. Abbandonato).
Αμπάσος (ο): Κατώτερος – χαμηλότερος (Ital. Basso).
Αμπατάριστος(ο): Αδιάφορος για ότι συμβαίνει.
Αμπάτης (ο): Ταγμένος Κάποιος που ήταν «ταγμένος» σε κάποιον Άγιο και Φορούσε μαύρο φέσι και μπέρτα για 7 χρόνια. (ital. Battessimo=βάπτιση).
Αμπελοφάσουλα (τα): Φασολάκια βελόνες.
Αμπελοφουρκάτα (η): Ξύλινη διχάλα για το φύτεμα του αμπελιού (Ital. Forca = Διχάλα).
Άμπιλος (ο): Ικανός (Ital. Abile).
Αμπιτάντες (ο): Σοφίτα (Ital. Abitante =Ακάλυπτος χώρος που κλείστηκε και εγινε κατοικήσιμος).
Άμπιτο (το): Ιερατικό ένδυμα (Ital. Abito= Ρούχο η διαμένω).
Αμπιτύχη : Αν τυχόν.
Αμπλα ουτουριτά Απόλυτη εξουσία.(Ιtal. Ampio Autorita).
Αμπόδεμα (το): Μάγια- Μαγικά.
Αμπονόρα : Νωρίς – Πολύ πρωί (Ital. A buon ora).
Αμπορμπάω: Προφταίνω – Προλαβαίνω.
Αμπορπίζω : Ξεπερνώ κάποιον.
Αμπούζο (το): Κατάχρηση. (Ital. Ampuso).
Άμπουλες (οι): Πολλά νερά (Παξοί).
Αμπουρνέλα (η): Κορόμηλο.
Αμπώνω Σπρώχνω.
Αναγκεμένος (ο): Άρρωστος.
Ανάγλυκα (τα): Αραιά .
Ανάγλυκο Αραιό
Αναγραίνω : Ξαίνω το μαλλί.
Ανάγυρος (ο): Τέχνασμα – Επιδεξιότητα.
Αναδίνω : Ξανάρχομαι.
Ανάερα (τα): Εναέρια.
Ανάερα : Αμυδρά.
Αναζωφάω : Ξαναζωντανεύω.
Αναθιβάνω: Αμφιβάλλω.
Ανάκαρο (το): Διάθεση (Παξοί).
Ανακούρκουδα: Βαθύ κάθισμα στα γόνατα (Γύρου). Στους Παξούς το λένε «ανάποδα»
Ανακρακάτος (ο): Φωνακλάς.
Ανακυκλίδα (η): Ξύλινο εργαλείο για την μεταφορά του νήματος κατά το γνέσιμο.
Ανάνταφλος (ο): Ανοικοκύρευτος.
Ανάντελος (ο) Δύστροπος.
Αναπαψώλια (τα): Μία κατασκευή από σχοινιά που δένονταν πάνω από το κρεβάτι για να κρατούν τα πόδια της γυναίκας ανασηκωμένα ώστε να μην κουράζεται κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης.
Αναπιαίνω: Βάζω το ζυμάρι στη σκάφη και το σκεπάζω για να φουσκώσει.
Αναράιδα (η): Νεράιδα.
Αναριομάδα (η): Αραιόφυτο μέρος.
Αναρίτσια (η): Ανατριχίλα (Ital. Arricciare).
Ανατσολόϊση (η): Ακαταστασία .
Ανατσούμπαλος (ο): Ακατάστατος.
Ανατσουτσουριάζω : Ανατριχιάζω.
Ανάφαντος (ο): Απρόσεκτος (Παξοί).
Αναφούφου : Στον αέρα , πάνω πάνω.(Παξοί).
Αναχαράζει : Μηρυκάζει.
Αναχαράζω: Μηρυκάζω.
Αναψούρα (η): Έξαψη.
Αναψούρες (οι): Ζέστες.- εξάψεις.
Ανελέτα (τα): Γάντζοι που περνούν τα κορδόνια των παπουτσιών(Παξοί).
Ανέλο (το): Κρίκος , Χαλκάς (Ital. Anello).
Ανεμοδούρητος (ο): Μικρής διάρκειας.
Ανεμοίραα (τα): Αμοίραστα (πχ. Χωράφια).
Ανεμοκάικα Εξαφανίστηκα.
Ανεμοπουλίζω : Ανεμίζω.
Ανεμοπύρωμα (το) Κρυολόγημα.
Ανεμοστρίφουλας (ο): Τοπικός μικρός τυφώνας.
Ανεμούρι (το): Αδράχτι Και μεταφ. (Πάει το στόμα του Ανεμούρι) Κάποιος που μιλάει ασταμάτητα.
Ανεμοφόνητο (το): Άστατος-Ασταθής.
Ανεσίσταγος (ο): Ανήσυχος-φασαριόζος.
Ανεσύσταγος (ο): Ανοικοκύρευτος – Χωρίς σέστο (Ital. Sesto).
Ανέσωστος (ο): Ατελείωτος (Παξοί).
Άνζο : Συμβολαιογραφική πράξη(Ital. Atto Notarile).
Άνθρακας (ο): Αρρώστια -Κακοήθης φλύκταινα – Και ως κατάρα «να σε φάει ο άθρακας» .
Ανιφορά (η): Το αντίδωρο της εκκλησίας.
Ανστάνζα ή Ινστάνζα (η): Δικαστική προσφυγή (Ital. Istantanea = Ενσταση ).
Άντα (η): Επιβλητική περπατησιά (Ital. Anda =Θέτω σε κίνηση).
Ανταμος (ο): Γίγαντας , μεγαλόσωμος.
Αντάτος (ο): Ο έτοιμος να φύγει (Ital. Andare).
Αντέντος (ο): Έτοιμος για καυγά. (Ital. A Dente=στο δόντι η Attento = Σε ετοιμότητα).
Αντέτο (το): ¨Εθιμα των προγόνων (Ital. Antenato =Πρόγονος).
Άντζα (η): Γάμπα (Ital. Anca ).
Αντζαρδάρω : Ενθαρρύνω (Ital. Azzardare).
Αντζάρδο (το): Τόλμη ,Θάρρος (Ital. Azzardo).
Άντζι : Μάλιστα.
Άντζι : Όπως και να ναι.(Ital. Anzi);;;;;;;
Άντζουλα (η): Είδος μεταλλικού κουμπιού.
Αντήρας (ο): Μέρος εκτεθειμένο στον αέρα.
Αντιδαύλι (το) Ξύλο από νέο κλαρί για την φωτιά.(Παξοί).
Αντίδι (το): Ήμερο λάχανο.
Αντικάμαρα (η): Πεισμώνω και απομακρύνομαι από εσένα.
Αντικάμαρα (η): Χώλ , προθάλαμος (Ital. Anticamera ).
Αντικάριος (ο): Αρχαιολόγος (Ital. Anticario)
Αντίκομμα (το): Ξερό κλωνάρι δένδρου.
Αντίκος (ο): Παλαιομοδίτης.(Ital. Antico).
Αντικούλουκο (το): Μικρό βλαστάρι.
Αντικούτικας (ο): Μετωπιαίο οστό.
Αντιμάμαλο (το): Το κύμα που χτυπάει και ξαναγυρίζει.(Παξοί).
Αντιρίδα (η): Λοξό στήριγμα για την αντιστήριξη πασσάλων.
Αντιρίδι (το): Μικρός βλαστός που βγαίνει κάτω από το φύλλο.
Αντιφώτι (το): Φεγγίτης.
Αντος (ο): Σε ετοιμότητα (Ital. Attento= Προσέχω).
Αντραίδα (η): Φυτό;;;;;;
Αντρέτζο (το): Εργαλείο ,εξάρτημα. (Ital. Annesso).
Αντσιόν (η): Αγωγή εναντίον κάποιου (Ital. Azione).
Ανωθιό (το): Άνωθεν (Αρχ. – παλιό κρητικό).
Αξετίμωτος (ο): Ωραίος , Λεβέντης (Παξοί).
Αουνίστρα (η): Το τζάκι . Η φωτιά του σπιτιού. Στα χωριά τα’Γύρου λέγεται ογνίστρα.
Απαδείρω: Πληρώνω για τα σφάλματά μου.
Απαδέχτης (ο): Κεντρικό χαντάκι ποτιστικού χωραφιού.
Απαθιά (η): Ησυχία , Απραξία , Απάθεια.
Απάλα (η): Το πλατύ μέρος του κουπιού.(Παξοί).
Απαλατήδι (το): Το υγρό που περισσεύει από το φτιάξιμο του σαπουνιού.;;;;;
Απαλό (το): Το βρεγματικό οστούν του νεογνού.
Απαλοκάβουρας (ο): Είδος κάβουρα με απαλό κέλυφος που τρώγεται ολόκληρος τηγανιτός.
Απαλταρίζω : Παίρνω εργολαβία (Ital. Appaltare).
Απανωγόμι (το): Το επιπλέον φορτίο του γαιδάρου (Αρχ. Γόμος).
Απανωκόμι (το): Επιπλέον κέρδος.
Απαράτης (ο): Η σανίδα που ασφάλιζε τη δίφυλλη πόρτα από μέσα.
Απαρέντζα (η): Εικονiκά , φαινομενικά (Ital. Apparenza).
Απαρθενεύω : Ανήκω.(Παξοί).
Απαρταμέντο (το): Οροφοδιαμέρισμα (Ital. Appartamento).
Απάσβεστα (τα): Ο ασβεστοσοβάς.
Απέκια : Ειδάλλως .
Απελάντε(ο) Αυτός που κάνει έφεση στο δικαστήριο, ο εφεσιβάλλων (Ital. Appelare = Εφεσιβάλλω).
Απελάρω : Κάνω έφεση .(Ital. Appelare).
Απελησιά (η): Εκσφενδονίζω (Αρχ. Απελαύνω).
Απένα : Μόλις , Μετα βίας (Ital. Appena)
Απεράτης (ο): Αμπάρα.
Απερίκουος (ο): Αυτός που δεν καταλαβαίνει.
Απερτούρα (η): Ευκαιρία (Ital. Apertura=Άνοιγμα).
Απετόνι (το): Ποντικός των δένδρων.
Απήκουπα Ανάποδα.
Απίδι (το): Αχλάδι.
Απιδιά (η): Αχλαδιά.
Απίθωμα (το): Εναπόθεση ενός φορτίου.
Απιθώνω : Ακουμπάω κατι κάπου .(Αρχ. Αποθέτω).
Απίθωσα : Ακούμπησα.
Απίκου : Στην ώρα μου , Ακριβώς στο σημείο που πρέπει Οι Ναυτικοί Χρησιμοποιούν τη λέξη όταν η Μπίγα του Γερανού είναι πάνω ακριβώς από το φορτίο.
Απίκουπα : Ανάποδα.
Απιλατζιόν: Έφεση (Ιtal. Appelazione).
Απιόμπο: Έτοιμος.;;;;
Απίπιλε : Καθολοκληρίαν.;;;;;;;;;;;;;
Απισόντενα Όταν το ζώο Δεν μπορει να κρατηθεί στα πισινά του πόδια λόγω αρρώστιας η γήρατος.
Απιστριά (η): Μέρος του εξοπλισμού του γαιδάρου.
Απιταφτιάρικο (το): Πεισματάρικο.
Απλάδενα (η): Πιατέλα.
Απλή (η): Παλιός χωριάτικος χορός.
Απλιός (ο): Πλατύς (Αρχ. Άπλετος;;).
Απλιτά : Ικανότητα , Ευχέρεια (Απλετα;;;;).
Απλιχώρια (η): Ευρυχωρία.
Απλόχερο (το): Μονάδα όγκου που χωράει σε μια παλάμη.
Αποβολάρα (η): Είδος τσαπιού.
Απόγραμμα (το): Διεύθυνση σε γράμμα(Παξοί) . Στην υπόλοιπη Κέρκυρα Την έλεγαν Σύσταση.
Αποδέλοιπα (τα): Τα υπόλοιπα.
Αποδέλοιπο (το): Υπόλοιπο.
Απόδιαβα : Μετά τις γιορτές.
Αποδοχάρι (το): Μεγάλος κάδος για την πρόχειρη μετάγγιση του μούστου.
Απόειδα : Απογοητεύτηκα-Βαρέθηκα να περιμένω.
Αποζετάρω : Υποθηκεύω (Ital. Ipotecare).
Απόθραψε : Τελείωσε η καύση του ξύλου (Αρχ. Αποθράυω).
Αποθώσου : Κάθησε να ξεκουραστείς.
Αποκαρωμένος (ο): Μισοκοιμισμένος.(Παξοί).
Αποκατάρι (το): Το κεραμιδι που πάει από την κάτω μεριά.
Αποκαταριά (η): Η κάτω πλευρά.
Αποκαταριά (η): Το κατακάθι του ελληνικού καφέ .
Αποκαταριά (η): Το κάτω μέρος ενός ανισόπεδου κτήματος.
Αποκατουθειό : Από κάτω.
Αποκλείω : Κανω κάποιον ψυχικό ράκος.
Αποκοντιασμένος (ο): Υποχόνδριος.
Αποκόντο Παραλίγο.
Αποκόντο (το): Ευνόητο (Ital. Conto = Λογαριασμός – πρόβλεψη κλπ.).
Αποκοντριά (η): Υποχονδρία – Νωθρότητα.
Αποκοπή (η): Εργασία με το κομμάτι.
Απολιώρα : Πριν από λίγη ώρα.
Απόντις : Από όταν – Αφού (Αρχ. Όντας ;;;).
Αποξυλάνθι (το): Το άνθος της κουφοξυλιάς ( Θάμνος της ακτής-Αφροξυλάνθη).
Αποπανάρι (το): Το πάνω τούβλο της σκεπής.
Αποπανάρι : Το κεραμιδι που πάει από την πάνω μεριά.
Αποπαναριά (η): Το επάνω μέρος.
Αποπανουθιό (το): Από πάνω (Αρχ. Άνωθεν).
Απόπερα : Απέναντι.
Αποπέρνω Αποθαρρύνω.
Αποσβολάρα (η) Τσαπί.
Αποσεδείριες (οι): Οι ελιές που πέφτουν από την αρχή της σοδειάς.(Παξοί).
Αποσίμπελο Πιθανόν-Παρά λίγο-Μπορεί. (Ιταλ. Possibile). «Στην πιάτσα έγινε Αποσίμπελο Ρεμπόμπο». Δηλαδή Παραλίγο να γίνει φασαρία-καυγάς.
Απόστα η ξαπόστα : Επίτηδες (Ital. Apposta).
Αποστάρικα : Σκόπιμα. (βλ. Απόστο).
Αποστήλα (η) Σημείωση στο περιθώριο της σελίδας (Στήλη ).
Απόστο (τον έβαλε): Του έκανε κριτική-τον έβαλε στο στόχαστρο (Ital. A Posto=στη θέση του).
Αποτιλιά η Αποτίλας (ο): Λιθιά.
Απόχηρος (ο): Χήρος.
Απόχτιο (το): Απόκτημα.
Απραός (ο): Διαρκώς σε κίνηση ( Αρχ. ;;; Παραλία Απραού στην Κασσιόπη).
Απροβάδο (το): Εγκεκριμένο (Ital. Approvare).
Απρομπάρω : Εγκρίνω (βλ. Απροβάδο).
Απρόντα (η): Έτοιμη (Ital. Approntare).
Απροπόζιτο (το): Έκφραση που προτάσσεται Στην αρχή της συζήτησης . (Ital. Proposito=Το θέμα της συζήτησης).
Αραβούντουλα (η): Το τιμόνι της Βάρκας- η Λαγουδέρα.(Κέρκυρα-Πόλη).
Αραγκιό η ραγκιό (το): Η τάξη , Το συστηματικό (Ital. Rango=Τάξη).
Αράδα (η): Αμέσως.
Αράϊντα-Αράντα (η) Ο Περίβολος του σπιτιού. (Παξοί).
Αράτα (η): Ρώγα σταφυλιού-στήθους (Αρχ. Ράξ;;)
Αρβάλι (το): Σιδερένια λαβή του ξύλινου κουβά.
Αργάζω : Οργώνω,Κατεργάζομαι ,Επεξεργάζομαι.
Αργαστήρι (το): Καφενείο.
Αργάτης ( ο): Ο κοχλίας της αλεστικής μηχανής.
Αργατικός (ο): Εργάτης.
Αργατινή (η): Εργάσιμη μέρα.
Αργούντουλα (η) Η Λαγουδέρα (Το ξύλο που κουνά το τιμόνι της βάρκας.) (Παξοί).
Αργυρομαστραπάς (ο): Ασημένια κανάτα.
Αρεβολίζω : Πάω και έρχομαι γρήγορα.
Αρέκια (τα): Τραγούδια προχειροφτιαγμένα-(Iταλ. Οrecchia= Με το αυτί , χωρίς μουσικές γνώσεις).
Αρέντα (η) Γρήγορα. (Ital. Ridda=Είδος παλιού κυκλικού χωρού η σπασμωδική κίνηση γύρω από κάτι).
Αρέντε Πλησίον – Κοντά.;;;;;;;;;;;;;
Αρεσκειά (η): Προικοσύμφωνο.
Αρεστάδος (ο): Κρατούμενος (Ιταλ. Arrestato (: Κρατούμενος.
Αρέστο (το): Το κρατητήριο Ital. Arresto).
Αρθούνι (το): Το ρουθούνι.
Αριβάρω Έρχομαι-καταφθάνω. (Ιταλ. Arrivare).
Αρίδα (η): Τρυπάνι.
Αρκεβίστας (ο): Αρχειοφύλακας (Ital. Archivista).
Αρκίβιο (το): Αρχειοφυλάκειο (Ital. Archivio).
Αρκούμπουζο (το): Είδος πυροβόλου όπλου.(Λευκίμμη-Παξοί).;;;;;;;;;;;;;;;;;
Αρμακαδίνα (η): Κεντρικό δοκάρι σκεπής.(Ital. Arma Catena).
Αρμακόλου : Έβαλε το σακκάκι του αρμακόλου – Δηλαδή στην πλάτη (Ital. Armacollo =Τελαμώνα-Χιαστί).
Αρμάρι (το): Ντουλάπι (Ital. Armadio).
Αρμαρόνι (το): Ντουλάπι (Παξοί). Βλ.Αρμάρι.
Αρμενάλια (τα): Σοφίτες . (Παξοί).
Αρμίδι(το): Πετονιά για ψάρεμα.
Αρμουριχτό (το): Είδος πετονιάς.
Αρόδου : Ανοικτά στη θάλασσα ( Το πλοίο έδεσε αρόδου).
Αρόντα (η): Τρεχάλα.(Ital. Ridda =Είδος παλιού κυκλικού χορού)
Αρόντεψε : Τρέξε.(βλ. Αρόντα).
Άρπαση (η): Αρδευτικό κανάλι.
Άρπεζα (τα): Σιδερένια άγκιστρα για μεταλλικές κατασκευές η για την στερέωση τοίχων στις οικοδομές.(Ital. Arpese).
Άρτα πάντα : Η άλλη πλευρά μιας κατασκευής η κάτι διαμπερές. (Ital. Altra – Banda).
Αρτερατσιό (το): Ελαφρύς πυρετός – δέκατα (Arteria;;;;;;;).
Αρτερία (η): Αρτηρία (Ital. Arteria).-Προφανώς η λέξη έχει αρχαιοελληνική ρίζα.
Αρτίζω : Βάζω λάδι στο ψωμί.(Παξοί).
Αρτίζω : Ετοιμάζω το φαγητό (Άρτιο η άρτος).
Αρτίκολο πρίμο (το): Πρώτη ενέργεια – Πρώτη δουλειά.(Ital. Articolo Primo Άρθρο Πρώτο).
Αρτσιπέλαο (το): Πολύ μακριά. (Ital. Arcipelago= Αρχιπέλαγος).
Αρτύθηκα: Έφαγα κάτι που δεν έπρεπε την Σαρακοστή).
Ασέδιο (το): Πολιορκία (Ital. Asedio).
Ασενιάρω : Δίνω, μεταβιβάζω.
Ασένιο (το): Νόημα (Ital. Segho).
Ασκάρδη): Σκελίδα .
Ασκέλα (η): Αγριολάχανο.
Ασκέλα (η): Είδος λοστού που η άκρη του υποβοηθούταν από τη μασχάλη (Ital. Ascella=Μασχάλη).
Ασκλιδι Σκίλα .;;;;;;;;;;;;
Ασκοποθώνο Σηκώνομαι και κάθομαι συνέχεια.
Ασκός (ο): Αυγό που έγινε χωρίς τσόφλι , μόνο με την μεμβράνη. (Αρχ. Ασκός = Σάκκος).
Ασκρουμένομαι : Προσέχω να ακούσω(Παξοί).
Ασκώνω: Σηκώνω.
Ασμίλαγκας (ο): Το φυτό Σμίλαξ.
Άσος Άξονας του κάρου.
Ασουμέρω : Λαμβάνω , δέχομαι.
Ασούμπρα Αγκαζέ.
Ασούσουμος (ο): Αγνώριστος (Παξοί).
Άσπαγας (ο): Το φυτό δορύκυνον.
Ασπάλαθρας (ο): Κύτισος (Αγκαθωτό φυτό).
Ασπετά : Περιμένω (Ital. Aspetti).
Ασπουκλο (το): Αγριοκρέμμυδο.
Άστα : Σήκω (Αρχ. Ίσταμαι).-(Ital.Astante=Παρών ,Ενιστάμενος).
Αστάκι ((το) Ο Καρπός του καλαμποκιού
Άστε ντούε (μο): Μου επέβαλε (Μάλλον προήλθε από εκφραση της
Αστράκα (η): Θάμνος της ακτής.
Αστρακερή (η): Η τοποθεσία που έχει καλυφθεί από αστράκες.
Ασύσταγος (ο): Ανοικοκύρευτος (βλ. Σέστο).
Ατ ζάρδο (το): Τόλμημα (Ital. Azzardo).
Ατεντέντερε Ακούω , πείθομαι , συμμορφώνομαι.(Ital. Attendere=
Ατίβα): Έτοιμη , Ικανή για κάθε τι. (Ital. Attivo=Ενεργητικός).
Ατόρνο Πέριξ (Ital. Intorno).
Ατούρα ( η): Πονοκέφαλος εγγύου.
Ατρέτζο Σύνολο πραγμάτων απαραίτητων για ορισμένη χρήση. (Ital. Attrezzo = Σύνολο Εργαλείων).
Ατρέχα (η): Τρεχάλα.
Ατσαλωσιά (η): Η σκλήρυνση του σιδήρου με την θέρμανση και το απότομο κρύωμα στο νερό η στο λάδι.
Ατσάρδο (το ): Κίνδυνος (Ital. Azzardo).
Ατσαρδόζος (ο): Ριψοκίνδυνος. (Ital. Azzardosso).
Ατσήρω : Αποδέχομαι (Ital. Accetare).
Ατσιτέντε ( ο): Το τυχαίο συμβάν.(Ital Accidente).
Ατσίτο (το): Οξύ (Ital. Acido).
Άτσιτο (το): Οξύ που χρησιμοποιούσαν οι λευκοσιδηρουργοί για το καθάρισμα πριν τη συγκόλληση των μετάλλων (ital. Acito = Οξύ).
Άτσου : Ας`τους (Μαντουκιώτικο).
Αυγακότης ( ο): Αυγουλάς.
Αυγινό (το): Η ακολουθία του όρθρου.
Αυγουστέλι ): Ράτσα σύκου.
Αυγοχόλι (το): Ψεύτικο αυγό για να γεννούν οι κότες.
Αυγώνει : Η κότα ετοιμάζεται να γεννήσει.
Αυριοσύνη (η): Η αυριανή ημέρα , το μέλλον , το αύριο.
Αυχαριστία (η): Αχαριστία.
Αφαλοκομός (ο): Η ομφαλοκοπή.
Αφάνο (το): Δύσπνοια.(Ital. Affano).
Αφέντης (ο): ο πατέρας
Αφιδεύομαι: Εμπιστεύομαι. (Ital. Affidare).
Αφισάδος (ο): Προσηλωμένος (βλ. Αφισάρω).
Αφισάρω : Είμαι προσηλωμένος (Ital.Affisare).
Αφιτιβαμέντε : Πραγματικά (Ital. Effettivamente).
Αφοδιά (η): Αυλή σπιτιού ( Ίσως επειδή αφόδευαν εξω ελλείψει τουαλέτας ). (Παξοί).
Αφόρκος (ο): Επίορκος.
Αφούντου : Χάθηκε (Ital. A fondo=Στο βάθος).
Αφούφου : Ολική καταστροφή – Ανατίναξη – Ολοκαύτωμα. (Πήγε αφούφου – Πήγε ψηλά).
Αχαμνός (ο): Χλωμός (Παξοί).
Αχαρολόϊστη (η) Άχαρη.
Άχλα (η): Καταχνιά.
Αψήλου : Τυχερό παιχνίδι του δρόμου (κορώνα –γράμματα).
Αψήλου : Ψηλά.
Αψιής Οξύθυμος.
Αψώνω Φουντώνω, ζεσταίνομαι.(Παξοί).
Β
Βαβιλάτο (το) Το χρώμα της χρυσόμυγας (Μαυροπράσινο).
Βαβύλα (η) Χρυσόμυγα (Λέγεται και βάβυλας και μάλλον ονομάστηκε έτσι aπό το Βαβυλωνία από το βουιτό του).
Βαγαπόντες(ο): Απατεώνας (Ital. Vagabondo).
Βαγγελίζω : Περνάω κάτω από το ευαγγέλιο της κυριακάτικης λειτουργίαςγια να αποφύγω κάποιο κακό που φοβάμαι .
Βάγια (τα): Τα Θεοφάνεια , Η Κυριακή των Βαίων.
Βαγιάνα (η): Το ψάρι Σκαθάρι.
Βαγιοφόρα (η): Πλέγμα από φύλλα φοινικιάς για την Κυριακή των Βαίων.
Βάζο (το): Ο πήλινος σωλήνας των παλαιών αποχετεύσεων (Ital. Vaso).
Βαιλέυω : Κουράρω.- Φροντίζω
Βαιλεύω : Νταντεύω, κανακεύω.
Βαίσω : Λυγίσω. (Σινιές).
Βακέτα (η): Μερικώς κατεργασμένο δέρμα (Ital.Vacchetta=Αγγελαδίτσα- Δέρμα).
Βαλάγγι (το): Βελανίδι (Παξοί).
Βαλάνεια (τα): Βελανίδια.
Βαλανίδα (η): Αδένας του λαιμού.
Βαλάρω Βρίσκομαι σε αμηχανία.
Βάλε αμέντι : Σκέψου.(Ital. Mente=Μυαλό)
Βαλερόζος (ο): Άξιος . (Valoroso).
Βαλούτο (το) Βαρύ , Άξίζει τα λεφτά του (Ital. Valutare =Εκτιμώ την αξία το βάρος κλπ).
Βαμμένος (ο): Ο αποφασισμένος για να κάνει κάποιο κακό.
Βαντάγιο (το): Κέρδος (Ital. Vantaggio).
Βαντάκα (η): Πάνινο δέμα με ρούχα , και μεταφ. Η χονδρή γυναίκα.
Βαντιέρα (η): Δίσκος σερβιρίσματος
Βάραγγας (ο): Λάρυγγας.
Βαραμέντε : Επιτέλους – εν΄κατακλείδει (Ital. Veramente)
Βαρβαρίτσα (η): Δερματικό εξόγκωμα η κρεατοελιά.
Βαρδακούρι (το): Αμάνικο πουλόβερ.
Βαρδακούρι (το): Γιλέκο.
Βαρδάτσα (η): Ράτσα άσπρου κορόμηλου.
Βαρδιόλα (η): Σκοπιά .
Βαρζί (το): Κόκκινη βαφή χειλιών από ένα φυτό.
Βαρκός (ο): Βάλτος, η μόνιμα υγρή γη .
Βάρτου : Βάρα του.
Βάσκα (η): Μπανιέρα , λεκάνη .(Ital. Vasca).
Βάσκα (η): Στέρνα ,η μεγάλη λεκάνη. (Ital. Vasca).
Βατεύω : Κάνω έρωτα – Γονιμοποιώ.
Βατσέλα (η): Λεκάνη .
Βατσέλι (το): Λεκανάκι.
Βατσέλι (το): Νιπτήρας(Ital. Vascello=Πλοιάριο πολεμικό).
Βατσίνα (η): Εμβόλιο (Ital. Vacina).
Βατσουνιά (η): Βάτος.
Βδέλι (το): Μεταλλικό περιστρεφόμενο στερέωμα παραθυρόφυλλου).
Βεγγέρα (η): Γλέντι (Ital. Vegliare = Ξενύχτι).
Βεδρές :
Βελανίδα (η): Το ψάρι Ζαργάνα η βελόνα.
Βελέντζες (οι) Υποκλίσεις?
Βελέσι (το): Χονδρό ρούχο – Παλτό.
Βελιόνι (το): Ξενύχτι (Ital. Veglia).
Βέλιουρας (ο): Σκουλήκι που χρησιμεύει για δόλωμα.
Βελονάς (ο): Θύκη για βελόνια ραψίματος.
Βελοτσιπέ (το): Το ποδήλατο (Ital. Velocipe).
Βένα (η): Φέτα πετρώματος.
Βένα (η): Φλέβα – κληρονομικότητα (Ital. Vena).
Βενέτικο (το): Ράτσα κόκκινου μήλου.
Βενζίνα (η): Καϊκι μηχανοκίνητο.
Βένταμα (το): Φτερούγισμα.
Βεντάριο (το): Ευρετήριο (Ital. In Ventorio).
Βεντέμα (η): Τρύγος (Ital. Vendemmia).
Βεντερούγα (η): Αρρώστια που προκαλεί κύρτωση της πλάτης.
Βεντερούγα (η): Η πίσω μεριά των πλευρών.
Βεντερούγα (η) Καμπούρα- ραχίτιδα.
Βέντουλο (το): Βεντάλια η χαρτόνι για το φυσημα της φωτιάς(Ital. Ventaglio).
Βεντρειά (η): Η πλαινή πλευρά των πλευρών.
Βεντριά (η): Τα πλευρά του Ανθρώπου
.
Βεραμέντε : Αλήθεια (Ital. Veramente).
Βερβελίδι (το): Αγριολάχανο.
Βερβελίδια (τα): Βολβοί.
Βερβερίτσα (η): Κρεατοελιά.
Βεργέτα (η): Σκουλαρίκι κρίκος. (Μάλλον ονομάστηκε έτσι επειδή φτιαχνόταν από μία μεταλλική βεργούλα.Βεργέτα φορούσαν οι άνδρες στο αριστερό αυτί σε διάφορα μέρη της Κέρκυρας (Μαντούκι , Βαλανειό κ.α.) Ήταν χρυσή και μάλλον έμεινε από τους πειρατές η τους τσιγγάνους
Βερίνες (οι): Οι βόλτες που παίρνει το σχοινί.
Βερμαλίζω : Φλυαρώ (Ital. Verbale – Verbalismo = Στα λόγια).
Βέρντε (το): Πράσινο χρώμα (Ital. Verde).
Βερντούρα (η): Σαλάτα λαχανικών (Ital. Verdura).
Βέρσο (το): Συμπεριφορα (Ital. Verso = Κατεύθηνση ).
Βερτζότο (το): Πλατύφυλλο Κραμπή (Ital. Verzotto).
Βερτσελάδο (το): Χυμένο-Διάχυτο(Ital. Versamento).
Βεσπασιανή (η) Δημόσιο ουρητήριο (Ital. Vespasiano).
Βέστα (η): Γυναικείο φόρεμα.Ital. Vestito).
Βεστάγια (η): Γυναικεία ρόμπα (Ital. Vestaglia).
Βεστιέρα (η): Ρόμπα .
Βέτζες ,Ισβέτζες : Στη θέση του. (Ital. Vece).
Βετούλης (ο) Έφηβος.
Βήσαλο (το): Σπασμένο και αιχμηρό κομμάτι.
Βιατζάρω : Ταξιδεύω (βλ. Βιάτζο).
Βιάτζο (το) : viaggio (Ιταλ. ταξίδι κυρίως για δουλείες «έκανε βιάτζα ολη μέρα » .
Βιβάρι (το): Ιχθυοτροφείο (Ital. Vivaio).
Βίβες (οι): Προπόσεις (Ital. Viva).
Βίγλα (η): Επιμέλεια , φροντίδα , επιτήρηση, Παρατηρητήριο . (Ital. Vigilato).
Βιδέλο (το): Δέρμα για σόλες παπουτσιών (Ital. Vittello=Μοσχαρίσιο δέρμα).
Βίδιο (το): Άλλη φορά.
Βιζιγάντι (το) Κατάπλασμα.
Βίζιτα (η): Επίσκεψη (Ital. Visita).
Βίκα (η): Ταμιτζάνα.
Βίκος (ο): Ζωοτροφή.
Βιλάνος (ο): Άξεστος χωριάτης (Ital. Villano).
Βιλάρι (το): Τόπι υφάσματος.
Βινιέτα (η): Διακοσμητικό περίγραμμα – Σχέδιο (Ital. Vigneta).
Βιντινέλα (η): Χονδρό ύφασμα (Ital. Vitina = Κορσές).
Βινώ : Συνουσιάζομαι παράνομα (Παξοί);;;;;;;
Βίρα (η): Βέρα . (Ital. Vera ).
Βιρβιρίκι (το): Θυλίτσα από κλωστή.
Βιρτσίνος (ο): Χρεωμένος
Βίτζο (ο): Αντιπλοίαρχος (Ital. Vice).
Βίτος (ο): Αρσενικό περιστέρι .
Βίτσα (η): Ξύλινη βέργα .
Βιτσιτσιόλι (το): Μικρό πουλάκι.
Βλησίδι (το): Κόσμημα που προσφέρεται στη νύφη – Τάμα σε εικόνα (Παξοί) .
Βόγα : Κάνε κουπί-Λάμνε μπροστά.
Βογγύλι (το): Χονδρό κομμάτι , λέγεται και για το νερό που τρέχει.;;;;;;;
Βολά (η) : Φορά ( θα έρθουμε μία άλλη φορά ).
Βόλε ντα βόλα Διπλοραμμένα παπούτσια;;;;
Βολεί (μου): Με βολεύει.
Βολήμι (το): Το μέταλλο Μόλυβδος .
Βολίμι (το): Μόλυβδος.
Βολίμι (το): Το μέταλλο Μόλυβδος.
Βόλτα ντί πάλο : Ναυτικός κόμπος.
Βολτατέστα (η): Συνένωση κατασκευής γείσου υπό γωνία (Ital. Voltare-Testa).
Βολτετσάρω Κάνω άσκοπες περιπλανήσεις (Volteggiare=Στριφογυρίζω).
Βόλτο (το): Ο θόλος , οι καμάρες (Ital. Volta).
Βόλτο (το): Τοξοειδής κατασκευή στις εισόδους των σπιτιών .(Ital. Volto= Εξωτερική όψη ).
Βοντεσπίτσιο (το): Προεξοχή με παράθυρο από τα κεραμύδια της σοφίτας.(Ital.
Βοραντζένα (η): Φυτό – Βούγλωσσο;;;;;;;;;;
Βόρδονας (ο) εξώγκομα , ερεθισμός του δέρματος.
Βόρδονας (ο): Πρήξιμο από τσίμπημα εντόμου.
Βούκιθρο (το): Ηλιάνθεμο.
Βούλτα (τα): Κόπρανα Γαϊδάρου.
Βουλτοκάβαλα (τα): Κόπρανα Γαϊδάρων.
Βούλωμα (το): Πώμα
Βουντζουριχτός (ο): Τρεχάτος.
Βούντουλα (η): Τράτα όπου τα δίχτυα τα μάζευαν με τα χέρια.
Βουρδούλιο (το) : Ρεζίλι.- φασαρία – θεατρινισμοί.
Βουρλιάζω : Περνάω την κλωστή στην βελόνα .
Βουρλίνια (τα): Νεύρα.
Βουρλισιά (η): Τρέλα.(Ital. Burla = Περιπαιγμός).
Βουρλισιά (η): Τρέλα (Ital. Burla =Αστειότης).
Βουρλισμένος (ο): Τρελός (Ital. Burlare = Περιπαίζω – Αστειεύομαι).
Βουρλιταριό (το): Τρελοκομείο.
Βουτζί (το) Μεγάλο βαρέλι (Παξοί).;;;;;;;;;;;
Βουτιτσέλι (το): Πουλί των λιμνών που βουτάει για να βρεί ψάρια.
Βούτσι (το): Μικρό βαρέλι κρασιού.
.
Βραγιά (η): Αυλάκι για φύτεμα.
Βραγιά (η): Φυτεμένο αυλάκι χωραφιού.
Βρακί (το): Παντελόνι.
Βρακοζώνι (το): Ζωστήρας.
Βρακολινιά (η): Ζώνη παντελονιού από σχοινί (Βλ. Λινιά-Linea).
Βρακοντιές (οι): Είδος φυτού.(Παξοί).;;;;;;;;;;
Βράχλο (το): Η φτέρη.
Βρικάζω : Φωνάζω δυνατά.(Παξοί). ;;;;;;;;;;;;;;;
Βρυνίλας (ο): Ακροποταμιά με βρύα.
Βρυσίδι (το): Κεφάλαιο. ;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;
Βύσαλο (το): Το βότσαλο
Γ
Γαδίνι (το): Φλυτζάνι του τσαγιού.
Γαδίνι (το): Λεκανάκι.
Γαδίνι (το): Νιπτήρας (Ital.Catino).
Γάζα (η): Είδος σαλαχιού.
Γαζέτα (η): Παλιό Ενετικό νόμισμα ίσο με δύο ενετικά σόλδια.
Γαιδουρόσπιγγος (ο): Πουλί λίγο μεγαλύτερο από το σπίγγο και λίγο κόκκινο χρώμα στην κοιλιά.
Γαλάρα (η): Καθαρή .;;;;;;;;;
Γαλάρι (το): Το γουρούνι.
Γαλαρία (η): Ο εξώστης του θεάτρου (Ital. Galleria?????).
Γαλατζίτες : Αγριολάχανα.
Γαλδίδος (ο) Εφοδιασμένος έτοιμος για χρήση. (Ital. Guarnire);;;
Γαλδιμέντο (το): Έτοιμο για χρήση.
Γαλεότα (η): Πολεμικό πλοίο.
Γαλετίνες (οι) : Μπισκότα (Ιταλ.galleta ).
Γάλικο (το): Το πουλερικό Γάλος (Ital. Gallo =Αγριόγαλος).
Γαλιόνι (το): Πλοίο εξοπλισμένο για την μεταφορά πολύτιμου φορτίου.
Γαλιουρίζω Δεν βλέπω καθαρά. ( « Παίζει» το μάτι μου ).
Γαλιουρίζω : Η αίσθηση του τρεμουλιάσματος στο μάτι .
Γαλιφιά (η): Κολακεία (Ital. Gagliofferia).
Γαλόνι (το): Μονάδα μέτρησης βάρους ίση με 4 κιλά.
Γανάσα (η): Σιαγόνα (Ital. Ganascia).
Γανιές: Μαύροι λεκέδες , καρβουνιές
Γαντζάος (ο): Καίκι με δύο άλμπουρα.
Γαντιέρα (η): Δίσκος σερβιρίσματος (Ital. Guantiera).
Γαρδέλι (το) : Ωδικό πουλί (η γνωστή καρδερίνα).
Γαρδινιέρα (η): Κρεμαστή σιδερένια βάση για γλάστρες (Ital. Giardiniera).
Γάρμπα (η): Ράτσα μουριάς.
Γαρμπίνος (ο): Γαρμπής ,Ν-Δ Άνεμος (Ital. Garbino).
Γάρμπο (το): Φλέρτ. (Ιταλ. Garbo - Χάρις , ευγένεια ).
Γαρμπόζα (η): Η αγαπητικιά.- ερωμένη
Γαρμπόζος (ο): Ερωτύλος. (Ital. Garboso).
Γαρμπούνι (το): Η ασθένεια Άνθραξ. (Ital. Garbone =Κάρβουνο).
Γαρούνας (ο): Φόβητρο για τα μικρά παιδιά.
Γαστάλδος (ο): Αυτός που αναλαμβάνει υποθέσεις άλλων.;;;;;;;;;;;;
Γαστρί (το): Δοχείο για να πίνουν οι κότες (Γάστρα).
Γάτος (ο): Γατόψαρο στρογγυλό λαίμαργο ψάρι με μυτερή λόγχη στη ράχη.
Γατσίνι (το): Γατάκι (Παξοί).
Γατσούλι (το): Γατάκι (Γύρου).
Γδώνω : Τεντώνω – Ξεχειλώνω.
Γελές (ο): Γιλέκο (Ital. Gile).
Γενατσούρια (τα): Η ημέρα της γέννησης.
Γένημα (το): Καλαμπόκι.
Γεντέκι (το): Σχοινί για ρυμούλκηση πλοίων .
Γεραμέντο (το): Επισκευή (Ital. Rammento).
Γερανό (το): Σκούρο μπλέ .
Γεροκουλουμίζω : Γηροκομώ (βλ.Κουλουμίζω).
Γέτο (το): Η εβραική κοινότητα (Ital. Getto =Πέταγμα –ρίξιμο-απόβλητο).
Γιακέτα (η): Σακάκι. (Ital. Giacca).
Γιαλοράκι (το): Ρακοπότηρο (Παξοί).
Γιάξε : Κοίταξε (Παξοί).
Γιαπούντζα (η): Μακρύ και βαρύ , καθημερινό παλτό των αρχόντων. (πιθανόν να ονομάστηκε έτσι έπειδή έμοιαζε με το ανάλογο Γιαπωνέζικο παλτό).
Γιαπράκια (τα): Γιουβαρλάκια (Παξοί).
Γιάτο : Νάτο (Παξοί).
Γιατσάδα (η): Παγωνιά – Κρυάδα (Ital. Ghiaccata = ποτό με πάγο).
Γιάτσο (το): Παγωμένο (Ital. Ghaccio).
Γιόμα (το): Μεσημεριανό φαγητό.
Γιομάρι (το): Φόρτωμα ξύλα.
Γιομίζω : Γεμίζω (Γιομώζω στους Παξούς).
Γιότσα (η): Έπιπλο σαλονιού.;;;;;;;
Γίοτσολα (η): Κονσόλα σπιτιού.
Γιουδιστόν : Απόφαση (Ital. Giudicato).
Γιούλιο (το): Μενεξές .;;;;
Γιους Πατρονάτους : Δικαίωμα επι εκκλησιαστικού κτήματος παραχωρηθέντος από το Βενέτ. Δημόσιο.
Γιουστάρω : Τακτοποιώ (Ital. Aggiustare).
Γιοφυλλί (το): Μώβ έντονο ανοιχτό.
Γισταμέντο (το): Συμφωνία για τακτοποίηση λογαριασμού (Ital. Aggiustamento).
Γκαιδός (ο): Ο πάσχων από στραβισμό.
Γκανιότα (η): Δοχείο χρημάτων σε χαρτοπαιχτικές λέσχες.
Γκαντζέλος(ο): ο Ερωτοτροπών ,ο αγαπητικός ,ο κορτάκιας. (Ital. Ganzo – Gantzelo-Gantzelino).
Γκενεράλ (ο) Επίτροπος – πληρεξούσιος. (βλ. Γκενεράλης).
Γκενεράλης (ο): Στρατηγός – αρχηγός (Ital. Generale).
Γκέσο (το): Κιμωλία (Ital. Gesso – Ven. Zesso).
Γκέσο ντε πρεζα (το): Γύψος (Gesso di presa = Γύψος συγκράτησης).
Γκέτο (το): Σιδερένια μισοστρογγυλη πόρτα φούρνου (Ven. Geto).
Γκιορνάδα (η) : Το μεροκάματο (Ιταλ. Giornata : ημέρα ).
Γκίοτσα (η): Ξύλινο έπιπλο σπιτιού ,κονσόλα (Ven. Giozza).
Γκίουρμο (το): Ώριμο.
Γκιούστος (ο): Ακριβοδίκαιος (Ital. Giusto).
Γκιράντολα (η): Περιστρεφόμενο σιδερένιο στήριγμα παραθύρου (Ital. Girante , Ven. Zirandola=Στροφέας).
Γκιώνης (ο): Μεγάλο πουλί αρπαχτικό.
Γκιώνης (ο): Κουκουβάγια.
Γκλάρος (ο): Ο λάρυγγας.
Γκλόρια (η): Θρίαμβος –εξαιρετική στιγμή (Ital. Gloria = Δοξαστικός ύμνος).
Γκόγκλα (η): Η Ζώνη που πιάνεται στην κοιλιά του γαιδάρου.
Γκόγκλα (η): Κυμάτισμα .
Γκόγκλα (η): Στροφή.
Γκόγκλες (οι): Κυματισμοί.
Γκόγκλες (οι): Στιφογυρίσματα.
Γκοζάρω (η): Γριά προβατίνα.
Γκόθρικας (ο) : Το πρώτο γάλα.
Γκόν : Υπερβολική μέθη (Αγγλ. Gone – Go – «Έφυγε» ).
.
Γκότζα (η) Γέρικη προβατίνα.
Γκουτζερές (ο): Γανωματής
Γκράντε μεστεριόζος (ο) Πολύ μυστηριώδης . (Ital. Grande musterioso).
Γκρατσίολα (η): Χαριτωμένη , πνευματώδης (Ital. Graziosa).
Γκρουζιά (η): Άγριος θάμνος με κίτρινα φύλλα και άσχημη μυρωδιά.
Γκρούζω : Μουγκρίζω. “Γκρούζει σαν το γαλάρι”.
Γκώνω – Έγκωσα : Βαρυστομάχιασα – Φρακάρησα.
Γλάρουγκας(ο): Λαρύγγι.
Γλέπεις : Βλέπεις.
Γλητσίνα (η): Αναρριχητικό φυτό.
Γλίμα (το): Κομμάτι σαπουνιού.
Γλίνα (η): Λάσπη.(Παξοί).
Γλίτσα (η): Σκουλήκι για ψάρεμα.
Γλούπος (ο): Το λαρύγγι- (Μεταφ. Αυτός που τρώει πολύ).
Γλυκάδι (το): Ξύδι (Παξοί).
Γλυκάδι (το): Οι αδένες του αρνιού στο λαιμό που αγοράζουμαι μαζί με με την συκοταριά. (Γύρου- Όρος).
Γλυκολάχανο (το): Ήμερο λάχανο.
Γοβέρνο (το): Κυβέρνηση .(Ital. Governo).
Γογγύλη (το): Κομμάτι κορμού δένδρου. (Αρχ. Γογγύλην).
Γοδέμπελος (ο): Πρόσχαρος (Ital. Godibile).
Γοδέρω Ευχαριστιέμαι – απολαμβάνω. (Ιταλ. Godere).
Γοδιμέντο (το): Ευχαρίστηση (Ital. Godimento).
Γοδιμεντόζος (ο): Γλετζές (Ital. Godimentoso).
Γόμπα η Σγούμπα (η): Καμπούρα (Ital. Gobba).
Γορδελάρω Ενώνω με χονδρή κλωστή ή ράβω κορδέλα στην άκρη του υφάσματος .
Γουαντιέρα (η): Δίσκος ;; Σερβιρίσματος;;;;;;;;
Γουζιός (ο): Τσαλαπετεινός (Λευκίμμη – Παξοί).
Γούζο (το): Δικό μου , προσωπικό (Ital. Uso).
Γούζο μου : Για τον εαυτό μου.
Γούζω (το): Πείσμα.
Γουλάδα (η): Δρόμος λιθόστρωτος με στρογγυλές πέτρες (γούλους).
Γουλί (το): Μικρή στρογγυλή πέτρα
Γουλίζω : Τρίβω το χταπόδι πάνω σε μια πέτρα..
Γουλοζιτά (η): Λαιμαργία (βλ. Γουλόζος).
Γουλόζος (ο): Λαίμαργος (Ital. Goloso).
Γουλοκόφινο (το): Κοφίνι ενισχυμένο για τη μεταφορά της πέτρας από τους οικοδόμους.
Γούλος (ο): Πέτρα στρογγυλή.
Γουλοφάης (ο): Ουλίτιδα .
Γουργούρι (το): Περισυλλογή.
Γουρουνοσακούλα (η) Καπνοσακούλα κατασκευασμένη από την ουροδόχο κύστη του γουρουνιού
Γούσα (η): Διατομή κορνίζας (Ital. Guiscio = Κέλυφος,Σκελετός, Σκαρί).
Γουτζί (το): Γουρουνόπουλο.
Γράβα (η): Σπηλιά. (Αγγλ. Cave-cavern. Ιταλ. : caverna ).
Γραβαλίζω : Στρώνω το χώμα με τσουγκράνα .
Γράβαλος (ο): Τσουγκράνα.
Γραέλα (η): Σιδερένια σχάρα (Ven. Graela).
Γράζω Φωνάζω.
Γραμπαούλι (το): Άγκυρα βάρκας.
Γρανίτσα (η): Ψιλό χαλάζι (Ital. Grana Granita = Κόκκος).
Γραντζέουλα (η): Καβουρομάνα;;
Γραντζέουλα (η): Μουντζουριά.
Γρεγολεβάντες (ο): Ανατολικός προς νότιος ανεμος. (Ital. Greco Levante). Προφανώς επειδή ο Ιταλός βλέπει αυτόν τον άνεμο να έρχεται από την Ελλάδα.
Γρέμπα (η): Ξερολιθιά.(Ital. Greppo = Γκρεμός ).
Γρέντα (η): Το κάτω μέρος της Ζυφταριάς. (Παξοί).
Γρέπετο (το): Κατηφορικός λόγγος-αγρίωμα.
Γρετζεούλης(ο): Σατανάς.(Βελζεβούλ;;;)(Γύρου).
Γρέτζο (το) Άγρια επιφάνεια. (Ital. Greggio=Aκατέργαστο).
Γρίλα (η): Το γουργουρητό της κοιλιάς από πείνα (Ital. Grillo=Χωρίς φαγητό).
Γριλίτσα (η): Ηλίαση.
Γριτσόρα (η): Αγριολάχανο.
Γροβολιά (η): Αγριοδαμασκηνιά.
Γρόγγος η Δρόγγος (ο): Το ψάρι Μουγκρί (Ital. Grongo).
Γροπέτο (το): Φιαλίδιο ;;;;;;;;;;
Γρόσα (η): Μία γρόσα ισοδυναμούσε με 145 κομμάτια όπως η Ντουζίνα ισοδυναμεί με 12.
Γρότα (η): Σπηλιά , τρύπα (Ital. Grotta).
Γρουδιένω : Ζαρώνω από την πολύωρη παραμονή στο νερό.
Γρούζω : Γουργουρίζω.
Γρουμπανιά (η): Πέσιμο (Παξοί).
Γρουμπούλι (το): Εξόγκωμα του δέρματος.
Γρουμπούλι (το): Δερματικό εξόγκωμα (Ital. Groppo – Groppone =Κόμπος - καμπούρα).
Γρούνι (το): Γουρούνι.
Γρουνοτσάρουχο (το): Παπούτσι από ακατέργαστο δέρμα χοίρου και γκέτα από γούνα για τη βαρυχειμωνιά
Γρουτζιά (η) Αγριόφυτο με κίτρινα λουλούδια , θεραπευτικό για την αιμορραγία.
Γρούψα (η): Δίψα (Λευκίμμη-Παξοί).
Δ
Δάγα-Δάγα : Γρήγορα – Γρήγορα
Δάγο : Αργά, σιγά (Ital. Adagio).
Δαιμοναριά (η): ¨Ένα φυτό ;;;;;;;;;;(Υοσκύαμος).
Δάντσια (η): Φόρος (Ital. Dazio).
Δάρτης (ο): Εργαλείο για το κοπάνισμα του σιταριού.
Δάρτης (ο): Κουρασμένος (Παξοί).
Δαρτό νερό (το): Πολύ δυνατή βροχή.
Δαυλί Καιόμενο ξύλο- μεθυσμένος πάρα πολύ. ( «αυτός έγινε δαυλί).
Δαφνίλας (ο) Τόπος με δάφνες.
Δείλια (η): Τάση για λιποθυμία-αδυναμία.
Δεκαοχτούρα (η): Ένα είδος γκρίζου περιστεριού
Δεκουτζιόν : Αμέσως;;;;;;;;;;;;;;
Δεκρέτο (το): Απόφαση-ψήφισμα (Ital. Decreto).
Δεκρετσιόν (η): Διάκριση (Ital. Discrezione).
Δελεγάτος (ο): Εντεταλμένος.(Ital. Delegato).
Δελέγκου : Γρήγορα , αμέσως (Ital. Di luogo).
Δελίτο (το): Μεγαλόσωμο.
Δεμπιτόρος (ο): Οφειλέτης (Ital. Debitore).
Δενόντσια (η): Ιατρική έκθεση;; (Ital. Denunzia = Γνωστοποίηση).
Δεντρόβαλος (ο): Δεντρογαλιά(είδος φιδιού)
Δεποζιτάρω : Παρακαταθέτω (Ital. Depositare).
Δεπόζιτο (το): Παρακαταθήκη (Ital. Deposito ).
Δεπουτάτος (ο): Εξουσιοδοτημένος (Ital. Deputato = Βουλευτής).
Δεροτόρος (ο): Διευθυντής (Ital. Direttore).
Δεσγούτο (το): Δυσαρέσκεια (Ital. Disgrato-Disgusto=δυσαρέσκεια – αηδία ).
Δεσμπόρσο (το): Δαπάνη (Ital.Disborso ).
Δεσπέτο (το): Πείσμα. (Ιταλ. Per Dispeto).
Δεσπουτάτος (ο): Ηγεμόνας (προφανώς προέρχεται από το Δεσποτικός Δεσποτάτο της Ηπείρου.
Δεστεμέλι (το): Ζώνη.
Δεστινάρω : Στέλνω , Κατευθύνω (Ital. Destinare).
Δέστρος (ο): Επιδέξιος (Ital. Destro).
Δεστρούτο (το): Λειωμένο χοιρινό λίπος (Ital. Strutto).
Δεσφιλάδο (το): Εξεφτελισμένο (Ital. Vile = Δειλός ,άνανδρος, εξεφτελισμένος).
Δήλησε : Βγήκε αληθινό (Μου δήλησε το όνειρο).(Παξοί).
Δήλισε : Πραγματοποιήθηκε (το όνειρο).
Διαβατάρης (ο): Περαστικός.
Διάγκιλος (ο): Διάολος.
Διάκαμπο (το): Στη μέση του κάμπου.
Διάκοιλος (ο): Κοιλιακό νόσημα.
Διακόνι (το): Ζητιανιά.
.
Διακονιάρης (ο): Ζητιάνος.
Διαλυμάτο (το): Χύμα (Τσιγάρα διαλυμάτο).
Διαμάσχαλα : Κάτω από την μασχάλη.
Διάνα (η): Λευκή (Παξοί).
Διάργυρος (ο): Ο υδράργυρος. (και ως κατάρα : «Στάχτη και διάργυρος» Δηλ. Ας διαλυθούν όλα.
Διάσκατζε : Δεν βαριέσε.
Διάσκατζος (ο): Διάβολος.
Διάσωνας (ο): Μολυσμένο σπυρί.
Διατσέντο (το): Υάκινθος (Ital. Giacinto).
Διγόνι (το): Το τελευταίο τέκνο της οικογένειας.
Δίημα : Πολύ σημαντικό – Αφήνει εποχή.
Δικιαρίζω η Δεκιαράω : Δηλώνω (Ital. Dichiarare ).
Δίκοπη (η): Γεωργικό εργαλείο που από την μια μεριά ήταν τσαπί και από την άλλη τσεκούρι.
Δίρετα (τα): Δίκαιώματα (Ital. Diritto ).
Δίρετος (ο): Κατ’ ευθείαν.(Ital. Diretto – Diritto ).
Δίριτο (το): Δικαίωμα , ορθό ,ισιο (Ital. Diritto).
Διστρηγάρω Εξηγώ (Ital. Distrigare).
Διτζεδέρω : Αποφασίζω (Ital. Desidere).
Δίτολο (το): Τίτλος (Ital. Titolo).
Δόγα (η): Βαρελοσανίδα (Ital. Doga).
Δογάνες (οι): Δασμοί (Ital. Dogana).
Δόγες (οι): Κομμάτια (μάλλον προέρχεται από τα σανίδια του βαρελιού).
Δονατσιόν (η): Δωρεά (Ital. Donazione).
Δόνικα : Λοιπόν.
Δόνκα Ναι - Βεβαιωτικό μόριο.
Δόνκα Σκέψου. ;;;;;
Δοντούρα (η): Το δόντι τραπεζίτης.
Δόπιος (ο): Σταυρωτός, διπλός (Ital. Doppio).
Δοράκινο (το): Ροδάκινο (Ital. Duracino =Με τη σάρκα κολλημένη στο κουκούτσι)
Δοτερία (η): Ρητορεία (Ital. Oratoria).
Δοτόρος (ο): Γιατρός (Ital. Dottore).(βλ. και Τοτόρος).
Δουκάτο η Δουκατόνι (το): Χρυσό νόμισμα υποδιαιρούμενο σε μαρτσέλους και σόλδια.
Δουρατούρος (ο): Μακρόβιος , διαρκής (Ital. Duraturo).
Δουράω : Αντέχω στο χρόνο (Ital. Durare).
Δραγάτης (ο): Αγροφύλακας.
Δράζει : Στάζει , Έχει διαρροή.
Δραξιά (η): Σταγόνα (Παξοί;;;).(Ital. Goccia;;;;
Δρόγκος (ο): Το ψάρι Μουγκρί.
Δρόπακας (ο): Υδρωπικία.
Δροτσίλας (ο): Τα σπυθουράκια που προκαλούνται από υπερβολική ζέστη
Δυάργυρος (ο): Υδράργυρος.
Δυναμάρι (το): Στήριγμα
Ε
Έβγαση Έξοδος. (Αρχ. Εκβαίνω).
Εγγιστάρω : βλ. Αγγιστάρω.
Έγιανε : Έγινε καλά.
Έγκαψη (η): Φλόγωση (Αρχ. Εγκαίω).
Εγκώμιο (το): Πείραγμα (Αρχ. Έν Κώμος).
Εδαυτού: Ακριβώς Αυτού (Παξοί).
Εδεδώ : Ακριβώς εδώ.(Παξοί).
Εδεκεί: Ακριβώς Εκεί. (Παξοί)
Εδούρησε (δεν) : Δεν κράτησε πολύ-
Εθαραπάικα : Ευχαριστήθηκα.
Είδισμα : Τίποτα (Παξοί).
Είμητα : Εκτός αν ( Αρχ. Ει μη ).
Εκουϊστάδος (ο): Βλ. Ακιστάδος
Εκουτσούριανα : Πάγωσα .
Εκτενταρίζομαι : Καθαρίζομαι.
Ελεγάω : Ελεώ .
Ελόου μου : Εγώ προσωπικά( Από: Του Λόγου μου).
Ελώου μου, σου , του : Εγώ , η αφεντιά μου.
Εμπασοεκβατήριον (το): Είσοδος σπιτιού.
Εμπετσάρω : Παρενοχλώ (Ital. Impacciare).
Εμπιστιάνα : Επί πιστώσει (Αρχ. Εν Πίστει ) βλ. Μπιστιού.
Έμπλασε : Έπιασε. (Παξοί).
Έμπο : Καταιγίδα (Ital. Temporale);;;
Ενεξεκουτσιόν (η): Εκτέλεση. (Ital. Esecuzione).
Ένιαξε : Μάζεψε , Μίκρυνε.
Ενόδος (ο): Ετοιμοθάνατος (Αρχ. Εν Οδώ).
Εντεπόζιτο (το): Παρακαταθήκη (βλ. Δεπόζιτο ).
Έντεσα : Σκόνταψα –πιάστηκα από κάπου.
Εντιματσιόν (η): Δήλωση , Αίτηση, ;;;; (Ital. Entizione = Έκδοση ).
Εντράδα (η): Εισόδημα ( Ital. Entrada).
Εξαγλίστρησα : Γλίστρησα.
Εξαμιναδόρος (ο): Ελεγκτής (Ital. Esaminare = Ελέγχω ).
Εξάτο (το): Έκτο .
Εξεκουτσιόν (η): Εκτέλεση ( Ital. Esecuzione).
Εξενού (είναι ) : Είναι στον κόσμο του.
Εξεπόχτησα : Ξεθεώθηκα – Κουράστηκα πολύ.
Εξεποχτίστηκε : Πέθανε (κυριολεχτικά;;;).
Επάθιασα : (Με πάθιασες). Κοντεύω να πάθω ασφυξία από τη βρώμα.
Έπλασε Ζούλιξε – Έλιωσε Από την πίεση (Γύρου ,Όρος , Μέση).
Εργάνι (το): Ξύλινο εργαλείο του ελαιουργείου (Αρχ. Γέργανον;;;).
Ερημοκουνάρητο (το): Το αλητόπαιδο.
Εριάστηκα : Ξεπάγιασα (Παξοί).
Εριγγέρω : Παρίσταμαι (Ital. Fingere).
Ερούτσωσε Πείσμωσε , θύμωσε , μούτρωσε (Ital. Ruzzo). (Του είπα κάτι και αυτός ερούτσωσε )
Ερσεβέρω : Αποδέχομαι (Ital. Concedere).
Έρτα (η): Τα πλαίσια γύρω από τις πόρτες και τα παράθυρα που εξέχουν (Ven. Erta).
Ερωτιζάμενος (ο): Ερωτώμενος (Κρητικό).
Εσάκιασε : Νερούλιασε-χωρίς δυνάμεις.
Εσινιάρισα : Σημάδεψα.
Εσπανιάρισε Κλώτσησε -(χαλασμένο σπείρωμα Βίδας ).
Εσπόρσο (το): Πληρωμή (Ital. Sborso).
Έσσωπος (ο): Αρωματικό φρύγανο (Αρχ. Ύσσωπος).
Έστρα : Οίστρος , έμπνευση .
Εστρυμποχνιάστηκα : Στεναχωρήθηκα
Εσύ ο ίδιος : Εσύ. ( « Τι λες εσύ ο ίδιος;»).
Εσφαγιουδιτσάλ : Εξώδικο ( Ital. Estragiudiziale).
Έσωσα : Τελείωσα.
Ετάρδησα : Με βρήκε η νύχτα στο δρόμο.(Ital. T;ardi).
Ετζαμινάρω : Εξετάζω (Ital. Disaminare).
Έτι : Μόλις. (Παξοί).
Ετο Νάτο.
Έτο : Νάτο.
Ετσούκλωσε : Γέμισε το στομάχι (Παξοί).
Ετσούλωσε : Πείσμωσε.
Εφετιβαμέντε: βλ. Αφιτιβαμέντε.
Εφουτιβαμέντε : Πραγματικά .(Ital. Effittivamente).
Έχιμο (το): Ιδιοκτησία .
Ζαβό (το): Όχι ίσιο – στραβό.
Ζαίδα (η): Παραφυάδα.
Ζαίσω : Τσακίσω (Γύρου) Βλ. Βαίσω.
Ζάλωμα (το): Φόρτωμα.
Ζάμπα (η): Φρύνη- Είδος βάτραχου που ζει στα χωράφια. (Ital. Zamba = Κακοφτιαγμένο – κακογραφία).
Ζαμποφάης (ο): Φίδι που τρώει τις ζάμπες (Φρύνους).
Ζάντες (οι): Κορδέλες (Παξοί).
Ζαρονεύρης (ο): Κράμπα.
Ζαχουλιά (η): Αγριολάχανο.
Ζβίγγος (ο): Λουκουμάς .
Ζγούρος (ο): Ζβούρα.
Ζέγκουνας (ο): Αγριολάχανο.
Ζεματούλι (το): Παπάρα από όσπρια και γάλα.
Ζεματούρα (η) Ζεστή φασολάδα.
Ζεματούρα (η): Σούπα , ζουμί με βουτηγμένο ψωμί.
Ζερβελιά (η): Βερυκοκιά (Παξοί).
Ζερνίζει : Πάει λοξά.
Ζήμα (το) Ο πολτός από την σύνθλιψη της ελιάς η του σταφυλιού.
Ζιάζω : Ζυγίζω.
Ζιφταριά (η): Ξύλινο πιεστήριο λαδιού και κρασιού.
Ζίφω Στίβω.
Ζιψιά (η): Πολύ βρεγμένο. (τα ρούχα του ζίφονται).
Ζμούσο (το): Φαλτσογωνιά σε ξύλο η τοίχο (Ital. Smusso=άμβλυνση).
Ζμπερλάδος (ο): Τρελός , ανισόρροπος (Ital. Sbilanciare).
Ζμώνω : Ζημώνω.
Ζοντάδα (η): Έδαφος με πολλά νερά.
Ζορκάδι (το): Το γυμνό .
Ζορκόκωλος (ο): με γυμνά οπίσθια Ζορκολαίμα (η): Κότα με γυμνό λαιμό.
Ζορκολαίμης (ο): Γυμνόλαιμος κόκκορας.
Ζόρκος (ο): Γυμνός.
Ζουγκλός (ο): Παράλυτος , ημιπληγικός (Αρχ. Ζάγκλον).
Ζούλα (η): Προβατίνα (Παξοί).
Ζούλο (το): Ώριμο φρούτο.
Ζούπα (η): Πηγμένο γάλα με ψωμί.
Ζυφταριά (η) Πιεστήριο χειροκίνητο για τις ελιές.(Παξοί).
Ζύφω : Στίβω – Πιέζω.
Ζώση (η): Η πάνινη
ζώνη από την παραδοσιακή κερκυραϊκή στολή Των ανδρών.
Ζωφό (το): Στιφό (Παξοί).
Ζώφους : Φέρνει αέρα κατά διαστήματα.
Ζωχιός (ο): Αγριολάχανο.
Η
Ήβρεγμα (το): Θα το έχω έτοιμο (Θα τόχω ήβρεγμα ) (Παξοί).
Ήλιακας (ο): Κόκκινο χταπόδι που γίνεται λιαστό.
Ηλιοκαμπίδα (η): Φωτεινός χώρος.
Ηλιόκριση (η): Πανσέληνος η το γέμισμα του φεγγαριού.
Ήμα : Ήμουν. (παξοί).
Ημέρωμα (το): Ξεχερσωμένο χωράφι.
Θ
Θανασούλη : Παλιός χωριάτικος χορός.
Θανατήτας (ο): Πολύ μεγάλη παγωνιά.
Θανατίτας (ο): Θανατικό .
Θαραπάηκα : Ευχαριστήθηκα.
Θεατρίζομαι : Ρεζιλεύομαι.
Θέατρο (Έγινα): Ρεζιλεύτηκα.
Θελέσπια (η): Μεγάλη (Παξοί).
Θέλημα (το): Εξυπηρέτηση.
Θέρμη (η): Πυρετός.
Θερμός (ο): Βραστό νερό.
Θερμούτσα (η): Αναμμένα κάρβουνα .
Θηκάρι (το): Γιλέκο Ανδρικό της παραδοσιακής κερκυραικής στολής.
Θηλίκια (τα): Κορδόνια (Παξοί).
Θηλύκι (το): Κουμπότρυπα (Θύλη).
Θηλυκώνω : Κουμπώνω.
Θίναλο (το): Αμμουδερό παραθαλάσσιο μέρος (Αρχ. Θίς).
Θλιβερός (ο): Δύστυχος .(Παξοί).
Θράσιο (το): Άπαχο ζώο.
Θράσιο(το): Ολοκληρωτικό – Τελειωτικό.
Θράσιος (ο): Εντελώς χαζός.
Θράσιος (ο): Τελείως άχρηστος.
Θράσιος (ο): Νηστικός;;;;;;;;;;;;;;;;
Θράσιος (ο): Άνοστος , Σαθρός , Σάπιος.
Θρονιάζομαι : Σρογγυλοκάθομαι .Κάθομαι αναπαυτικά
Θρονιάσου : Κάθισε (Προστ. και με εκνευρισμό).
Ι
Ίγγερα : Άκρη – Άκρη (Παξοί).
Ιγγλεζίνες (οι): Καμώματα . (Παξοί).
Ίγκια – Ίγκια : Άκρη – Άκρη (Παξοί).
Ιμαντινιέρω : Διατηρώ (Ital. Mantenere).
Ιμιτάρω : Μιμούμαι (Ital. Imitare).
Ιμπάντο (το): Εγκατάλειψη (Ital.Abbandonare).
Ιμπάρκο (το): Επιβίβαση (Ital. Inbarco).
Ιμπατσάρω : Ρισκάρω (Ital. Impazzare = Τρελαίνομαι).
Ιμπενιάρω : Δεσμέυομαι , Εγγυώμαι.(Ital. Impeghare).
Ιμπένιο (το): Εγγύηση (Ital. Impegho).
Ιμπετσίλες (ο): Ανόητος (βλ. Ιμπετσιλιτά).
Ιμπετσιλιτά (η): Τρέλα, Μωρία , Ανοησία. (Ital. Impeccabillita).
Ιμπιάντο (το) Εξοπλισμός (Ital. Impianto = Εγκατάσταση πχ. Ηλεκτρική).
Ιμπιτζάρομαι : Αναμειγνύομαι. (Ital. Impiccione).
Ιμποστόρος (ο): Απατεώνας.(Ital.Impostore).
Ιμποστούρα (η): Κατηγορία – Συκοφαντία. (βλ. Ιμπουτατζιόν).
Ιμπουτάρω : Κατηγορώ – Σπιλώνω. (βλ. Ιμπουτατζιόν).
Ιμπουτατζιόν (η): Κατηγορία (Ital. Imputazione).
Ιμπρέζα (η): Διαφορά ;;;;
Ιμπρέζα (το πήρα ): Αναλαμβάνω κάτι (Ital. Ripresa).
Ιμφάτο (το): Καμώματα- Παθήματα. (Ital. In-fatto).
Ιναμοράδος (ο): Ερωτευμένος. (Ital. Innamorato).
Ιναπιλάμπελε (ο): Ανέκκλητος.(Inappellabile).
Ινβεντάριο (το): Κτηματολόγιο (Ital. Inventario).
Ινβεντάριο (το): Απογραφή (Ital. Inventario).
Ινβεστίρω : Επενδύω. (Ιtal. Investire).
Ινβόζε : Επικαλούμαι (Ital. Invocare).
Ινγραβιάδος (ο): Βεβαρημένος (Ital. Gravato).
Ινκαντάρω : Εκθέτω σε δημοπρασία (Ital. Incanto).
Ινκάντο (το): Δημοπρασία (Ital. Incanto).
Ινκασάδο (το): Σκάλισμα κορνίζας ξύλου η τοίχου (Ital. Incassato).
Ινκόμοδα (τα): Ενοχλήσεις (Ital. Incomodo).
Ινκόντρο (το): Συνάντηση Εμπορική (Ital. Incontro).
Ινκουϊζίτος (ο): Κατηγορούμενος (Ital. Accusato).
Ινκουμέσιον (η): Πληρεξουσιότητα;;;;
Ινμπάντο (το): Εγκαταλελειμμένο (Ital. Inbanto).
Ινμπότα Στο λεπτό ;;;;
Ινορδίνος (ο): Σε ετοιμότητα (Ital. Ordino-are).
Ινπένιο (το): Υποχρέωση.(Ital. Impegno).
Ινπούμπλικο(το): Φανερά ,δημόσια (Ital. Inpubblico).
Ινπούντο : Ακριβώς( «ήρθες ινπούντο ).(Ιταλ. In punto ).
Ινσεράδα (η): Το αδιάβροχο πανωφόρι του ψαρά.
Ινσόμα : Επιτέλους. (Ιταλ: insomma : εν συντομία).
Ινσόμα : Συνολικά (Ital. Insumma).
Ιντεμέλα (η): Μαξιλαροθήκη.
Ιντερβενιέντε : Ιδιώτης που αναλάμβανε δικαστικές υποθέσεις με Την επίβλεψη δικηγόρου επι ενετοκρατίας.
Ιντερεσάδος (ο): Συμφεροντολόγος (Ital. Interessato).
Ιντερέσο (το) : Η νιτερέσο - Μυστικό η ενδιαφέρουσα πληροφορία.(Ιταλ. Interess-amento).
Ιντερέσο (το): Ενδιαφέρον . (Ital. Interesse).
Ιντζεκουτζιόν : Εκτέλεση (Ital. Esecuzione).
Ιντιέρος (ο): Ακέραιος (Ital. Intiero).
Ίντιμα (η): Στρωματοθήκη (Ital. Intima=Εσωτερικό , Εσώρουχο).
Ιντιμάδος (ο): Κοινοποιημένος (Ital. Intimare).
Ιντιμάρω : Κοινοποιώ.
Ιντιματζιόν (η): Κοινοποίηση.
Ιντονάδος (ο): Τονισμένος μουσικά (Ital. Intonato).
Ιντόρνου : Πέριξ – Γύρω γύρω. (Ital. Intorno).
Ιντράδα (η): Περιφραγμένη ιδιοκτησία (Ital.Intrada).
Ιντρόιτο (το): Είσοδος σκεπαστή σπιτιού.(Ital. Introito).
Ιντρομετέρω : Παρεμβάλω (Ital. Intromettere).
Ιντσεράδα (η): Αδιάβροχο ρούχο (Ital. In cerata=Κερωμένο).
Ιντσίρκα : Περίπου (Ital. Circa).
Ινφεριάδα (η): Σιδεριά παραθύρου μπαλκονιού(Ital. Inferriata).
Ινφερμάρω : Ακυρώνω ( Ital. Infirmare).
Ινφλιντζάρω : Καταχωρίζω (Ital. Inflinzare).
Ιποτεκάδο (το): Υποθηκευμένο (Ipotekato).
Ιποτεκάρω : Υποθηκεύω (Ital. Ipotekare).
Ισεστέρω : Επιμένω (Ital. Insistente).
Ίσκνα (γίνηκε) : Διαλύθηκε;;;;;
Ίσκρα (η): Τσακμάκι με πέτρα για το άναμμα της φωτιάς (Σλαυικ Iscra=Σπίθα).
Ισοστάς : Αν ίσως (Παξοί).;;;;;;;
Ισπονέρω : Ενδιαφέρομαι- Εντυπωσιάζομαι;;;;;
Ιστάντζια (η): Προσαγωγή –Αγωγή (Ιtal. Instantanea).
Ιστρουμέντο (το): Ακυρώνω (Η προέρχεται από το Ιstrumento = Εργαλείο , πιθανόν από κάποιο εργαλείο γραφείου Ακύρωσης Η από το Ristare = Σταματώ).Ιτάρω Βοηθώ (Ital. Dare – Gritare).
Ίσωμα : Τέλος πάντων.
Αβαγγέλιστο (το) Το μωρό που δεν το έχουν «περάσει»από το ευαγγέλιο.
Αβάκα (η): Φιλενάδα,αγαπητικιά (Μάλλον προέρχεται από τη ιταλική λέξη Vacca πού σημαίνει αγγελάδα αλλά και πόρνη .
Αβάλη (η): Κόλπος ( Παξοί)
Αβανιά (η): Δυσφήμηση.(Παξοί).
Αβαντάρω Υποστηρίζω.(Ital. Avantare).
Αβαντζαδούρα (η): Το πλεόνασμα (Ital. Avanzo).
Αβάντι : Πάμε (Ιταλ. Avanti).
Αβαντιζαίτε (η): Μπροστά.(Παξοί).
Αβαντσέρνω : Έχω να λαμβάνω.(Ital. Avanzare).
Αβάλη (η): Κατηφοριά προς κολπίσκο της θάλασσας (Ital. Avvallatura).
Αβαρία (η): Εξυπηρέτηση – ζημιά (Παξοί).
Αβάσκαμα (το): Μάτιασμα.
Αβασταή (η): Αβάσταχτο.
Αβεντόρος (ο): Τζαμπατζής (Ital. Avventore =πελάτης).
Αβέρτα πάγκα : Συνέχεια.
Αβέρτο (το): Ανοικτό (Ital. Aperto)
Αβέρτο πετσάλι (το) Ελεύθερο – Ανοικτό.(Παξοί).
Αβιζάρω : προειδοποιώ (Ital. Avvisare).
Αβλογιά (η): Λευκάκανθος. (Παξοί).
Αβογαδόρος (ο): Κατήγορος . (Ιταλ. Avvocato Fiscale )
Αβουκάτος (ο): Δικηγόρος (Ιταλ. Αvvocato).
Αγαλάρει (δεν ): Δεν ξεφεύγει.
Αγάλια : Σιγά
Αγάλικα (τα): Αμύγδαλα με μαλακό τσόφλι.(Παξοί ).
Αγαντζάδο (το) Ύφασμα πολυτελές με χρυσά κεντήματα (Ital. Organza).
Αγαρλίζω : Ανακατεύω.
Αγγανάδος (ο): Απατημένος .
Αγγανάρω : Απατώ.
Αγαντζάρω :Γραπώνω, γαντζώνω, αρπάζω (Ital. Agganciare).
Αγγελοκρούομαι : Τρομάζω-Ταράζομαι
Αγγελόνι (το) Φυτό άγριο που φυτρώνει στους λόγγους , έχει κόκκινους μικρούς καρπούς που τρώγονται.
Αγγιό (το): Δοχείο (Αρχ. Αγγείο).
Αγγούσα (η): Βαρυστομαχιά.
Αγγουρακιά (η): Φυτό με ρίζα που μοιάζει με μικρό αγγούρι.Λέγεται επίσης και Κουλουμπρίδα το φυτό μοίαζει με το ραδίκι και γινεται σαλατα.
Αγγουρέτο (το): Πολυάγγιστρο για το ψάρεμα των αφρόψαρων.
ονομάζεται και ξυλάγγουρο, γίνεται τουρσί.
Αγερίνα (η): Πολύ ψιλή άμμος σοβατίσματος.
Αγερμός (ο): Ξεσηκωμός ( Αρχ. Εγείρω;;;;;).
Αγιάθονας (ο): Φωτοστέφανο.
Αγιασμός (ο): Δυόσμος.
Άγιατρο (το): Ανίατο . (Παξοί).
Αγιοκωνσταντινάτο (το): Βυζαντινό νόμισμα μεγάλης αξίας.
Αγιοτικά (τα): Τα ανήκοντα στους ναούς.
Αγιούντα (η): Προσθήκη σε κάποια κατασκευή (Ital. Aggiunto).
Αγιούταλος (ο): Το πουλί Λούφα.
Αγιούτο : Βοήθεια . Βοηθήστε με (Ιταλ. Aiuto).
Αγκινιάζω : Εγκαινιάζω .( Ανοίγω το καινούριο κρασί).
Αγκίσερας (ο): Κισσός.
Αγκλυστήρι(το): Το εργαλείο του κλύσματος.
Αγκούσα (η): Στεναχώρια .(Λευκίμμη – Παξοί )
Αγκρέμιθας (ο): Αγριοφυστικιά.
Αγκωνή (η): Γωνία (Ital. Angolo).
Αγκιουστάρω : Δικαιώνω – Αποδίδω δικαιοσύνη (Ital. Aggiustare).
Αγκονάρι (το): Γωνία και ακρογωνιαίος λίθος. (Αγκών = γωνία και Ital (Angolare)
Αγκωνή (η): Η γωνία του ψωμιού.(Παξοί).
Αγνίλας (ο): Δάσος με λυγαριές (Άγνοι).
Άγνος (ο) Λυγαριά.
Αγούλιερας (ο): Φυτό – Ζιζάνιο.
Αγρέμυθας (ο): Άγριο δένδρο του λόγγου
Αγριάδα (η): Αγριολάχανο.
Αγρικάω : Επαγρυπνώ.
Αγριοκομιντοριά (η): Το φυτό στρύχνος (βλ. Κομιντόρο).
Αγρίωμα (το): Χέρσο ,ακαλλιέργητο χωράφι.
Αγροικά (φέρθηκε): Απρεπώς φέρθηκε (Σαν αγροίκος).
Αγυριώτικο (το): Χορός περιοχής Αγύρου .
Αγυρεψιά (η): Έμεινε ανύπανδρη από αγυρεψιά , δηλαδή δεν τη ηθελε κανείς.
Αδειά (η): Ελεύθερος χρόνος.
Αδερφομοίρι (το): Το μερίδιο του αδερφού από την περιουσία του γονέα.
Αδικευτής (o) Ο Άδικος.
Αδικιά (η) Αδικία.
Αδικογένι (το) Κακομοίρης.
Αδικοφάης (ο): Ο εκμεταλλευτής.
Αδούλης (ο): Τεμπέλης.
Αδουριά (η): Πρόσκαιρο – Αυτό που δεν αντέχει στο χρόνο (Ital. Duro).
Αδραχτηλιόνοι(οι): Οι κολιτσίδες του χωραφιού.
Αδράχτι (το): Εργαλείο για την δημιουργία μάλλινης κλωστής.
Αδράχτια Βρισιά.
Άεζα : Χωρίς αμοιβή.
Αετός (ο): Είδος σαλαχιού.
Αετονύχι (το) Είδος άσπρου επιτραπέζιου σταφυλιού με γαμψή ρόγα.
Αζόερας (ο): Δυόσμος.
Άζουλα (η): Κόπιτσα (Παξοί).
Αζώερας (ο): Μαργαρίτα
Αθήρι (το): Το καλύτερο (αρχ. Αθήρ;;).
Αθράκι (το): Το κάρβουνο (Αρχ. Άνθραξ).
Ακανίσκευτος (o) Ο αρνούμενος να δωροδοκηθεί(βλ. Κανίσκι).
Ακαπέλα Τραγούδι Χωρίς συνοδεία οργάνων.
Ακισταδόρος (ο): Κατακτητής –Αυτός που αποκτά κάτι.(Ιταλ. Conguistatore).
Ακιστάδος (ο): Αποκτημένος (Βλ. Ακισταδόρος).
Ακιστάρω : Αποκτώ.
Ακίστο (το): Απόκτημα.
Άκλαιρος (ο): Πάμφτωχος - χωρίς κλήρο.
Ακλεριάζω : Καταστρέφω – Ρημάζω.
Άκολα (τα): Πολύ βαθιά , απάτητα.(Παξοί).
Ακόντο (το): Έναντι λογαριασμού (Ιταλ. Acconto).
Άκοπα (τα): Συνέχεια , χωρίς διακοπή.
Ακορδάρω : Συμφωνώ, Συμμερίζομαι, παίρνω το μέρος κάποιου. (Ιταλ. AccordareΣυμφωνια, Κουρδίζω μουσικό όργανο.
Ακουζάρω : Κατηγορώ.(Ιταλ. Accusante ).
Ακουζατόρος (ο): Κατήγορος (Ιταλ.Accusatore).
Ακουϊστά : Επιπλέον πράγματα.
Άκουσμα (το): Φήμη – Διαδόσεις.
Ακουσμένη (η): Η γυναίκα που έχει εξωσυζυγική σχέση.
Ακουστάδα (η): Αποκτημένη (βλ. Ακισταδόρος κλπ ).
Ακριβολιναριά (η): Πρίν από πολύ καιρό . «Τον καιρό τσι ακριβολιναριάς» . (Υποθέτουμε ότι αναφέρεται σε μια εποχη που ήταν ακριβό το λινάρι).
Ακροτζερίζωμαι : Προαισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι (Ital. Accorgersi).
Ακρουφαλιά (η): Κουφάλα ή σχισμή δένδρου.
Αλαγκρέτζα : Χαρούμενη –Φαιδρή (Ital. Allegrezza).
Αλαγραμέντα Καλή ανάρρωση.;;;;;;;;;
Αλάδα (η): Τούφα μαλλιών (Παξοί).
Αλαλάργα – μακριά (Ital. Alla largare= ξανοίγομαι στη θάλλασα
Αλαλιάζω : Μένω άλαλος.
Αλαμαρνέρα (η): Ρόμπα.;;;;;;;;
Αλαμπαμπίνα ανδρικό χτένισμα Δήγμα Παλληκαρισμού έμοιαζαν με μωρουδίστικο χτενισμα με τα μαλλιά να αναδιπλώνουν στα άκρα (Ital. Alla banbina).
Αλαμπρατσάντε Αγκαζέ.(Ital. Braccio) Στην γνωστή κερκυραϊκή παροιμία «από το τίποτα καλό και το αλαμπρατσάντε».
Αλαπρέστα : Γρήγορα . (Ιταλ Presto ).
Αλάρμα : Πένθιμο χτύπημα καμπάνας. (Ιταλ Alarme=Τρόμος Συναγερμός).
Αλαρουμάνα : Μακριά μαλλιά (Παξοί).
Αλασκαβέντζα : Με το σακκάκι ριχτό στον ώμο (Ital. Alla scavenzza).
Αλασκάγια : Ανάρριχτα..
Αλατρεύω : Καλλιεργώ.
Αλαφάτσα Το μαντήλι δεμένο πάνω από το κεφάλι με τις άκρες σηκωμένες πάνω στο κεφάλι σταυρωτά και γενικά ευπρεπισμος της κεφαλής (Ital. Faccia).
Αλαφίλα : Συνεχώς (Ital. Alla Fila = Τακτικά).
Αλαφοστιά (η): Η αρρώστια Ερυθρά.
Αλεγατσιόνες (οι): Επεξηγήσεις (Ιταλ Allegazione).
Αλεγράρω : Χαίρομαι ,Ευθυμώ ,Ξεδίνω.
Αλεγρία (η) Χαρά. (Ital. Allegria).
Αλέγρος (ο): Ευθυμος –Χαρούμενος.(Ital. Allegro).Επίσης όλα τα συναφή : πχ. Αλεγρέτζα, Αλεγρία,Αλεγρατσιό,Αλεγράρω,Αλεγραμεντε.
Allegro).
Αλέκιος (ο): Μονοκόμματος πχ. “θέλω να μου βάλεις σόλες αλέκιες”.
Αλέρτα (η): Στη θέση σου, σε επαγρύπνηση .(Ιταλέ. Allerta=Επιφυλακή).
Αλεσιά (η): Μια Αλεσιά = Αλεσμα Ελιάς στο Ελαιοτριβείο μια φορά. Οσο χωράει η μηχανή.
Αλέστος (ο) Πρόθυμος. (παξοί) ;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;
Αλευρίτας (ο): Είδος μανιταριού.
Αλιά (κι’ αλίμονο) : Αλίμονο.
Αλιάδα (η): Σκορδαλιά.
Αλιμάγκου : Επιτέλους – Εν κατακλείδει.
Αλίμεντο (το): Διατροφή (Ιταλ Alimentazione).
Αλιμοκουρίζω : Ταρακουνάω.
Αλιμπαρτάρω : Αναποδογυρίζω (Ιταλ. Ribaltare).
Αλιμπουρδώνω Η Αλιμπουρδίζω η Αλικουρνίζω=Λερώνω – Πασαλείβω.
Αλιποπορά (η): Ποικιλία σταφυλιών.
Αλιποπορδιές (οι): Ράτσα μανιταριών.
Αλιποτσάκαλης (ο): Ράτσα τσακαλιού που έλεγαν ότι είναι διασταυρωση αλεπούς και τσακαλιού.
Αλιτζερίνος(ο): Αλγερίνος πειρατής ,συνώνυμο της σκληρότητας. (Ital. Algerino).
Αλιτσερίνι (το) Σκούρο-Μαύρο-Σκοτεινό
Αλιφιέρης (ο): Σημαιοφόρος (Ιταλ Alfiere).
Αλιφούτσιος (ο): Λούστρος-Στιλβωτής υποδημάτων.
Αλλότριος (ο): Αλλιώτικος.
Αλμπακάς (ο): Επίσημο ροκέτο από φίνο ύφασμα (βλ. Ροκέτο).
Άλμπεδο (το): Ασπρόξυλο από τις Αλπεις, μαλακό και ευκολοδούλευτο.
Αλντέντο (το): Μισοβρασμένα μακαρόνια (Ital. Al dente = στα δόντια).
Αλόη (η): Βότανο (Ital. Aloe).
Αλόϊσες(οι): Κακιές γυναίκες (Παξοί).
Αλπετραριος (ο): Διαιτητής (Ital. Arbitro).
Αλπέτρες (ο): Διαιτητής (Ital. Arbitro).
Αλτάνα (η): Ξεχυτή (Ital. Altana =Σκέπαστρο σε ταράτσα σπιτιού).
Αλτάρι (το): Αγία τράπεζα (Ital. Altare = Αγία τράπεζα , Βωμός).
Αλτεράδος (ο Αδιάθετος .;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;
Άλτο (το): Ψηλό –Ψήλωμα (πιο άλτο=πιο ψηλό).(Ital. On alto).
Αλτρα πάντα : Από τη μία μεριά στην άλλη
Αλτσάτο (το): «Πανωσήκωμα» σπιτιού (Ital. Alzata).
Αλτσετούρα (η): Πιέτα .;;;;;;;;;;;;;;;;
Αλτσος (ο): Αλυσίδα (Παξοί ) (Μάλλον βγαίνει από το Άλυσος).
Αλυπίτσα (η) Φυτό της ακροθαλασσιάς που το χρησιμοποιούν για να κατασκευάζουν σκούπες.
Αλυποτανάω : Τραβάω το σχοινί (Αρχ. Τανύω).
Αλυσίβα (η): Ζεστό νερό και στάχτη για το πλύσιμο των ρούχων. (Ιταλ. Lisciva).
Αμάν μπάσα : Λεηλασία.;;;;;;;;;;;;;
Αμάντζαλος : Κακοντυμένος και ακατάστατος.
Αμαρτεμός (ο): Αμαρτία.
Αμασκαλίδι (το) : Το βλαστάρι ανάμεσα στο φύλλο.
Αμασκαλοβύζα (η): Γυναίκα με μεγάλους μαστούς.
Αμαχεμός (ο): Εχθρότητα.
Αμε Πήγαινε
Αμε δα - Αμι Βεβαιωτικά μόρια.
Αμέντι και Αμέντε (το): Προσοχή – Πρόσεχε (Ital. A mente).
Αμηδόνικα : Ναι , κατάφαση .
Αμητί : Πώς αλλιώς.
Αμινόνκα : Ασε μας ήσυχους – Παράτα μας.
Αμίρασος (ο): Το ψάρι Σαλούβαρδος.
Αμμούσα (η): Αμμώδες και πορώδες έδαφος.
Αμολάδος (ο) Ελεύθερος-Χωρίς περιορισμούς.(Ιταλ. (a m)mollare – Λύνω το σχοινί -Ελευθερώνω).
Αμολαρησιά (η): Ασυδοσία (βλ. Αμολάρω).
Αμολάρω : Απελευθερώνω (Ital. Ammolare).
Αμολέρνω : Ελευθερώνω.
Αμόντε (πάμε) : Χαμένοι πάμε (Ital. A monte ).
Αμοράδος (ο): Ερωτευμένος. (Ιταλ. Inamoranto).
Αμορόζος (ο): Αγαπητικός-Εραστής. (Ιταλ. Amoroso).
Αμούρες (οι): Βατόμουρα.
Αμούχτι (το): Πλήθος πραγμάτων.
Αμπαντάρω : Εκτιμώ, Λογαριάζω (Ital. Abbacare).
Αμπαντονάδος (ο): Αλήτης , Εγκαταλελλειμένο Παιδί , Έκθετο. (Ital. Abbandonato).
Αμπάσος (ο): Κατώτερος – χαμηλότερος (Ital. Basso).
Αμπατάριστος(ο): Αδιάφορος για ότι συμβαίνει.
Αμπάτης (ο): Ταγμένος Κάποιος που ήταν «ταγμένος» σε κάποιον Άγιο και Φορούσε μαύρο φέσι και μπέρτα για 7 χρόνια. (ital. Battessimo=βάπτιση).
Αμπελοφάσουλα (τα): Φασολάκια βελόνες.
Αμπελοφουρκάτα (η): Ξύλινη διχάλα για το φύτεμα του αμπελιού (Ital. Forca = Διχάλα).
Άμπιλος (ο): Ικανός (Ital. Abile).
Αμπιτάντες (ο): Σοφίτα (Ital. Abitante =Ακάλυπτος χώρος που κλείστηκε και εγινε κατοικήσιμος).
Άμπιτο (το): Ιερατικό ένδυμα (Ital. Abito= Ρούχο η διαμένω).
Αμπιτύχη : Αν τυχόν.
Αμπλα ουτουριτά Απόλυτη εξουσία.(Ιtal. Ampio Autorita).
Αμπόδεμα (το): Μάγια- Μαγικά.
Αμπονόρα : Νωρίς – Πολύ πρωί (Ital. A buon ora).
Αμπορμπάω: Προφταίνω – Προλαβαίνω.
Αμπορπίζω : Ξεπερνώ κάποιον.
Αμπούζο (το): Κατάχρηση. (Ital. Ampuso).
Άμπουλες (οι): Πολλά νερά (Παξοί).
Αμπουρνέλα (η): Κορόμηλο.
Αμπώνω Σπρώχνω.
Αναγκεμένος (ο): Άρρωστος.
Ανάγλυκα (τα): Αραιά .
Ανάγλυκο Αραιό
Αναγραίνω : Ξαίνω το μαλλί.
Ανάγυρος (ο): Τέχνασμα – Επιδεξιότητα.
Αναδίνω : Ξανάρχομαι.
Ανάερα (τα): Εναέρια.
Ανάερα : Αμυδρά.
Αναζωφάω : Ξαναζωντανεύω.
Αναθιβάνω: Αμφιβάλλω.
Ανάκαρο (το): Διάθεση (Παξοί).
Ανακούρκουδα: Βαθύ κάθισμα στα γόνατα (Γύρου). Στους Παξούς το λένε «ανάποδα»
Ανακρακάτος (ο): Φωνακλάς.
Ανακυκλίδα (η): Ξύλινο εργαλείο για την μεταφορά του νήματος κατά το γνέσιμο.
Ανάνταφλος (ο): Ανοικοκύρευτος.
Ανάντελος (ο) Δύστροπος.
Αναπαψώλια (τα): Μία κατασκευή από σχοινιά που δένονταν πάνω από το κρεβάτι για να κρατούν τα πόδια της γυναίκας ανασηκωμένα ώστε να μην κουράζεται κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης.
Αναπιαίνω: Βάζω το ζυμάρι στη σκάφη και το σκεπάζω για να φουσκώσει.
Αναράιδα (η): Νεράιδα.
Αναριομάδα (η): Αραιόφυτο μέρος.
Αναρίτσια (η): Ανατριχίλα (Ital. Arricciare).
Ανατσολόϊση (η): Ακαταστασία .
Ανατσούμπαλος (ο): Ακατάστατος.
Ανατσουτσουριάζω : Ανατριχιάζω.
Ανάφαντος (ο): Απρόσεκτος (Παξοί).
Αναφούφου : Στον αέρα , πάνω πάνω.(Παξοί).
Αναχαράζει : Μηρυκάζει.
Αναχαράζω: Μηρυκάζω.
Αναψούρα (η): Έξαψη.
Αναψούρες (οι): Ζέστες.- εξάψεις.
Ανελέτα (τα): Γάντζοι που περνούν τα κορδόνια των παπουτσιών(Παξοί).
Ανέλο (το): Κρίκος , Χαλκάς (Ital. Anello).
Ανεμοδούρητος (ο): Μικρής διάρκειας.
Ανεμοίραα (τα): Αμοίραστα (πχ. Χωράφια).
Ανεμοκάικα Εξαφανίστηκα.
Ανεμοπουλίζω : Ανεμίζω.
Ανεμοπύρωμα (το) Κρυολόγημα.
Ανεμοστρίφουλας (ο): Τοπικός μικρός τυφώνας.
Ανεμούρι (το): Αδράχτι Και μεταφ. (Πάει το στόμα του Ανεμούρι) Κάποιος που μιλάει ασταμάτητα.
Ανεμοφόνητο (το): Άστατος-Ασταθής.
Ανεσίσταγος (ο): Ανήσυχος-φασαριόζος.
Ανεσύσταγος (ο): Ανοικοκύρευτος – Χωρίς σέστο (Ital. Sesto).
Ανέσωστος (ο): Ατελείωτος (Παξοί).
Άνζο : Συμβολαιογραφική πράξη(Ital. Atto Notarile).
Άνθρακας (ο): Αρρώστια -Κακοήθης φλύκταινα – Και ως κατάρα «να σε φάει ο άθρακας» .
Ανιφορά (η): Το αντίδωρο της εκκλησίας.
Ανστάνζα ή Ινστάνζα (η): Δικαστική προσφυγή (Ital. Istantanea = Ενσταση ).
Άντα (η): Επιβλητική περπατησιά (Ital. Anda =Θέτω σε κίνηση).
Ανταμος (ο): Γίγαντας , μεγαλόσωμος.
Αντάτος (ο): Ο έτοιμος να φύγει (Ital. Andare).
Αντέντος (ο): Έτοιμος για καυγά. (Ital. A Dente=στο δόντι η Attento = Σε ετοιμότητα).
Αντέτο (το): ¨Εθιμα των προγόνων (Ital. Antenato =Πρόγονος).
Άντζα (η): Γάμπα (Ital. Anca ).
Αντζαρδάρω : Ενθαρρύνω (Ital. Azzardare).
Αντζάρδο (το): Τόλμη ,Θάρρος (Ital. Azzardo).
Άντζι : Μάλιστα.
Άντζι : Όπως και να ναι.(Ital. Anzi);;;;;;;
Άντζουλα (η): Είδος μεταλλικού κουμπιού.
Αντήρας (ο): Μέρος εκτεθειμένο στον αέρα.
Αντιδαύλι (το) Ξύλο από νέο κλαρί για την φωτιά.(Παξοί).
Αντίδι (το): Ήμερο λάχανο.
Αντικάμαρα (η): Πεισμώνω και απομακρύνομαι από εσένα.
Αντικάμαρα (η): Χώλ , προθάλαμος (Ital. Anticamera ).
Αντικάριος (ο): Αρχαιολόγος (Ital. Anticario)
Αντίκομμα (το): Ξερό κλωνάρι δένδρου.
Αντίκος (ο): Παλαιομοδίτης.(Ital. Antico).
Αντικούλουκο (το): Μικρό βλαστάρι.
Αντικούτικας (ο): Μετωπιαίο οστό.
Αντιμάμαλο (το): Το κύμα που χτυπάει και ξαναγυρίζει.(Παξοί).
Αντιρίδα (η): Λοξό στήριγμα για την αντιστήριξη πασσάλων.
Αντιρίδι (το): Μικρός βλαστός που βγαίνει κάτω από το φύλλο.
Αντιφώτι (το): Φεγγίτης.
Αντος (ο): Σε ετοιμότητα (Ital. Attento= Προσέχω).
Αντραίδα (η): Φυτό;;;;;;
Αντρέτζο (το): Εργαλείο ,εξάρτημα. (Ital. Annesso).
Αντσιόν (η): Αγωγή εναντίον κάποιου (Ital. Azione).
Ανωθιό (το): Άνωθεν (Αρχ. – παλιό κρητικό).
Αξετίμωτος (ο): Ωραίος , Λεβέντης (Παξοί).
Αουνίστρα (η): Το τζάκι . Η φωτιά του σπιτιού. Στα χωριά τα’Γύρου λέγεται ογνίστρα.
Απαδείρω: Πληρώνω για τα σφάλματά μου.
Απαδέχτης (ο): Κεντρικό χαντάκι ποτιστικού χωραφιού.
Απαθιά (η): Ησυχία , Απραξία , Απάθεια.
Απάλα (η): Το πλατύ μέρος του κουπιού.(Παξοί).
Απαλατήδι (το): Το υγρό που περισσεύει από το φτιάξιμο του σαπουνιού.;;;;;
Απαλό (το): Το βρεγματικό οστούν του νεογνού.
Απαλοκάβουρας (ο): Είδος κάβουρα με απαλό κέλυφος που τρώγεται ολόκληρος τηγανιτός.
Απαλταρίζω : Παίρνω εργολαβία (Ital. Appaltare).
Απανωγόμι (το): Το επιπλέον φορτίο του γαιδάρου (Αρχ. Γόμος).
Απανωκόμι (το): Επιπλέον κέρδος.
Απαράτης (ο): Η σανίδα που ασφάλιζε τη δίφυλλη πόρτα από μέσα.
Απαρέντζα (η): Εικονiκά , φαινομενικά (Ital. Apparenza).
Απαρθενεύω : Ανήκω.(Παξοί).
Απαρταμέντο (το): Οροφοδιαμέρισμα (Ital. Appartamento).
Απάσβεστα (τα): Ο ασβεστοσοβάς.
Απέκια : Ειδάλλως .
Απελάντε(ο) Αυτός που κάνει έφεση στο δικαστήριο, ο εφεσιβάλλων (Ital. Appelare = Εφεσιβάλλω).
Απελάρω : Κάνω έφεση .(Ital. Appelare).
Απελησιά (η): Εκσφενδονίζω (Αρχ. Απελαύνω).
Απένα : Μόλις , Μετα βίας (Ital. Appena)
Απεράτης (ο): Αμπάρα.
Απερίκουος (ο): Αυτός που δεν καταλαβαίνει.
Απερτούρα (η): Ευκαιρία (Ital. Apertura=Άνοιγμα).
Απετόνι (το): Ποντικός των δένδρων.
Απήκουπα Ανάποδα.
Απίδι (το): Αχλάδι.
Απιδιά (η): Αχλαδιά.
Απίθωμα (το): Εναπόθεση ενός φορτίου.
Απιθώνω : Ακουμπάω κατι κάπου .(Αρχ. Αποθέτω).
Απίθωσα : Ακούμπησα.
Απίκου : Στην ώρα μου , Ακριβώς στο σημείο που πρέπει Οι Ναυτικοί Χρησιμοποιούν τη λέξη όταν η Μπίγα του Γερανού είναι πάνω ακριβώς από το φορτίο.
Απίκουπα : Ανάποδα.
Απιλατζιόν: Έφεση (Ιtal. Appelazione).
Απιόμπο: Έτοιμος.;;;;
Απίπιλε : Καθολοκληρίαν.;;;;;;;;;;;;;
Απισόντενα Όταν το ζώο Δεν μπορει να κρατηθεί στα πισινά του πόδια λόγω αρρώστιας η γήρατος.
Απιστριά (η): Μέρος του εξοπλισμού του γαιδάρου.
Απιταφτιάρικο (το): Πεισματάρικο.
Απλάδενα (η): Πιατέλα.
Απλή (η): Παλιός χωριάτικος χορός.
Απλιός (ο): Πλατύς (Αρχ. Άπλετος;;).
Απλιτά : Ικανότητα , Ευχέρεια (Απλετα;;;;).
Απλιχώρια (η): Ευρυχωρία.
Απλόχερο (το): Μονάδα όγκου που χωράει σε μια παλάμη.
Αποβολάρα (η): Είδος τσαπιού.
Απόγραμμα (το): Διεύθυνση σε γράμμα(Παξοί) . Στην υπόλοιπη Κέρκυρα Την έλεγαν Σύσταση.
Αποδέλοιπα (τα): Τα υπόλοιπα.
Αποδέλοιπο (το): Υπόλοιπο.
Απόδιαβα : Μετά τις γιορτές.
Αποδοχάρι (το): Μεγάλος κάδος για την πρόχειρη μετάγγιση του μούστου.
Απόειδα : Απογοητεύτηκα-Βαρέθηκα να περιμένω.
Αποζετάρω : Υποθηκεύω (Ital. Ipotecare).
Απόθραψε : Τελείωσε η καύση του ξύλου (Αρχ. Αποθράυω).
Αποθώσου : Κάθησε να ξεκουραστείς.
Αποκαρωμένος (ο): Μισοκοιμισμένος.(Παξοί).
Αποκατάρι (το): Το κεραμιδι που πάει από την κάτω μεριά.
Αποκαταριά (η): Η κάτω πλευρά.
Αποκαταριά (η): Το κατακάθι του ελληνικού καφέ .
Αποκαταριά (η): Το κάτω μέρος ενός ανισόπεδου κτήματος.
Αποκατουθειό : Από κάτω.
Αποκλείω : Κανω κάποιον ψυχικό ράκος.
Αποκοντιασμένος (ο): Υποχόνδριος.
Αποκόντο Παραλίγο.
Αποκόντο (το): Ευνόητο (Ital. Conto = Λογαριασμός – πρόβλεψη κλπ.).
Αποκοντριά (η): Υποχονδρία – Νωθρότητα.
Αποκοπή (η): Εργασία με το κομμάτι.
Απολιώρα : Πριν από λίγη ώρα.
Απόντις : Από όταν – Αφού (Αρχ. Όντας ;;;).
Αποξυλάνθι (το): Το άνθος της κουφοξυλιάς ( Θάμνος της ακτής-Αφροξυλάνθη).
Αποπανάρι (το): Το πάνω τούβλο της σκεπής.
Αποπανάρι : Το κεραμιδι που πάει από την πάνω μεριά.
Αποπαναριά (η): Το επάνω μέρος.
Αποπανουθιό (το): Από πάνω (Αρχ. Άνωθεν).
Απόπερα : Απέναντι.
Αποπέρνω Αποθαρρύνω.
Αποσβολάρα (η) Τσαπί.
Αποσεδείριες (οι): Οι ελιές που πέφτουν από την αρχή της σοδειάς.(Παξοί).
Αποσίμπελο Πιθανόν-Παρά λίγο-Μπορεί. (Ιταλ. Possibile). «Στην πιάτσα έγινε Αποσίμπελο Ρεμπόμπο». Δηλαδή Παραλίγο να γίνει φασαρία-καυγάς.
Απόστα η ξαπόστα : Επίτηδες (Ital. Apposta).
Αποστάρικα : Σκόπιμα. (βλ. Απόστο).
Αποστήλα (η) Σημείωση στο περιθώριο της σελίδας (Στήλη ).
Απόστο (τον έβαλε): Του έκανε κριτική-τον έβαλε στο στόχαστρο (Ital. A Posto=στη θέση του).
Αποτιλιά η Αποτίλας (ο): Λιθιά.
Απόχηρος (ο): Χήρος.
Απόχτιο (το): Απόκτημα.
Απραός (ο): Διαρκώς σε κίνηση ( Αρχ. ;;; Παραλία Απραού στην Κασσιόπη).
Απροβάδο (το): Εγκεκριμένο (Ital. Approvare).
Απρομπάρω : Εγκρίνω (βλ. Απροβάδο).
Απρόντα (η): Έτοιμη (Ital. Approntare).
Απροπόζιτο (το): Έκφραση που προτάσσεται Στην αρχή της συζήτησης . (Ital. Proposito=Το θέμα της συζήτησης).
Αραβούντουλα (η): Το τιμόνι της Βάρκας- η Λαγουδέρα.(Κέρκυρα-Πόλη).
Αραγκιό η ραγκιό (το): Η τάξη , Το συστηματικό (Ital. Rango=Τάξη).
Αράδα (η): Αμέσως.
Αράϊντα-Αράντα (η) Ο Περίβολος του σπιτιού. (Παξοί).
Αράτα (η): Ρώγα σταφυλιού-στήθους (Αρχ. Ράξ;;)
Αρβάλι (το): Σιδερένια λαβή του ξύλινου κουβά.
Αργάζω : Οργώνω,Κατεργάζομαι ,Επεξεργάζομαι.
Αργαστήρι (το): Καφενείο.
Αργάτης ( ο): Ο κοχλίας της αλεστικής μηχανής.
Αργατικός (ο): Εργάτης.
Αργατινή (η): Εργάσιμη μέρα.
Αργούντουλα (η) Η Λαγουδέρα (Το ξύλο που κουνά το τιμόνι της βάρκας.) (Παξοί).
Αργυρομαστραπάς (ο): Ασημένια κανάτα.
Αρεβολίζω : Πάω και έρχομαι γρήγορα.
Αρέκια (τα): Τραγούδια προχειροφτιαγμένα-(Iταλ. Οrecchia= Με το αυτί , χωρίς μουσικές γνώσεις).
Αρέντα (η) Γρήγορα. (Ital. Ridda=Είδος παλιού κυκλικού χωρού η σπασμωδική κίνηση γύρω από κάτι).
Αρέντε Πλησίον – Κοντά.;;;;;;;;;;;;;
Αρεσκειά (η): Προικοσύμφωνο.
Αρεστάδος (ο): Κρατούμενος (Ιταλ. Arrestato (: Κρατούμενος.
Αρέστο (το): Το κρατητήριο Ital. Arresto).
Αρθούνι (το): Το ρουθούνι.
Αριβάρω Έρχομαι-καταφθάνω. (Ιταλ. Arrivare).
Αρίδα (η): Τρυπάνι.
Αρκεβίστας (ο): Αρχειοφύλακας (Ital. Archivista).
Αρκίβιο (το): Αρχειοφυλάκειο (Ital. Archivio).
Αρκούμπουζο (το): Είδος πυροβόλου όπλου.(Λευκίμμη-Παξοί).;;;;;;;;;;;;;;;;;
Αρμακαδίνα (η): Κεντρικό δοκάρι σκεπής.(Ital. Arma Catena).
Αρμακόλου : Έβαλε το σακκάκι του αρμακόλου – Δηλαδή στην πλάτη (Ital. Armacollo =Τελαμώνα-Χιαστί).
Αρμάρι (το): Ντουλάπι (Ital. Armadio).
Αρμαρόνι (το): Ντουλάπι (Παξοί). Βλ.Αρμάρι.
Αρμενάλια (τα): Σοφίτες . (Παξοί).
Αρμίδι(το): Πετονιά για ψάρεμα.
Αρμουριχτό (το): Είδος πετονιάς.
Αρόδου : Ανοικτά στη θάλασσα ( Το πλοίο έδεσε αρόδου).
Αρόντα (η): Τρεχάλα.(Ital. Ridda =Είδος παλιού κυκλικού χορού)
Αρόντεψε : Τρέξε.(βλ. Αρόντα).
Άρπαση (η): Αρδευτικό κανάλι.
Άρπεζα (τα): Σιδερένια άγκιστρα για μεταλλικές κατασκευές η για την στερέωση τοίχων στις οικοδομές.(Ital. Arpese).
Άρτα πάντα : Η άλλη πλευρά μιας κατασκευής η κάτι διαμπερές. (Ital. Altra – Banda).
Αρτερατσιό (το): Ελαφρύς πυρετός – δέκατα (Arteria;;;;;;;).
Αρτερία (η): Αρτηρία (Ital. Arteria).-Προφανώς η λέξη έχει αρχαιοελληνική ρίζα.
Αρτίζω : Βάζω λάδι στο ψωμί.(Παξοί).
Αρτίζω : Ετοιμάζω το φαγητό (Άρτιο η άρτος).
Αρτίκολο πρίμο (το): Πρώτη ενέργεια – Πρώτη δουλειά.(Ital. Articolo Primo Άρθρο Πρώτο).
Αρτσιπέλαο (το): Πολύ μακριά. (Ital. Arcipelago= Αρχιπέλαγος).
Αρτύθηκα: Έφαγα κάτι που δεν έπρεπε την Σαρακοστή).
Ασέδιο (το): Πολιορκία (Ital. Asedio).
Ασενιάρω : Δίνω, μεταβιβάζω.
Ασένιο (το): Νόημα (Ital. Segho).
Ασκάρδη): Σκελίδα .
Ασκέλα (η): Αγριολάχανο.
Ασκέλα (η): Είδος λοστού που η άκρη του υποβοηθούταν από τη μασχάλη (Ital. Ascella=Μασχάλη).
Ασκλιδι Σκίλα .;;;;;;;;;;;;
Ασκοποθώνο Σηκώνομαι και κάθομαι συνέχεια.
Ασκός (ο): Αυγό που έγινε χωρίς τσόφλι , μόνο με την μεμβράνη. (Αρχ. Ασκός = Σάκκος).
Ασκρουμένομαι : Προσέχω να ακούσω(Παξοί).
Ασκώνω: Σηκώνω.
Ασμίλαγκας (ο): Το φυτό Σμίλαξ.
Άσος Άξονας του κάρου.
Ασουμέρω : Λαμβάνω , δέχομαι.
Ασούμπρα Αγκαζέ.
Ασούσουμος (ο): Αγνώριστος (Παξοί).
Άσπαγας (ο): Το φυτό δορύκυνον.
Ασπάλαθρας (ο): Κύτισος (Αγκαθωτό φυτό).
Ασπετά : Περιμένω (Ital. Aspetti).
Ασπουκλο (το): Αγριοκρέμμυδο.
Άστα : Σήκω (Αρχ. Ίσταμαι).-(Ital.Astante=Παρών ,Ενιστάμενος).
Αστάκι ((το) Ο Καρπός του καλαμποκιού
Άστε ντούε (μο): Μου επέβαλε (Μάλλον προήλθε από εκφραση της
Αστράκα (η): Θάμνος της ακτής.
Αστρακερή (η): Η τοποθεσία που έχει καλυφθεί από αστράκες.
Ασύσταγος (ο): Ανοικοκύρευτος (βλ. Σέστο).
Ατ ζάρδο (το): Τόλμημα (Ital. Azzardo).
Ατεντέντερε Ακούω , πείθομαι , συμμορφώνομαι.(Ital. Attendere=
Ατίβα): Έτοιμη , Ικανή για κάθε τι. (Ital. Attivo=Ενεργητικός).
Ατόρνο Πέριξ (Ital. Intorno).
Ατούρα ( η): Πονοκέφαλος εγγύου.
Ατρέτζο Σύνολο πραγμάτων απαραίτητων για ορισμένη χρήση. (Ital. Attrezzo = Σύνολο Εργαλείων).
Ατρέχα (η): Τρεχάλα.
Ατσαλωσιά (η): Η σκλήρυνση του σιδήρου με την θέρμανση και το απότομο κρύωμα στο νερό η στο λάδι.
Ατσάρδο (το ): Κίνδυνος (Ital. Azzardo).
Ατσαρδόζος (ο): Ριψοκίνδυνος. (Ital. Azzardosso).
Ατσήρω : Αποδέχομαι (Ital. Accetare).
Ατσιτέντε ( ο): Το τυχαίο συμβάν.(Ital Accidente).
Ατσίτο (το): Οξύ (Ital. Acido).
Άτσιτο (το): Οξύ που χρησιμοποιούσαν οι λευκοσιδηρουργοί για το καθάρισμα πριν τη συγκόλληση των μετάλλων (ital. Acito = Οξύ).
Άτσου : Ας`τους (Μαντουκιώτικο).
Αυγακότης ( ο): Αυγουλάς.
Αυγινό (το): Η ακολουθία του όρθρου.
Αυγουστέλι ): Ράτσα σύκου.
Αυγοχόλι (το): Ψεύτικο αυγό για να γεννούν οι κότες.
Αυγώνει : Η κότα ετοιμάζεται να γεννήσει.
Αυριοσύνη (η): Η αυριανή ημέρα , το μέλλον , το αύριο.
Αυχαριστία (η): Αχαριστία.
Αφαλοκομός (ο): Η ομφαλοκοπή.
Αφάνο (το): Δύσπνοια.(Ital. Affano).
Αφέντης (ο): ο πατέρας
Αφιδεύομαι: Εμπιστεύομαι. (Ital. Affidare).
Αφισάδος (ο): Προσηλωμένος (βλ. Αφισάρω).
Αφισάρω : Είμαι προσηλωμένος (Ital.Affisare).
Αφιτιβαμέντε : Πραγματικά (Ital. Effettivamente).
Αφοδιά (η): Αυλή σπιτιού ( Ίσως επειδή αφόδευαν εξω ελλείψει τουαλέτας ). (Παξοί).
Αφόρκος (ο): Επίορκος.
Αφούντου : Χάθηκε (Ital. A fondo=Στο βάθος).
Αφούφου : Ολική καταστροφή – Ανατίναξη – Ολοκαύτωμα. (Πήγε αφούφου – Πήγε ψηλά).
Αχαμνός (ο): Χλωμός (Παξοί).
Αχαρολόϊστη (η) Άχαρη.
Άχλα (η): Καταχνιά.
Αψήλου : Τυχερό παιχνίδι του δρόμου (κορώνα –γράμματα).
Αψήλου : Ψηλά.
Αψιής Οξύθυμος.
Αψώνω Φουντώνω, ζεσταίνομαι.(Παξοί).
Β
Βαβιλάτο (το) Το χρώμα της χρυσόμυγας (Μαυροπράσινο).
Βαβύλα (η) Χρυσόμυγα (Λέγεται και βάβυλας και μάλλον ονομάστηκε έτσι aπό το Βαβυλωνία από το βουιτό του).
Βαγαπόντες(ο): Απατεώνας (Ital. Vagabondo).
Βαγγελίζω : Περνάω κάτω από το ευαγγέλιο της κυριακάτικης λειτουργίαςγια να αποφύγω κάποιο κακό που φοβάμαι .
Βάγια (τα): Τα Θεοφάνεια , Η Κυριακή των Βαίων.
Βαγιάνα (η): Το ψάρι Σκαθάρι.
Βαγιοφόρα (η): Πλέγμα από φύλλα φοινικιάς για την Κυριακή των Βαίων.
Βάζο (το): Ο πήλινος σωλήνας των παλαιών αποχετεύσεων (Ital. Vaso).
Βαιλέυω : Κουράρω.- Φροντίζω
Βαιλεύω : Νταντεύω, κανακεύω.
Βαίσω : Λυγίσω. (Σινιές).
Βακέτα (η): Μερικώς κατεργασμένο δέρμα (Ital.Vacchetta=Αγγελαδίτσα- Δέρμα).
Βαλάγγι (το): Βελανίδι (Παξοί).
Βαλάνεια (τα): Βελανίδια.
Βαλανίδα (η): Αδένας του λαιμού.
Βαλάρω Βρίσκομαι σε αμηχανία.
Βάλε αμέντι : Σκέψου.(Ital. Mente=Μυαλό)
Βαλερόζος (ο): Άξιος . (Valoroso).
Βαλούτο (το) Βαρύ , Άξίζει τα λεφτά του (Ital. Valutare =Εκτιμώ την αξία το βάρος κλπ).
Βαμμένος (ο): Ο αποφασισμένος για να κάνει κάποιο κακό.
Βαντάγιο (το): Κέρδος (Ital. Vantaggio).
Βαντάκα (η): Πάνινο δέμα με ρούχα , και μεταφ. Η χονδρή γυναίκα.
Βαντιέρα (η): Δίσκος σερβιρίσματος
Βάραγγας (ο): Λάρυγγας.
Βαραμέντε : Επιτέλους – εν΄κατακλείδει (Ital. Veramente)
Βαρβαρίτσα (η): Δερματικό εξόγκωμα η κρεατοελιά.
Βαρδακούρι (το): Αμάνικο πουλόβερ.
Βαρδακούρι (το): Γιλέκο.
Βαρδάτσα (η): Ράτσα άσπρου κορόμηλου.
Βαρδιόλα (η): Σκοπιά .
Βαρζί (το): Κόκκινη βαφή χειλιών από ένα φυτό.
Βαρκός (ο): Βάλτος, η μόνιμα υγρή γη .
Βάρτου : Βάρα του.
Βάσκα (η): Μπανιέρα , λεκάνη .(Ital. Vasca).
Βάσκα (η): Στέρνα ,η μεγάλη λεκάνη. (Ital. Vasca).
Βατεύω : Κάνω έρωτα – Γονιμοποιώ.
Βατσέλα (η): Λεκάνη .
Βατσέλι (το): Λεκανάκι.
Βατσέλι (το): Νιπτήρας(Ital. Vascello=Πλοιάριο πολεμικό).
Βατσίνα (η): Εμβόλιο (Ital. Vacina).
Βατσουνιά (η): Βάτος.
Βδέλι (το): Μεταλλικό περιστρεφόμενο στερέωμα παραθυρόφυλλου).
Βεγγέρα (η): Γλέντι (Ital. Vegliare = Ξενύχτι).
Βεδρές :
Βελανίδα (η): Το ψάρι Ζαργάνα η βελόνα.
Βελέντζες (οι) Υποκλίσεις?
Βελέσι (το): Χονδρό ρούχο – Παλτό.
Βελιόνι (το): Ξενύχτι (Ital. Veglia).
Βέλιουρας (ο): Σκουλήκι που χρησιμεύει για δόλωμα.
Βελονάς (ο): Θύκη για βελόνια ραψίματος.
Βελοτσιπέ (το): Το ποδήλατο (Ital. Velocipe).
Βένα (η): Φέτα πετρώματος.
Βένα (η): Φλέβα – κληρονομικότητα (Ital. Vena).
Βενέτικο (το): Ράτσα κόκκινου μήλου.
Βενζίνα (η): Καϊκι μηχανοκίνητο.
Βένταμα (το): Φτερούγισμα.
Βεντάριο (το): Ευρετήριο (Ital. In Ventorio).
Βεντέμα (η): Τρύγος (Ital. Vendemmia).
Βεντερούγα (η): Αρρώστια που προκαλεί κύρτωση της πλάτης.
Βεντερούγα (η): Η πίσω μεριά των πλευρών.
Βεντερούγα (η) Καμπούρα- ραχίτιδα.
Βέντουλο (το): Βεντάλια η χαρτόνι για το φυσημα της φωτιάς(Ital. Ventaglio).
Βεντρειά (η): Η πλαινή πλευρά των πλευρών.
Βεντριά (η): Τα πλευρά του Ανθρώπου
.
Βεραμέντε : Αλήθεια (Ital. Veramente).
Βερβελίδι (το): Αγριολάχανο.
Βερβελίδια (τα): Βολβοί.
Βερβερίτσα (η): Κρεατοελιά.
Βεργέτα (η): Σκουλαρίκι κρίκος. (Μάλλον ονομάστηκε έτσι επειδή φτιαχνόταν από μία μεταλλική βεργούλα.Βεργέτα φορούσαν οι άνδρες στο αριστερό αυτί σε διάφορα μέρη της Κέρκυρας (Μαντούκι , Βαλανειό κ.α.) Ήταν χρυσή και μάλλον έμεινε από τους πειρατές η τους τσιγγάνους
Βερίνες (οι): Οι βόλτες που παίρνει το σχοινί.
Βερμαλίζω : Φλυαρώ (Ital. Verbale – Verbalismo = Στα λόγια).
Βέρντε (το): Πράσινο χρώμα (Ital. Verde).
Βερντούρα (η): Σαλάτα λαχανικών (Ital. Verdura).
Βέρσο (το): Συμπεριφορα (Ital. Verso = Κατεύθηνση ).
Βερτζότο (το): Πλατύφυλλο Κραμπή (Ital. Verzotto).
Βερτσελάδο (το): Χυμένο-Διάχυτο(Ital. Versamento).
Βεσπασιανή (η) Δημόσιο ουρητήριο (Ital. Vespasiano).
Βέστα (η): Γυναικείο φόρεμα.Ital. Vestito).
Βεστάγια (η): Γυναικεία ρόμπα (Ital. Vestaglia).
Βεστιέρα (η): Ρόμπα .
Βέτζες ,Ισβέτζες : Στη θέση του. (Ital. Vece).
Βετούλης (ο) Έφηβος.
Βήσαλο (το): Σπασμένο και αιχμηρό κομμάτι.
Βιατζάρω : Ταξιδεύω (βλ. Βιάτζο).
Βιάτζο (το) : viaggio (Ιταλ. ταξίδι κυρίως για δουλείες «έκανε βιάτζα ολη μέρα » .
Βιβάρι (το): Ιχθυοτροφείο (Ital. Vivaio).
Βίβες (οι): Προπόσεις (Ital. Viva).
Βίγλα (η): Επιμέλεια , φροντίδα , επιτήρηση, Παρατηρητήριο . (Ital. Vigilato).
Βιδέλο (το): Δέρμα για σόλες παπουτσιών (Ital. Vittello=Μοσχαρίσιο δέρμα).
Βίδιο (το): Άλλη φορά.
Βιζιγάντι (το) Κατάπλασμα.
Βίζιτα (η): Επίσκεψη (Ital. Visita).
Βίκα (η): Ταμιτζάνα.
Βίκος (ο): Ζωοτροφή.
Βιλάνος (ο): Άξεστος χωριάτης (Ital. Villano).
Βιλάρι (το): Τόπι υφάσματος.
Βινιέτα (η): Διακοσμητικό περίγραμμα – Σχέδιο (Ital. Vigneta).
Βιντινέλα (η): Χονδρό ύφασμα (Ital. Vitina = Κορσές).
Βινώ : Συνουσιάζομαι παράνομα (Παξοί);;;;;;;
Βίρα (η): Βέρα . (Ital. Vera ).
Βιρβιρίκι (το): Θυλίτσα από κλωστή.
Βιρτσίνος (ο): Χρεωμένος
Βίτζο (ο): Αντιπλοίαρχος (Ital. Vice).
Βίτος (ο): Αρσενικό περιστέρι .
Βίτσα (η): Ξύλινη βέργα .
Βιτσιτσιόλι (το): Μικρό πουλάκι.
Βλησίδι (το): Κόσμημα που προσφέρεται στη νύφη – Τάμα σε εικόνα (Παξοί) .
Βόγα : Κάνε κουπί-Λάμνε μπροστά.
Βογγύλι (το): Χονδρό κομμάτι , λέγεται και για το νερό που τρέχει.;;;;;;;
Βολά (η) : Φορά ( θα έρθουμε μία άλλη φορά ).
Βόλε ντα βόλα Διπλοραμμένα παπούτσια;;;;
Βολεί (μου): Με βολεύει.
Βολήμι (το): Το μέταλλο Μόλυβδος .
Βολίμι (το): Μόλυβδος.
Βολίμι (το): Το μέταλλο Μόλυβδος.
Βόλτα ντί πάλο : Ναυτικός κόμπος.
Βολτατέστα (η): Συνένωση κατασκευής γείσου υπό γωνία (Ital. Voltare-Testa).
Βολτετσάρω Κάνω άσκοπες περιπλανήσεις (Volteggiare=Στριφογυρίζω).
Βόλτο (το): Ο θόλος , οι καμάρες (Ital. Volta).
Βόλτο (το): Τοξοειδής κατασκευή στις εισόδους των σπιτιών .(Ital. Volto= Εξωτερική όψη ).
Βοντεσπίτσιο (το): Προεξοχή με παράθυρο από τα κεραμύδια της σοφίτας.(Ital.
Βοραντζένα (η): Φυτό – Βούγλωσσο;;;;;;;;;;
Βόρδονας (ο) εξώγκομα , ερεθισμός του δέρματος.
Βόρδονας (ο): Πρήξιμο από τσίμπημα εντόμου.
Βούκιθρο (το): Ηλιάνθεμο.
Βούλτα (τα): Κόπρανα Γαϊδάρου.
Βουλτοκάβαλα (τα): Κόπρανα Γαϊδάρων.
Βούλωμα (το): Πώμα
Βουντζουριχτός (ο): Τρεχάτος.
Βούντουλα (η): Τράτα όπου τα δίχτυα τα μάζευαν με τα χέρια.
Βουρδούλιο (το) : Ρεζίλι.- φασαρία – θεατρινισμοί.
Βουρλιάζω : Περνάω την κλωστή στην βελόνα .
Βουρλίνια (τα): Νεύρα.
Βουρλισιά (η): Τρέλα.(Ital. Burla = Περιπαιγμός).
Βουρλισιά (η): Τρέλα (Ital. Burla =Αστειότης).
Βουρλισμένος (ο): Τρελός (Ital. Burlare = Περιπαίζω – Αστειεύομαι).
Βουρλιταριό (το): Τρελοκομείο.
Βουτζί (το) Μεγάλο βαρέλι (Παξοί).;;;;;;;;;;;
Βουτιτσέλι (το): Πουλί των λιμνών που βουτάει για να βρεί ψάρια.
Βούτσι (το): Μικρό βαρέλι κρασιού.
.
Βραγιά (η): Αυλάκι για φύτεμα.
Βραγιά (η): Φυτεμένο αυλάκι χωραφιού.
Βρακί (το): Παντελόνι.
Βρακοζώνι (το): Ζωστήρας.
Βρακολινιά (η): Ζώνη παντελονιού από σχοινί (Βλ. Λινιά-Linea).
Βρακοντιές (οι): Είδος φυτού.(Παξοί).;;;;;;;;;;
Βράχλο (το): Η φτέρη.
Βρικάζω : Φωνάζω δυνατά.(Παξοί). ;;;;;;;;;;;;;;;
Βρυνίλας (ο): Ακροποταμιά με βρύα.
Βρυσίδι (το): Κεφάλαιο. ;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;
Βύσαλο (το): Το βότσαλο
Γ
Γαδίνι (το): Φλυτζάνι του τσαγιού.
Γαδίνι (το): Λεκανάκι.
Γαδίνι (το): Νιπτήρας (Ital.Catino).
Γάζα (η): Είδος σαλαχιού.
Γαζέτα (η): Παλιό Ενετικό νόμισμα ίσο με δύο ενετικά σόλδια.
Γαιδουρόσπιγγος (ο): Πουλί λίγο μεγαλύτερο από το σπίγγο και λίγο κόκκινο χρώμα στην κοιλιά.
Γαλάρα (η): Καθαρή .;;;;;;;;;
Γαλάρι (το): Το γουρούνι.
Γαλαρία (η): Ο εξώστης του θεάτρου (Ital. Galleria?????).
Γαλατζίτες : Αγριολάχανα.
Γαλδίδος (ο) Εφοδιασμένος έτοιμος για χρήση. (Ital. Guarnire);;;
Γαλδιμέντο (το): Έτοιμο για χρήση.
Γαλεότα (η): Πολεμικό πλοίο.
Γαλετίνες (οι) : Μπισκότα (Ιταλ.galleta ).
Γάλικο (το): Το πουλερικό Γάλος (Ital. Gallo =Αγριόγαλος).
Γαλιόνι (το): Πλοίο εξοπλισμένο για την μεταφορά πολύτιμου φορτίου.
Γαλιουρίζω Δεν βλέπω καθαρά. ( « Παίζει» το μάτι μου ).
Γαλιουρίζω : Η αίσθηση του τρεμουλιάσματος στο μάτι .
Γαλιφιά (η): Κολακεία (Ital. Gagliofferia).
Γαλόνι (το): Μονάδα μέτρησης βάρους ίση με 4 κιλά.
Γανάσα (η): Σιαγόνα (Ital. Ganascia).
Γανιές: Μαύροι λεκέδες , καρβουνιές
Γαντζάος (ο): Καίκι με δύο άλμπουρα.
Γαντιέρα (η): Δίσκος σερβιρίσματος (Ital. Guantiera).
Γαρδέλι (το) : Ωδικό πουλί (η γνωστή καρδερίνα).
Γαρδινιέρα (η): Κρεμαστή σιδερένια βάση για γλάστρες (Ital. Giardiniera).
Γάρμπα (η): Ράτσα μουριάς.
Γαρμπίνος (ο): Γαρμπής ,Ν-Δ Άνεμος (Ital. Garbino).
Γάρμπο (το): Φλέρτ. (Ιταλ. Garbo - Χάρις , ευγένεια ).
Γαρμπόζα (η): Η αγαπητικιά.- ερωμένη
Γαρμπόζος (ο): Ερωτύλος. (Ital. Garboso).
Γαρμπούνι (το): Η ασθένεια Άνθραξ. (Ital. Garbone =Κάρβουνο).
Γαρούνας (ο): Φόβητρο για τα μικρά παιδιά.
Γαστάλδος (ο): Αυτός που αναλαμβάνει υποθέσεις άλλων.;;;;;;;;;;;;
Γαστρί (το): Δοχείο για να πίνουν οι κότες (Γάστρα).
Γάτος (ο): Γατόψαρο στρογγυλό λαίμαργο ψάρι με μυτερή λόγχη στη ράχη.
Γατσίνι (το): Γατάκι (Παξοί).
Γατσούλι (το): Γατάκι (Γύρου).
Γδώνω : Τεντώνω – Ξεχειλώνω.
Γελές (ο): Γιλέκο (Ital. Gile).
Γενατσούρια (τα): Η ημέρα της γέννησης.
Γένημα (το): Καλαμπόκι.
Γεντέκι (το): Σχοινί για ρυμούλκηση πλοίων .
Γεραμέντο (το): Επισκευή (Ital. Rammento).
Γερανό (το): Σκούρο μπλέ .
Γεροκουλουμίζω : Γηροκομώ (βλ.Κουλουμίζω).
Γέτο (το): Η εβραική κοινότητα (Ital. Getto =Πέταγμα –ρίξιμο-απόβλητο).
Γιακέτα (η): Σακάκι. (Ital. Giacca).
Γιαλοράκι (το): Ρακοπότηρο (Παξοί).
Γιάξε : Κοίταξε (Παξοί).
Γιαπούντζα (η): Μακρύ και βαρύ , καθημερινό παλτό των αρχόντων. (πιθανόν να ονομάστηκε έτσι έπειδή έμοιαζε με το ανάλογο Γιαπωνέζικο παλτό).
Γιαπράκια (τα): Γιουβαρλάκια (Παξοί).
Γιάτο : Νάτο (Παξοί).
Γιατσάδα (η): Παγωνιά – Κρυάδα (Ital. Ghiaccata = ποτό με πάγο).
Γιάτσο (το): Παγωμένο (Ital. Ghaccio).
Γιόμα (το): Μεσημεριανό φαγητό.
Γιομάρι (το): Φόρτωμα ξύλα.
Γιομίζω : Γεμίζω (Γιομώζω στους Παξούς).
Γιότσα (η): Έπιπλο σαλονιού.;;;;;;;
Γίοτσολα (η): Κονσόλα σπιτιού.
Γιουδιστόν : Απόφαση (Ital. Giudicato).
Γιούλιο (το): Μενεξές .;;;;
Γιους Πατρονάτους : Δικαίωμα επι εκκλησιαστικού κτήματος παραχωρηθέντος από το Βενέτ. Δημόσιο.
Γιουστάρω : Τακτοποιώ (Ital. Aggiustare).
Γιοφυλλί (το): Μώβ έντονο ανοιχτό.
Γισταμέντο (το): Συμφωνία για τακτοποίηση λογαριασμού (Ital. Aggiustamento).
Γκαιδός (ο): Ο πάσχων από στραβισμό.
Γκανιότα (η): Δοχείο χρημάτων σε χαρτοπαιχτικές λέσχες.
Γκαντζέλος(ο): ο Ερωτοτροπών ,ο αγαπητικός ,ο κορτάκιας. (Ital. Ganzo – Gantzelo-Gantzelino).
Γκενεράλ (ο) Επίτροπος – πληρεξούσιος. (βλ. Γκενεράλης).
Γκενεράλης (ο): Στρατηγός – αρχηγός (Ital. Generale).
Γκέσο (το): Κιμωλία (Ital. Gesso – Ven. Zesso).
Γκέσο ντε πρεζα (το): Γύψος (Gesso di presa = Γύψος συγκράτησης).
Γκέτο (το): Σιδερένια μισοστρογγυλη πόρτα φούρνου (Ven. Geto).
Γκιορνάδα (η) : Το μεροκάματο (Ιταλ. Giornata : ημέρα ).
Γκίοτσα (η): Ξύλινο έπιπλο σπιτιού ,κονσόλα (Ven. Giozza).
Γκίουρμο (το): Ώριμο.
Γκιούστος (ο): Ακριβοδίκαιος (Ital. Giusto).
Γκιράντολα (η): Περιστρεφόμενο σιδερένιο στήριγμα παραθύρου (Ital. Girante , Ven. Zirandola=Στροφέας).
Γκιώνης (ο): Μεγάλο πουλί αρπαχτικό.
Γκιώνης (ο): Κουκουβάγια.
Γκλάρος (ο): Ο λάρυγγας.
Γκλόρια (η): Θρίαμβος –εξαιρετική στιγμή (Ital. Gloria = Δοξαστικός ύμνος).
Γκόγκλα (η): Η Ζώνη που πιάνεται στην κοιλιά του γαιδάρου.
Γκόγκλα (η): Κυμάτισμα .
Γκόγκλα (η): Στροφή.
Γκόγκλες (οι): Κυματισμοί.
Γκόγκλες (οι): Στιφογυρίσματα.
Γκοζάρω (η): Γριά προβατίνα.
Γκόθρικας (ο) : Το πρώτο γάλα.
Γκόν : Υπερβολική μέθη (Αγγλ. Gone – Go – «Έφυγε» ).
.
Γκότζα (η) Γέρικη προβατίνα.
Γκουτζερές (ο): Γανωματής
Γκράντε μεστεριόζος (ο) Πολύ μυστηριώδης . (Ital. Grande musterioso).
Γκρατσίολα (η): Χαριτωμένη , πνευματώδης (Ital. Graziosa).
Γκρουζιά (η): Άγριος θάμνος με κίτρινα φύλλα και άσχημη μυρωδιά.
Γκρούζω : Μουγκρίζω. “Γκρούζει σαν το γαλάρι”.
Γκώνω – Έγκωσα : Βαρυστομάχιασα – Φρακάρησα.
Γλάρουγκας(ο): Λαρύγγι.
Γλέπεις : Βλέπεις.
Γλητσίνα (η): Αναρριχητικό φυτό.
Γλίμα (το): Κομμάτι σαπουνιού.
Γλίνα (η): Λάσπη.(Παξοί).
Γλίτσα (η): Σκουλήκι για ψάρεμα.
Γλούπος (ο): Το λαρύγγι- (Μεταφ. Αυτός που τρώει πολύ).
Γλυκάδι (το): Ξύδι (Παξοί).
Γλυκάδι (το): Οι αδένες του αρνιού στο λαιμό που αγοράζουμαι μαζί με με την συκοταριά. (Γύρου- Όρος).
Γλυκολάχανο (το): Ήμερο λάχανο.
Γοβέρνο (το): Κυβέρνηση .(Ital. Governo).
Γογγύλη (το): Κομμάτι κορμού δένδρου. (Αρχ. Γογγύλην).
Γοδέμπελος (ο): Πρόσχαρος (Ital. Godibile).
Γοδέρω Ευχαριστιέμαι – απολαμβάνω. (Ιταλ. Godere).
Γοδιμέντο (το): Ευχαρίστηση (Ital. Godimento).
Γοδιμεντόζος (ο): Γλετζές (Ital. Godimentoso).
Γόμπα η Σγούμπα (η): Καμπούρα (Ital. Gobba).
Γορδελάρω Ενώνω με χονδρή κλωστή ή ράβω κορδέλα στην άκρη του υφάσματος .
Γουαντιέρα (η): Δίσκος ;; Σερβιρίσματος;;;;;;;;
Γουζιός (ο): Τσαλαπετεινός (Λευκίμμη – Παξοί).
Γούζο (το): Δικό μου , προσωπικό (Ital. Uso).
Γούζο μου : Για τον εαυτό μου.
Γούζω (το): Πείσμα.
Γουλάδα (η): Δρόμος λιθόστρωτος με στρογγυλές πέτρες (γούλους).
Γουλί (το): Μικρή στρογγυλή πέτρα
Γουλίζω : Τρίβω το χταπόδι πάνω σε μια πέτρα..
Γουλοζιτά (η): Λαιμαργία (βλ. Γουλόζος).
Γουλόζος (ο): Λαίμαργος (Ital. Goloso).
Γουλοκόφινο (το): Κοφίνι ενισχυμένο για τη μεταφορά της πέτρας από τους οικοδόμους.
Γούλος (ο): Πέτρα στρογγυλή.
Γουλοφάης (ο): Ουλίτιδα .
Γουργούρι (το): Περισυλλογή.
Γουρουνοσακούλα (η) Καπνοσακούλα κατασκευασμένη από την ουροδόχο κύστη του γουρουνιού
Γούσα (η): Διατομή κορνίζας (Ital. Guiscio = Κέλυφος,Σκελετός, Σκαρί).
Γουτζί (το): Γουρουνόπουλο.
Γράβα (η): Σπηλιά. (Αγγλ. Cave-cavern. Ιταλ. : caverna ).
Γραβαλίζω : Στρώνω το χώμα με τσουγκράνα .
Γράβαλος (ο): Τσουγκράνα.
Γραέλα (η): Σιδερένια σχάρα (Ven. Graela).
Γράζω Φωνάζω.
Γραμπαούλι (το): Άγκυρα βάρκας.
Γρανίτσα (η): Ψιλό χαλάζι (Ital. Grana Granita = Κόκκος).
Γραντζέουλα (η): Καβουρομάνα;;
Γραντζέουλα (η): Μουντζουριά.
Γρεγολεβάντες (ο): Ανατολικός προς νότιος ανεμος. (Ital. Greco Levante). Προφανώς επειδή ο Ιταλός βλέπει αυτόν τον άνεμο να έρχεται από την Ελλάδα.
Γρέμπα (η): Ξερολιθιά.(Ital. Greppo = Γκρεμός ).
Γρέντα (η): Το κάτω μέρος της Ζυφταριάς. (Παξοί).
Γρέπετο (το): Κατηφορικός λόγγος-αγρίωμα.
Γρετζεούλης(ο): Σατανάς.(Βελζεβούλ;;;)(Γύρου).
Γρέτζο (το) Άγρια επιφάνεια. (Ital. Greggio=Aκατέργαστο).
Γρίλα (η): Το γουργουρητό της κοιλιάς από πείνα (Ital. Grillo=Χωρίς φαγητό).
Γριλίτσα (η): Ηλίαση.
Γριτσόρα (η): Αγριολάχανο.
Γροβολιά (η): Αγριοδαμασκηνιά.
Γρόγγος η Δρόγγος (ο): Το ψάρι Μουγκρί (Ital. Grongo).
Γροπέτο (το): Φιαλίδιο ;;;;;;;;;;
Γρόσα (η): Μία γρόσα ισοδυναμούσε με 145 κομμάτια όπως η Ντουζίνα ισοδυναμεί με 12.
Γρότα (η): Σπηλιά , τρύπα (Ital. Grotta).
Γρουδιένω : Ζαρώνω από την πολύωρη παραμονή στο νερό.
Γρούζω : Γουργουρίζω.
Γρουμπανιά (η): Πέσιμο (Παξοί).
Γρουμπούλι (το): Εξόγκωμα του δέρματος.
Γρουμπούλι (το): Δερματικό εξόγκωμα (Ital. Groppo – Groppone =Κόμπος - καμπούρα).
Γρούνι (το): Γουρούνι.
Γρουνοτσάρουχο (το): Παπούτσι από ακατέργαστο δέρμα χοίρου και γκέτα από γούνα για τη βαρυχειμωνιά
Γρουτζιά (η) Αγριόφυτο με κίτρινα λουλούδια , θεραπευτικό για την αιμορραγία.
Γρούψα (η): Δίψα (Λευκίμμη-Παξοί).
Δ
Δάγα-Δάγα : Γρήγορα – Γρήγορα
Δάγο : Αργά, σιγά (Ital. Adagio).
Δαιμοναριά (η): ¨Ένα φυτό ;;;;;;;;;;(Υοσκύαμος).
Δάντσια (η): Φόρος (Ital. Dazio).
Δάρτης (ο): Εργαλείο για το κοπάνισμα του σιταριού.
Δάρτης (ο): Κουρασμένος (Παξοί).
Δαρτό νερό (το): Πολύ δυνατή βροχή.
Δαυλί Καιόμενο ξύλο- μεθυσμένος πάρα πολύ. ( «αυτός έγινε δαυλί).
Δαφνίλας (ο) Τόπος με δάφνες.
Δείλια (η): Τάση για λιποθυμία-αδυναμία.
Δεκαοχτούρα (η): Ένα είδος γκρίζου περιστεριού
Δεκουτζιόν : Αμέσως;;;;;;;;;;;;;;
Δεκρέτο (το): Απόφαση-ψήφισμα (Ital. Decreto).
Δεκρετσιόν (η): Διάκριση (Ital. Discrezione).
Δελεγάτος (ο): Εντεταλμένος.(Ital. Delegato).
Δελέγκου : Γρήγορα , αμέσως (Ital. Di luogo).
Δελίτο (το): Μεγαλόσωμο.
Δεμπιτόρος (ο): Οφειλέτης (Ital. Debitore).
Δενόντσια (η): Ιατρική έκθεση;; (Ital. Denunzia = Γνωστοποίηση).
Δεντρόβαλος (ο): Δεντρογαλιά(είδος φιδιού)
Δεποζιτάρω : Παρακαταθέτω (Ital. Depositare).
Δεπόζιτο (το): Παρακαταθήκη (Ital. Deposito ).
Δεπουτάτος (ο): Εξουσιοδοτημένος (Ital. Deputato = Βουλευτής).
Δεροτόρος (ο): Διευθυντής (Ital. Direttore).
Δεσγούτο (το): Δυσαρέσκεια (Ital. Disgrato-Disgusto=δυσαρέσκεια – αηδία ).
Δεσμπόρσο (το): Δαπάνη (Ital.Disborso ).
Δεσπέτο (το): Πείσμα. (Ιταλ. Per Dispeto).
Δεσπουτάτος (ο): Ηγεμόνας (προφανώς προέρχεται από το Δεσποτικός Δεσποτάτο της Ηπείρου.
Δεστεμέλι (το): Ζώνη.
Δεστινάρω : Στέλνω , Κατευθύνω (Ital. Destinare).
Δέστρος (ο): Επιδέξιος (Ital. Destro).
Δεστρούτο (το): Λειωμένο χοιρινό λίπος (Ital. Strutto).
Δεσφιλάδο (το): Εξεφτελισμένο (Ital. Vile = Δειλός ,άνανδρος, εξεφτελισμένος).
Δήλησε : Βγήκε αληθινό (Μου δήλησε το όνειρο).(Παξοί).
Δήλισε : Πραγματοποιήθηκε (το όνειρο).
Διαβατάρης (ο): Περαστικός.
Διάγκιλος (ο): Διάολος.
Διάκαμπο (το): Στη μέση του κάμπου.
Διάκοιλος (ο): Κοιλιακό νόσημα.
Διακόνι (το): Ζητιανιά.
.
Διακονιάρης (ο): Ζητιάνος.
Διαλυμάτο (το): Χύμα (Τσιγάρα διαλυμάτο).
Διαμάσχαλα : Κάτω από την μασχάλη.
Διάνα (η): Λευκή (Παξοί).
Διάργυρος (ο): Ο υδράργυρος. (και ως κατάρα : «Στάχτη και διάργυρος» Δηλ. Ας διαλυθούν όλα.
Διάσκατζε : Δεν βαριέσε.
Διάσκατζος (ο): Διάβολος.
Διάσωνας (ο): Μολυσμένο σπυρί.
Διατσέντο (το): Υάκινθος (Ital. Giacinto).
Διγόνι (το): Το τελευταίο τέκνο της οικογένειας.
Δίημα : Πολύ σημαντικό – Αφήνει εποχή.
Δικιαρίζω η Δεκιαράω : Δηλώνω (Ital. Dichiarare ).
Δίκοπη (η): Γεωργικό εργαλείο που από την μια μεριά ήταν τσαπί και από την άλλη τσεκούρι.
Δίρετα (τα): Δίκαιώματα (Ital. Diritto ).
Δίρετος (ο): Κατ’ ευθείαν.(Ital. Diretto – Diritto ).
Δίριτο (το): Δικαίωμα , ορθό ,ισιο (Ital. Diritto).
Διστρηγάρω Εξηγώ (Ital. Distrigare).
Διτζεδέρω : Αποφασίζω (Ital. Desidere).
Δίτολο (το): Τίτλος (Ital. Titolo).
Δόγα (η): Βαρελοσανίδα (Ital. Doga).
Δογάνες (οι): Δασμοί (Ital. Dogana).
Δόγες (οι): Κομμάτια (μάλλον προέρχεται από τα σανίδια του βαρελιού).
Δονατσιόν (η): Δωρεά (Ital. Donazione).
Δόνικα : Λοιπόν.
Δόνκα Ναι - Βεβαιωτικό μόριο.
Δόνκα Σκέψου. ;;;;;
Δοντούρα (η): Το δόντι τραπεζίτης.
Δόπιος (ο): Σταυρωτός, διπλός (Ital. Doppio).
Δοράκινο (το): Ροδάκινο (Ital. Duracino =Με τη σάρκα κολλημένη στο κουκούτσι)
Δοτερία (η): Ρητορεία (Ital. Oratoria).
Δοτόρος (ο): Γιατρός (Ital. Dottore).(βλ. και Τοτόρος).
Δουκάτο η Δουκατόνι (το): Χρυσό νόμισμα υποδιαιρούμενο σε μαρτσέλους και σόλδια.
Δουρατούρος (ο): Μακρόβιος , διαρκής (Ital. Duraturo).
Δουράω : Αντέχω στο χρόνο (Ital. Durare).
Δραγάτης (ο): Αγροφύλακας.
Δράζει : Στάζει , Έχει διαρροή.
Δραξιά (η): Σταγόνα (Παξοί;;;).(Ital. Goccia;;;;
Δρόγκος (ο): Το ψάρι Μουγκρί.
Δρόπακας (ο): Υδρωπικία.
Δροτσίλας (ο): Τα σπυθουράκια που προκαλούνται από υπερβολική ζέστη
Δυάργυρος (ο): Υδράργυρος.
Δυναμάρι (το): Στήριγμα
Ε
Έβγαση Έξοδος. (Αρχ. Εκβαίνω).
Εγγιστάρω : βλ. Αγγιστάρω.
Έγιανε : Έγινε καλά.
Έγκαψη (η): Φλόγωση (Αρχ. Εγκαίω).
Εγκώμιο (το): Πείραγμα (Αρχ. Έν Κώμος).
Εδαυτού: Ακριβώς Αυτού (Παξοί).
Εδεδώ : Ακριβώς εδώ.(Παξοί).
Εδεκεί: Ακριβώς Εκεί. (Παξοί)
Εδούρησε (δεν) : Δεν κράτησε πολύ-
Εθαραπάικα : Ευχαριστήθηκα.
Είδισμα : Τίποτα (Παξοί).
Είμητα : Εκτός αν ( Αρχ. Ει μη ).
Εκουϊστάδος (ο): Βλ. Ακιστάδος
Εκουτσούριανα : Πάγωσα .
Εκτενταρίζομαι : Καθαρίζομαι.
Ελεγάω : Ελεώ .
Ελόου μου : Εγώ προσωπικά( Από: Του Λόγου μου).
Ελώου μου, σου , του : Εγώ , η αφεντιά μου.
Εμπασοεκβατήριον (το): Είσοδος σπιτιού.
Εμπετσάρω : Παρενοχλώ (Ital. Impacciare).
Εμπιστιάνα : Επί πιστώσει (Αρχ. Εν Πίστει ) βλ. Μπιστιού.
Έμπλασε : Έπιασε. (Παξοί).
Έμπο : Καταιγίδα (Ital. Temporale);;;
Ενεξεκουτσιόν (η): Εκτέλεση. (Ital. Esecuzione).
Ένιαξε : Μάζεψε , Μίκρυνε.
Ενόδος (ο): Ετοιμοθάνατος (Αρχ. Εν Οδώ).
Εντεπόζιτο (το): Παρακαταθήκη (βλ. Δεπόζιτο ).
Έντεσα : Σκόνταψα –πιάστηκα από κάπου.
Εντιματσιόν (η): Δήλωση , Αίτηση, ;;;; (Ital. Entizione = Έκδοση ).
Εντράδα (η): Εισόδημα ( Ital. Entrada).
Εξαγλίστρησα : Γλίστρησα.
Εξαμιναδόρος (ο): Ελεγκτής (Ital. Esaminare = Ελέγχω ).
Εξάτο (το): Έκτο .
Εξεκουτσιόν (η): Εκτέλεση ( Ital. Esecuzione).
Εξενού (είναι ) : Είναι στον κόσμο του.
Εξεπόχτησα : Ξεθεώθηκα – Κουράστηκα πολύ.
Εξεποχτίστηκε : Πέθανε (κυριολεχτικά;;;).
Επάθιασα : (Με πάθιασες). Κοντεύω να πάθω ασφυξία από τη βρώμα.
Έπλασε Ζούλιξε – Έλιωσε Από την πίεση (Γύρου ,Όρος , Μέση).
Εργάνι (το): Ξύλινο εργαλείο του ελαιουργείου (Αρχ. Γέργανον;;;).
Ερημοκουνάρητο (το): Το αλητόπαιδο.
Εριάστηκα : Ξεπάγιασα (Παξοί).
Εριγγέρω : Παρίσταμαι (Ital. Fingere).
Ερούτσωσε Πείσμωσε , θύμωσε , μούτρωσε (Ital. Ruzzo). (Του είπα κάτι και αυτός ερούτσωσε )
Ερσεβέρω : Αποδέχομαι (Ital. Concedere).
Έρτα (η): Τα πλαίσια γύρω από τις πόρτες και τα παράθυρα που εξέχουν (Ven. Erta).
Ερωτιζάμενος (ο): Ερωτώμενος (Κρητικό).
Εσάκιασε : Νερούλιασε-χωρίς δυνάμεις.
Εσινιάρισα : Σημάδεψα.
Εσπανιάρισε Κλώτσησε -(χαλασμένο σπείρωμα Βίδας ).
Εσπόρσο (το): Πληρωμή (Ital. Sborso).
Έσσωπος (ο): Αρωματικό φρύγανο (Αρχ. Ύσσωπος).
Έστρα : Οίστρος , έμπνευση .
Εστρυμποχνιάστηκα : Στεναχωρήθηκα
Εσύ ο ίδιος : Εσύ. ( « Τι λες εσύ ο ίδιος;»).
Εσφαγιουδιτσάλ : Εξώδικο ( Ital. Estragiudiziale).
Έσωσα : Τελείωσα.
Ετάρδησα : Με βρήκε η νύχτα στο δρόμο.(Ital. T;ardi).
Ετζαμινάρω : Εξετάζω (Ital. Disaminare).
Έτι : Μόλις. (Παξοί).
Ετο Νάτο.
Έτο : Νάτο.
Ετσούκλωσε : Γέμισε το στομάχι (Παξοί).
Ετσούλωσε : Πείσμωσε.
Εφετιβαμέντε: βλ. Αφιτιβαμέντε.
Εφουτιβαμέντε : Πραγματικά .(Ital. Effittivamente).
Έχιμο (το): Ιδιοκτησία .
Ζαβό (το): Όχι ίσιο – στραβό.
Ζαίδα (η): Παραφυάδα.
Ζαίσω : Τσακίσω (Γύρου) Βλ. Βαίσω.
Ζάλωμα (το): Φόρτωμα.
Ζάμπα (η): Φρύνη- Είδος βάτραχου που ζει στα χωράφια. (Ital. Zamba = Κακοφτιαγμένο – κακογραφία).
Ζαμποφάης (ο): Φίδι που τρώει τις ζάμπες (Φρύνους).
Ζάντες (οι): Κορδέλες (Παξοί).
Ζαρονεύρης (ο): Κράμπα.
Ζαχουλιά (η): Αγριολάχανο.
Ζβίγγος (ο): Λουκουμάς .
Ζγούρος (ο): Ζβούρα.
Ζέγκουνας (ο): Αγριολάχανο.
Ζεματούλι (το): Παπάρα από όσπρια και γάλα.
Ζεματούρα (η) Ζεστή φασολάδα.
Ζεματούρα (η): Σούπα , ζουμί με βουτηγμένο ψωμί.
Ζερβελιά (η): Βερυκοκιά (Παξοί).
Ζερνίζει : Πάει λοξά.
Ζήμα (το) Ο πολτός από την σύνθλιψη της ελιάς η του σταφυλιού.
Ζιάζω : Ζυγίζω.
Ζιφταριά (η): Ξύλινο πιεστήριο λαδιού και κρασιού.
Ζίφω Στίβω.
Ζιψιά (η): Πολύ βρεγμένο. (τα ρούχα του ζίφονται).
Ζμούσο (το): Φαλτσογωνιά σε ξύλο η τοίχο (Ital. Smusso=άμβλυνση).
Ζμπερλάδος (ο): Τρελός , ανισόρροπος (Ital. Sbilanciare).
Ζμώνω : Ζημώνω.
Ζοντάδα (η): Έδαφος με πολλά νερά.
Ζορκάδι (το): Το γυμνό .
Ζορκόκωλος (ο): με γυμνά οπίσθια Ζορκολαίμα (η): Κότα με γυμνό λαιμό.
Ζορκολαίμης (ο): Γυμνόλαιμος κόκκορας.
Ζόρκος (ο): Γυμνός.
Ζουγκλός (ο): Παράλυτος , ημιπληγικός (Αρχ. Ζάγκλον).
Ζούλα (η): Προβατίνα (Παξοί).
Ζούλο (το): Ώριμο φρούτο.
Ζούπα (η): Πηγμένο γάλα με ψωμί.
Ζυφταριά (η) Πιεστήριο χειροκίνητο για τις ελιές.(Παξοί).
Ζύφω : Στίβω – Πιέζω.
Ζώση (η): Η πάνινη
ζώνη από την παραδοσιακή κερκυραϊκή στολή Των ανδρών.
Ζωφό (το): Στιφό (Παξοί).
Ζώφους : Φέρνει αέρα κατά διαστήματα.
Ζωχιός (ο): Αγριολάχανο.
Η
Ήβρεγμα (το): Θα το έχω έτοιμο (Θα τόχω ήβρεγμα ) (Παξοί).
Ήλιακας (ο): Κόκκινο χταπόδι που γίνεται λιαστό.
Ηλιοκαμπίδα (η): Φωτεινός χώρος.
Ηλιόκριση (η): Πανσέληνος η το γέμισμα του φεγγαριού.
Ήμα : Ήμουν. (παξοί).
Ημέρωμα (το): Ξεχερσωμένο χωράφι.
Θ
Θανασούλη : Παλιός χωριάτικος χορός.
Θανατήτας (ο): Πολύ μεγάλη παγωνιά.
Θανατίτας (ο): Θανατικό .
Θαραπάηκα : Ευχαριστήθηκα.
Θεατρίζομαι : Ρεζιλεύομαι.
Θέατρο (Έγινα): Ρεζιλεύτηκα.
Θελέσπια (η): Μεγάλη (Παξοί).
Θέλημα (το): Εξυπηρέτηση.
Θέρμη (η): Πυρετός.
Θερμός (ο): Βραστό νερό.
Θερμούτσα (η): Αναμμένα κάρβουνα .
Θηκάρι (το): Γιλέκο Ανδρικό της παραδοσιακής κερκυραικής στολής.
Θηλίκια (τα): Κορδόνια (Παξοί).
Θηλύκι (το): Κουμπότρυπα (Θύλη).
Θηλυκώνω : Κουμπώνω.
Θίναλο (το): Αμμουδερό παραθαλάσσιο μέρος (Αρχ. Θίς).
Θλιβερός (ο): Δύστυχος .(Παξοί).
Θράσιο (το): Άπαχο ζώο.
Θράσιο(το): Ολοκληρωτικό – Τελειωτικό.
Θράσιος (ο): Εντελώς χαζός.
Θράσιος (ο): Τελείως άχρηστος.
Θράσιος (ο): Νηστικός;;;;;;;;;;;;;;;;
Θράσιος (ο): Άνοστος , Σαθρός , Σάπιος.
Θρονιάζομαι : Σρογγυλοκάθομαι .Κάθομαι αναπαυτικά
Θρονιάσου : Κάθισε (Προστ. και με εκνευρισμό).
Ι
Ίγγερα : Άκρη – Άκρη (Παξοί).
Ιγγλεζίνες (οι): Καμώματα . (Παξοί).
Ίγκια – Ίγκια : Άκρη – Άκρη (Παξοί).
Ιμαντινιέρω : Διατηρώ (Ital. Mantenere).
Ιμιτάρω : Μιμούμαι (Ital. Imitare).
Ιμπάντο (το): Εγκατάλειψη (Ital.Abbandonare).
Ιμπάρκο (το): Επιβίβαση (Ital. Inbarco).
Ιμπατσάρω : Ρισκάρω (Ital. Impazzare = Τρελαίνομαι).
Ιμπενιάρω : Δεσμέυομαι , Εγγυώμαι.(Ital. Impeghare).
Ιμπένιο (το): Εγγύηση (Ital. Impegho).
Ιμπετσίλες (ο): Ανόητος (βλ. Ιμπετσιλιτά).
Ιμπετσιλιτά (η): Τρέλα, Μωρία , Ανοησία. (Ital. Impeccabillita).
Ιμπιάντο (το) Εξοπλισμός (Ital. Impianto = Εγκατάσταση πχ. Ηλεκτρική).
Ιμπιτζάρομαι : Αναμειγνύομαι. (Ital. Impiccione).
Ιμποστόρος (ο): Απατεώνας.(Ital.Impostore).
Ιμποστούρα (η): Κατηγορία – Συκοφαντία. (βλ. Ιμπουτατζιόν).
Ιμπουτάρω : Κατηγορώ – Σπιλώνω. (βλ. Ιμπουτατζιόν).
Ιμπουτατζιόν (η): Κατηγορία (Ital. Imputazione).
Ιμπρέζα (η): Διαφορά ;;;;
Ιμπρέζα (το πήρα ): Αναλαμβάνω κάτι (Ital. Ripresa).
Ιμφάτο (το): Καμώματα- Παθήματα. (Ital. In-fatto).
Ιναμοράδος (ο): Ερωτευμένος. (Ital. Innamorato).
Ιναπιλάμπελε (ο): Ανέκκλητος.(Inappellabile).
Ινβεντάριο (το): Κτηματολόγιο (Ital. Inventario).
Ινβεντάριο (το): Απογραφή (Ital. Inventario).
Ινβεστίρω : Επενδύω. (Ιtal. Investire).
Ινβόζε : Επικαλούμαι (Ital. Invocare).
Ινγραβιάδος (ο): Βεβαρημένος (Ital. Gravato).
Ινκαντάρω : Εκθέτω σε δημοπρασία (Ital. Incanto).
Ινκάντο (το): Δημοπρασία (Ital. Incanto).
Ινκασάδο (το): Σκάλισμα κορνίζας ξύλου η τοίχου (Ital. Incassato).
Ινκόμοδα (τα): Ενοχλήσεις (Ital. Incomodo).
Ινκόντρο (το): Συνάντηση Εμπορική (Ital. Incontro).
Ινκουϊζίτος (ο): Κατηγορούμενος (Ital. Accusato).
Ινκουμέσιον (η): Πληρεξουσιότητα;;;;
Ινμπάντο (το): Εγκαταλελειμμένο (Ital. Inbanto).
Ινμπότα Στο λεπτό ;;;;
Ινορδίνος (ο): Σε ετοιμότητα (Ital. Ordino-are).
Ινπένιο (το): Υποχρέωση.(Ital. Impegno).
Ινπούμπλικο(το): Φανερά ,δημόσια (Ital. Inpubblico).
Ινπούντο : Ακριβώς( «ήρθες ινπούντο ).(Ιταλ. In punto ).
Ινσεράδα (η): Το αδιάβροχο πανωφόρι του ψαρά.
Ινσόμα : Επιτέλους. (Ιταλ: insomma : εν συντομία).
Ινσόμα : Συνολικά (Ital. Insumma).
Ιντεμέλα (η): Μαξιλαροθήκη.
Ιντερβενιέντε : Ιδιώτης που αναλάμβανε δικαστικές υποθέσεις με Την επίβλεψη δικηγόρου επι ενετοκρατίας.
Ιντερεσάδος (ο): Συμφεροντολόγος (Ital. Interessato).
Ιντερέσο (το) : Η νιτερέσο - Μυστικό η ενδιαφέρουσα πληροφορία.(Ιταλ. Interess-amento).
Ιντερέσο (το): Ενδιαφέρον . (Ital. Interesse).
Ιντζεκουτζιόν : Εκτέλεση (Ital. Esecuzione).
Ιντιέρος (ο): Ακέραιος (Ital. Intiero).
Ίντιμα (η): Στρωματοθήκη (Ital. Intima=Εσωτερικό , Εσώρουχο).
Ιντιμάδος (ο): Κοινοποιημένος (Ital. Intimare).
Ιντιμάρω : Κοινοποιώ.
Ιντιματζιόν (η): Κοινοποίηση.
Ιντονάδος (ο): Τονισμένος μουσικά (Ital. Intonato).
Ιντόρνου : Πέριξ – Γύρω γύρω. (Ital. Intorno).
Ιντράδα (η): Περιφραγμένη ιδιοκτησία (Ital.Intrada).
Ιντρόιτο (το): Είσοδος σκεπαστή σπιτιού.(Ital. Introito).
Ιντρομετέρω : Παρεμβάλω (Ital. Intromettere).
Ιντσεράδα (η): Αδιάβροχο ρούχο (Ital. In cerata=Κερωμένο).
Ιντσίρκα : Περίπου (Ital. Circa).
Ινφεριάδα (η): Σιδεριά παραθύρου μπαλκονιού(Ital. Inferriata).
Ινφερμάρω : Ακυρώνω ( Ital. Infirmare).
Ινφλιντζάρω : Καταχωρίζω (Ital. Inflinzare).
Ιποτεκάδο (το): Υποθηκευμένο (Ipotekato).
Ιποτεκάρω : Υποθηκεύω (Ital. Ipotekare).
Ισεστέρω : Επιμένω (Ital. Insistente).
Ίσκνα (γίνηκε) : Διαλύθηκε;;;;;
Ίσκρα (η): Τσακμάκι με πέτρα για το άναμμα της φωτιάς (Σλαυικ Iscra=Σπίθα).
Ισοστάς : Αν ίσως (Παξοί).;;;;;;;
Ισπονέρω : Ενδιαφέρομαι- Εντυπωσιάζομαι;;;;;
Ιστάντζια (η): Προσαγωγή –Αγωγή (Ιtal. Instantanea).
Ιστρουμέντο (το): Ακυρώνω (Η προέρχεται από το Ιstrumento = Εργαλείο , πιθανόν από κάποιο εργαλείο γραφείου Ακύρωσης Η από το Ristare = Σταματώ).Ιτάρω Βοηθώ (Ital. Dare – Gritare).
Ίσωμα : Τέλος πάντων.
Κ-Μ
Κ
Κoστέκια : Σπευδισμα Αλόγου.
Κάβα (η): Αποθήκη κρασιών (Ital. Cava).
Κάβα (η): Λατομείο (Ital. Cava).
Καβαλάρης (ο): Το μεσαίο δοκάρι δίχυτης σκεπής.
Καβαλιεράτο (το): Σταυρός από φοίνικα για την ημέρα των βαίων.
Καβαλίκεμα (το): Η συνουσία και η επιβολή.
Καβαλίνα (η) Κόπρανα αλόγου , Γαιδάρου(Ital. Cavallina=Φοραδίτσα).
Καβαλίνες (οι): Κόπρανα Γαιδάρου.
Καβαλκίνα(η):Αίθουσα χορού (Ital.Cavalchina=Αποκριάτικος χορός της Βενετίας ).
Καβάλος (ο): Τα παιγνιόχαρτα Βαλές και Φάντες (Ital. Cavallo) Άλογο – Μάλλον επειδή οι κάρτες αυτές έχουν καβαλάρηδες.
Καβαλουκάτα (η): Μεγαλόσωμη , γεροδεμένη γυναίκα
Καβαλούρης (ο): Επιβαλλόμενος.
Καβαλούτσι (το): Η μεταφορά ενός άλλου στην πλάτη.
Καβαντζάρω : Προσπερνάω.
Καβεντζάλε (η):Λωρίδα πανιού που έβαζαν στα μαξιλάρια για να μην λερώνονται. (Ital. Cavezzale=Λωρίδα γης ακαλλιέργητη στην άκρη χωραφιού).
Καβέντζο (το): Καλό ταξίδι ( Καλό Καβέντζο). (Ital. Cavezza = Χαλινάρι ) Προφανώς όταν τα ταξίδια γινόταν με άλογα , η ευχή ήταν « Καλό Χαλινάρι».
Καβέντζο (το): Δαντελένια λωρίδα (Ital. Cavezza = δερμάτινη λωρίδα χαλινού).
Καβίλια (η): Ξυλόκαρφο (Ital. Caviglia).όψιμη και
Καβούκα (η): Το φέσι.
Καβούκι (το): Καπέλο.
Καγιούρι (το): Είδος χτενίσματος των γυναικών του Όρους.
Καγκελαρία (η): Γραφείο Διοίκησης (Ital. Cancelleria ).
Καγκελαρία (η): Κυβερνείο , Διοικητήριο (Ital. Cancellaria).
Καγκέλο (το): Γραφείο του Καντιτζιλιέρη.
Καδίνα (η): Αλυσίδα . (Ιταλ.. (Catena).
Καδίνα η Καδένα (η): Αλυσίδα (Ital. Catena ).
Καδινάτσο (το): Σιδερένιος σύρτης πόρτας (Ital. Catenaccio , Ven. Caenazzo).
Καδινάτσος (ο): Σύρτης πόρτας (Ital. Catenaccio).
Καδινέλα (η): Είδος ραψίματος αλλά και διακοσμητικό πηχάκι αλλυσιδωτό.
Καδινέλες (οι): Κορδονάκια.
Κάζα (η): Σπίτι (Ital. Casa).
Καζάρμα (η): Στρατόπεδο (Ital. Caserma).
Κάζεται (μου) Μου φαίνεται (Αρχ. Εικάζεται).
Καζίνο (το): Πολιτική λέσχη Λομβαρδιανών (Ζάκυνθος).
Κάζο (το): Συμβάν , περιστατικό (Ital. Caso).
Κάζο μπλάνκο (το): Μεγάλο γεγονός. ΄???/
Ακηδώς η Γκαηδός (ο): Αλλήθωρος ( Με καηδό αν κοιμηθής το πρωϊ θα Γαλιουρίζης .- Δηλ. θα « παίζει» το μάτι σου).
Κάης (είναι) : Είναι σκοτάδι (Παξοί).
Καθρέφτης (ο): Το πίσω κάθετο μέρος της βάρκας.
Καιμένη (η): Πικραμένη.
Κακακίδα (η) : Το αμύγδαλο που έπεσε πρόωρα και έχει μια ιδιαίτερη και ωραία γεύση.
Κακαράντζες (οι): Ξερές ελιές.
Κακοέχη (το): Δύσκολη κατάσταση.
Κακοντραμάδος (ο): Κακοντυμένος (Ital. Tramare =Υφαίνω).
Κακοπραγία (η): Κακή πράξη.
Κακορίζικος (ο): Άτυχος.
Κακοτρύγης (ο) : Ποικιλία άσπρου σταφυλιού που έχει πολύ σκληρό κοτσάνι και βγάζει ένα πολύ καλό κρασί.
Κάκοψα (τα): Τα καρύδια που σπάνε δύσκολα.
Κάκοψο (το): Σκληρό.
Καλαβρέντζος (ο): Πυκνή πάχνη που πέφτει το καλοκαίρι στις μεσοδυτικές παραλίες της Κέρκυρας και κρατάει από μία ώρα εως δύο μέρες . Μάλλον την ονομασία πήρε από την Καλαβρία από οπου έρχεται αυτός ο καιρός.
Καλαθούνια (τα): Καλάθια (Παξοί).
Καλαμίθρι (το): Χόρτο για ζωοτροφή.
Καλαμίνας (ο): Καλαμιώνας.
Καλαμοβράκι (το): Μπατζάκι (Παξοί).
Καλάντισμα (το): Το ράντισμα του παπά τα Θεοφάνεια.
Καλάρι (το): Λεπτό σχοινί.
Καλάρω : Υποβιβάζω , Μειώνω , Ελαττώνω .
Κάλε (το): Οδός (Ven. Cale).
Καλή (η) : Γιαγιά
Καλιβούτσι : Κουβαλάω κάποιον στην πλάτη.
Καλικούνι (το): Κατσαρόλα με στενό λαιμό και χονδρό σώμα.
Καλικούνι (το): Ξύλινο πώμα βαρελιού.
Κάλιο : Καλύτερα.
Καλλισκόπειον (το): Βεράντα με θέα ( σε παλιά συμβόλαια μετά την Ένωση).
Καλογρίτσα (η): Μικρό δηλητηριώδες ψάρι της λίμνης.
Καλομέλανο (το): Φάρμακο για φυματικούς.
Καλόμερη (η): Καλομοίρα.
Καλοπέζουλος (ο): Ο ακριβοδίκαιος, ο τίμιος , ο αφελής(Ital. Pesare).
Καλοπέσουλο : Και με το παραπάνω.(κυρίως στη Λευκίμμη).
Καλοχαιρέτης (ο): Ευγενικός .
Κάλοψα (τα) : Τα καρύδια που σπάνε εύκολα.
Κάλτσα Μπράγα (η): Ανδρικό καλσόν αριστοκρατών.
Καλυμάρα (η): Μτφ. Νύστα.
Καμαλιμάγκου : Επιτέλους.- Εν Κατακλείδι. (βλ. Βαραμέντε και Αλιμάνγκου)
Καμάρα (η): Αψίδα (Αρχ. Καμάρα).
Κάμαρα (η): Δωμάτιο (Ital. Camera ,Ven. Camara).
Κάμαρα ντα ριτσέβερε (η): Προθάλαμος , ευρύχωρο χολ (Ital. Camera di ricevere).
Κάμαρα ντι τσιβίλ (η): Σαλόνι , αίθουσα υποδοχής (Ven.Camara da civil).
Κάμαρα ντι τσίβιλε (η): Σαλόνι αρχοντικού σπιτιού (Ital. Camera di civile).
Κάμαρη (η): Δημόσιο.
Καματερό (το): Στρώμα μαρμάρου.
Καμιζέτο (το): Πουκάμισο.(Ital. Camicia).
Καμιζιόλα (η): Κοντό γυναικείο σακάκι κεντημένο της παραδοσιακής στολής
Καμικόντο : Κάπως έτσι.
Καμινέτο (το): Σωληνάκι κάτω από την κάνη του εμπροσθογεμούς όπλου όπου ετοποθετήτο το καψούλι.
Καμουλίκα (η): Κουκούλα.
Καμούσι (το): Κατακάθι του κρασιού. (Παξοί).
Καμούφο (το): Τελείωμα σε δαντελένιο ύφασμα.
Καμπανέλα (η): Λουλούδι που μοιάζει με καμπάνα.
Καμπάνια (η): Εκστρατεία (Ital. Campagna ) πχ. Ένας κουρασμένος η γέρος λέει «δεν είμαι για καμπάνια».
Καμπάτικο (το): Μεγάλο και ασύμμετρο.
Καμπίαλα (η): Συναλλαγματική (Ital. Cambiale).
Καμπίελο (το): Ανοιχτός χώρος ανάμεσα σε σπίτια (Ven.Campielo).
Κάμπιο (το): Συναλλαγή (Ital. Cambio).
Καμπίονι (το) Πρότυπο ήθους (Ital. Cambione=υπέρμαχος , πρωταθλητής).
Κάμπο (το): Πλατεία ανάμεσα
σε σπίτια (Ital. Campo).
Καμπούλα (η): Καταχνιά - Καπνιά.
Καμπούλα (η): Καπνός , ομίχλη .
Καμπρί (το): Είδος υφάσματος ;;;;;;;;;
Καναβάτσα (η): Πετσέτα.(Παξοί).
Καναβέτα (η): Ξύλινο κιβώτιο-Κασέλα.
Καναβέτα (η): Ξύλινο κιβώτιο ???
Καναβετοπούλα (η): Μικρό ξύλινο κιβώτιο.
Καναλέτο (το): Οχετός , αυλάκι , υπόνομος (Ital. Canaletto , Ven. Canaleto).
Καναλέτο (το): Αποχετευτικός αγωγός.(Ital. Canale).
Κάναλη (η): Υδρορροή σπιτιού.
Κάναλος (ο): Χαράδρα , πέρασμα.
Κάνεβα (η): Κελάρι κρασιών (Ven. Caneva).
Κανενέ : Επιτέλους.
Κανιάρω : Σέρνω (μουσικός όρος που σημαίνει : Σέρνω τη φωνή μου μέχρι την επόμενη νότα (Ital. Caghare = γαυγίζω).
Κάνιασα Δίψασα.
Κανιζέλα (η): Στενός διάδρομος στην πίσω μεριά των σπιτιών (Ven. Canicela).
Κανίσκι (το): Δώρο (Αρχ. Κάνεον;;).
Κανίστρα (η): Καλάθι (βλ. Κανίσκι;;;;;;).
Κανκάγια (η): Ρυτιδωμένη γριά.
Κανκιόφολα (η): Ηλιανθός;;;;;;;;
Κανοκιάλε (το): Τηλεσκόπιο (Ital. Canocchiale).
Κανούλι (το): Σωλήνας η μπαντζάκι παντελονιού(Ven. Canale).
Κανσονέτα (η): Σύντομο λαικό τραγούδι (Ital. Canzonetta).
Κανταδόρος (ο): Ταμίας (Ital. Cantaro = Ζυγαριά –Ζυγιστής).
Κανταδόρος (ο): Τραγουδιστής (Ital. Cantatore).
Κανταρέλα η Κανταρέλι(το): Δοχείο μεταφοράς υλικών χωρητικότητας ενός κανταριού – 1 Καντάρι =150Λίβρες(Ven.Cantaro).
Κανταρέλι (το): Μικρό καζάνι.
Κανταρέλι (το): Μικρό Καντάρι.
Καντάρι (το): Μονάδα μέτρησης όγκου.
Καντάρι (το): Είδος ζυγαριάς.
Κανταριώλι (το): Μέτρο υπολογισμού των δημητριακών.
Κάνταρος (ο): Πήλινο σκεύος σε σχήμα λεκάνης.
Κάνταρος (ο): Πήλινη λεκάνη για ζύμωμα (Ital. Cantaro Παλιό μέτρο βάρους από 50-80 Κιλά και πήλινο δοχείο αντίστοιχης χωρητικότητας).
Καντάρω : Μετράω , Υπολογίζω (βλ. Κανταδόρος).
Καντάρω : Τραγουδώ (Βλ. Κανταδόρος).
Καντάρω : Τραγουδώ (Ιταλ. Cantare).
Καντηλέτο (το): Κερί φωτισμού(Ital. Candiletto).
Καντί (το): Χορδή μουσικού οργάνου.
Καντιλοσβύστης (ο) Είδος πεταλούδας που σβήνει το φως του καντηλιού.
Καντινέλα (η): Σανίδα που συγκρατούσε τα παραθυρόφυλλα ανοικτά . (Ven. Cantinela=Σανίδα).
Καντινέλα (η): Σιδερόβεργα που κρατούσε ανοικτά τα παραθυρόφυλλα . (Ital. Cantini = Χορδή μουσικού οργάνου).
Καντινέτα (η): Μικρή μουσική κομπανία.
Κάντιο (το): Πεντακάθαρο.
Καντιτζιλιέρης (ο) Γραμματέας Διοικητηρίου.(Ital. Cancelliere).
Κάντο (το): Τραγούδι . (Ιταλ. Canto).
Καντονιέρα (η): Συρταρίερα , Ντουλάπα
υπνοδωματίου(Ital. Cantoniera).
Καντουλάπι (το): Ντουλάπι (Παξοί).
Καντουνάλι (το): Γωνιακή ντουλάπα σπιτιού (Ven. Cantonal).
Καντουναριά (η): Ανήθικη γυναίκα-του πεζοδρομίου-του καντουνιού.
Καντούνι (το): Στενό δρομάκι (Ven. Cantone).
Καντουνιέρα (η): Πόρνη (Ital. Cantoniera).
Καντουνιέρης (ο): Αλήτης.
Καντσιλιέρης (ο): Γραμματέας.
Καντσόνα (η): Ενορχηστρωμένο τραγούδι.
Καντσονέτα (η): Τραγούδι. (Ιταλ. Canzonetta).
Κάονας (ο): Γλάρος (Παξοί).
Κάουζα (η): Δίκη (Ital. Causa).
Καούρικο (το): Καυτερό
Καουτέλα (η): Έγγραφο για εξασφάλιση (Ital. Cautela).
Καουτσιόν : Ασφάλεια – Εγγύηση.(Ital. Cauzionale).
Καπαντριόλης (ο): Αυθάδης.
Καπαράρω : Προκαταβάλω (Ital. Caparra).
Καπάσα (η): Μεγάλο πήλινο πιθάρι (Ven. Capazza).
Καπάσα (η): Κιούπι (Παξοί).
Καπάσα Μεγάλο πήλινο πιθάρι (Ital. Capacita =Χωρητικότης).
Καπατσάρω : Δαμάζω επιβάλω (Ital. Capacitare).
Καπατσάρω : Επιβάλλομαι (Ital. Capicitare=Πείθω).
Καπατσετάρω : Συγκρατήσω . (Δεν μπορώ να τον καπατσετάρω).
Καπατσιτά (η): Επιτηδειότητα , επιβολή (Ital. Capacita =Πειθώ).
Καπατσιτάρω : Επιβάλω την πειθαρχεία σε κάποιον. (Ιταλ. Capacitare Καταπείθω ).
Καπατσόνα (η): Καταφερτζού.
Καπάτσος (ο): Επιτήδειος (βλ. Καπατσιτά).
Καπελάνοι (οι) Ποπ κόρν.
Καπέλο (το): 1.Κυονόκρανο 2. Ανω άκρο καπνοδόχου.(Ital. Cappello).
Καπελωμένος (ο): Εκνευρισμένος.
Καπέτα (η): Χωρίστρα (Ital. Capo=Κεφάλι).
Καπίστρι (το): Μέρος του εξοπλισμού του γαιδάρου.
Καπιτάλι (το): Κεφάλαιο.
Καπιταλιστής (ο): Κεφαλαιούχος (Ital. Capitalista).
Καπιτάρισε : Έφτασε (Ital. Capitare).
Καπιτάρω : Συμβαίνω , Τυχαίνω(Ital. Capitare).
Καπιτέλο (το): Κυονόκρανο (Ital. Capitelo).
Καπίτολο (το): Κεφάλαιο (Ital. Capitolo).
Καπίτολο Προμπατόρι (τα):Ατράνταχτες αποδείξεις
(Ital.CapitoloProvatori)
Κάπο (Κρίμας στο Κάπο ) : Ειρωνικά για κάτι που νομίζαμε σπουδαίο (Ital. Capo = Αρχή , Αρχηγός , Κεφάλι).
Καπιτσίνια (τα): Γυναικεία παπούτσια περίτεχνα.
Κάπο ντε φιόρι (το): Κουνουπίδι (Cavoifiore).
Κάπο ντι όπερα (το): Αριστούργημα (Ital. Capo di Opera = Κεφαλαιώδες δημιούργημα)
Καπολαβόρο (το): Κομψοτέχνημα (Ital. Capo lavoro).
Καπολαβόρο (το): Αριστούργημα (Ital. Capolavoro).
Καπονάρα (η): Κοτέτσι (Ven. Caponera , Ital. Capponaia).
Καπορονιόζος (ο): Μικρό και «ευτελές» ψαράκι.
Κάπος (ο): Αρχηγός , «κεφάλι».(Ital. Capo).
Καποσάντες (ο): Είδος στρειδιού.
Καποσίδερο(το): Η άκρη του παλαιού φρουρίου (Ιταλ. Capo di San Isidoro).
Καπότο (το): Επανωφόρι , Χλαίνη (Ital. Cappotto).
Καπουλομαξίλαρα (τα): Μαξιλαράκια που έβαζαν οι γυναίκες στους γοφούς για να τονίζουν τις καμπύλες τους.
Καπουράλος (ο): Το αφεντικό , Ο αυταρχικός . (Ital. Caporale =Δεκανέας, Προϊστάμενος εργατών , αυταρχικός).
Καπουριέλι (το): Παραθυράκι πάνω από την πόρτα η το παράθυρο.
Καπουρουνιόζος (ο): Το ψάρι Καπόνι ( Μία ράτσα).
Καπρέλι (το): Ξύλινο δοκάρι σκεπής .
Καπρί (το): Τράγος (αρχ. Κάπρος Ital. Capro).
Καπροδόντης (ο): Άτομο με μεγάλους κυνόδοντες (Κάπρος).
Καράβολο (το): Σιδερένια σπείρα (Ven. Caraguol = Κοχύλι).
Καράμπακας (ο): Μεγάλο σπίτι (Παξοί).
Καραούλι (το): Το κούνημα της βάρκας (Παξοί).
Καρατάρω : Υπολογίζω ,Εξετάζω (Ital. Capatare).
Καρατέλο (το): Βαρέλι από δώδεκα Ξέστες (Ital. Caratelo).
Καρατέλο (το): Μεγάλο βαρέλι (Ital. Caratello).
Καράτερ : Χειρόγραφο (Carattere).
Καρατιέρης (ο): Καραγωγέας (Ital. Carettiere).
Κάργα (η): Γέμιση εμπροσθογεμούς όπλου (Ital. Carica=Φόρτωση).
Καρές (ο): Ανδρικό χτένισμα (Carre Γαλλικό;;;;).
Καρέτα (η): Καροτσάκι κήπου η οικοδομής (Ven.-Ital. Carretta).
Καρέτα (η): Καροτσάκι οικοδομής η κήπου(Ital. Carretta).
Καριδώνω : Θηλειάζω.
Κάρικα (η): Αξίωμα (Ital. Carica).
Καρίκι (το): Χονδρό μπιζέλι με το φλοιό(Παξοί).
Κάρικο (το): Φορτίο πλοίου. (Ital. Carico).
Καρίνα (η) Ράχη βουνού.
Κάριο (το): Τροχαλία (Αρχ. Κάρυον).
Καρκαλάς (ο): Μέρος με πολύ ήλιο.
Καρκαλέντζος (ο): Είδος ακρίδας.
Καρκαλέτσι (το): Δυνατός βήχας. (Παξοί).
Καρκάνα (η): Περίβλημα.
Καρκάνι (το): Η κόρα του ψωμιού.
Καρκατσελάτη (η): Ελαφροντυμένη
Καρκούλα (η): Κουκούλα.
Καρκουλάρω : Κερνάω.
Κάρλακας (ο): Βάτραχος.
Καρμπούρο (το): Ανθρακασβέστιο από το οποίο παράγεται η ασετιλίνη Αέριο για φωτισμό και αργότερα για συσκευές οξυγονο- συγκόλλησης. (Ital. Carburo ).
Κάρο (το): Αυτοκίνητο. (Ital. Carro=Όχημα).
Καροτσίνο (το): Μικρή κομψή άμαξα 2 θέσεων (Ital. Carozzino).
Καρπάζουσα (η) : Καρκίνος.
Καρπέτα (η): Φουντωτό πολύπτυχο φουστάνι (Ital. Carpitta =Φουντωτό).
Καρπέτα (τα): Μάλλινα Υφαντά.
Καρπετογέλεκο (το): Γιλέκο που συνοδεύει την Καρπέτα .
Καρποφόλι (το): Αγιόκλημα (Ital. Carpifoglio).
Καρποφόλι (το): Αγιόκλημα .(Παξοί).
Κάρτα (η): Πλακέ βαρέλι, πολύ δύσκολο στην κατασκευή του, για να φορτώνουν το γάιδαρο ένα σε κάθε μεριά.
Κάρτα (η): Βαρέλι κρασιού (Ital. Guarta).
Κάρτα Μονέδα (η): Χαρτονόμισμα (Carta moneta).
Κάρτα Μπιάνκα (η): Λευκό ποινικό μητρώο (Ital. Carta Bianca).
Καρταριόλι (το): Μέτρο χωρητικότητας (Τέταρτο του Μουτζουριού) (guatro).
Κάρτε λακουες(οι) Το κομμάτι της Ευγενίου Βουλγάρεως πίσω από το Δημαρχείο της Κέρκυρας. Ονομάστηκε έτσι επειδή εκεί στεγαζόταν η φρουρά του υδραγωγείου. (Ιταλ. Guardia del Acgua). Κατά μια δευτερη εκδοχή ονομάστηκε έτσι από το δρομάκι του νερού , το κανάλι όπως το έλεγαν οι Ενετοί (Calle del acgua).
Καρτεζί (το): Μονάδα ογκομέτρησης υγρών ίσο με 1/8 του γαλονιού.
Καρτεζί (το): Τέταρτο Καρτούτσου (Ital. Guartezino)
Καρτέλο η Καρατέλο (το): Μικρό βαρελάκι (Ital. Guartello).
Κάρτες (οι): Ξύλινα δοχεία που τοποθετούσαν στο σαμάρι του γαϊδάρου για τη μεταφορά νερού
Κάρτο (το): Υποδιαίρεση της λίτρας( Το ¼ ).
Καρτούτσο (το): Μονάδα ογκομέτρησης υγρών ίσο με ¼ του γαλονιού.
Καρτούτσο (το): Το ίδιο με το καρτεζί.
Κάρυ (το): Ξύλο καρυδιάς (Αρχ.;;; ).
Κάσα (η): Ταμείο (Ital. Cassa).
Κάσα (η): Φέρετρο (Ital. Cassa).
Κασαδούρα (η): Το κάσωμα της πόρτας (Ital. Cassa).
Κασάρι (το): Μεγάλο κυρτό μαχαίρι που χρησιμεύει κυρίως ως γεωργικό εργαλείο.
Κασαροτρουτσέτα (η): Μεσαίο δρεπάνι με κοντό χερούλι.
Κασαφόρτε (η): Χρηματοκιβώτιο(Ital. Cassa Forte).
Κασαφόρτε (το): Χρηματοκιβώτιο (Ital. Cassaforte).
Κασέλα (η) : Ξύλινο κασόνι για την αποθήκευση των ρούχων του σπιτιού.
Κασελέτα (η): Μικρό ξύλινο κιβώτιο .
Κασετί (το): Συρταράκι (Ven. Cassetina).
Κασετί (το): Συρταράκι (Ital. Casseto).
Κασετίνα (η): Μικρό ξύλινο κουτάκι που άνοιγε συρταρωτά και έβαζαν σε αυτό τα μολύβια τους τα παιδιά.
Κασιέρης (ο): Ταμίας .
Κασούνι (το): Ξύλινο αμάξωμα, Καρότσα (Ital. Cassone).
Καστελάδος (ο): Αυτός που περιμένει (μεταφ. Σαν φρουρός ).
Καστελάνος (ο): Πυργοδεσπότης (Ital. Castelano).
Καστέλο (το): Κάστρο, Πύργος (Ital. Castello).
Κάστηκε (μου) : Μου φάνηκε , νόμισα ότι.
Καστίγιο (Μου καμε ένα): Τιμωρία – Ταλαιπωρία. (Ital. Castigo).
Καταβολάδα (η): Κλαδί για φύτεμα .
Καταηλιός : Εκτεθειμένος στον ήλιο.
Καταής : Καταγής.
Καταλαγιάζω : Ξεκουράζομαι.
Καταράχτης (ο): Καταπακτή .
Κατασάρκι (το): Το μέσα μέρος της σαμάρας
Κατελώνει : Βρωμάει (Παξοί).
Κατζέλο (το): Μία αρρώστια.
Κατζέλο (το): Πειθαρχείο.
Κατζότο (το): Ξύλινο αγροτικό καλύβι (Ital. Casotto).
Κατινομένος (ο): Βουβός – Αμίλητος(Παξοί).
Κατόι (το): Το ισόγειο του σπιτιού που χρησίμευε σαν αποθηκευτικός χώρος.
Κατοικιά (η): Πρόχειρη αγροτική κατοικία στο χωράφι-
Κατουρίστρες (οι): Τα δημόσια ουρητήρια
Κατρίνι (το): Μικρής αξίας παλαιό νόμισμα (Ital. Guatrini).
Κατροπάσι (το): Διάστημα ίσο με τέσσερα βήματα (Ital. Guatro Passi).
Κάτσα (η): Καταδίωξη,κυνήγι (Ital. Caccia -Cacciata).
Κατσαδόρος (ο): Το ψάρι Άσπρος Κολιός.
Κατσαούνης (ο) Αυτός που δεν αποκαλύπτει μυστικά.
Κατσαπρόκι (το): Σουβλί των τσαγκάρηδων.
Κατσαφαλιές (οι): Πονηριές (Παξοί).
Κατσιά (η): Θέση.
Κατσιάζω : Μαραίνομαι.
Κατσιβέλα (η): Κασιδιάρα (Αρχ Κάσσις).
Κατσίβελο (το): Κατώτερο , υποδεέστερο (Ital. Cattivo).
Κατσίδα (η): Δερματική ασθένεια του κεφαλιού.
Κατσούλα (η): Κουκούλα ρούχου .
Κατσούλα (η): Κουκούλα .
Κατσουληνάρης (ο): Τσαλαπετεινός (Εξ’ αιτίας του λοφίου).
Κατσούλι (το): Η κορυφή . « πήγε και έκατσε απάνω στο κατσούλι».
Κατσούλι (το): Κορφή (Ital. Caciula – Ρουμάνικο;;;;).
Κατσούλι η Καβιάδο (το): Τρόπος πλεξίματος των μαλλιών η Η Κορυφή.
Κατσουλοπετείναρος (ο): Τσαλαπετεινός.
Κατσούπι (το): Ασκί από δέρμα κατσίκας.
Κάτω μπαλί (το): Παιδικό παιχνίδι Του δρόμου που παίζονταν στα καντούνι με ολοστρόγγυλες πέτρες σαν μπάλες.
Κατωθιό (το): Κάτωθεν (αρχ. – παλιό κρητικό).
Κατωλάβρι (το): Λίθινη στέρνα που κατάληγε το λάδι στο ελαιοτριβείο (Ven. Lavri=Χείλος).
Κατωλαύρι (το) : Το μέρος που πέφτει το λάδι στο ελαιουργείο.
Κατωλίθι (το): Η κάτω πέτρα του παλιού ελαιοτριβείου.
Κατωμερίτικος (ο): Παραδοσιακός χορός .
Κατώστρατα (η): Η κάτω μεριά του δρόμου.
Καυκαλίθρα (η): Αγριολάχανο.
Καύκαλο (το): Κρανίο.
Καψερή (η): Φουκαριάρα , Δυστυχισμένη.
Καψώνω : Ζεσταίνομαι.
Καψώνω : Ζεσταίνομαι.
Κειαοπίσω : Εκεί από πίσω.
Κειαπαράνω : Εκεί παρα πάνω .
Κειαπαρκάτω : Εκεί παρα κάτω (Παξοί ).
Κειαρπάνω : Εκεί πάνω .
Κένρωμα (το): Μπόλιασμα Δένδρου ή φυτου.
Κεντινάρι (το): Πλεξούδα 100 ξερών σκόρδων και μέτρο πλεξίματος(Ital. Cento=100).
Κεντρίνα (η): Άγρια μέλισσα.
Κέντρωμα (το): Μπόλιασμα.
Κέντρωμα (το): Κεντρισμός δένδρων.
Κεντρωμάδα (η): Μικρό κεντρωμένο Ελαιόδενδρο.
Κεντρώνι (το): Είδος σκυλόψαρου με ένα περίεργο πτερύγιο στην πλάτη.
Κενώνω : Σερβίρω (Παξοί).
Κεραμιδοτρεχάτος (ο): Άστατος Άνθρωπος.
Κεραντζάνα (η): Το κρύο του Μαίστρου που ακολουθεί την βροχή του νοτιά.
Κεφαλάρια (τα): Πονοκέφαλοι.
Κηβούρι (το): Νεκροταφείο.
Κι’αντέσο. Και τώρα (Ital. Adesso).
Κιαβέτα (η): Σιδερένιο εξάρτημα του κάρου (Ital. Chiavetta=Κλειδάκι).
Κιαλέτα (τα): Ματογυάλια – Μικρά κιάλια θεάτρου (Ital. Occhiali).
Κιάμο (το): Παιχνίδι τράπουλας.
Κιαπαμά (το): Κουπαστή (Ven Chiapar= πιάνω , Man=Χέρι).
Κιάρο (το): Καθαρό (Ital. Chiaro).
Κιβούρι (το) Τάφος.
Κίκαρα (η): Φλιτζάνι (Ital. Chicchera).
Κικαρί (το): Φλιτσανάκι του καφέ.
Κιλίμπρια (τα): Βιβλία . (Ital. Libri).
Κινέτα (η): Μανταρίνι (Ital.Chinetta).
Κιντινάρι (το): Εκατοντάδα (Ital. Centinaio).
Κιούγκια (τα): Πήλινοι σωλήνες αποχέτευσης.
Κίσιο , Ακίσιο (το): Απόκτημα (βλ. Ακίστο).
Κίτολα (η) : Κατσαρολάκι όπως το ελεγαν στη χώρα .
Κιφιλτζάρω: Ταξινομώ;;;;;
Κίχλα (η): Τσίχλα - γκρίζο αποδημητικό πουλί στο μέγεθος του κοτσυφιού.
Κιχλογέρακο (το): Μικρό γερακοειδές που κυνηγάει κίχλες και άλλα πουλιά αυτού του μεγέθους
Κλαμπάναρος (ο): Κωδωνοκρούστης (Ital. Campanaro).
Κλαμπάνια (τα): Οι όρχεις.
Κλαμπάυτης (ο): Αυτός που έχει μεγάλα αυτιά.
Κλανιόλα (η): “Εργαλείο” της Κρεβατοκάμαρας αποτελούμενο από ένα χωνί και ένα μακρύ λάστιχο που έφτανε μέχρι το Παράθυρο για τις πορδές της νύχτας.
Κλάπανος (ο): Ξύλο με το οποίο οι ψαράδες χτυπούσαν τη θάλασσα για να διώξουν τα ψάρια που δεν έπρεπε να μπλεχτούν στα δίχτυα .
Κλαπάτσα (η): Χάπι για προβατίνες.
Κλείσμα (το): Ελαιόδενδρα μαντρωμένα με ξερολιθιά.
Κλειτσινάρι (το): Χειρολαβή πόρτας η κάτι το γυριστό γενικά.
Κλείτσος (ο): Μακρύ ξύλινο εργαλείο για να βγάζουν τα κάρβουνα από το φούρνο.
Κλερονόμα (η): Κόρη που κληρονόμησε την περιουσία των γονέων της .
Κλήμα (το): Αμπέλι.
Κλιτσάνες (οι): Ψηλές και άχαρες γυναίκες.
Κλιτσί (το): Πόδι ανθρώπου.
Κλιτσινάρι (το): Μακρύ κλαδί .
Κλίτσιος (ο): Ξύλινο εργαλείο με το οποίο καθάριζαν το φούρνο από Τις στάχτες.
Κλονί (το): Ελάχιστη ποσότητα.
Κλουδακάει : Πάλλεται.
Κλώδα (η): Η κόρα του ψωμιού.
Κλώνα (η): Μονή κλωστή.
Κλωνί (το) Μτφ. Καθόλου.
Κλωνί (το): Ένα μικρό μέρος από κάτι συνολικό.
Κλωνί (το): Κόκκος , Σπυρί πχ. Σιταριού.
Κλωστάς (ο): Είδος αδραχτιού.
Κοβερναμέντο (το): Κυβέρνηση (Ital. Governamento).
Κόβολο (το): Πέτρα.
Κογιονάρω : Κοροιδέυω , περιπαίζω (Ital. Coglionare).
Κογκολάδο (το): Λιθόστρωτο πέτρας (βλ. κόγκολο).
Κόγκολο (το) Βότσαλο η στρογγυλή πέτρα (Ital. Cogolo).
Κοιλιές (οι): Το φαγητό πατσάς.
Κοίταση , Κοιτασμός (η): Ύπνος. (Παξοί).
Κοιτάσου : Κοιμήσου.
Κοκαρίγκι (το): Το κουκούτσι της ελιάς.
Κοκέτα η κουκέτα (η): Σιδερένιο κρεβάτι.
Κοκιναρίδα (η): Μικρό πουλί με κόκκινη ουρά που την κουνάει συνέχεια.
Κοκινογούλι (το): Παντζάρι.
Κοκκικίλας (ο): Τόπος με κοκκικιές.
Κοκκινάβαρη (η): Πούδρα.
Κοκκινολάχανο (το) Ήμερο χόρτο.
Κοκκονέλα (η): Ο κόκκος του καλαμποκιού τηγανισμένος – Πόπ Κόρν . (Ital. Cocco nella ).
Κοκολόγια (τα): Οι ξερές ελιές που μένουν μετά τη συλλογή του ελαιοκάρπου.
Κοκόνα (η): Όμορφη γυναίκα.
Κοκορίνα (η): Πόρνη πολυτελείας.
Κοκοτίνες (οι): Τηγανισμένο Καλαμπόκι (Ποπ-Κόρν ).
Κολάνα (η): Περιδέραιο , Κολιέ (Ital. Collana).
Κολαρίνα (η): Γραβάτα (Ital. Collare = Περιλαίμιο).
Κολαρίνα (η): Γραβάτα,παπιγιόν (Ital. Collarina).
Κολέας (ο): Συνέταιρος (Παξοί).
Κολεμοντάδος (ο): Γραβατωμένος – Στολισμένος
Κολετάντες (ο): Γραβατωμένος (βλ. Κολαρίνα).
Κολέτο (το) Το κασκόλ. (Ιταλ. Colletto=Κολάρο).
Κολέτο (το): Γιακάς (Ital. Colletto).
Κολιάντζα η Κολιανίτσα (η): Ευκοιλιότητα (Ital. Colica = Κοιλόπονος).
Κολιάστρα (η): Το πρώτο γάλα (Ital. Colastra;;;;;;).
Κολιατσίδα (η): Χόρτο του οποίου το άνθος κολλάει στα ρούχα.
Κολόβι (το): Δεμάτι.
Κολοέντσες (οι): Φιλίες.
Κολόκα (η): Δοχείο από άδεια κολοκύθα
Κολόκα (η) Δοχείο από ξεραμένη κολοκύθα.
Κολόκα (η): Κολοκύθα.
Κολοκούρι (το): Κούρεμα προβάτων (Μάλλον Ηπειρώτικο).
Κολοκυθόγατος (ο): Αδυνατισμένος Γάτος.
Κολοκυθοκούλουκα (τα): Το άνθος των Κολοκυθιών.
Κολόμπα (η): Κορμός του ελαιόδενδρου.
Κολομπίμπιρι (η): Μακαρόνια σούπα σκέτα – Μανέστρα κολομπίμπιρι.
Κολομπίνα (η): Το περιστέρι (Ital. Colomba-Colombina-περιστεράκι).
Κολομπίνα (η): Χριστόψωμο Σε Σχήμα πλεξούδας με ένα κόκκινο αυγο και ένα Φτερό επάνω.
Κολομπίνι (το): Νεογνό περιστεράκι.(Ital. Colombino).
Κολονάτο (το): Παλιό νόμισμα (Ital. Colonnato).
Κολονέτα (η): Διακοσμητικό κολονάκι μπαλκονιού (Ital.-Ven. Colonetta).
Κολονέτα (η): Μικρό κολονάκι.(Ital. Colonneta).
Κολοράδος (ο): Χρωματιστός (Ital. Colorato).
Κολορέντζα (η): Εντερική πάθηση.
Κολορίτο (το): Χρωματιστό (Ital. Colorito).
Κολόρο (το): Χρώμα (Ital. Colore).
Κολορόϊ (το): Μικρόσωμο, μικροσκοπικό.
Κολοσούσα (η): Πουλί που κουνάει την ουρά του και μεταφορικά η γυναίκα που κουνιέται.
Κολοφωτιά (η): Πυγολαμπίδα.
Κολπίρει (δεν με ) : Δεν με πειράζει.
Κολπίρω : Αρρωσταίνω βαριά (βλ. Κόλπος).
Κόλπος (ο): Βαριά και ακαθόριστη αδιαθεσία (Ital. Colpo = Χτύπημα ,πλήγμα).
Κολτρίνα (η): Κουρτίνα (Ven. Coltrina).
Κοματσούλι (το): Κομματάκι.
Κόμε σεβέντε και παρόλε ντιανόρε : Έκφραση που σημαίνει : Το ίδιο πράγμα.
Κομεσιονάτος (ο): Εντεταλμένος – Επίτροπος (Ital. Commisario).
Κομεσούρα (η): Συναρμολόγηση (Ital Commettitura).
Κομιντόρο (το) : Η Ντομάτα . (Ιταλ. Pomidoro).
Κομισιόν (η): Επιτροπή (Ital. Commisione).
Κομισούρες (η): Πατούρες σε ξύλινη κατασκευή.
Κόμοδο (το): Πήλινο δοχείο νυκτός η καρέκλα αριστοκρατών με τρύπα και δοχείο από κάτω για αναπαυτική αφόδευση (Ital. Comodo=Άνεση).
Κομός (ο): Συρταριέρα (Ven. Como).
Κομούνα (η): Κοινότητα – Πολιτεία . (Ital. Comune).
Κομπανία (η): Παρέα (Ital. Compagnia = Εταιρία ).
Κομπάνιος (ο): Συνέταιρος και συνομήλικος.(Ital. Compagno).
Κομπαρίρει : Εμφανίζεται (Ital. Comparire).
Κομπαρίρω : Εμφανίζομαι (Ital. Comparire).
Κομπάρσα (η): Εμφάνιση (Ital. Comparsa).
Κομπάσο (το): Διαβήτης (Ital. Compasso).
Κομπέβελος (ο): Αντιδραστικός , oπισθοδρομικός (Ital. Coba = Ουρά).
Κομπόλιοι (οι) Είδος θαλασσινής πεταλίδας.
Κομπραβέντης (ο): Έμπορος , μεταπράτης (Ital. Compraventere=Αγοράζω , πουλώ).
Κομπρομέσο (το): Συνυποσχετικό (Ital. Compromesso).
Κον κουέστο : Και τι μ’αυτό (Ital. Con guesto).
Κονάκι (το): Φίδι που πάει στραβά.
Κονβιτσιόν (η): Συμφωνία (Ital. Convenzione).
Κονγκολάδα (η): Λιθόστρωτο (Ital. Cogolo).
Κονίδες (οι): Αυγά από ψείρες.
Κονκρί (το): Είδος παλαιού μπετόν (Ital. Concreto=Συμπαγής).
Κόνξες (οι): Καμώματα ,πείσματα .
Κονσάρω : Πασάρω , εμφανίζω ,παρουσιάζω.(Ital. Concedere).
Κονσενιάρω : Παραχωρώ, παραδίδω (Ital. Consegnare).
Κονσένιο (το): Ενέχυρο (Ital. Consegnio).
Κονσόλα (η): Έπιπλο σπιτιού (Ital. Consolle).
Κόνσολος (ο): Πρόξενος (Ital. Console).
Κονσούμο (το): Προμήθεια , δαπάνη, κατανάλωση;;(Ital. Consuma).
Κονσούρτο (το): Σύσκεψη (Ital. Consulto).
Κονστιτούτο (το): Συμβολαιογραφική πράξη.
Κοντάδα (η): Μετρητά (Ital. Contante).
Κοντάρω : Διηγούμαι , λογαριάζω , μετρώ (Ital. Contare).
Κοντέα (η): Μεγάλη ιδιόκτητη περιοχή ( Ital. Contea).
Κοντεντατσιόν (η): Ικανοποίηση-Ευχαρίστηση (Ital. Contentezza).
Κόντες (ο): Κόμης (Ital. Conte).
Κοντέσα (η): Κόμισα (Ital. Contesa).
Κοντεσίνα (η): Η κόρη της Κοντέσας.
Κόντιτο (το): Ζαχαρωτό (Ital. Contito = Καρύκευμα).
Κόντο (το): Λογαριασμός (Ital. Conto).
Κοντόρνο (το): Περίβολος ,πέριξ (Ital. Contorno).
Κοντοσούβλω (η): Κοντή και άσχημη γυναίκα.
Κοντοσούρι (το): Κοντός άνθρωπος (περιπαιχτικά).
Κοντοστάμπελος (ο): Χωροφύλακας.
Κόντρα (η): Έκταση γης (Παξοί).
Κόντρα (η): Εναντίωση.(Ital. Contro).
Κοντρα πέλο (το): Κόντρα ξύρισμα (Ital. Contra pello).
Κόντρα πιένζος (ο): Αντεγγυητής (Ital. Contro Piego= Aνταγωνιστικός Φάκελος).
Κόντρα φόσα : Η τεχνητή τάφρος που χωρίζει το παλιό φρούριο από το υπόλοιπο νησί (Ital. Contra Fossa= Λάκος ενάντια).
Κοντράδα (η): Πλευρά δρόμου πόλης (Ven. Contrata).
Κοντράδο (το): Εναντίωση.
Κοντράκι (το): Βράχος .
Κοντραμπάδο (το): Λαθρεμπόριο.(Ιταλ. Contrabbando).
Κοντραμπαντιέρης (ο): Λαθρέμπορος. (Ιταλ. Contrabbandiere).
Κοντραπέζα (η): Τραμπάλα (Ital Contra peso ).
Κοντραπόστα (η): Αντίθετη θέση. (Ital. Contra posto).
Κοντραπόστο (το): Αντίποινα.
Κοντραπούντο (το): Αντίστιξη στην μουσική (Ιταλ. Contrapunto).
Κοντραρίσματα (τα): Διηγήματα (Παξοί).
Κοντρασκάρπα (η) Η απέναντι πλευρά μιας οχυρωματικής τάφρου . (Ven. Contra scarpa).
Κοντραστάρω : Αντιπαρατίθεμαι (Ital. Contrastare).
Κοντράστο (το): Αντιπαράθεση.
Κοντράτο (το): Έγγραφη συμφωνία δύο ατόμων (Ital. Contratto).
Κοντρίνα (η): Κουρτίνα.
Κοντρόλο (το): Έλεγχος (Ital. Controllo).
Κοντσαρισμένα : Τσιγαρισμένα.
Κοντσάρω : Διανθίζω (Ital. Conciare).
Κονφερμάδος (ο): Εγκεκριμένος ,επικυρωμένος (Ital. Conferma-re).
Κονφικάρω : Κατασχέτω (Ital. Conficcare).
Κόπανος (ο)Ξύλινο πλακέ εργαλείο με το οποίο οι γυναίκες χτυπούσαν τα ρούχα στα ποτάμια που τα έπλεναν.
Κοπελοπούλα (η): Κοριτσάκι (Παξοί).
Κοπελούλα (η): Κυκλάμινο.
Κοπέτα (η): Βεντούζα (Ital. Coppetta).
Κόπια (η): Αντίγραφο (Ital. Copia).
Κοπίδα (η): Κυρτό μεγάλο αγροτικό μαχαίρι.
Κοπριλίγκες (οι): Κόπρανα κατσίκας.
Κοπρίτες (οι): Ράτσα μανιταριών.
Κοπρομπούμπυλας (ο): Ο Σκαραβαίος.
Κορακοζώητος (ο): Υπέργηρος.
Κόρδα (η): Κεντρικό ξύλινο δοκάρι σκεπής (Ital. Corda =Χορδή).
Κόρδα (η): Νήμα κανάβεως (Ital. Corda).
Κορδαρω : Βλ. Ακορδαρω.
Κορδέλες (οι): Συνεχείς στροφές ορεινού δρόμου (Ital. Cordella =Κορδόνι).
Κορδιάλο (ο): Τονωτικό (Ital. Cordiale).
Κορέλια (τα) Κολιέ από ψεύτικα μαργαριτάρια.
Κορέντο(το): Εγκάρσια τομή ξύλου ,σόκορο (Ital. Corrente = το ρεύμα , τα «νερά» του ξύλου.
Κορίτος (ο): Πέτρινη λεκάνη για να πίνουν τα ζώα (Παξοί);;;
Κορνιζόνι (το): Γείσο στέγης , κορνίζα (Ital. Corniccione ,Ven. Cornison).
Κορνιόλα (η): Δακτυλίδι αντίκα (Ital. Corniola =Πολύτιμος λίθος ).
Κόρο (το): Χορωδία ( Αρχ. Χορός ,Lat. Corum, Ital. Coro ).
Κορότο (το): Πένθος. (Ital. Corrotto).
Κορπίρω : Παθαίνω αποπληξία (Ital. Corpire).
Κόρπο (το): Αποπληξία (Ital. Colpo).
Κόρσα (η): Τρεχάλα (Ital. Corsa)
Κορσοβέλονο (το): Βελόνα πλεξίματος πουλόβερ.
Κορτελάτσα (τα): Λίθινο στηθαίο προκυμαίας (Ven. Cortellazzo = πλατύ μαχαίρι βλ. και κουρτελάτσα = χασαπομάχαιρο.
Κορτελίνα (η): Μικροτερο μαχαίρι χασάπη .
Κορτέλο (το): Κάθετο, μαχαιρωτό (Ital. Coltelo = Mαχαίρι).
Κορτέλο (το): Μαχαίρα χασάπη.(Ital. Coltello).
Κορτίνα (η): Τμήμα τοίχους μεταξύ δύο προμαχώνων(Ital.Cortina=Προπέτασμα)
Κορτόνε (το): Λίθινο υπερυψωμένο πεζούλι στο άνω μέρος των τειχών του φρουρίου (Ven. Cordon , Ital. Cordone).
Κόρτσα (η): Ασθένεια πουλερικών (Αρχ. Κόρυζα).
Κορφίγκος (ο): Το πρώτο γάλα μετά τη γέννα των προβάτων , πηγμένο . Τρώγεται με κανέλα και ζάχαρη.
Κορφινός (ο): Αυτός που είναι στην κορυφή.
Κόρφος (ο): Ο Κόλπος -γενικά -και το σημείο ανάμεσα στα στήθη της Γυναίκας (Ital. Golfo).
Κοσούλτο (το): Συμβούλιο (Ital. Consulta =Σύσκεψη).
Κοστάρεται : Δεν υποφέρεται η βρωμιά (Δεν ακοστάρεται) (Ital. Riscontrata).
Κοστάρω : Αξίζω (Ital. Costare).
Κοστοδιτά (η): Κοστολόγηση (Ital.Costodita)
Κότζο (το): Μεγάλο.
Κοτογέρακο (το): Μεγάλο γεράκι που συχνάζει κοντά σε κοτέτσια και αρπάζει κότες.
Κότολο (το): Φουστάνι της παραδοσιακής γυναικείας στολής (Ital. Cotone = Βαμβακερό;;;;;).
Κότσα (η): Το ψάρι τσιπούρα.
Κοτσανιάζω : Κρυώνω.
Κοτσαπιάτης (ο): Επισκευαστής σπασμένων κεραμικών (Ital. Conciare).
Κοτσάρω : Φτάχνω δεμάτια (Ital. Cozzare = κυλάω κατι στο έδαφος).
Κοτσιλιάρα (η): Αγριολάχανο
Κοτσινίδα (η): Κοτσίδα.
Κοτσιντούρα (η): Κούρεμα «Γουλί» (Ital. Colza Dura =Σκληρό Γουλί ).
Κοτσιφός Κερομύτης (ο): Μαύρο κοτσύφι με κίτρινη μύτη.
Κουά ντε ροντίνε : Γωνιακές εγκοπές για τη σύνδεση δύο τεμαχίων ξύλου (Ven. Coa =Ουρά , Rondine =Χελιδόνι).
Κουάδρο (το): Κάδρο .(Ιταλ. Guadro).
Κουαρελάρω : Καρφώνω με τα μάτια .
Κουβάληνε : Κουβαλούν.
Κουβεντόρι (το): Συνέντευξη, συζήτηση (Ital. Convegno).
Κουβέρνο (το): Κυβέρνηση.(Ιταλ. Governo ).
Κουβερνταδόρος (ο): Κυβερνήτης (Ital. Governatore).
Κουβερτέλα (η): Πέτρινη η μαρμάρινη επικάλυψη του επάνω μέρους ενός τοιχίου (Ven. Covertela).
Κουγιάμπαλο (το): Κουτό – χαμένο.
Κουγιάμπαλο (το): Κουτέλικο.-χαζό
Κούδα (η): Ουρά (Ital. Coda).
Κούδα (η): Η ουρά από το Φελόνι του Δεσπότη.
Κουέτο (το): Υπέργηρος άνθρωπος.
Κουετούρος (ο): Αξιωματικός – πολεμιστής (Ital. Guerriero).
Κουζινιέρα (η): Μαγείρισσα (Ital. Cuciniere).
Κουϊνι (το): Μικρή αλογοουρά μαλλιών.
Κουκάγια (η): Υπέργηρος άνθρωπος.
Κουκέτα η κοκέτα (η): Σιδερένιο Κρεβάτι (Fran. Couchette).
Κουκλουζιόνες (οι): Προτάσεις σε δικαστήριο (Ital. Conclusione).
Κουκομέλες (οι): Μανιτάρια.
Κουκούγερας (ο): Ένα τοπικό φαγητό.
Κουκούγεροι (οι) Καρναβαλιστές.
Κουκούδι (το): Το ξεραμένο αίμα στην πληγή.
Κουκουέρι (το): Πόστο κυνηγού .
Κουκουλιάτα (η): Κούκος ( Ital. Cucullo = κούκος).
Κουκουλόχορτο (το): Αγριολάχανο.
Κούκουμα (η): Μπρίκι (Ital. Cuccuma).
Κουκούμι : Μπρίκι
Κουκουμίδα (η): Καρούμπαλο (Παξοί).
Κουκουνάκι : Βαθύ κάθισμα .(στα γόνατα).
Κουκουντιάζω : Βαθύ κάθισμα.
Κουκουράντζα (η): Ξεραμένος ελαιόκαρπος.
Κουκουρέντζο (το): Στομάχι.
Κούκουρος (ο): Καρούμπαλο.(Αγύρου).
Κουκούτσα (η): Αγκινάρα.
Κούκουτσα (η): Κολοκύθι (Ital. Cucuzza).
Κουλάτα (η): Η πίσω πλευρά (Ital. Culatta = Κινητό ουραίο όπλου).
Κουλάτα (η): Σολόδερμα (Colata = Στραγγισμένο – δέρμα).
Κουλίνα (η): Λόφος (Ital. Collina).
Κούλιουρος (ο): Κούνια παιδική κρεμασμένη από κλωνάρι δένδρου.
Κουλκουντζάδος (ο): Μεθυσμένος.
Κουλουκάδια (τα): Το φυτό από το οποίο βγαίνει η αγκινάρα.
Κουλούκι (το): Σκυλάκι.
Κουλουμίζω : Περιποιούμαι – Φροντίζω κάποιον (Ital. Cumulo=Συλλογικότητα).
Κούλουμος (ο): Γεμάτος , Πλήρης.
Κουλούμπάρι (το): Κουλουριασμένο.
Κουλουμπρίδα (η): Αγριολάχανο
Κουμανταδόρος (ο): Διοικητής ,επικεφαλής (Ital. Comandatore).
Κουμερκί (το): Εμπόριο (Ital. Commerciale).
Κουμεσάριος (ο): Εκτελεστής – πληρεξούσιος (Ital. Commissionario).
Κουμεσιόν – Κομεσιόν (η): Εντολή , παραγγελία. (Ital. Commissione).
Κουμέσος (ο): Εντολοδόχος (Ital. Con messo).
Κουμουδιτά (η): Ευχέρεια (Ital. Comodita = Άνεση Ευκολία).
Κουμπάνια (η): Συντροφιά (Ital. Compaghia).
Κουμπάρισε : Σκέπασε , κάλυψε , κρύψε (Ital. Comparire).
Κούμουδα(τα) Τα γιορτινά ρούχα (Ital. Comodo = άνετο).
Κουμπασάρω : Σκέπτομαι , είμαι αφηρημένος (Ital. Compassato).
Κουμπάσο (το): 1. Διαβήτης 2. Μοχλός που συγκρατούσε παράθυρο του φεγγίτη ανοικτό (Ven.,Ital. Compasso).
Κουμπάστακο (το): Ο κορμός του καλαμποκιού.
Κουμπατιάρω : Συνδυάζω (Ital. Compadio = Συνοψίζω).
Κουμπλίδος (ο): Συμπληρωμένος . (Ital. Completo).
Κουμπόστος (ο): Βρασμένο φρέσκο σιτάρι με ζάχαρη (Ital. Composta).
Κουμπούγιο (το): Τσούρμο .
Κούμπουλο (το): Κορόμηλο.
Κουμπουρέλια (τα): Μικρά καλαμπόκια.
Κουναρώ : Αναθρέφω.
Κουνσίλιο (το): Συμβούλιο (Ital. Consiglio).
Κουντάνα (η): Καταδίκη (Ital. Condana).
Κούντος (ο): Λογαριασμός (Ital. Conto).
Κουντούτο (το): Υπόνομος (Ital. Contotto =Αγωγός λυμάτων).
Κουντραστάρω : Εναντιώνομαι (Ital. Contrasto).
Κουπάδος (ο): Πλεονέκτης (Ital. Cupido).
Κουπάδος (ο): Πολυάσχολος ,ζαλισμένος (Ital. Occupato).
Κουπάρω : Απασχολούμαι , αφοσιώνομαι σε κάτι (βλ.Κουπάδος).
Κουπάρω : Λιποθυμάω (Ital. Cupo=Σκοτεινό , βαθύ , βυθίζομαι στην κόλαση).
Κούπωμα (το): Σκέπασμα .
Κουπώνω : Σκεπάζω (Cupo=Σκουτέλα,βαθύ πιάτο,γαβάθα).
Κούπωσα : Σκέπασα.
Κουραμιά (η): Άγριος θάμνος του λόγγου . Οι καρποί του είναι κόκκινοι τρώγονται και λέγονται Κούραμα .
Κουραμίλας (ο): Τόπος γεμάτος κουραμιές .
Κουραμίτες (οι): Ράτσα μανιταριών.
Κουράντες (ο): Θεραπευτής- γιατρός (Ital. Curante).
Κουράρω : Φροντίζω (Ital. Curare).
Κουρέντε (το): Τρέχον – Εν χρήσει –Σε κυκλοφορία (Ital. Corrente).
Κούρκιδο (το): Βαριά μάλλινη κουβέρτα.
Κούρκιδο (το): Μάλλινο σεντόνι αργαλειού.
Κουρμούτσι (το): Ξερό ψωμί.
Κουρμπατσιό (το): Εγκεφαλικό.
Κουρνούτης (ο): Κερατάς. (Ιταλ. Cornuto).
Κουρνούτο (το): Προβατίνα Κριάρι
Κουρούκλα (η): Είδος Κουνουπιδιού.
Κουρούπα (η): Σπασμένη στάμνα.
Κουρούπι (το): Πήλινο δοχείο.
Κουρούπι (το): Τσακισμένο Πήλινο (αρχ. Κορύπι=πήλινη κυψέλη).
Κουρτελάτσο(το):Σκεπαστός χώρος υπόνομος,στοά,σκεπαστό πέρασμα.
Κουρτελίνα (η): Μικρό χασαπομάχαιρο (Ital. Cortellina).
Κούρτη (η): Εσωτερική αυλή σπιτιού αλλά και αυλή με την έννοια του στενού περιβάλλοντος(Ven. Corte – Ital.Cortile).
Κουσενιάρω η Κονσενιάρω : Μεταβιβάζω – παραδίδω.
Κουσέντσια (η): Συνείδηση (Ital. Coscienza).
Κουσουλτάρω : Συνεδριάζω (Ital. Consulare).
Κουσούλτο (το): Συνέδριο (Ital. Consult-a).
Κουσουμάρω : Φέρνω εις πέρας , καταναλώνω ;; (Ital. Consumare).
Κούσουμο (το): Βόλεμα.
Κουσούμο (το): Μερτικό .
Κουσουνέλο (το): Βελονοθήκη.
Κουσουρί (το): Ένα είδος κοφινιού.
Κουσπί (το): Αιχμηρό εργαλείο (Ital. Cuspide= Αιχμή).
Κουστόδιτο (το): Φύλαξη (Ital. Custodire).
Κουστοπατσιό (το): Ψύξη (Έπαθα).
Κούτελας (ο): Κουτάλα από κολοκύθι για το λάδι.
Κουτελίτης (ο): Κρασί κακής ποιότητας που προκαλεί πονοκέφαλο.
Κουτέντα (τα) Προτιμήσεις, ιδιοτροπίες, γούστα.
Κουτέντα (τα): Χατήρια ;;;εξυπηρετήσεις
Κουτιαίνω : Χάνω το μυαλό μου.
Κούτικας (ο): Το πίσω μέρος του κεφαλιού.
Κουτόλογα (τα): Ασυναρτησίες.
Κουτουλάρι (το): Τροχός, κύκλος , κυκλική κατασκευή.
Κουτουλάω : Κάνω τούμπες.
Κουτουλάω : Κυλάω.
Κούτσαυλος (ο): Κουτσός.
Κουτσέλι (το): Σκυλάκι.
Κουτσόποδας (ο): Κοτσάνι καλαμποκιού.
Κουτσόποδας (ο): Ότι απομένει όταν φάμε ένα τσαμπί σταφύλι.
Κουτσουκέλα (η): Μια πράξη που δεν έπρεπε να γίνει.
Κούτσουλος (ο): Τα κόπρανα του ανθρώπου.
Κούτσουμπα (τα): Χαρούπια.
Κουτσούνα (η): Κορμός από καρπό καλαμποκιού, και κούκλα επειδή παλιά έφτιαχναν παιδικές κούκλες μ’αυτό.Και η όμορφη γυναίκα. (βλ. Κουμπάστακο).
Κουτσουπιά (η): Χαρουπιά.
Κουτσουπιασμένος (ο): Δυστυχισμένος.
Κουτσουπλί (το): Ελλάτωμα.
Κούτσουπο (το): Χαρούπι.
Κουτσουρεύω : Αφαιρώ ένα κομμάτι από κάτι.
Κουτσούρουγγια (τα): Μικρά μανιτάρια.
Κουτσοχερίστηκα : Κουράστηκαν πολύ τα χέρια μου.
Κούφαλο (το): Τρύπα στον κορμό ελαιόδενδρου.
Κουφάρω : Συμφωνώ (Ital. Conformita).;;;;;;;
Κουφέτες (οι) Ποπ κόρν.
Κουφέτες (οι): Καλαμπόκι τηγανιτό (ποπ-κόρν).
Κουφέτες (οι): Τηγανισμένο Καλαμπόκι (Ποπ – Κόρν ).
Κουφόσοδο (το): Κακή σοδειά.
Κούχτιο (το): Γεροπαραλημένος.
Κούχτιο η χούχτιο (το): Ασθενικός , γέρος , σακάτης.
Κόφα (η): Καλάθι.
Κοφίνι (το): Μικρότερο καλάθι.
Κοψοχρονιάς : Μισοτιμής.
Κραμπί (το): Κράμβη (Το λάχανο).
Κραμποτσίμουλο (το): Οι κορυφές του κραμπιού.
Κραμπουτσάνα (η): Το κοτσάνι του λάχανου που μένει στο χωράφι.
Κρανίτες (οι): Ράτσα μανιταριών .(σαν τοπικό φαγητό Οι μυκάνοι ,κρανίτες κοκκινιστοί στο φούρνο με μακαροντσίνι.
Κρατημάρα (η): Παραλυσία.
Κρεβατίνα (η): Κατασκευή ξύλινη η σιδερένια για την αναρρίχηση φυτών. (Αρχ. Κραβάτιον).
Κρεβατίνα (η): Σιδερένια η ξύλινη κατασκευή για την κληματαριά.
Κρέδιτο (το): Πίστωση. (Ital. Credito).
Κρεδιτόρος (ο): Πιστωτής. (Ital. Creditore).
Κρεμάθα (η): Πλέξιμο.
Κρεμόρο (το): Τρύγος ;;;; (Ital. Cremore = Όξινο τρυγικό κάλιο).
Κρένω : Μιλώ.(Αρχαιοελληνικό);;;;;;;;κραίνω=εκτελώ,εκπληρώνω
Κρεπάρω : Σκάω από τη στενοχώρια μου (Ital. Crepare).
Κρεσέρω : Εξέχω (Ital. Eccellere;;;;;;;;;;;;;;;;).
Κριάς (το) : Κρέας.
Κρικάτα : Πένθιμο χτύπημα καμπάνας.
Κρικώνω : Παγώνω.
Κριμινόζιτα (η): Εγκληματική υπόθεση (Ital. Criminozita).
Κρινιόπαδας (ο): Αγριολάχανο.
Κριντάλωνο (το): Γύψινη ή πέτρινη βάση με λούκι για το βαρέλι του
Κροβατσούλι (το): Κρεβατάκι .
Κροζάτο (το): Μικρό ενετικό νόμισμα.(σταυρωτό η με σταυρό επάνω Croce= Σταυρός).
Κροζέτα (η): Σιδερένια γωνιά για την ενίσχυση της αντοχής του εξωφύλλου παραθύρου (Ven. Croseta=Μικρός σταυρός).
Κροκάδι (το): Κρεμμυδάκι για φύτεμα.
Κρότσολα (η): Πατερίτσα.(Ital. Gruccia).
Κρουβιτσιάνα (η) : Το «κρυφτό» που παίζουν τα παιδιά .
Κρουκανάω η Γρουτσανάω : Ροκανίζω με τα δόντια.
Κρούσα (η): Χαμηλό ξύλινο κάθισμα.
Κρουσάδο (το): Ασημένιο νόμισμα.
Κρυογάτσουλο (το): Αυτός που κρυώνει.
Κυράντζα (η): Κυρά.
Κυρούλα (η): Μικρή χωριατοπούλα νοικοκυρά ( Λευκίμμη).
Κυσόλδου : Όλοι γενικά.;;;;;;
Κωτσέλας (ο): Προάστιο της πόλης (Γκόουτσο : μικρό νησάκι της Μάλτας).
Λ
Λαβαδούρος (ο): Νεροχύτης (Ital. Lavatoio).
Λαβαμαν η Λαβαμας (ο): Νιπτήρας (Ven. Lavaman).
Λαβαντίν (το): Νιπτήρας (Ven. Lavandin).
Λαβατίβο καρνάλε (το): Παρα φύσιν ερωτική πράξη (Ital. Lavativo Carnale=Κλύσμα - Συνουσία).
Λαβένζο (το): Δοχείο –Κατσαρόλι Καπνισμένο (Ιταλ. Laidezzo).
Λαβενζομούτρα (η): Επιτιμητικά η σκουρόχρωμη Γυναίκα.
Λαβεντζί (το): Δοχείο για άρμεγμα γάλακτος.
Λαβέντζο (το): Τσουκάλι .
Λαβίδα (η): Το κουταλάκι της θείας Κοινωνίας.
Λαβιδιάζομαι : Μεταλαμβάνω
Λαβιδιάζω : Δοκιμάζω κάτι.
Λαβομάνος (ο): Νιπτήρας (Ital. Lavamano).
Λαβόρο (το): Εργασία (Ital. Lavoro).
Λάγγερος (ο): Κρασί που βγαίνει πατώντας τα τσίπουρα και προσθέτοντας Νερό.
Λαγγεύει : «Πετάει» το μάτι μου.
Λάγιο (το): Μαύρο με άσπρες βούλες.
Λάγκερο (το): Κρασί από απομεινάρια πατημένων σταφυλιών.
Λάγκος η λούγκος (ο): Επιμήκης , Μακρύς (Ital. Lungo).
Λαδοφωτιά (η): Λαδοφάναρο.
Λαζαρέτο (το): Το γνωστό νησάκι απέναντι από τις αλυκές (Ital. Lazzareto= λοιμοκαθαρτήριο).
Λαζούρι (το): Μεταξωτή κλωστή.
Λάης (ο): Γραμμή. (Ital. Linea).
Λαθίρω : Βάφω κάτι σε χρώμα κρέμ .
Λάι (το) Αρχή ,σημείο εκκίνησης (Αγγλ. Line ).
Λακινιά (η): Κοπάδι γαιδάρων ;;;;;;;
Λάκουρας (ο): Κόγχη ματιού.
Λάκουρο (το): Σβέρκο .
Λαλέτα (η): Φαβορίτα.
Λαλούκα (η): Πιπίλα μωρού.
Λαμάσα (η): Κατεργάρα , κακιά
Λαμάσα (η): Προκλητική γυναίκα.
Λαμέντζα (η): Παράπονο (Ital. Lamento ).
Λαμεντόζος (ο): Παραπονιάρης-κλαψιάρης (Ital. Lamentoso).
Λάμια (η): Ξωτικό.
Λάμνω : Τραβάω κουπί .
Λαμόρες (ο): Κομψευόμενος ερωτύλος (Ital. L’amore).
Λαμπάντε (ο): Καθαρός (Ital. Lapante ).
Λαμπάντες (ο) : Καθαρός αλλά και λαμπρός ,μεταφορικά αυτός που έκανε κάποια παρανομία και βγήκε καθαρός. (Ιταλ.) lampante .
Λαμπάτα (η) : Μεγάλη φωτιά.(βλ. Λαμπατίνα).
Λαμπατίνα (η): Φωτιά (Ital. Lampatina).
Λαμπατίνα (η): Φωτιά και έθιμο «Τα’Γιανιού του Λαμπατάρη».
Λάμπενα (η): Πετρόψαρο.
Λαμπικάρω : Ξεχωρίζω το λάδι από το κατακάθι του.
Λαμπίκο (το): Καθαρό.
Λαμπόρδα (η): Κουνιστή γυναίκα .
Λαμπριά (η): Το Πάσχα.
Λαμπυρίθρα (η): (βλ. Κωλοφωτιά).
Λαμψάνα (η): Αγριολάχανο.
Λάνα (η): Μαλλί-Μάλλινο.
Λανάκια (τα): Αυγά ψείρας .
Λανάτες (οι): Χώμα ψημένο που δεν τρίβεται εύκολα.
Λάνκερο (το): Κρασί.
Λάνκουρα (τα): Κόγχες των ματιών.
Λάντζα (η): Πλωτή πλατφόρμα για μεταφορά υλικών (Ital. Lancia).
Λάντζο (το): Ταλάντωση η δυνατότητα σε κάτι να είναι μεγαλύτερο η μικρότερο (Ital. Lancio =Το υπέρβαρο που απαιτούσε ο αγοραστής έμπορος λαδιού από τον παραγωγό).
Λαντουρίδα (η): Σταγόνα.
Λαντσέτα (η): Νυστέρι (Ital. Lancetta).
Λαντσιέρης (ο): Ψηλός – Ευθυτενής (Ital. Lancia = Λόγχη).
Λάντσο (το): Το πάνω – κάτω της λόγχης στην ζυγαριά . Η ταλάντωση.
Λάντσος (ο): Λυγερόκορμος (Ital. Lancia =Λόγχη).
Λαουδάρω : Επαινώ (Ital. Laude)
Λάουδο (το): Έπαινος (βλ. Λαουδάρω).
Λαουρέντης (ο): Εργάτης , κάλφας, βοηθός (Ital. Lavorante).
Λαουρέντης (ο): Εργάτης οικοδόμος (Ven. Laorante , Ital. Lavorante).
Λάπατα (τα): Αγριολάχανα για πίττα.
Λάπης (ο): Το μολύβι για γράψιμο (Ιταλ. Lapis)
Λαπρέστα : Γρήγορα (Ital. Presta).
Λάρισα (η): Ξύλο πεύκου ( Ital. Larice).
Λαρνάκι (το): Το αυλάκι που έτρεχε η μούργα στο ελαιοτριβείο. (Αρχ.Λαρναξ).
Λαρνί (το): Πέτρινο μεγάλο δοχείο για το αλεύρι του νερόμυλου.
Λαρώνω : Καλμάρω, Ησυχάζω.
Λάστρα (η): Τζάμι (Ital. Lastra).
Λάστρα (η): 1.Τζάμι παραθύρου (Αρχ. Ηλίαστρον ) 2.Πλάκα δαπέδου (Ven.,Ital. Lastra =Πλάκα)
Λάστρα της πλώρης : Μονάδα μήκους επάνω στο πλοίο.
Λάτα (η): Ντενεκές (Ital. Latta).
Λάτα (η): Τενεκές (Ital. Latta =Λευκοσίδηρος).
Λατίνι (το): Πανί βάρκας.
Λάτινος (ο): Τενεκεδένιος (βλ. Λάττα).
Λατίτσενος (ο): Γαλακτερός (Ital. Latte).
Λατόνι (το): Τενεκεδένιο δοχείο λαδιού (Ital. Lattone).
Λατονιέρης (ο): Λευκοσιδηρουργός (Ital. Lattoniere).
Λαυρί (το): Δοχείο λαδιού πέτρινο.
Λάχανα (τα): Τα φαγώσιμα χόρτα γενικά.
Λάχτισα : Πόνεσα .
Λάχτιση (η): Ισχυρός και απότομος πόνος.
Λέαντρος (ο): Ροδοδάφνη (Αγγλ. Oleander).
Λεβάντες (ο): Ανατολικός άνεμος.(Ital. Levante).
Λεβαντίνος (ο): Ανατολίτης.
Λεβαρδάρω : Ντρέπομαι;;;;
Λέβδα (η): Ευλύγιστο κοντάρι .
Λεβδίζω : Λυγίζω.
Λεβεράντζα (η) : Εκδήλωση υποταγής-υπόκλιση.
Λεβιθόχορτο (το): Ένα Βότανο.
Λεγάτο (το): Κληροδότημα (Ital. Legato).
Λεζάμινα (η): Εξέταση (Ital. Esami ).
Λειψανεμιά (η): Άπνοια.
Λειψηνόχορτο (το): Αγριολάχανο.
Λείψιανο (το): Κηδεία.
Λεμεντάδος (ο): Παραπονούμενος (Ital. Lamentarsi).
Λεμενταρίζω : Παραπονούμαι.
Λεντρέ Καμαρωτά.;;;;
Λετορίνι (το): Μουσικό αναλόγιο (Ital. Letto-rini =Κρεββατάκι).
Λετρίνα (η): Αποχωρητήριο (Ιταλ. Latrina).
Λευτερίδα (η): Είδος πεταλούδας της νύχτας που πετάει γύρω από το φως της λάμπας.
Λευτερίδα τσι νυκτός (η): Νυχτερίδα.
Λευτερίτης (ο): Διφθερίτιδα.
Λευτή (η): Ψωμί σε σχήμα καρβελιού.
Λέχεται : Μυρίζει η μάνα το παιδί.
Λεχομανιό (το): Λαχάνιασμα.
Λεχωνιάτικα (τα): Ασπρόρουχα λεχώνας.
Λεχωνούδι (το): Βρέφος.
Λητάρι (το): Σχοινί (Αρχ. Ειλητάριο).
Λιαναράτικος (ο): Ράτσα σταφυλιού με μικρές ρόγες (Λιανή αράτα).
Λιανές (οι): Ψιλές – Λεπτές.
Λιανιτέρια (τα): Λεπτά ξύλα.
Λιάπης (ο): Μάγκας.
Λιάρδα (η): Γυάρδα.
Λιάστρα (η): Τα τζάμια του παραθύρου.(βλ. Λάστρα).
Λιάστρος (ο): Ποικιλία ελιάς.
Λίβανο (το): Ράτσα μαυροκόκκινου σύκου.
Λιβελάντες (ο): Αγρότης ενοικιαστής αγρού (Ital. Livellante).
Λίβελο (το): Αγροτεμάχιο (Ital. Livello = Εμφύτευση).
Λιγάθινος (ο): Αδύνατος , αρρωστιάρης.
Λιγγιό (το): Λόξυγκας.
Λιγκιάζω : Έχω λόξυγκα.
Λιγουρίζω : Επιθυμώ .
Λικάζω : Μολύνω.
Λικάσιονας (ο): Γυμνοσάλιαγκας.
Λίκασμα (το): Μόλυνση.
Λικουνιά (η): Πλήθος.
Λίλια (τα): Κομμάτια.
Λιμάζει : Πεινάει
Λιματίδα (η): Σταλαγματιά.
Λιμόζινο (το): Ελεημοσύνη (Ital. Limosina).
Λιμπά (τα): Όρχεις.
Λιμπαδίτσα (η): Μακρινή αστραπή.
Λιμπάρω : Ελαφρώνω η αδειάζω το φορτίο του πλοίου (Ital. Libare).
Λιμπεράδα (η): Ελευθερωμένη (Ital. Liberada-Lat.libera.)Λίμπερος (ο): Ελεύθερος. (Ιταλ. Libero Lat Liber).
Λιμπερτά : Διάπλατα - ορθάνοιχτά (Ital. Liberta=Ελευθερία Lat Libertas.)
Λιμπρέτο (το): Μισάνοιχτα παράθυρα σπιτιού (Ital.Libretto=Βιβλιαράκι).
Λιμπρέτο (το): Πρόγραμμα θεάτρου – μισάνοιχτα παραθυρόφυλλα. (Ital. Libretto=Βιβλιαράκι).
Λίμπρο (το): Βιβλίο (Ital. Libro Lat Liber.)
Λίμπροντόρο (το): Η λίστα με τα ονόματα και τους τίτλους των αριστοκρατών (Ital. Libro d’oro= Βιβλίο του χρυσού).
Λίνια (η): Ευθύς δρόμος (Ital. Linea).
Λινιά (η): Λεπτό σχοινί από ίνες λιναριού.
Λινιά (η): Σπάγγος (Ital. Lino=Λινάρι ).
Λινοκόκκι (το): Λιναρόσπορος .
Λίντο (το): Λεπτό , aδύνατο, aραιό.
Λίντος (ο): Κομψός –άψογος –κοκκετικός (Ital. Lindo).
Λίντος (ο): Αραιός (Ital. Lindo ).
Λιοντερίτσινο (ο): Ρετσινόλαδο.
Λιόσματα η Λιόστα (τα): Τα στερεά απόβλητα του ελαιοτριβείου.
Λιόσμο (το): Νερό με υπολείμματα από το άλεσμα της ελιάς.
Λιόστα (τα): Τα στερεά απόβλητα του ελαιουργείου.
Λιπιδόνια (τα): Κλωστές.
Λίσα (η): Κάρο μακρύ και κοντό για την μεταφορά μεγάλων φορτίων. (Ital. Lizza = Είδος έλκηθρου για τη μεταφορά μεγάλων κομματιών μαρμάρου).
Λισάβω (η): Ελισάβετ.
Λισεντζάρω : Επιτρέπω. (Ital. Licenza).
Λισεντζιάδο (το): Επιτρεπόμενο .(Ital. Licenzato).
Λίστα (η): Κατάλογος (Ital. Lista).
Λιστόν (το): Πλατύς και ευθύγραμμος δρόμος (Ven. Liston).
Λίτρα (η): Μονάδα βάρους ίση με 17 καρτούτσα.
Λίτσινο (το): Ξύλο ελιάς.
Λίτσινο (το): Από ξύλο ελιάς.
Λόβα (η): Βρωμιά.
Λόγγα (η): Μεγάλη (Ital. Lunga).
Λογιάζω : Σκέφτομαι.
Λοιπιδόνια (τα): Κλωστές ξεφτισμένου ρούχου.
Λόντζα (η): Υπόστεγο , στοά , εξώστης (Ital. Loggia).
Λόντζα (η): Ψαρονέφρι (Ital. Lonza).
Λόντζα (η): Λέσχη, στοά (Ven. Loza, Ital. Loggia).
Λόρδα (η): Πείνα .
Λότα (η): Λάσπη . (Ital. Loto).
Λότο (το): Λαχείο (Ital. Lotto).
Λούγκα (η): Μόλυνση μασχάλης.
Λουγρέτσιο(το): Υπέργηρη (Ital. Long-Vecchia).
Λουκάντα (η): Ταβέρνα (Ital. Locanda=Πανδοχείο).
Λουμάκα (η): Λεπτό και μακρύ ξύλο και μεταφ. Η ψιλόλιγνη γυναίκα.
Λουμάκι (το): Βλαστός δένδρου.
Λουμί (το): Δοχείο λαδοφάναρου για φυτίλι και λάδι. (Lume = Τεχνιτό φώς).
Λούμπα (η): Λάκκος με νερά.
Λούνγκο (ο) : Γεμάτο (Ital. Lungo).
Λούντσα (η): Μικρός λάκκος με νερά και λάσπες.
Λουριδιά (η): Κουρελού.
.
Λούρος (ο): Το κεντρικό ξύλο της σκεπής.
Λούρος (ο): Κεντρικό δοκάρι σκεπής .
Λουρώνει : Σφίγγει .
Λουσόζος (ο): Στολισμένος (Ital. Lussuoso).
Λούτιμο (το): Πλεόνασμα (Ital. L’utimo).
Λούτο (το): Πένθος (Ital. Lutto).
Λουτρουβιό (το): Ελαιοτριβείο.
Λουτρουγιά (η): Λειτουργία εκκλησίας .
Λούφα (η): Βρεγμένο πολύ.
Λυγγιό (το): Λόξυγκας.
Λυγιά (η): Λυγαριά.
Λυκάσιονας (ο): Γυμνοσάλιαγγας.
Λύκασμα (το): Ο έρπις της ανεμοβλογιάς.
Λύκωσα : Πιάστηκε ο λαιμός μου (σαν το Λύκο που δεν έχει
Λυμασμένος : Σιχαμένος , αρρωστιάρης.
Λυσιάζω : Λυσσάω- σκάω από το κακό μου.
Λωλάδερφα (τα): Ετεροθαλή αδέλφια( Αρχ. ολωλώς , ολλύομαι ;;;;;).
Μ
Μoίρομαι : Μοιρολογάω – Κλαίω.
Μάα : Μάννα (Παξοί).
Μαγάρε : Μακάρι ( Ital. Magari).
Μαγγούνο (το): Πικρό πολύ σαν φαρμάκι (αρχ. Μάκων – Κώνειο).
Μαγειριά (η): Φαγητό κατσαρόλας.
Μάγια (η): Μάλλινη φανέλα (Ital. Maglia).
Μαγιστράτος (ο): Άρχοντας. ( Ital. Magistrato).
Μαγνάδι (το): Κεφαλομάντηλο από λεπτό φίνο ύφασμα.
Μαγουλίτης (ο): Παρωτίτιδα.
Μαζενί (το): Εργαλείο για το τρίψιμο του πιπεριού.
Μαζενί (το): Μύλος του καφέ (Ital. Macinino).
Μαίζα (η) Θέλημα.
Μαιλίζω : Μαραίνομαι.
Μαινάδος (ο): Χαλαρωμένος (Ital. Ammainare= Ναυτικός όρος).
Μαινάρω : Κατεβάζω –ησυχάζω –καλμάρω. (Ιταλ. Amainare).
Μαιντάνι (το): Ρεύμα αέρα.
Μαιντάνι (τοβγαλε) : Το είπε παντού.
Μαιντζάρεται : Κουμαντάρεται , Ελέγχεται.(Ital. Maneggiare).
Μαιντζάρω : Χειρίζωμαι (Ital. Maneggiare).
Μαιντζέβελος (ο): Κάποιος τον οποίο χειρίζομαι (βλ. Μαιντζάρω).
Μάισα (η): Μάγισσα.
Μακάντζια (η): Έλλειψη (Ital. Mancanza).
Μακαροντσίνι (το): Κοφτό μακαρονάκι (Ital. Maccheroncino).
Μακελάρης (ο): Χασάπης. (Ιταλ. Macellaio).
Μάκενα (η) : Αλεστική μηχανή .(Ven. Macina :μυλόπετρα)
Μακιά (η): Κηλίδα (Ital. Macchia = παρανομία ).
Μακιάρω : Κηλιδώνω (Ital. Macchiare).
Μάκινα (η): Η μηχανή γενικώς (Ital. Machina).
Μαλαθράκι (το): Μία πάθηση του δέρματος.
Μαλαθράκι (το): Το πρώτο δέρμα του νεογέννητου.
Μαλαθρίλας (ο): Τόπος με μάλαθρα (μάραθρα).
Μάλαθρο (το): Μάραθρο.
Μαλαπέρδα (η): Το μεγάλο πέος.
Μαλαστούπα (η): Ξύλινος πυρσός.
Μαλάτος (ο): Άρρωστος (Ital. Malato).
Μαλάτσα (η): Αρρωστιάρικος υγρός καιρός (Ital. Malatia).
Μαλαχτάρια (τα): Ακαθαρσίες.
Μάλε βράσε (το): Ανακατωσούρα , αναμπουμπούλα (Ital. Male =Κακό).
Μαλιάστρα (η): Μάννα.
Μαλίνια (η): Βαρύ κρύωμα – Πνευμονία (Ital. Maligno=Κακοήθης ασθένεια).
Μαλινκονία (η): Κακή διάθεση , κατήφεια (Ital. Malinconia).
Μάλτα (η): Λάσπη οικοδομής (Ital. Malta).
Μάμα (η) Χαιδευτικά η μαμά.
Μάμα (η): Μάννα ( Ital. Mama).
Μάμαλος (ο): Πλαδαρός.
Μανάλι (το): Μανουάλι .
Μανδραβίδα (η): Κεντρικός ξύλινος κοχλίας πιεστηρίου ελαιοτριβείου (Ital. Madre vite =μητέρα βίδα).
Μανέστρα (η): Σούπα ζυμαρικών (Ital. Minestra).
Μανέστρα κολομπίμπιρι (η): Νερόβραστα μακαρόνια σκέτα.
Μανέτα (η): Χειροπέδη (Ital. Manetta).
Μάνια (η): Φαγητό.
Μανιαδούρα (η): Ζωοτροφή (Ital. Menageria).
Μανιαδούρος (ο): Παχνί (Ital. Mangiatoia).
Μανιέρα (η): Μανία .
Μανιπουλάρω : Χειρίζομαι (Ital. Manipolare).
Μανίτσα (η): Χερούλι (Ital. Manicchia).
Μανιφατούρα (η): Εργόχειρο (Ital. Manifattura).
Μανιωμένος (ο): Θυμωμένος.
Μανκάντζα (η): Απουσία (Ital. Mancanza).
Μανόπολα (η): Χειρολαβή ,χερούλι πόρτας, πόμολο (Ital. Manopola).
Μανουάλος (ο): Βοηθός οικοδόμου (Ital. Manuale=Χειρονάκτης).
Μανουάλος (ο): Βοηθός μαστόρου (Ital. Manuale = Xειρονάκτης)
Μανουάλος (ο): Εργάτης οικοδομής.
Μανούβρα (τα): Σχοινιά , πρότονοί του πλοίου.
Μανουσάκι (το): Το λουλούδι Νάρκισσος (Ζάκυνθος μόνο;;;;;;).
Μανταπέρλα (τα): Άσπρα κουπιά.
Μαντάτο (το): Είδηση , εντολή (Ital. Mantato).
Μαντεκούτο (το): Αποπληξία .
Μαντεκούτο (το): Χιονιάς.
Μαντενούτα (η): Σπιτωμένη ερωμένη (Ital. Mantenuta).
Μαντζάρω : Τρώγω (Ital.Mangiare).
Μαντζιπατσιόν (η): Απαλλοτρίωση (Ital. Espropriazione);;;;;
Μαντινίδος (ο): Συντηρητής (Ital. Mantinido).
Μαντινιέρω : Διατηρώ –Συντηρώ (Ital. Mantenere).
Μαντό (το): Σάλι –Πέπλο, νυφικό (Ital. Manto).
Μάντολα (η) . Το αμύγδαλο , μαντολάτο –γλυκό που περιέχει αμύγδαλο- καθώς και ότι έχει σχήμα αμυγδαλωτό ή οβάλ (πχ. Έτσι ονόμαζαν οι παλιοί σιδεράδες της Κέρκυρας το σχήμα από τα κάγκελα στα μουράγια ).(Ιταλ. Mandorla).
Μαντολάτο (το): Γλύκισμα με αμύγδαλα (Ιταλ. Mantorlato).
Μάντολες (οι): Καβουρδισμένα αμύγδαλα με ζάχαρη (Ital. Μantola).
Μαντολινάτα (η): Ορχήστρα με μαντολίνα (Ιταλ. Μantolinata).
Μαντόνα (η): Πλάκα που τοποθετούσαν εξωτερικά στον τοίχο και όρθια σαν εικόνισμα (Ital. Mantona).
Μαντούνι (το): Παλαμίδι ;;;
Μαντραβίδα (η): Ξύλινη βίδα του παλιού ελαιοτριβείου.
Μάντσάρω : Τρώγω. (Ιταλ. Mangiare).
Μαντώ (το): Νυφικό η αραχνοΰφαντο ριχτό (Ital. Manto =Χλαμύδα).
Μαός : Πολλά (Παξοί).
Μάπα (η): Το πάνω μέρος της γωνιάς του τζακιού.
Μαργομένος (ο): Παγωμένος (Παξοί).
Μαρέντα (η) : merenta (Ιταλ.) το κολατσιό . «Επείγε στη δουλειά και πήρε και τη μαρέντα του.»
Μαριετίνα (η): Μαριέττα. (ή Μαριοτίνα).
Μαρινάτος (Γαυρος) : Φρέσκος γαύρος στο ξύδι για τρείς μέρες με σκόρδο και μαϊντανό αλάτι και πιπέρι (Ital. Marinato=θαλασσινός).
Μαριόλα (η): Γελοία.
Μαρίτιμοι (οι): Ναυτικοί (Ital. Marittimo).
Μαρκαντικό (το): Μπακάλικο , παντοπωλείο (Ital. Mercato).
Μαρκαντικό (το): Μπακάλικο (Ven. Mercante).
Μαρκάρω : Σημαδεύω με χρώμα.(Ital. Marca ).
Μαρκάς (ο): Η κεντρική αγορά της Κέρκυρας στη Σπηλιά που βομβαρδίστηκε στον πόλεμο (Ven. Marca o Merca).
Μαρκάτο (το): Αγορά ,μπακάλικο (Ital. Mercato).
Μάρκος (ο): Κινητό αντίβαρο ζυγαριάς .
Μαρκουλίνος (ο): Στρατιώτης της βενετσιάνικης φρουράς. (Ital. Marca= Σύνορο . Περίπου Συνοριακός).
Μαρμελίνια (τα): Πολύ μικρά γλυκά βερίκοκα.
Μαρμουρί (το): Λευκό Μάρμαρο.
Μαρντεκούτο (το):
Μαρόκα (η): Μεγάλη πέτρα.
Μαρόκα (η): Μεγάλη πέτρα (Ital. Marocca).
Μαρόκο (το): Αμμοχάλικο (Ital. Marocca = Θραύσματα πετρωμάτων οφειλόμενα στο φαινόμενο των παγετόνων ).
Μάρσια (η): Εμβατήριο (Ital. Marcia).
Μαρσιά (η): Πύον (Itasl. Marcia).
Μαρτελίνα (η): Το σφυρί βαριοπούλα (Ital. Martellina).
Μαρτζαβί (το): Είδος σταφυλιού (Ital. Marzanimo).
Μαρτίγος (ο): Μεγάλο ιστιοφόρο.
Μαρτίνα (η): Νεαρή προβατίνα (του Μάρτη;;;;).
Μασιά (η): Τσιμπίδα για κάρβουνα.
Μασίνα (η): 1.Σίδερο σιδερώματος 2. Ξυλόσομπα. (Ital. Macchina =Μηχανή).
Μασκα (η): Τα πλάγια της πλώρης της βάρκας.
Μασκαράτα (η): Πομπή μεταμφιεσμένων αποκριάς (Ital. Mascherata).
Μασκαρίνα (η): Το δέρμα της εμπρόσθιας μεριάς του παπουτσιού. (Ital. Mascherina).
Μασκαρόνια (τα): Αγαλματίδια σε υπέρθυρα (Ital. Maschera=Προσωπίδα).
Μάσκιο η Μάσκουλο (το): Αρσενικό (Ital. Maschio).
Μάσκιο Φέμινο (το): Έκφραση που χρησιμοποιούσαν οι τεχνίτες για το αρσενικό και το θηλυκό κομμάτι . Επίσης την χρησιμοποιούσαν για το ερμαφρόδιτο ( Ital. Maschio – Femino).
Μασκιοφαίμενο (το): Κάτι που θηλυκώνει.
Μάσκουλο (το): Το σιδερένιο στήριγμα του παραθυρόφυλλου που μπαίνει στη θηλιά του τοίχου (Ital. Maschile=Αρσενικό).
Μάσκουλο (το): Μεντεσές πόρτας (Ven . Mascolo).
Μάστακας (ο): Ακρίδα (Αρχ. Μάσταξ).
Μαστελάδο (το): Βαρελίσιο κρασί βλ. (Ital. Mastello ).
Μαστελάκι (το): Μικρός ξύλινος κουβάς.
Μαστέλο (το): Ξύλινος κάδος για το πλύσιμο των ρούχων (Ital. Mastelo).
Μαστίτσιο (το): Συμπαγές (Ital. Massiccio).
Μαστίτσιο (το): Συμπαγές (Ven. Mssizzo,Ital. Massiccio).
Μαστραπάς (ο): Πήλινο ανθοδοχείο.
Μαστρέτσο (το): Κακομοίρης – ιδιότροπος – μίζερος
Ματαγκολίδα (η): Ευαίσθητο κλαρί που έχει ξαναθρέψει.
Ματασέρνω : Επανατοποθετώ σωστά τα κουνημένα κεραμίδια.
Ματέρια : Υλικό κατασκευής (Ital. Materia).
Ματίζω : Ενώνω.
Ματικάπι (το): Εργαλείο που έβγαζαν καρφιά . Επίσης έτσι έλεγαν και τον χειροκίνητο δράπανο.
Ματοφάης (ο): Εκμεταλλευτής (Αιματοφάης).
Μάτσα (η): Το βαρύ σφυρί – Η Βαριά. (Ital. Mazza).
Ματσακάνι (το): Κομμάτι σπασμένης πέτρας.(μάλλον έχει σχέση με το ματσακόνι –ένα εργαλείο σκαλίσματος της πέτρας.
Ματσάκανος (ο): Σκληρή και αιχμηρή πέτρα (Ital. Mazzetta = Σφυράκι σμιλευτών).
Ματσακόνι (το): Θραύσματα πέτρας πελεκημένης (Ital. Mazza=ρόπαλο, έτσι έλεγαν επίσης οι μαστόροι το βαρύ σφυρί , τη «βαριά».
Ματσέτα (η): Σφυράκι (Ital. Mazzetta).
Ματσέτο (το): Δεσμίδα , ματσάκι λουλουδιών.(Ital. Mazzetto).
Μάτσιαλα (τα): Θραύσματα.
Ματσίνι (το): Ματάκι.
Ματσόλα (η): Ξύλινο σφυρί (Ital. Mazzola).
Ματσούκα (η): Μπαστούνι.
Μαυλίζω : Σφυρίζω.
Μαυλίστρα (η): Σφυρίχτρα.
Μαυροκέφαλος (ο): Μικρό γκρι πουλί με μαύρο στίγμα στο κεφάλι.
Μεβάντα (η): Ποτό που φτιάχνεται από ζουμί βρασμένων χορταρικών και κρασί.
Μελαντόνα (η): Μία ράτσα σύκων.
Μελάτο (το): Γλυκό (Ital. Melato).
Μελιγγίτης (ο): Μηνιγγίτιδα.
Μελιγγόνι (το): Ράτσα μυρμηγκιού με «μελί» χρώμα.
Μελιγκόνι (το): Πλήθος .(Ital. Melipona=Είδος αγριομέλισσας).
Μελίζω : Ρίχνω τροφή για να μαζευτούν τα ψάρια (Παξοί).
Μελίκουκα (τα): Οι καρποί της μελικουκιάς ;;;;;.
Μελίκουκια (η) : Άγριο δένδρο του δάσους με μικρούς μαύρους καρπούς πολύ γλυκούς.
Μελιούνι (το): Πλήθος .(Ital. Millione=Εκατομύριο).
Μελισούδι (το): Τοποθεσία ανάμεσα στο Βαλανειό και τους Χωροπισκόπους. ( μέλι στις σούδες μτφ.το νερό).
Μελιχάνα (η): Είδος κοκοβιού.
Μελιχάνας (ο): Μεταφορικά ο ευκολόπιστος και ο αφελής που πέφτει στην παγίδα όπως το ψάρι μελιχάνα.
Μέμπρο (το): Μέλος συμβουλίου ευγενών. (Ital. Membro).
Μενούτο η μινούτο (το): Λεπτό της ώρας (Ital.Minuto).
Μεντάγια (η): Κόσμημα – Μενταγιόν (Ital.
Μενούτα (τα) Οι στιγμές του εκνευρισμού (Ital. Minuto).
Medaglione).
Μεντάρω : Μπαλώνω (Ital. Mendare).
Μέντζα (η): Μεσιτεία (Ital. Mezzano=Μεσίτης).
Μεντζα λούνα (η): Η μισοστρόγγυλη σιδεριά πάνω από τις πόρτες των παλιών σπιτιών.(Ιταλ. Mezza Luna= Μισοφέγγαρο).
Μεντζάνες (οι): Κορδέλες.
Μεντζανίνο (το): Ημιώροφος (Ital. Mezzanino).
Μεντζαρδίνι (το): Ισόγειο σπίτι (Ital. Mezzo giardino=Μισό κήπος).
Μεντζάστρα (η): Μεσίστια σημαία (Ital. Mezz’asta ).
Μέντζο (το): 1. Μεσολάβηση 2. Μισό 3. Μέσο (Ital. Mezzo).
Μεντζοκαπέλο (το): Ημίψηλο καπέλο εποχής.
Μεντζολούτο (το): Τα παραθυρόφυλλα μισόκλειστα λόγω πένθους (Ital. Mezzolutto).
Μεντζοπάσο (το): Παλιός παραδοσιακός χορός (Ital. Mezzopasso=μισό βήμα).
Μεντίδα (η): Γνώμη (Ital. Mente = Νους – πνεύμα ).
Μέριζα (η): Μαντίλι από την παραδοσιακή γυναικεία στολή που έδενε τις πλεξίδες των μαλλιών. Αλλά και ύφασμα .
Μεριτάρω : Έχω καταξιωθεί (Ital. Meritare).
Μέριτος (το): Χαρισματικός, αξιέπαινος (Ital. Merito).
Μερλάδο (το): Γαρνιρισμένο (Ital. Merlato).
Μέρλο (το): Γαρνίρισμα (Ital. Merlo).
Μερντιάνα (η): Το ηλιακό ρολόϊ πάνω από τις εξώπορτες των
Μεροβίγλι (το): Παρατηρητήριο (βλ. Βίγγλα).
Μεσάλα (η) Επίσημο τραπεζομάντιλο.
Μεσάλι (το): Τραπεζομάντιλο (Ital. Mensa = Τραπέζι φαγητού).
Μεσίσκλια (τα): Κακοτοπιά – γκρεμός.
Μεστουράρω : Η επιθυμητή κατάσταση (Ital. Mestrare = ανακατεύω αναμιγνύω).
Μεστουράρω : Ανακατεύω υγρά (Ital. Mescolare).
Μετζορονιό (το): Μεταίχμιο ( Mezzo=Μισό και Ρονιά η αυλακιά του χωραφιού).
Μετζοσόλα (η): Μισή σόλα στα παπούτσια που έβαζαν οι τσαγκάρηδες. (Ιταλ. Mezzo = Μισό ).
Μετζοστάτο (το): Μέση κατάσταση (Ital. Mezzo stato).
Μετζοφάρα (η): Μέση ηλικία .
Μέτορο (το): Πείραγμα.
Μέτρα (του Αγιού): Φυλακτό από κομμάτι της παντόφλας του Αγίου Σπυρίδωνος
Μη σιφτάκης : Μην προλάβεις (Ως κατάρα : « Μπα που να μην Σιφτάκης»).
Μηγάρις η Τιγάρις : Τι άλλο ; Διότι τι ; (αρχ. Τι γαρ).
Μήδα : Μήπως.
Μήλιγκας (ο): Μηνίγγι .
Μηλιώρα (η): Παρθένα.
Μηλοβαγιά (η): Φασκόμηλο.
Μηστηρίζω : Σηκώνω στον αέρα.
Μήχραμε : Μέχρι.(Λευκίμμη).
Μιά : (Έλα Μια) : Έλα λοιπόν.
Μιάτζιμιας : Μονομιάς.
Μιζούρα η Μιζούρι (η): Μέτρο γενικά (Ital. Misura).
Μιθουκούνι (το): Κομματάκι ψωμί.
Μίκια (τα): Φυτίλια εκρηκτικών (Ital. Miccia).
Μιλιγκόνια (τα): Αμέτρητα (Ital. Millione = εκατομμύριο).
Μιλιόρα (η): Σφαγείο (Ital. Migliaio).
Μιλιούνια (τα): Εκατομμύρια (Ital. Milione).
Μιλίτσια (τα): Εκατομμύρια.
Μίνα (η): Στοά (Ital. Mina).
Μιναρίτας (ο): Αυνανιζόμενος (Ital. Minorita =Ανηλικιότης).
Μινάρω : Αυνανίζομαι.
Μινινέλα (η): Αδύνατη Ντελικάτη (Ital. Minimo = Ελάχιστο).
Μινίστρος (ο): Πρεσβευτής (Ital. Ministro).
Μινούτο (το): Λεπτό της ώρας (Ital. Minuto).
Μιντζιβίρις (ο): Τσιγκούνης και μίζερος.
Μιράκολο (το): Θαύμα . (Ital. Miracolo).
Μίρμιλο (το): Πλήθος.
Μισαλέτρι (το): Ο αστερισμός του Ωρίωνα.
Μισέρ (ο): Κύριος (Fr. Monsieur).
Μισίαντζα (η): Ανακάτεμα (Ital. Mischiamento).
Μισκιάντζα (η): Ανάμεικτο ποτό – Κοκτέιλ (Ital. Miscellanea).
Μισομουσουροκόφινο (το): Το μισό σε όγκο μουσουροκόφινο.
Μισοσπορίτισα (η): Τα Εισόδια της Θεοτόκου – στη μέση της σποράς.
Μισοφούντι (το): Λωρίδα γης που χώριζε δύο χωράφια (Ital. Fonto =Βυθός).
Μισοφυτεψεία (η): Από κοινού γεωργική εκμετάλλευση.
Μιστρίζω : Ασπρίζω.
Μιτάρω : Μιμούμαι (Ital. Imitare).
Μιτζιβίρης (ο): Φιλάργυρος , μίζερος.
Μιτζίλι (το): Μικρό.
Μιτσίτσια (τα): Φιλίες.
Μνέει (δεν ): Δεν συμπαθεί.(Μεταφ).
Μνέει (δεν): Δεν φυσάει – έχει άπνοια.
Μνήστρα (η): Κόφτρια παπουτσιών.
Μόγα (η): Χωρίς βιασύνη (Με τη μόγα σου ).
Μόγανο (το): Μαόνι (Ital. Mogano).
Μόγανο (το): Ξύλο από μαόνι.
Μόδι (το): 1. Μονάδα όγκου 2. Έκταση καλλιεργούμενης γης επί Ενετών .
Μόδο (το): Μέσον, τρόπος (Ital. Modo).
Μοιράδι (το): Μερίδα – Μερτικό.
Μόλα (η): Κρίκος ρολογιού τσέπης που το συνέδεε με την αλυσίδα (Ital. Mola =Κυκλική τοποθέτηση –μυλόπετρα κλπ.).
Μολάρισε : Μαλάκωσε – Μούλιασε (Ital. Mollare).
Μολάρω : Απελευθερώνω – μαλακώνω (βλ. Μολαρισε).
Μολάρω η Αμολάρω : Ελευθερώνω , χαλαρώνω (Ital. Mollare).
Μολιφικάντε (το): Μαλακτικό (Ital. Mollificativo).
Μολιφικάρω : Ψευτοκολακεύω. (Ital. Moltiplicare).
Μόλλα (η): Ελατήριο (Ital. Molla).
Μόλος (ο): Το σημείο που δένουν τα πλοία στο λιμάνι (Ital. Molla = Πάλος δεσίματος).
Μομέντο (το): Λεπτό της ώρας (Ιταλ. Μomento).
Μόμολος : Ο γελοίος , εξευτελισμένος
Μομπαζίνα (η): Βαμβακερό ύφασμα (Ital. Bambagino).
Μόμπιλα (τα) Έπιπλα (Ital. Mobile).
Μονάτο (το) Σκέτο.
Μόνε : Μόνο που.
Μονέδα (η): Χρήμα (Ital. Moneta).
Μονοκλειδιά (η): ;;;;;
Μονολίθι (το): Ελαιουργείο με ένα μόνο , μεγάλο λιθάρι.
Μονομερίδα (η): Δηλητηριώδες φίδι που μπορεί να σκοτώσει σε μία μέρα.
Μονοτσίμπερος (ο): Ολομόναχος.
Μοντάρω (δεν ) : Δεν τολμώ.
Μόντε (το): Ενεχυροδανειστήριο (Ital. Monte –La pieta).
Μόντε ντι πιέτα (η): Ενεχυροδανειστήριο (Ital. Monte di pieta).
Μόντες (ο): Μπόγος – δέμα (Ital. Monte = Ποσότητα).
Μόντες (ο): Ενεχυροδανειστήριο (Ital. Monte di Pieta).
Μοντούρα (η): Στρατιωτική στολή (Ital. Montura).
Μόρα (η): Επιτιμητικά η σκουρόχρωμη και η ηλιοκαμένη γυναίκα (Ital. Mora = Αραπίνα).
Μοράδα (στην): Στη σειρά , το ένα μετά το άλλο. (Ital. Murare = Τοίχιση – Το ένα τούβλο μετά το άλλο ).
Μόρες και κατσίδες : Κατάρα (Μόρες και κατσίδες να σε φάνε ) Δηλ. Μαύροι και Κατσιδοκέφαλοι.
Μορέτα (η): Προσωπίδα (Ital. Moretta =Αραπίνα).
Μορογάρω : Καθυστερώ .(Ital. Mora gare ).
Μορόζος (ο) : Αγαπητικός ,).
Μορόπουλα (τα): Κολοκυθάκια (Παξοί).
Μόρος (ο): Αράπης (Ital. Moro=Μαυριτανός – σκουρόχρωμος ).
Μορούλα (η): Μαυρούλα γάτα (βλ. Μόρος).
Μοροφίντο (το): Ψευτότοιχος (Ital. Muro-Findo).
Μόρσα (η): Μέγγενη (Ital. Morsa).
Μορσέτο (το): Μικρή μέγγενη- σφικτήρας.
Μόρσο (το): Χαλινάρι (Ital. Morso =Δάγκωμα ).
Μορώνω : Μαραζώνω .
Μοσκέρα (η): Είδος φαναριού (Ital. Moscaiuola).
Μοσκεύω : Μουλιάζω .
Μοσκιά (η): Καθαρτικό από φύλλα τριαντάφυλλου(βλ. Μόσκιο.
Μοσκιέρα (η): Κρεμαστό κλουβί κουζίνας για την προστασία των τροφίμων από έντομα και τρωκτικά (Ital. Mosca = Μύγα).
Μόστερας (ο): Πράσινη μεγάλη σαύρα (Ital. Mostro = Τέρας).
Μοστερίτσα (η): Σαύρα. (Ital. Mostro = Τέρας – Τερατακι ;;;;;).
Μόστρα (η): Βιτρίνα μαγαζιού (Ital. Mostra ).
Μόστρα (η): Βιτρίνα (Ital. Mostra).
Μοστρίνα (η): Βιτρίνα (Ital. Mostrina).
Μόστρο (το): Τέρας (Ital. Mostro).
Μότα (τα): Μιμήσεις- Κοροϊδίες (Του κάνει τα μότα) (Ital. Motto= Aστεϊσμοί.
Μόττα η μάντσια (τα): Αστεισμοί-πειράγματα (Ital. Motta – Motteggio).
Μου πόνεσε : Λυπήθηκα.
Μούδα (η): Πλήρης ενδυμασία (Ital. Muta =Αλλαξιά ρούχων ).
Μουδάντες (ο): Σώβρακο (Ital. Mutaude).
Μουδουλάρω : Διαμορφώνω (Ital. Modellare).
Μουζέτο (το): Μάσκα αποκριάς (Ital. Muso- Museto = Μουτσούνα - Ρύγχος )
Μουζίνα (η): Κουμπαράς (Ital. Muzino = μουτράκι – που είχαν Οι παλιοί κουμπαράδες αντι του γουρουνόπουλου).
Μούζο (το): Μουσούδα (Ital. Muso).
Μούκιο (το): Μάτσο (Ital. Mucchio = Στοίβα).
Μούλα (η): Μουλάρι θηλυκό (Ital. Mula ).
Μούλες (οι): Παντόφλες.
Μουλί (το): Οισοφάγος .
Μουλί (το): Πιτιά.
Μουμούρης (ο): Υπηρέτης.
Μουνζούρι (το): Μονάδα μέτρησης όγκου.
Μουνολάσι (το): Η σύναξη των γυναικών επιτιμητικά.
Μουνολάχανο (το): Αγριόχορτο.
Μουντζούρι (το): Ενετικό μέτρο χωρητικότητας και έκτασης.
Μουντζούρι (το): Μεγάλο καλάθι για ελιές.
Μουντρούνα (η): Αγριολάχανο με αγκάθια.
Μουράγια (τα): Τα πέτρινα τοιχία της πόλης απέναντι από το βίδο (Ital. Muraglia).
Μουράλο (το): Δοκάρι (Ital. Murale = Τοίχιση).
Μουράλο (το): Ξύλινο δοκάρι πατώματος η ταβανιού (Ital. Murale).
Μούργα (η): Υγρό απόβλητο του ελαιοτριβείου.
Μουρδούλης (ο): Ακατάστατος .
Μουριόνι (το): Μουράγιο (Παξοί).
Μουριόνι (το): Εντοιχισμένη λίθινη κεφαλή για ξορκίσουν κάποια αρρώστια (Ven. Muriòne).
Μούρο Ματζόρε (ο) Εξωτερικός πέτρινος τοίχος σπιτιού (Ital. Muro maggiore).
Μούρο μαίστρο (το): Εξωτερικός τοίχος σπιτιού (Ven. Muro Maistro=Κύριος τοίχος).
Μούρος (ο): Καλορίζικος.
Μουρτζουλοφάσουλα (τα) Είδος φασολιών.
Μουσαριόλα (η): Φίμωτρο ζώων (Ital. Museruola).
Μουσγούδι (Έγινα) : Βράχηκα.
Μουσκετάρω : Τουφεκίζω (Ital. Moschettata).
Μούσκιο η Μόσκιο (το): Μούλιασμα (Ital. Moscio).
Μουσκολάχανο (το): Αγριολάχανο.
Μούσκουλο (το): Το πάχος του λαιμού.
Μουσούλια (η): Το άνοιγμα του ανδρικού παντελονιού.
Μουσουροκόφινο (το): Είδος καλαθιού.
Μουστίτσα (η): Το έντομο που μαζεύεται γύρω από το δοχείο που βράζει το κρασί. (Ital. Mosto = μούστος????).
Μουστρούκιο (το): Κακομούτσουνος.
Μούτα (η): Πηγαίνω σε απάνεμο μέρος (Ital. Muta = Aλλάζω).
Μουτεύω : Ξεπουπουλιάζω.
Μουτρίζω : Γέρνω προς τα μπρος.
Μούτρο (το): Παλιάνθρωπος.
Μουτρούνα (η): Αγριολάχανο.
Μούτωσε : Κούρνιασε.
Μπαγάγια (τα): Οι αποσκευές αλλά και μτφ.οί όρχεις (Ital. Bagagli).
Μπαγάλιο (το): Μπραγάνια (διάφορα μικρά ψάρια).
Μπαγιόκο (το): Τα «ψιλά» νομίσματα (Ital. Baiocco = Παλαιό Νόμισμα του Βατικανού).
Μπαγιονέτα (η): Ξιφολόγχη (Ital. Baionetta).
Μπαγκαλέτο (το): Λευκό δαντελένιο κουβερλί η τραπεζομάντιλο .
Μπαγκατέλα (η): Ευτελές αντικείμενο (Ital. Bagattela).
Μπαγκέτα (η): Εργαλείο-βέργα με το οποίο γέμιζαν τα παλιά τουφέκια που γέμιζαν από μπροστά (Εμπροστογιομή).
Μπαγκέτο (το): Συρτάρι (Ital. Banco=Σύρτις).
Μπαγκούλι (το): Σκαμνί.
Μπαγολίνα (η): Μπαστουνάκι κυρίου λεπτό (Ital. Bastolina).
Μπαγόρδα (η): Κραιπάλη – καλοφαγία –Όργιο (Ital. Bagordo).
Μπαγορδάντες (ο): Καλοφαγάς (βλ. Μπαγόρδα).
Μπαζίνα (η): Αλεύρι βρασμένο, καλαμποκένιο.
Μπαιλίζω : Μαραίνομαι.
Μπάκα (η): Κοιλιά .
Μπακαλαρόλαδο (το): Μουρουνέλαιο.
Μπακαλιάρος κουκουγέρους (ο): Μπακαλιάρος τηγανιτός με αλεύρι και αυγό.
Μπακατέλα (η): Μικροεργασία (Ital. Ven. Bagatella).
Μπακέτα (η): Ραβδί (Ital. Baghetta).
Μπακίνι (το): Μηχανισμός της λάμπας του πετρελαίου.
Μπακίρι (το): Πεπόνι οβάλ.
Μπάκοι (οι): Το ψάρι Παλαμίδα. (Αυτά που έχουν κόκκινο κρέας).
Μπακόλας (ο): Φλύαρος (Ital. Bagola).
Μπακοτίλιες (οι): Πράγματα.
Μπάλα (η): 1. Χάπι 2. Σφαίρα 3. Σφαιρίδιο ψηφοφορίας (Ital. Palla).
Μπάλα (η): Μεθύσι (Ital. Balla).
Μπαλαδόρος (ο): Χορευτής (Ital. Ballo =Χορός).
Μπαλάδος (ο): Μισότρελος ,περίγελος (Ital. Balata ).
Μπαλαντζάρω : Ταλαντεύομαι (Ital. Bilancia =Ζυγαριά).
Μπαλαούστρο (το): Κουπαστή κάγκελου. (Ital. Balaustrata = Kάγκελο).
Μπαλάφας (ο): Αγαθιάρης.
Μπαλέτες (οι): Καντρίλιες – Χορός (Ital. Balletto).
Μπαλί (το): Σφαίρα – μπαλίτσα – εμμονή (Ital. Palla).
Μπαλιγάρω : Θέτω κάποιον υπό τον έλεγχό μου. (Ιtal. Balicare).
Μπαλκονάδα (η): 1. Υπερώο θεάτρου 2.Σειρά μπαλκονιών3. Βιτρίνα (Ital. Balconata).
Μπαλντούμι (το): Λουρί αλόγου η γαιδάρου κάτω από την κοιλιά του ζώου.
Μπαλντούμι (το): Λουρί που πάει στην ουρά του γαιδάρου.
Μπαλόνι (το): Μπάλα .
Μπάλος (ο): Καυγάς μεταφορικά (Ital. Ballo = Xορός ).
Μπαλότα (τα): Δεμάτια σανού.
Μπαλοτίνια (τα): Μικρές πατάτες.
Μπαλοτίνος (ο): Ψηφοφόρος όταν ψήφιζαν με σφαιρίδια (Ital. Palla).
Μπαλότο (το): Δεμάτι σανού (Ital. Balla ).
Μπαλοτόντο (το): Καυγάς .(βλ. Μπάλος).
Μπαλτζαμάδος (ο): Βαλσαμωμένος.
Μπαλτούμι : Το πλατύ λουρί που έδενε το σαμάρι του γαιδάρου κάτω από την κοιλιά
Μπαλτουνάρω : Εξασθενώ.
Μπαλτσαμάρω : Βαλσαμώνω (Ital. Impalsamare).
Μπαμπάι (το): Τέρας.
Μπαμπάι (το): Έντομο.
Μπαμπακέλα (η): Το μπαμπάκι και το χιόνι.
Μπαμπακίτης (ο): Περονόσπορος .
Μπαμπαλαδόρος (ο): Σκουπιδιάρης.
Μπάμπαλο (το): Σκουπιδάκι .
Μπαμπαούνος (ο): Τερατόμορφος.
Μπαμπίνο (το): Μωρό (Ital. Bambino).
Μπαμπού (η): Τερατόμορφη.
Μπανγκαλέτο (το): Φάσα υφάσματος που κάλυπτε το κάτω μέρος του κρεβατιού. (Ital. Letto = κρεβάτι ).
Μπανιάδος (ο): Πλυμένος – Βρεγμένος (Ital. Baghato).
Μπανιομαρία : Τρόπος βρασίματος αυγών (Ital. Baghnomaria).
Μπανιός (ο): Μπούφος ( το πουλί).
Μπάνκα (η): Μπάνκος – Τράπεζα (Ital. Banca).
Μπανκάδα (η): Μακρόστενο τραπέζι εορτής. (Ital. Banco- Panca).
Μπανκιέρης (ο): Τραπεζίτης (βλ. Μπάνκα).
Μπανκουμίδι (το): Παντεσπάνι .
Μπάντα κι’άλλη : Έκφραση που σημαίνει : Διαμπερές (Ital. Da banda a banda).
Μπαντίδα : Κακιά. (βλ. Μπαντίδος).
Μπαντίδος (ο): Ληστής , παράνομος (Ital. Bandito).
Μπαντιέρα (η): Σημαία (Ital. Bandiera).
Μπαντουβάνα (η): Παχιά κότα (Ital. Baduvana???????).
Μπάντρα λάντρα Διαμπερές (Ven. Banda = Πλευρά – L’altra =η άλλη).
Μπαόρδες (οι): Δώρα.
Μπαουλίνα (η): Μπαστούνι.
Μπαρακοπούλι (το): Καλύβι (Ital. Baracca).
Μπαραχούζα (η): Μάλωμα – Άγριος καυγάς.
Μπαρκάρω : Φορτώνω σε πλοίο.
Μπαρλακιάζω : Τρελαίνομαι.
Μπαρλακίνο (το): Το φορείο που βγάζουν στη λιτανεία το σκήνωμα του Αγίου Σπυρίδωνα (Ital. Baldachino???????).
Μπαρμπαράλευρο (το): Καλαμποκάλευρο.
Μπαρμπαρέλα (η): Ψωμί από καλαμποκάλευρο (Ital. Barbarella Bararesco – μπαρμπαριά – καλαμπόκι = σιτάρι Μπαρμπαριάς = Αραβό-σιτος).
Μπαρμπαρόκιχλα(η): Είδος μεγαλόσωμης κίχλας.
Μπαρμπατσιόλα (η): Πετσέτα φαγητού (Ital. Barba = Γενειάδα).
Μπαρμπέτα (η): Μουσάκι (Ital. Barbetta).
Μπάροι (οι): Βράχια με φύκια στη Θάλασσα.
Μπαρουνιά (η): Μεγάλη ιδιοκτησία γης (Ital. Barrone).
Μπαρούνος (ο): Βαρόνος (Ital. Barone).
Μπαρουτιασμένος (ο): Έτοιμος να εκραγεί.
Μπαρούφα (η): Φασαρία – Καυγάς (Ital. Barrufa).
Μπαρουφάντες (ο): Αερολόγος. (Ital. Barrufa).
Μπαρτζάνα (η): Βολάν φουστανιού .
Μπαρτζαριό (το): Τυροκομείο. (Ital. Maggaiaio).
Μπαρτίδα (η): Μερίδα – Κομμάτι (Ital. Partito).
Μπαρτσελέτα (η): Αστείο (Ital. Barzelletta).
Μπαρτσουλάρω : Τρελαίνομαι (Ital. Impazzare).
Μπασιά (η): Είσοδος σε κτήμα.
Μπάστα : Φτάνει (Ital. Basta).
Μπαστακουνάδος (ο): Όρθιος.
Μπαστακούνι (το): Ορθοστασία .
Μπαστιμέντο (το): Πλοίο (Ital. Bastimento).
Μπαστιόνι (το): Προμαχώνας (Ven. Bastiòn).
Μπατάγια (η): Ναυμαχία – Μάχη (Ital. Battaglia).
Μπατάρω : Αναποδογυρίζω (βλ. Αλιμπαρτάρω).
Μπατάρω : Συνυπολογίζω .
Μπατέλο (το): Μικρό πλοιάριο. (Ιταλ. Battelo).
Μπάτι του : Δως του .
Μπατιδούρο (το): Ρόπτρο (Ital. Battitoio).
Μπατιδούρος (ο): Ρόπτρο , Μεταλλικό περίτεχνο εξάρτημα για το χτύπημα της πόρτας (Ital. Battitore).
Μπατικάδο (το): Το ένα πάνω στο άλλο –συνεχόμενα.
Μπατικόρε (η): Ανησυχία (Ital. Batticuore=Χτυποκάρδι).
Μπατικούνι (το): Στάσιμος - Όρθιος.
Μπατίμπαλος (ο): Εργαλείο για μπήξιμο πασσάλων.
Μπατίνα (η): Βερνίκι παπουτσιών.
Μπατούδα (η): Πατούρα – μουσική φράση (Ital. Battuta).
Μπατούδα (η): Εγκοπή στα πλάγια κατασκευής (Ven. Batùa).
Μπατουνάδα (η): Μουσικό κομμάτι για μικρή ορχήστρα.
Μπατσάρομαι Παιχνίδι τράπουλας (Ital. Bazzica).
Μπατσολάδος (ο): Τρελός (Ital. Impazzire).
Μπαφάδα (η): Άσχημη μυρωδιά.
Μπαφούτης (ο): Μουστακαλής (Ital. Baffuto).
Μπάχλα (η): Διάλυση (Μπάχαλο;;;;).
Μπεβάντα (η): Κρασί ανακατεμένο με νερό (Ital. Bevanda = Ποτό ).
Μπέβος (ο): Πότης (Ital. Bevo).
Μπεζαμόντε ;; Φαγώσιμο;;;;
Μπεκανότο (το): Είδος μικρόσωμης μπεκάτσας. (Ital. Becco = Ράμφος).
Μπελάντζα (η): Μεγάλη ζυγαριά. (Ital. Bilancia).
Μπελαντζί (το): Μικρή ζυγαριά (βλ. Μπελάντζα).
Μπελάντζο (το): Ταλάντευση (βλ. Μπελάντζα).
Μπελβεντέρε (το): Δωμάτιο σοφίτας (Ital. Belvedere = ωραία θέα).
Μπελβεντέρε (το): Δωμάτιο με θέα (Ital. Belvedere).
Μπελένζια (η): Ομορφιά (Ital. Bellezza).
Μπελέχα (η): Έντονος βήχας.
Μπέλο (το): Κάλο – όμορφο (Ital. Bello).
Μπεμπές (ο): Κοκαλάκι για τα μαλλιά.
Μπένε : Καλά. (Ιταλ. Bene).
Μπενεστάντες (ο): Πλούσιος (Ital. Benestante).
Μπενεφίκιο (το): Ευεργέτημα (Ιtal. Beneficio).
Μπεράρια (η): Ισοπεδωμένο μέρος , πατημένο.
Μπερδές (ο): Γλέντι . (Παξοί).
Μπερέτα (η): Μπερές .
Μπερετόνι (το): Καπέλο (Ital. Berrettone).
Μπερκέτι (το): Πολύ.
Μπερκετουλής (ο): Κουβαρδάς.
Μπέρμπι (το): Γεμάτο . (Παξοί).
Μπέρτα (η): Φάρσα (Ital. Berta).
Μπερτουέλα (η): Μεντεσές (Ven. Bertoèla).
Μπήζα (η): Πνευμονικό - Άσθμα.
Μπητάδος (ο): Πυκνός .
Μπηχτοκέφαλα : Με σκυφτό κεφάλι.
Μπιάνκο . Άσπρο γενικά , αλλά έτσι λέγεται και ένας τρόπος μαγειρέματος των ψαριών κυρίως, με άσπρη σάλτσα.(Ιταλ. Bianco).
Μπιάτο (το) Πύον.
Μπίγα (η): Γάντζος γερανού.
Μπιδολότο (το): Ύπνος.(βλ μπιζολότο).
Μπίζα (η): Άσμα.
Μπιζάρω : Ξεσηκώνω κάποιον.
Μπίζης (ο): Μπιζέλι ή Αρακάς.
Μπίζι (το): Μπιζέλι –αρακάς (Ital.Pisello).
Μπιζιλότο (το): Υπνάκος (Ital. Pisolo-Pisolino).
Μπικερίνι (το): Ποτηράκι (Ital. Bicchierino).
Μπικικίνι (το): Παλιό ευτελές νόμισμα (δεκάρα).
Μπιλιέτο (το): Σημείωμα (Ital. Biglieto).
Μπιμπιλώνω : Μεντάρω .
Μπιρμπιτσιόλα (η): Παιδικό παιχνίδι - Τα παιδιά κάθονταν στο πεζούλι και ένα παιδί μετρούσε τα γόνατα στα ιταλικά , σταμάταγε σε κάποιο νούμερο και το πόδι εκείνο έπρεπε να μαζευτεί , όποιος μάζευε και τα δύο του πόδια έβγαινε από το παιχνίδι.
Μπίρμπος (ο): Κατεργάρης (Ital. Birba = Κατεργαριά).
Μπιρόντολο (το): Γέμισμα πολυθρόνας;;;
Μπισκάτσα (η): Λέσχη χαρτοπαιξίας (Ital. Biscazza).
Μπισμπίλια (τα): Ιδέες υποψίες (Ital. Bisbiglio=Ψίθυρος).
Μπισνόνα : Προγιαγιά . Μπισνόνο - Προπάππους (Ιταλ. Bisnona ).
Μπιστικός (ο): Εργάτης βοσκός ή αυτός που είναι γενικά στην υπηρεσία κάποιου
Μπιστιού (το): Επί πιστώσει.
Μπιτάδα (τα): Πυκνά
Μπιτάδος (ο): Γεμάτος , πυκνός. (Ital. Pinato ).
Μπιτάδος (ο): Πυκνός – σφιχτό δέσιμο (Ital. Abbitare = Τυλίγω το σχοινί στον κάβο και το δένω).
Μπιτσάρος (ο): Ιδιότροπος (Ital. Bizzaro).
Μπιτσικλέτα (η): Μοτοσυκλέτα.
Μπιφιστίκι (το): Διαλεκτό κομμάτι μοσχαρίσιου κρέατος (Αγγλ.Beef Steak).
Μπλάθρης (ο) Κατάπλασμα.
Μπλάθρης (ο): Κατάπλασμα.
Μπλακάρω : Μπλοκάρω.
Μπλάστρης (ο): Ξύλινο εργαλείο της κουζίνας σαν αυτό που ανοίγουν φύλλο.
Μπλαστρώνω : Πλάθω- Ζουλάω .
Μπληγούρι (το): Διάφορα όσπρια μαγειρεμένα.
Μπλητσούνι (το): Αμπάρα σιδερένια για το κλείδωμα της πόρτας.
Μπογιάρω Πειράζω κάποιον (Ital.Bocciatura=Αποδοκιμασία.)
Μπόγολο (το): Την έπεισε – την κατάφερε- την «έριξε».
Μπόζα (η): Πόζα (Ital. Posa).
Μποζολούτο (το): Υπνάκος (Ital. Bossolotto =Κουτί ταχυδακτυλουργού ).
Μποζοντούρο (το): Σοβαρότητα-σκληράδα.
Μποζοντούρος (ο): Μουτρωμένος (Ital. Musoduro).
Μπόζος (ο): Χονδρός.
Μπόκα και λίγκουα : Έκφραση που αναφέρεται στον πολυλογά και τον αθυρόστομο(Ital. Bocca=Στόμα – Lingua=Γλώσσα).
Μποκές (ο) : Ανθοδέσμη .(Ιταλ. Boccia ). (Fr. Bouguette).
Μποκέτα (η): Στόμιο οχετού (Ven. Bochèta-Ital. Bocchetta).
Μποκίνι (το): Επιστόμιο (Ital. Bocchino).
Μπόκολα (η): Σκουλαρίκι κρίκος – σγουρά μαλλιά (Ital. Boccola).
Μποκολέτα (η): Σκουλαρίκι. (Ιταλ. Buccola).
Μπόκολο (το): Γυναικείο χτένισμα με γυριστά τα μαλλιά στους κροτάφους (Ital. Boccolo).
Μπολέτα η Μπουγιάτα (η): Μία τεχνική για παραγωγή ξυλοκάρβουνου . (Ital. Bollita = Βράσιμο).
Μπόλια (η): Γυναικείο μαντίλι της παραδοσιακής γυναικείας (Ital. Boglio;). στολής . Επίσης έτσι ονομάζεται και η πετσέτα προσώπου στους Παξούς.
Μπολοκιός (ο) Δοχείο λαδιού.
Μπολσέτα (τα): Μανικέτια (Ital. Polsino).
Μπόλτζος (ο): Σφυγμός(ital. Polso).
Μπομπάδο (το): Φουσκωμένος τοίχος από υγρασία (Ven. Imbombà).
Μπομπαρδάρης (ο): Το κανόνι.
Μπομπαρδαριό (το): Επίπεδο μέρος πάνω σε φρούρια η σε υψώματα που
Μπόμπολας (ο): Σαλιγκάρι.
Μπομπόλι (το): Ένα μόνο φασόλι , φακή , ρεβίθι κλπ.
Μπομπόλια (τα): Μπαλίτσες.
Μπομπόλοι (οι): Σφαιρίδια , σαλίγγαροι.
Μπόμπος (ο): Κάποιος που μιλάει μόνος του (Ital. Bombo = Βόμβος).
Μποναγράτσια (η): Κουρτινόξυλο (Ven. Bonagrazìa).
Μπονιφικάρω : Βελτιώνω (Ital. Bonifica).
Μπονιφικατσιόνα (η): Βελτίωση (Ital. Bonificazione).
Μπονόρα : Νωρίς, “Θα βρεθούμε αμπονόρα μες τσί έξι ώρες”.(Ital. Buon’ora).
Μπόντζος (ο): Βεράντα με εξωτερική σκάλα και αποθήκη από κάτω που έχουν οι μονοκατοικίες με βενετσιάνικη αρχιτεκτονική .(ven. pozo)
Μπονφεστίδος (ο): Γιορτινός , στολισμένος (Ital. Buon –Festino).
Μπόργος (ο): Προάστιο (Ital. ,Ven. Borgo).
Μπόρδολοι (οι): Βαριά χονδροκομμένα παπούτσια.
Μπορτάδα (η): Αξία. ;;;
Μπόρτζα (η) : Δυνατό κρυολόγημα.
Μπορτζάδα (η): Η κακιά ώρα.;;;;;
Μπόρτζο : Αρρώστια.
Μπόρτζος (ο): Σφυγμός (Ital. Polso).
Μπορτσούνι (το): Μεταλλικό έλασμα κλειδαριάς (Ital. Borchia).
Μποσκάτα (η): Ελαφρύ δέσιμο του μαντηλιού στο λαιμό (Μπόσικο)
Μποσκέτο (το): Κήπος.(Ιταλ. Boschetto).
Μπόσκο (το): Μπόσικο – Χαλαρό.
Μπότα (η): Βαθούλωμα πληγής η χτυπήματος (Ital. Botta).
Μποτέγα (η): Κατάστημα (Ven. Botèga, Ital. Bottega).
Μπότζα (η): Μεγάλη μπουκάλα κρασιού (Ital. Boccia).
Μπότζος (ο): Εξώστης σπιτιού βενετσιάνικης αρχιτεκτονικής(Ital. Bozza= πέτρα που εξέχει από τοίχο).
Μποτήλια (η): Μπουκάλα. (Botiglia).
Μποτηλιάδο Εμφιαλωμένο.
Μποτήρι (το): Σταμνί.
Μπότης (ο): Πήλινο δοχείο με χερούλια για την μεταφορά του νερού (Ital. Botte= Βαρέλι – πιθάρι).
Μποτιέρος (ο): Κατασκευαστής ντεπόζιτων μεταλλικών .
Μποτίλια (η): Μπουκάλα (Ital. Botiglia).
Μποτιρόλατα (η): Δοχείο για την μεταφορά γάλακτος στον ώμο .
Μπότο (το): Μεγάλο λαμαρινένιο δοχείο.
Μποτσί (το): Το μικρό μπουκαλάκι.
Μποτσόνα (η): Μεγάλη μπουκάλα.
Μποτσόνι (το): Γυάλινη κανάτα τραπεζιού (Ital. Boccione).
Μποτσοπούλι (το): Μικρή μπουκάλα.
Μπούας (ο): Μεγαλόσωμο βόδι (Ital. Bue – Bove = Βόδι )
Μπουγάζι (το) : Κουφόβραση.
Μπουγαρίνι (το): Αναρριχόμενο φυτό με λουλουδάκια σαν του γιασεμιού.
Μπουγαρίνι (το): Αναρριχόμενο λουλούδι σαν το γιασεμί .
Μπουγασί (το): Πορφυρό.
Μπούγελος(ο): Κουβάς ( Λευκίμμη-μέση).
Μπουγιάδος (ο): Θυμωμένος (Έχει φουσκώσει από το βράσιμο).
Μπουγιάρω : Βράζω (ven bogio).
Μπουγιάτα (η): Καζάνι που βράζει – Καμίνι για κάρβουνα (ven bogiata) .
Μπούγιο (το): Βράσιμο (ven Bògio ).
Μπούγιο (το): Σαματάς.
Μπουέλο (το): Κουβάς.
Μπουζέτα (τα): Κρίκοι μεταλλικοί στις τρύπες των κορδονιών στα παπούτσια.
Μπούζος (ο): Αυλάκι με βρωμόνερα.
Μπούζος (ο): Άνοιγμα υπονόμου-καπάκι.
Μπούκα (η): Γενικά το στόμιο (Ital. Bocca=Στόμα).
Μπούκα (η): Η πόρτα του φούρνου που ψηνόταν το ψωμί.(Ital.
Μπούκα (η): Στόμιο , εκβολή ποταμού (Ital. Bocca , Ven. Boca).
Μπουκα φέρμα : Εκφραση πουσημαίνει : Με κλειστό στόμα . Την χρησιμοποιούσαν οι μαέστροι της χορωδίας όταν έπρεπε οι χορωδοί να τραγουδούν μουρμουρητά. (Ital. Bocca=Στόμα , Fermare= Κλειστό – Σταματώ).
Μπούκα φράνκο : Έκφραση που σημαίνει αδιέξοδο (Ital. Buca= Τρύπα – Franco=Ατελής , χωρίς έξοδο).
Μπουκαλέτο (το): Κανάτα (Boccaletto).
Μπουκαλίνα (η): Γυάλινο μπουκάλι τραπεζιού (Ital. Buccalina).
Μπουκαρίζω : Κλείνω με λάσπη τρύπες στον τοίχο.
Μπουκαριόλι (το): Μικρή πορτούλα για να αερίζεται ο φούρνος.
Μπουκαριώλι (το): Η τρύπα από όπου έμπαινε αέρας στο φούρνο.
Μπουκάρω : Γεμίζω με σοβατολάσπη τις τρύπες ανάμεσα στις πέτρες του τοίχου. (Ital. Sbucare).
Μπουκουβάλα (η): Ψωμί βουτηγμένο στο κατωλαύρι.
Μπουκούνι (το): Κομμάτι ψωμί.
Μπουκούνια (τα): Κομμάτια.
Μπουκουνιάζω : Κομματιάζω.
Μπουλάκα (η): Χωρίστρα μαλλιών.
Μπουλαντζές (ο): Χτένισμα μαλλιών.
Μπουλέτα (η): Πιπίλα.
Μπουλετί (το): Γραπτό μήνυμα –Φακελάκι (Ital. Biglietto=Εισιτήριο).
Μπουλετί Η μπιλιέτο (το): Το λαχείο και το σημείωμα και το εισιτήριο (Ital. Biglietto).
Μπούλια (η): Αναβλύζοντα νερά (Ital. Bulicare=Αναβλύζω).
Μπουλούκι (το): Ομάδα εργατριών γης.
Μπούμπουλας (ο): Μεγάλο μαύρο έντομο του αγρού.
Μπουμπούλι (το): Ζωύφιο.
Μπουμπούλοι (οι): Το ψάρι Καπόνι (Μία Ράτσα).
Μπούνια (η): Φάσα στην άκρη του ρούχου. (Ital. Bugna=Σκαλιστή πέτρινη Μπορντούρα).
Μπούνια (η): Λαξευμένη πέτρα πλαισίου (Ven. Bugna).
Μπούνια (τα): Οι τρύπες της βάρκας στην κουβέρτα για να φεύγουν τα νερά .
Μπουντούνι (το): Είδος αλλαντικού φτιαγμένο από αίμα χοιρινού σε έντερο και με προσθήκη καρυκευμάτων (Ital. Budellone = Έντερο).
Μπουραλίζω : Παιχνιδίζω (Ital. Burla ).
Μπουρανέλος (ο): Ο κακός ψαράς (Ital. Buratto = To κοσκίνισμα Η σκαρταδούρα που μένει ).
Μπουράσκα (η): Θύελλα (Ital. Burrasca).
Μπουράτο (το): Πασπαλισμένο με ζάχαρη άχνη (Ital. Bura-ttura =Κοσκίνισμα).
Μπουρδέτο (το): Τοπικό φαγητό ( Κοκκίνιστα μαγειρευτά ψάρια Με κόκκινο πιπέρι).
Μπούρδινη (η): Παρδαλή – πολύχρωμη.
Μπούρδινο (το) Είδος φτηνού υφάσματος.
Μπουρδούγιο (το) : Ακαταστασία.
Μπουρδουλεύω : Ανακατεύω. (βλ. Μπουρδούλιο).
Μπουρδούλιο (το): Γελοιοποίηση.
Μπουρδουμπάτσες (οι): Φαγητό σαν το Μπριάμ.
Μπουρέλι (το): Μικρό μεταλλικό ντεπόζιτο.
Μπουρθήκα (η): Το άνοιγμα του ανδρικού παντελονιού.
Μπούρικος (ο): Παχύς άνθρωπος (Ital. Burro=Βούτηρο)
Μπουρίνια (τα): Νεύρα . Μεταφ. Μπουρίνι, βροχερός καιρός που προκαλεί κακοκεφιά.
Μπουρλίνια (τα): Βλ. Βουρλίνια.
Μπούρλος (ο): Η χονδρή κοιλιά.
Μπουρμπουλός (ο): Μεσημεριανός υπνάκος (βλ. και μπιζόλος).
Μπουρνέλες (oi) Κορόμηλα.
Μπουρντούνι (το) βλ. μπουντουνι)
Μπουρούκι (το): Μικρό μπρίκι
Μπούρου-μπούρου : Μανέστρα νερόβραστη.
Μπούρσα (η): Η τσέπη του παντελονιού-τα λεφτά (Ιταλ. Borsa).
Μπουρσί (το): Το μέρος του τζακιού όπου ανάβουμε την φωτιά.
Μπουσάκιασε : Φούσκωσε –έβγαλε φουσκάλες.
Μπουσαριόλος (ο): Κλέφτης πορτοφολάς (Ital. Borsaiuolo).
Μπούσουλα (η): Δεύτερη εξωτερική πόρτα για το κρύο και τον αέρα σε εκκλησίες και άλλα κτήρια (Ven. Bùssola).
Μπούσουλας (ο): Πυξίδα (Ital. Bussola).
Μπουσουλέτο (το): Σύντομος ύπνος
Μπουσουλιά (η): Το άνοιγμα του ανδρικού παντελονιού.
Μπουστίνα (η): Γυναικείο ρούχο σαν γιλέκο-Στηθόδεσμος. (Ital. Bustina).
Μπούστος (ο): Κορσές (Ital. Busto).
Μπούστος (ο): Σκελετός γυαλιών.
Μπουστρόβλιακος (ο): Απρόσεκτος.
Μπουτελάντες (ο): Έμπορος λαδιού – Ιδιοκτήτης μπουτελιού (Ital. Utello =Δοχείο λαδιού ).
Μπουτελί (το): Κατάστημα συγκέντρωσης ελαιολάδου (Ital. Uttelo = Δοχείο λαδιού;;;;;)
Μπουτιέρος (ο): Βαρελοποιός (Ital. Botaio).
Μπουτούνι (το): Χάρτινη τάπα εμπροσθογεμούς όπλου (Ital. Bottone=Κουμπί).
Μπουτουνιέρα (η): Κούμπωμα ανδρικού παντελονιού.(Ital. Bottoniera).
Μπουτσάρα (η): Τιποτένια
Μπουτσούνι (το): Κομματάκι.
Μπουτσούνια (τα): Κομματάκια .
Μπούφα (η): Φάρσα – κωμικό επεισόδιο (Ital. Buffa).
Μπούφος (ο): Μεγάλο αρπακτικό πουλί.
Μπουχνί (το): Σακούλα που έβαζαν στο μαστό της κατσίκας για να μην μπορούν τα κατσικάκια να πιούν το γάλα.
Μπόχα (η): Απόχη.
Μπόχιλας (ο): Αγριολάχανο.
Μποχός (ο): Σκόνη.
Μποχός η μπουχός (ο): Σκόνη στο αέρα.
Μπραγάνια (τα): Διάφορα αφρόψαρα (Ital. Bragozzo =Είδος ψαροκάικου ).
Μπραέσα (η) Ανδρικό παντελόνι (Ital. Brachesse=Βράκα )
Μπράνκες (οι): Μικρές πρόκες του τσαγκάρη. (Ital. Branca = Νύχι λεπτό και μυτερό όρνιου η αρπακτικού ζώου). Μάρκα από ιταλικές πρόκες που χρησιμοποιούσαν
Μπρατσάνα (η): Μπατζάκι, ρεβέρ (Ital. Bracca).
Μπρατσάντε (αλά) : Αγκαζέ (Ιταλ. Bratcceto).
Μπρατσέρα (η): Γρήγορο πλοίο με δυο ιστούς (Ital. Bracchiere= Καταδιωκτικό).
Μπρατσέρι (το): Κηλεπίδεσμος (Ital. Brachiere).
Μπράτσο (το): Χέρι αλλά και μέτρο μήκους (Ital. Braccio).
Μπρατσολές (ο): Βραχιόλι.
Μπρατσολέτα (η): Βραχιόλι. (Ιταλ. Braccialetto).
Μπρεβάριο (το): Διαθήκη προφορική .(Ital. Breviario= Ευχολόγιο).
Μπρετέλες (οι): Τιράντες (Ital. Bretella).
Μπρίγκα (η): Βήχας (Ital. Briga =Σκοτούρα, μπελάς).
Μπρίλια (η): Χαλινάρι , παρωπίδα (Ital. Sbrigliare =χαλιναγωγώ).
Μπρίλιες (οι): Παρωπίδες αλόγου (Ital. Briglia=Χαλινάρι).
Μπρίο (το): Ζωντάνια (Ital. Brio).
Μπριόζος (ο): Ζωηρός .
Μπρίσκουλα (η): Χαρτοπαίγνιο (Ital. Briscola).
Μπριστουλί (το): Εργαλείο για το ψήσιμο των κόκκων του καφέ.
Μπριχού : Πρίν .
Μπρόγια (η): Κοροιδία (Ital. Rimbrovero).
Μπρόγια (τα): Τεχνάσματα. (Ital. Broglia = Μηχανορραφίες).
Μπρόγιο : Εμπαιγμός, ανταγωνισμός «αυτήν την μπρογιάρανε» (Ιταλ. Rimproccio).
Μπροίο η Μπρόγιο (το): Συναγωνισμός.
Μπρόκα (η): Κανάτα νιπτήρα (Ital. Broca =Στάμνα).
Μπροκάδο (το): Ύφασμα πολυτελείας – Μπροκάρ (Ital. Broccato = Στόφα).
Μπρόκολο (το): Κωλομέρι.
Μπροστέλα (η) : Η ποδιά που έβαζαν οι νοικοκυρές όταν έπλεναν τα πιάτα αλλά και σε άλλες δουλειές του σπιτιού.(ετσι την έλεγαν στη Λευκίμμη). Στα χωριά του βορρά την έλεγαν μπροστομούνι).
Μπροστουλί (το): Ποδιά κουζίνας.
Μπροστοφούρνι (το): Το ψωμί που μπαίνει τελευταίο στο φούρνο.
Μπρούμο (το): Μαλάγρα (Φαί για να προσελκύσουν οι ψαράδες Τα ψάρια.
Μπρουσκέτα (η): Ψωμί βρεγμένο με ντομάτα τυρί και ρίγανη ως πρόχειρο κολατσιό για τα παιδιά. (Ital. Bruschetta).
Μπρουστουλί (το): Καβουρδιστήρι.
Μπρούτος (ο) : Αντικοινωνικός , δύστροπος,κακός (Ιταλ. Bruto : Κτήνος , θηρίο, θηριώδης).
Μπρουτσουλάνα (η): Πορσελάνη (Ven. Pocelàna, Ital. Porcellana).
Μυγδάλι (το): Η σινιώτικη πέτρα .
Μυζήτας (ο): Αυτός που ρουφάει.
Μυζηχτό: Ρουφηχτό.
Μυζώ : Ρουφώ.
Μύκανας (ο): Μανιτάρι (Μύκητας;;).
Μυλάυλακο (το): Το αυλάκι που οδηγούσε το νερό στον νερόμυλο.
Μυρτιά (η): Μυρσίνη.
Μυρωδίτας (ο): Είδος μεγάλου μανιταριού .
Κoστέκια : Σπευδισμα Αλόγου.
Κάβα (η): Αποθήκη κρασιών (Ital. Cava).
Κάβα (η): Λατομείο (Ital. Cava).
Καβαλάρης (ο): Το μεσαίο δοκάρι δίχυτης σκεπής.
Καβαλιεράτο (το): Σταυρός από φοίνικα για την ημέρα των βαίων.
Καβαλίκεμα (το): Η συνουσία και η επιβολή.
Καβαλίνα (η) Κόπρανα αλόγου , Γαιδάρου(Ital. Cavallina=Φοραδίτσα).
Καβαλίνες (οι): Κόπρανα Γαιδάρου.
Καβαλκίνα(η):Αίθουσα χορού (Ital.Cavalchina=Αποκριάτικος χορός της Βενετίας ).
Καβάλος (ο): Τα παιγνιόχαρτα Βαλές και Φάντες (Ital. Cavallo) Άλογο – Μάλλον επειδή οι κάρτες αυτές έχουν καβαλάρηδες.
Καβαλουκάτα (η): Μεγαλόσωμη , γεροδεμένη γυναίκα
Καβαλούρης (ο): Επιβαλλόμενος.
Καβαλούτσι (το): Η μεταφορά ενός άλλου στην πλάτη.
Καβαντζάρω : Προσπερνάω.
Καβεντζάλε (η):Λωρίδα πανιού που έβαζαν στα μαξιλάρια για να μην λερώνονται. (Ital. Cavezzale=Λωρίδα γης ακαλλιέργητη στην άκρη χωραφιού).
Καβέντζο (το): Καλό ταξίδι ( Καλό Καβέντζο). (Ital. Cavezza = Χαλινάρι ) Προφανώς όταν τα ταξίδια γινόταν με άλογα , η ευχή ήταν « Καλό Χαλινάρι».
Καβέντζο (το): Δαντελένια λωρίδα (Ital. Cavezza = δερμάτινη λωρίδα χαλινού).
Καβίλια (η): Ξυλόκαρφο (Ital. Caviglia).όψιμη και
Καβούκα (η): Το φέσι.
Καβούκι (το): Καπέλο.
Καγιούρι (το): Είδος χτενίσματος των γυναικών του Όρους.
Καγκελαρία (η): Γραφείο Διοίκησης (Ital. Cancelleria ).
Καγκελαρία (η): Κυβερνείο , Διοικητήριο (Ital. Cancellaria).
Καγκέλο (το): Γραφείο του Καντιτζιλιέρη.
Καδίνα (η): Αλυσίδα . (Ιταλ.. (Catena).
Καδίνα η Καδένα (η): Αλυσίδα (Ital. Catena ).
Καδινάτσο (το): Σιδερένιος σύρτης πόρτας (Ital. Catenaccio , Ven. Caenazzo).
Καδινάτσος (ο): Σύρτης πόρτας (Ital. Catenaccio).
Καδινέλα (η): Είδος ραψίματος αλλά και διακοσμητικό πηχάκι αλλυσιδωτό.
Καδινέλες (οι): Κορδονάκια.
Κάζα (η): Σπίτι (Ital. Casa).
Καζάρμα (η): Στρατόπεδο (Ital. Caserma).
Κάζεται (μου) Μου φαίνεται (Αρχ. Εικάζεται).
Καζίνο (το): Πολιτική λέσχη Λομβαρδιανών (Ζάκυνθος).
Κάζο (το): Συμβάν , περιστατικό (Ital. Caso).
Κάζο μπλάνκο (το): Μεγάλο γεγονός. ΄???/
Ακηδώς η Γκαηδός (ο): Αλλήθωρος ( Με καηδό αν κοιμηθής το πρωϊ θα Γαλιουρίζης .- Δηλ. θα « παίζει» το μάτι σου).
Κάης (είναι) : Είναι σκοτάδι (Παξοί).
Καθρέφτης (ο): Το πίσω κάθετο μέρος της βάρκας.
Καιμένη (η): Πικραμένη.
Κακακίδα (η) : Το αμύγδαλο που έπεσε πρόωρα και έχει μια ιδιαίτερη και ωραία γεύση.
Κακαράντζες (οι): Ξερές ελιές.
Κακοέχη (το): Δύσκολη κατάσταση.
Κακοντραμάδος (ο): Κακοντυμένος (Ital. Tramare =Υφαίνω).
Κακοπραγία (η): Κακή πράξη.
Κακορίζικος (ο): Άτυχος.
Κακοτρύγης (ο) : Ποικιλία άσπρου σταφυλιού που έχει πολύ σκληρό κοτσάνι και βγάζει ένα πολύ καλό κρασί.
Κάκοψα (τα): Τα καρύδια που σπάνε δύσκολα.
Κάκοψο (το): Σκληρό.
Καλαβρέντζος (ο): Πυκνή πάχνη που πέφτει το καλοκαίρι στις μεσοδυτικές παραλίες της Κέρκυρας και κρατάει από μία ώρα εως δύο μέρες . Μάλλον την ονομασία πήρε από την Καλαβρία από οπου έρχεται αυτός ο καιρός.
Καλαθούνια (τα): Καλάθια (Παξοί).
Καλαμίθρι (το): Χόρτο για ζωοτροφή.
Καλαμίνας (ο): Καλαμιώνας.
Καλαμοβράκι (το): Μπατζάκι (Παξοί).
Καλάντισμα (το): Το ράντισμα του παπά τα Θεοφάνεια.
Καλάρι (το): Λεπτό σχοινί.
Καλάρω : Υποβιβάζω , Μειώνω , Ελαττώνω .
Κάλε (το): Οδός (Ven. Cale).
Καλή (η) : Γιαγιά
Καλιβούτσι : Κουβαλάω κάποιον στην πλάτη.
Καλικούνι (το): Κατσαρόλα με στενό λαιμό και χονδρό σώμα.
Καλικούνι (το): Ξύλινο πώμα βαρελιού.
Κάλιο : Καλύτερα.
Καλλισκόπειον (το): Βεράντα με θέα ( σε παλιά συμβόλαια μετά την Ένωση).
Καλογρίτσα (η): Μικρό δηλητηριώδες ψάρι της λίμνης.
Καλομέλανο (το): Φάρμακο για φυματικούς.
Καλόμερη (η): Καλομοίρα.
Καλοπέζουλος (ο): Ο ακριβοδίκαιος, ο τίμιος , ο αφελής(Ital. Pesare).
Καλοπέσουλο : Και με το παραπάνω.(κυρίως στη Λευκίμμη).
Καλοχαιρέτης (ο): Ευγενικός .
Κάλοψα (τα) : Τα καρύδια που σπάνε εύκολα.
Κάλτσα Μπράγα (η): Ανδρικό καλσόν αριστοκρατών.
Καλυμάρα (η): Μτφ. Νύστα.
Καμαλιμάγκου : Επιτέλους.- Εν Κατακλείδι. (βλ. Βαραμέντε και Αλιμάνγκου)
Καμάρα (η): Αψίδα (Αρχ. Καμάρα).
Κάμαρα (η): Δωμάτιο (Ital. Camera ,Ven. Camara).
Κάμαρα ντα ριτσέβερε (η): Προθάλαμος , ευρύχωρο χολ (Ital. Camera di ricevere).
Κάμαρα ντι τσιβίλ (η): Σαλόνι , αίθουσα υποδοχής (Ven.Camara da civil).
Κάμαρα ντι τσίβιλε (η): Σαλόνι αρχοντικού σπιτιού (Ital. Camera di civile).
Κάμαρη (η): Δημόσιο.
Καματερό (το): Στρώμα μαρμάρου.
Καμιζέτο (το): Πουκάμισο.(Ital. Camicia).
Καμιζιόλα (η): Κοντό γυναικείο σακάκι κεντημένο της παραδοσιακής στολής
Καμικόντο : Κάπως έτσι.
Καμινέτο (το): Σωληνάκι κάτω από την κάνη του εμπροσθογεμούς όπλου όπου ετοποθετήτο το καψούλι.
Καμουλίκα (η): Κουκούλα.
Καμούσι (το): Κατακάθι του κρασιού. (Παξοί).
Καμούφο (το): Τελείωμα σε δαντελένιο ύφασμα.
Καμπανέλα (η): Λουλούδι που μοιάζει με καμπάνα.
Καμπάνια (η): Εκστρατεία (Ital. Campagna ) πχ. Ένας κουρασμένος η γέρος λέει «δεν είμαι για καμπάνια».
Καμπάτικο (το): Μεγάλο και ασύμμετρο.
Καμπίαλα (η): Συναλλαγματική (Ital. Cambiale).
Καμπίελο (το): Ανοιχτός χώρος ανάμεσα σε σπίτια (Ven.Campielo).
Κάμπιο (το): Συναλλαγή (Ital. Cambio).
Καμπίονι (το) Πρότυπο ήθους (Ital. Cambione=υπέρμαχος , πρωταθλητής).
Κάμπο (το): Πλατεία ανάμεσα
σε σπίτια (Ital. Campo).
Καμπούλα (η): Καταχνιά - Καπνιά.
Καμπούλα (η): Καπνός , ομίχλη .
Καμπρί (το): Είδος υφάσματος ;;;;;;;;;
Καναβάτσα (η): Πετσέτα.(Παξοί).
Καναβέτα (η): Ξύλινο κιβώτιο-Κασέλα.
Καναβέτα (η): Ξύλινο κιβώτιο ???
Καναβετοπούλα (η): Μικρό ξύλινο κιβώτιο.
Καναλέτο (το): Οχετός , αυλάκι , υπόνομος (Ital. Canaletto , Ven. Canaleto).
Καναλέτο (το): Αποχετευτικός αγωγός.(Ital. Canale).
Κάναλη (η): Υδρορροή σπιτιού.
Κάναλος (ο): Χαράδρα , πέρασμα.
Κάνεβα (η): Κελάρι κρασιών (Ven. Caneva).
Κανενέ : Επιτέλους.
Κανιάρω : Σέρνω (μουσικός όρος που σημαίνει : Σέρνω τη φωνή μου μέχρι την επόμενη νότα (Ital. Caghare = γαυγίζω).
Κάνιασα Δίψασα.
Κανιζέλα (η): Στενός διάδρομος στην πίσω μεριά των σπιτιών (Ven. Canicela).
Κανίσκι (το): Δώρο (Αρχ. Κάνεον;;).
Κανίστρα (η): Καλάθι (βλ. Κανίσκι;;;;;;).
Κανκάγια (η): Ρυτιδωμένη γριά.
Κανκιόφολα (η): Ηλιανθός;;;;;;;;
Κανοκιάλε (το): Τηλεσκόπιο (Ital. Canocchiale).
Κανούλι (το): Σωλήνας η μπαντζάκι παντελονιού(Ven. Canale).
Κανσονέτα (η): Σύντομο λαικό τραγούδι (Ital. Canzonetta).
Κανταδόρος (ο): Ταμίας (Ital. Cantaro = Ζυγαριά –Ζυγιστής).
Κανταδόρος (ο): Τραγουδιστής (Ital. Cantatore).
Κανταρέλα η Κανταρέλι(το): Δοχείο μεταφοράς υλικών χωρητικότητας ενός κανταριού – 1 Καντάρι =150Λίβρες(Ven.Cantaro).
Κανταρέλι (το): Μικρό καζάνι.
Κανταρέλι (το): Μικρό Καντάρι.
Καντάρι (το): Μονάδα μέτρησης όγκου.
Καντάρι (το): Είδος ζυγαριάς.
Κανταριώλι (το): Μέτρο υπολογισμού των δημητριακών.
Κάνταρος (ο): Πήλινο σκεύος σε σχήμα λεκάνης.
Κάνταρος (ο): Πήλινη λεκάνη για ζύμωμα (Ital. Cantaro Παλιό μέτρο βάρους από 50-80 Κιλά και πήλινο δοχείο αντίστοιχης χωρητικότητας).
Καντάρω : Μετράω , Υπολογίζω (βλ. Κανταδόρος).
Καντάρω : Τραγουδώ (Βλ. Κανταδόρος).
Καντάρω : Τραγουδώ (Ιταλ. Cantare).
Καντηλέτο (το): Κερί φωτισμού(Ital. Candiletto).
Καντί (το): Χορδή μουσικού οργάνου.
Καντιλοσβύστης (ο) Είδος πεταλούδας που σβήνει το φως του καντηλιού.
Καντινέλα (η): Σανίδα που συγκρατούσε τα παραθυρόφυλλα ανοικτά . (Ven. Cantinela=Σανίδα).
Καντινέλα (η): Σιδερόβεργα που κρατούσε ανοικτά τα παραθυρόφυλλα . (Ital. Cantini = Χορδή μουσικού οργάνου).
Καντινέτα (η): Μικρή μουσική κομπανία.
Κάντιο (το): Πεντακάθαρο.
Καντιτζιλιέρης (ο) Γραμματέας Διοικητηρίου.(Ital. Cancelliere).
Κάντο (το): Τραγούδι . (Ιταλ. Canto).
Καντονιέρα (η): Συρταρίερα , Ντουλάπα
υπνοδωματίου(Ital. Cantoniera).
Καντουλάπι (το): Ντουλάπι (Παξοί).
Καντουνάλι (το): Γωνιακή ντουλάπα σπιτιού (Ven. Cantonal).
Καντουναριά (η): Ανήθικη γυναίκα-του πεζοδρομίου-του καντουνιού.
Καντούνι (το): Στενό δρομάκι (Ven. Cantone).
Καντουνιέρα (η): Πόρνη (Ital. Cantoniera).
Καντουνιέρης (ο): Αλήτης.
Καντσιλιέρης (ο): Γραμματέας.
Καντσόνα (η): Ενορχηστρωμένο τραγούδι.
Καντσονέτα (η): Τραγούδι. (Ιταλ. Canzonetta).
Κάονας (ο): Γλάρος (Παξοί).
Κάουζα (η): Δίκη (Ital. Causa).
Καούρικο (το): Καυτερό
Καουτέλα (η): Έγγραφο για εξασφάλιση (Ital. Cautela).
Καουτσιόν : Ασφάλεια – Εγγύηση.(Ital. Cauzionale).
Καπαντριόλης (ο): Αυθάδης.
Καπαράρω : Προκαταβάλω (Ital. Caparra).
Καπάσα (η): Μεγάλο πήλινο πιθάρι (Ven. Capazza).
Καπάσα (η): Κιούπι (Παξοί).
Καπάσα Μεγάλο πήλινο πιθάρι (Ital. Capacita =Χωρητικότης).
Καπατσάρω : Δαμάζω επιβάλω (Ital. Capacitare).
Καπατσάρω : Επιβάλλομαι (Ital. Capicitare=Πείθω).
Καπατσετάρω : Συγκρατήσω . (Δεν μπορώ να τον καπατσετάρω).
Καπατσιτά (η): Επιτηδειότητα , επιβολή (Ital. Capacita =Πειθώ).
Καπατσιτάρω : Επιβάλω την πειθαρχεία σε κάποιον. (Ιταλ. Capacitare Καταπείθω ).
Καπατσόνα (η): Καταφερτζού.
Καπάτσος (ο): Επιτήδειος (βλ. Καπατσιτά).
Καπελάνοι (οι) Ποπ κόρν.
Καπέλο (το): 1.Κυονόκρανο 2. Ανω άκρο καπνοδόχου.(Ital. Cappello).
Καπελωμένος (ο): Εκνευρισμένος.
Καπέτα (η): Χωρίστρα (Ital. Capo=Κεφάλι).
Καπίστρι (το): Μέρος του εξοπλισμού του γαιδάρου.
Καπιτάλι (το): Κεφάλαιο.
Καπιταλιστής (ο): Κεφαλαιούχος (Ital. Capitalista).
Καπιτάρισε : Έφτασε (Ital. Capitare).
Καπιτάρω : Συμβαίνω , Τυχαίνω(Ital. Capitare).
Καπιτέλο (το): Κυονόκρανο (Ital. Capitelo).
Καπίτολο (το): Κεφάλαιο (Ital. Capitolo).
Καπίτολο Προμπατόρι (τα):Ατράνταχτες αποδείξεις
(Ital.CapitoloProvatori)
Κάπο (Κρίμας στο Κάπο ) : Ειρωνικά για κάτι που νομίζαμε σπουδαίο (Ital. Capo = Αρχή , Αρχηγός , Κεφάλι).
Καπιτσίνια (τα): Γυναικεία παπούτσια περίτεχνα.
Κάπο ντε φιόρι (το): Κουνουπίδι (Cavoifiore).
Κάπο ντι όπερα (το): Αριστούργημα (Ital. Capo di Opera = Κεφαλαιώδες δημιούργημα)
Καπολαβόρο (το): Κομψοτέχνημα (Ital. Capo lavoro).
Καπολαβόρο (το): Αριστούργημα (Ital. Capolavoro).
Καπονάρα (η): Κοτέτσι (Ven. Caponera , Ital. Capponaia).
Καπορονιόζος (ο): Μικρό και «ευτελές» ψαράκι.
Κάπος (ο): Αρχηγός , «κεφάλι».(Ital. Capo).
Καποσάντες (ο): Είδος στρειδιού.
Καποσίδερο(το): Η άκρη του παλαιού φρουρίου (Ιταλ. Capo di San Isidoro).
Καπότο (το): Επανωφόρι , Χλαίνη (Ital. Cappotto).
Καπουλομαξίλαρα (τα): Μαξιλαράκια που έβαζαν οι γυναίκες στους γοφούς για να τονίζουν τις καμπύλες τους.
Καπουράλος (ο): Το αφεντικό , Ο αυταρχικός . (Ital. Caporale =Δεκανέας, Προϊστάμενος εργατών , αυταρχικός).
Καπουριέλι (το): Παραθυράκι πάνω από την πόρτα η το παράθυρο.
Καπουρουνιόζος (ο): Το ψάρι Καπόνι ( Μία ράτσα).
Καπρέλι (το): Ξύλινο δοκάρι σκεπής .
Καπρί (το): Τράγος (αρχ. Κάπρος Ital. Capro).
Καπροδόντης (ο): Άτομο με μεγάλους κυνόδοντες (Κάπρος).
Καράβολο (το): Σιδερένια σπείρα (Ven. Caraguol = Κοχύλι).
Καράμπακας (ο): Μεγάλο σπίτι (Παξοί).
Καραούλι (το): Το κούνημα της βάρκας (Παξοί).
Καρατάρω : Υπολογίζω ,Εξετάζω (Ital. Capatare).
Καρατέλο (το): Βαρέλι από δώδεκα Ξέστες (Ital. Caratelo).
Καρατέλο (το): Μεγάλο βαρέλι (Ital. Caratello).
Καράτερ : Χειρόγραφο (Carattere).
Καρατιέρης (ο): Καραγωγέας (Ital. Carettiere).
Κάργα (η): Γέμιση εμπροσθογεμούς όπλου (Ital. Carica=Φόρτωση).
Καρές (ο): Ανδρικό χτένισμα (Carre Γαλλικό;;;;).
Καρέτα (η): Καροτσάκι κήπου η οικοδομής (Ven.-Ital. Carretta).
Καρέτα (η): Καροτσάκι οικοδομής η κήπου(Ital. Carretta).
Καριδώνω : Θηλειάζω.
Κάρικα (η): Αξίωμα (Ital. Carica).
Καρίκι (το): Χονδρό μπιζέλι με το φλοιό(Παξοί).
Κάρικο (το): Φορτίο πλοίου. (Ital. Carico).
Καρίνα (η) Ράχη βουνού.
Κάριο (το): Τροχαλία (Αρχ. Κάρυον).
Καρκαλάς (ο): Μέρος με πολύ ήλιο.
Καρκαλέντζος (ο): Είδος ακρίδας.
Καρκαλέτσι (το): Δυνατός βήχας. (Παξοί).
Καρκάνα (η): Περίβλημα.
Καρκάνι (το): Η κόρα του ψωμιού.
Καρκατσελάτη (η): Ελαφροντυμένη
Καρκούλα (η): Κουκούλα.
Καρκουλάρω : Κερνάω.
Κάρλακας (ο): Βάτραχος.
Καρμπούρο (το): Ανθρακασβέστιο από το οποίο παράγεται η ασετιλίνη Αέριο για φωτισμό και αργότερα για συσκευές οξυγονο- συγκόλλησης. (Ital. Carburo ).
Κάρο (το): Αυτοκίνητο. (Ital. Carro=Όχημα).
Καροτσίνο (το): Μικρή κομψή άμαξα 2 θέσεων (Ital. Carozzino).
Καρπάζουσα (η) : Καρκίνος.
Καρπέτα (η): Φουντωτό πολύπτυχο φουστάνι (Ital. Carpitta =Φουντωτό).
Καρπέτα (τα): Μάλλινα Υφαντά.
Καρπετογέλεκο (το): Γιλέκο που συνοδεύει την Καρπέτα .
Καρποφόλι (το): Αγιόκλημα (Ital. Carpifoglio).
Καρποφόλι (το): Αγιόκλημα .(Παξοί).
Κάρτα (η): Πλακέ βαρέλι, πολύ δύσκολο στην κατασκευή του, για να φορτώνουν το γάιδαρο ένα σε κάθε μεριά.
Κάρτα (η): Βαρέλι κρασιού (Ital. Guarta).
Κάρτα Μονέδα (η): Χαρτονόμισμα (Carta moneta).
Κάρτα Μπιάνκα (η): Λευκό ποινικό μητρώο (Ital. Carta Bianca).
Καρταριόλι (το): Μέτρο χωρητικότητας (Τέταρτο του Μουτζουριού) (guatro).
Κάρτε λακουες(οι) Το κομμάτι της Ευγενίου Βουλγάρεως πίσω από το Δημαρχείο της Κέρκυρας. Ονομάστηκε έτσι επειδή εκεί στεγαζόταν η φρουρά του υδραγωγείου. (Ιταλ. Guardia del Acgua). Κατά μια δευτερη εκδοχή ονομάστηκε έτσι από το δρομάκι του νερού , το κανάλι όπως το έλεγαν οι Ενετοί (Calle del acgua).
Καρτεζί (το): Μονάδα ογκομέτρησης υγρών ίσο με 1/8 του γαλονιού.
Καρτεζί (το): Τέταρτο Καρτούτσου (Ital. Guartezino)
Καρτέλο η Καρατέλο (το): Μικρό βαρελάκι (Ital. Guartello).
Κάρτες (οι): Ξύλινα δοχεία που τοποθετούσαν στο σαμάρι του γαϊδάρου για τη μεταφορά νερού
Κάρτο (το): Υποδιαίρεση της λίτρας( Το ¼ ).
Καρτούτσο (το): Μονάδα ογκομέτρησης υγρών ίσο με ¼ του γαλονιού.
Καρτούτσο (το): Το ίδιο με το καρτεζί.
Κάρυ (το): Ξύλο καρυδιάς (Αρχ.;;; ).
Κάσα (η): Ταμείο (Ital. Cassa).
Κάσα (η): Φέρετρο (Ital. Cassa).
Κασαδούρα (η): Το κάσωμα της πόρτας (Ital. Cassa).
Κασάρι (το): Μεγάλο κυρτό μαχαίρι που χρησιμεύει κυρίως ως γεωργικό εργαλείο.
Κασαροτρουτσέτα (η): Μεσαίο δρεπάνι με κοντό χερούλι.
Κασαφόρτε (η): Χρηματοκιβώτιο(Ital. Cassa Forte).
Κασαφόρτε (το): Χρηματοκιβώτιο (Ital. Cassaforte).
Κασέλα (η) : Ξύλινο κασόνι για την αποθήκευση των ρούχων του σπιτιού.
Κασελέτα (η): Μικρό ξύλινο κιβώτιο .
Κασετί (το): Συρταράκι (Ven. Cassetina).
Κασετί (το): Συρταράκι (Ital. Casseto).
Κασετίνα (η): Μικρό ξύλινο κουτάκι που άνοιγε συρταρωτά και έβαζαν σε αυτό τα μολύβια τους τα παιδιά.
Κασιέρης (ο): Ταμίας .
Κασούνι (το): Ξύλινο αμάξωμα, Καρότσα (Ital. Cassone).
Καστελάδος (ο): Αυτός που περιμένει (μεταφ. Σαν φρουρός ).
Καστελάνος (ο): Πυργοδεσπότης (Ital. Castelano).
Καστέλο (το): Κάστρο, Πύργος (Ital. Castello).
Κάστηκε (μου) : Μου φάνηκε , νόμισα ότι.
Καστίγιο (Μου καμε ένα): Τιμωρία – Ταλαιπωρία. (Ital. Castigo).
Καταβολάδα (η): Κλαδί για φύτεμα .
Καταηλιός : Εκτεθειμένος στον ήλιο.
Καταής : Καταγής.
Καταλαγιάζω : Ξεκουράζομαι.
Καταράχτης (ο): Καταπακτή .
Κατασάρκι (το): Το μέσα μέρος της σαμάρας
Κατελώνει : Βρωμάει (Παξοί).
Κατζέλο (το): Μία αρρώστια.
Κατζέλο (το): Πειθαρχείο.
Κατζότο (το): Ξύλινο αγροτικό καλύβι (Ital. Casotto).
Κατινομένος (ο): Βουβός – Αμίλητος(Παξοί).
Κατόι (το): Το ισόγειο του σπιτιού που χρησίμευε σαν αποθηκευτικός χώρος.
Κατοικιά (η): Πρόχειρη αγροτική κατοικία στο χωράφι-
Κατουρίστρες (οι): Τα δημόσια ουρητήρια
Κατρίνι (το): Μικρής αξίας παλαιό νόμισμα (Ital. Guatrini).
Κατροπάσι (το): Διάστημα ίσο με τέσσερα βήματα (Ital. Guatro Passi).
Κάτσα (η): Καταδίωξη,κυνήγι (Ital. Caccia -Cacciata).
Κατσαδόρος (ο): Το ψάρι Άσπρος Κολιός.
Κατσαούνης (ο) Αυτός που δεν αποκαλύπτει μυστικά.
Κατσαπρόκι (το): Σουβλί των τσαγκάρηδων.
Κατσαφαλιές (οι): Πονηριές (Παξοί).
Κατσιά (η): Θέση.
Κατσιάζω : Μαραίνομαι.
Κατσιβέλα (η): Κασιδιάρα (Αρχ Κάσσις).
Κατσίβελο (το): Κατώτερο , υποδεέστερο (Ital. Cattivo).
Κατσίδα (η): Δερματική ασθένεια του κεφαλιού.
Κατσούλα (η): Κουκούλα ρούχου .
Κατσούλα (η): Κουκούλα .
Κατσουληνάρης (ο): Τσαλαπετεινός (Εξ’ αιτίας του λοφίου).
Κατσούλι (το): Η κορυφή . « πήγε και έκατσε απάνω στο κατσούλι».
Κατσούλι (το): Κορφή (Ital. Caciula – Ρουμάνικο;;;;).
Κατσούλι η Καβιάδο (το): Τρόπος πλεξίματος των μαλλιών η Η Κορυφή.
Κατσουλοπετείναρος (ο): Τσαλαπετεινός.
Κατσούπι (το): Ασκί από δέρμα κατσίκας.
Κάτω μπαλί (το): Παιδικό παιχνίδι Του δρόμου που παίζονταν στα καντούνι με ολοστρόγγυλες πέτρες σαν μπάλες.
Κατωθιό (το): Κάτωθεν (αρχ. – παλιό κρητικό).
Κατωλάβρι (το): Λίθινη στέρνα που κατάληγε το λάδι στο ελαιοτριβείο (Ven. Lavri=Χείλος).
Κατωλαύρι (το) : Το μέρος που πέφτει το λάδι στο ελαιουργείο.
Κατωλίθι (το): Η κάτω πέτρα του παλιού ελαιοτριβείου.
Κατωμερίτικος (ο): Παραδοσιακός χορός .
Κατώστρατα (η): Η κάτω μεριά του δρόμου.
Καυκαλίθρα (η): Αγριολάχανο.
Καύκαλο (το): Κρανίο.
Καψερή (η): Φουκαριάρα , Δυστυχισμένη.
Καψώνω : Ζεσταίνομαι.
Καψώνω : Ζεσταίνομαι.
Κειαοπίσω : Εκεί από πίσω.
Κειαπαράνω : Εκεί παρα πάνω .
Κειαπαρκάτω : Εκεί παρα κάτω (Παξοί ).
Κειαρπάνω : Εκεί πάνω .
Κένρωμα (το): Μπόλιασμα Δένδρου ή φυτου.
Κεντινάρι (το): Πλεξούδα 100 ξερών σκόρδων και μέτρο πλεξίματος(Ital. Cento=100).
Κεντρίνα (η): Άγρια μέλισσα.
Κέντρωμα (το): Μπόλιασμα.
Κέντρωμα (το): Κεντρισμός δένδρων.
Κεντρωμάδα (η): Μικρό κεντρωμένο Ελαιόδενδρο.
Κεντρώνι (το): Είδος σκυλόψαρου με ένα περίεργο πτερύγιο στην πλάτη.
Κενώνω : Σερβίρω (Παξοί).
Κεραμιδοτρεχάτος (ο): Άστατος Άνθρωπος.
Κεραντζάνα (η): Το κρύο του Μαίστρου που ακολουθεί την βροχή του νοτιά.
Κεφαλάρια (τα): Πονοκέφαλοι.
Κηβούρι (το): Νεκροταφείο.
Κι’αντέσο. Και τώρα (Ital. Adesso).
Κιαβέτα (η): Σιδερένιο εξάρτημα του κάρου (Ital. Chiavetta=Κλειδάκι).
Κιαλέτα (τα): Ματογυάλια – Μικρά κιάλια θεάτρου (Ital. Occhiali).
Κιάμο (το): Παιχνίδι τράπουλας.
Κιαπαμά (το): Κουπαστή (Ven Chiapar= πιάνω , Man=Χέρι).
Κιάρο (το): Καθαρό (Ital. Chiaro).
Κιβούρι (το) Τάφος.
Κίκαρα (η): Φλιτζάνι (Ital. Chicchera).
Κικαρί (το): Φλιτσανάκι του καφέ.
Κιλίμπρια (τα): Βιβλία . (Ital. Libri).
Κινέτα (η): Μανταρίνι (Ital.Chinetta).
Κιντινάρι (το): Εκατοντάδα (Ital. Centinaio).
Κιούγκια (τα): Πήλινοι σωλήνες αποχέτευσης.
Κίσιο , Ακίσιο (το): Απόκτημα (βλ. Ακίστο).
Κίτολα (η) : Κατσαρολάκι όπως το ελεγαν στη χώρα .
Κιφιλτζάρω: Ταξινομώ;;;;;
Κίχλα (η): Τσίχλα - γκρίζο αποδημητικό πουλί στο μέγεθος του κοτσυφιού.
Κιχλογέρακο (το): Μικρό γερακοειδές που κυνηγάει κίχλες και άλλα πουλιά αυτού του μεγέθους
Κλαμπάναρος (ο): Κωδωνοκρούστης (Ital. Campanaro).
Κλαμπάνια (τα): Οι όρχεις.
Κλαμπάυτης (ο): Αυτός που έχει μεγάλα αυτιά.
Κλανιόλα (η): “Εργαλείο” της Κρεβατοκάμαρας αποτελούμενο από ένα χωνί και ένα μακρύ λάστιχο που έφτανε μέχρι το Παράθυρο για τις πορδές της νύχτας.
Κλάπανος (ο): Ξύλο με το οποίο οι ψαράδες χτυπούσαν τη θάλασσα για να διώξουν τα ψάρια που δεν έπρεπε να μπλεχτούν στα δίχτυα .
Κλαπάτσα (η): Χάπι για προβατίνες.
Κλείσμα (το): Ελαιόδενδρα μαντρωμένα με ξερολιθιά.
Κλειτσινάρι (το): Χειρολαβή πόρτας η κάτι το γυριστό γενικά.
Κλείτσος (ο): Μακρύ ξύλινο εργαλείο για να βγάζουν τα κάρβουνα από το φούρνο.
Κλερονόμα (η): Κόρη που κληρονόμησε την περιουσία των γονέων της .
Κλήμα (το): Αμπέλι.
Κλιτσάνες (οι): Ψηλές και άχαρες γυναίκες.
Κλιτσί (το): Πόδι ανθρώπου.
Κλιτσινάρι (το): Μακρύ κλαδί .
Κλίτσιος (ο): Ξύλινο εργαλείο με το οποίο καθάριζαν το φούρνο από Τις στάχτες.
Κλονί (το): Ελάχιστη ποσότητα.
Κλουδακάει : Πάλλεται.
Κλώδα (η): Η κόρα του ψωμιού.
Κλώνα (η): Μονή κλωστή.
Κλωνί (το) Μτφ. Καθόλου.
Κλωνί (το): Ένα μικρό μέρος από κάτι συνολικό.
Κλωνί (το): Κόκκος , Σπυρί πχ. Σιταριού.
Κλωστάς (ο): Είδος αδραχτιού.
Κοβερναμέντο (το): Κυβέρνηση (Ital. Governamento).
Κόβολο (το): Πέτρα.
Κογιονάρω : Κοροιδέυω , περιπαίζω (Ital. Coglionare).
Κογκολάδο (το): Λιθόστρωτο πέτρας (βλ. κόγκολο).
Κόγκολο (το) Βότσαλο η στρογγυλή πέτρα (Ital. Cogolo).
Κοιλιές (οι): Το φαγητό πατσάς.
Κοίταση , Κοιτασμός (η): Ύπνος. (Παξοί).
Κοιτάσου : Κοιμήσου.
Κοκαρίγκι (το): Το κουκούτσι της ελιάς.
Κοκέτα η κουκέτα (η): Σιδερένιο κρεβάτι.
Κοκιναρίδα (η): Μικρό πουλί με κόκκινη ουρά που την κουνάει συνέχεια.
Κοκινογούλι (το): Παντζάρι.
Κοκκικίλας (ο): Τόπος με κοκκικιές.
Κοκκινάβαρη (η): Πούδρα.
Κοκκινολάχανο (το) Ήμερο χόρτο.
Κοκκονέλα (η): Ο κόκκος του καλαμποκιού τηγανισμένος – Πόπ Κόρν . (Ital. Cocco nella ).
Κοκολόγια (τα): Οι ξερές ελιές που μένουν μετά τη συλλογή του ελαιοκάρπου.
Κοκόνα (η): Όμορφη γυναίκα.
Κοκορίνα (η): Πόρνη πολυτελείας.
Κοκοτίνες (οι): Τηγανισμένο Καλαμπόκι (Ποπ-Κόρν ).
Κολάνα (η): Περιδέραιο , Κολιέ (Ital. Collana).
Κολαρίνα (η): Γραβάτα (Ital. Collare = Περιλαίμιο).
Κολαρίνα (η): Γραβάτα,παπιγιόν (Ital. Collarina).
Κολέας (ο): Συνέταιρος (Παξοί).
Κολεμοντάδος (ο): Γραβατωμένος – Στολισμένος
Κολετάντες (ο): Γραβατωμένος (βλ. Κολαρίνα).
Κολέτο (το) Το κασκόλ. (Ιταλ. Colletto=Κολάρο).
Κολέτο (το): Γιακάς (Ital. Colletto).
Κολιάντζα η Κολιανίτσα (η): Ευκοιλιότητα (Ital. Colica = Κοιλόπονος).
Κολιάστρα (η): Το πρώτο γάλα (Ital. Colastra;;;;;;).
Κολιατσίδα (η): Χόρτο του οποίου το άνθος κολλάει στα ρούχα.
Κολόβι (το): Δεμάτι.
Κολοέντσες (οι): Φιλίες.
Κολόκα (η): Δοχείο από άδεια κολοκύθα
Κολόκα (η) Δοχείο από ξεραμένη κολοκύθα.
Κολόκα (η): Κολοκύθα.
Κολοκούρι (το): Κούρεμα προβάτων (Μάλλον Ηπειρώτικο).
Κολοκυθόγατος (ο): Αδυνατισμένος Γάτος.
Κολοκυθοκούλουκα (τα): Το άνθος των Κολοκυθιών.
Κολόμπα (η): Κορμός του ελαιόδενδρου.
Κολομπίμπιρι (η): Μακαρόνια σούπα σκέτα – Μανέστρα κολομπίμπιρι.
Κολομπίνα (η): Το περιστέρι (Ital. Colomba-Colombina-περιστεράκι).
Κολομπίνα (η): Χριστόψωμο Σε Σχήμα πλεξούδας με ένα κόκκινο αυγο και ένα Φτερό επάνω.
Κολομπίνι (το): Νεογνό περιστεράκι.(Ital. Colombino).
Κολονάτο (το): Παλιό νόμισμα (Ital. Colonnato).
Κολονέτα (η): Διακοσμητικό κολονάκι μπαλκονιού (Ital.-Ven. Colonetta).
Κολονέτα (η): Μικρό κολονάκι.(Ital. Colonneta).
Κολοράδος (ο): Χρωματιστός (Ital. Colorato).
Κολορέντζα (η): Εντερική πάθηση.
Κολορίτο (το): Χρωματιστό (Ital. Colorito).
Κολόρο (το): Χρώμα (Ital. Colore).
Κολορόϊ (το): Μικρόσωμο, μικροσκοπικό.
Κολοσούσα (η): Πουλί που κουνάει την ουρά του και μεταφορικά η γυναίκα που κουνιέται.
Κολοφωτιά (η): Πυγολαμπίδα.
Κολπίρει (δεν με ) : Δεν με πειράζει.
Κολπίρω : Αρρωσταίνω βαριά (βλ. Κόλπος).
Κόλπος (ο): Βαριά και ακαθόριστη αδιαθεσία (Ital. Colpo = Χτύπημα ,πλήγμα).
Κολτρίνα (η): Κουρτίνα (Ven. Coltrina).
Κοματσούλι (το): Κομματάκι.
Κόμε σεβέντε και παρόλε ντιανόρε : Έκφραση που σημαίνει : Το ίδιο πράγμα.
Κομεσιονάτος (ο): Εντεταλμένος – Επίτροπος (Ital. Commisario).
Κομεσούρα (η): Συναρμολόγηση (Ital Commettitura).
Κομιντόρο (το) : Η Ντομάτα . (Ιταλ. Pomidoro).
Κομισιόν (η): Επιτροπή (Ital. Commisione).
Κομισούρες (η): Πατούρες σε ξύλινη κατασκευή.
Κόμοδο (το): Πήλινο δοχείο νυκτός η καρέκλα αριστοκρατών με τρύπα και δοχείο από κάτω για αναπαυτική αφόδευση (Ital. Comodo=Άνεση).
Κομός (ο): Συρταριέρα (Ven. Como).
Κομούνα (η): Κοινότητα – Πολιτεία . (Ital. Comune).
Κομπανία (η): Παρέα (Ital. Compagnia = Εταιρία ).
Κομπάνιος (ο): Συνέταιρος και συνομήλικος.(Ital. Compagno).
Κομπαρίρει : Εμφανίζεται (Ital. Comparire).
Κομπαρίρω : Εμφανίζομαι (Ital. Comparire).
Κομπάρσα (η): Εμφάνιση (Ital. Comparsa).
Κομπάσο (το): Διαβήτης (Ital. Compasso).
Κομπέβελος (ο): Αντιδραστικός , oπισθοδρομικός (Ital. Coba = Ουρά).
Κομπόλιοι (οι) Είδος θαλασσινής πεταλίδας.
Κομπραβέντης (ο): Έμπορος , μεταπράτης (Ital. Compraventere=Αγοράζω , πουλώ).
Κομπρομέσο (το): Συνυποσχετικό (Ital. Compromesso).
Κον κουέστο : Και τι μ’αυτό (Ital. Con guesto).
Κονάκι (το): Φίδι που πάει στραβά.
Κονβιτσιόν (η): Συμφωνία (Ital. Convenzione).
Κονγκολάδα (η): Λιθόστρωτο (Ital. Cogolo).
Κονίδες (οι): Αυγά από ψείρες.
Κονκρί (το): Είδος παλαιού μπετόν (Ital. Concreto=Συμπαγής).
Κόνξες (οι): Καμώματα ,πείσματα .
Κονσάρω : Πασάρω , εμφανίζω ,παρουσιάζω.(Ital. Concedere).
Κονσενιάρω : Παραχωρώ, παραδίδω (Ital. Consegnare).
Κονσένιο (το): Ενέχυρο (Ital. Consegnio).
Κονσόλα (η): Έπιπλο σπιτιού (Ital. Consolle).
Κόνσολος (ο): Πρόξενος (Ital. Console).
Κονσούμο (το): Προμήθεια , δαπάνη, κατανάλωση;;(Ital. Consuma).
Κονσούρτο (το): Σύσκεψη (Ital. Consulto).
Κονστιτούτο (το): Συμβολαιογραφική πράξη.
Κοντάδα (η): Μετρητά (Ital. Contante).
Κοντάρω : Διηγούμαι , λογαριάζω , μετρώ (Ital. Contare).
Κοντέα (η): Μεγάλη ιδιόκτητη περιοχή ( Ital. Contea).
Κοντεντατσιόν (η): Ικανοποίηση-Ευχαρίστηση (Ital. Contentezza).
Κόντες (ο): Κόμης (Ital. Conte).
Κοντέσα (η): Κόμισα (Ital. Contesa).
Κοντεσίνα (η): Η κόρη της Κοντέσας.
Κόντιτο (το): Ζαχαρωτό (Ital. Contito = Καρύκευμα).
Κόντο (το): Λογαριασμός (Ital. Conto).
Κοντόρνο (το): Περίβολος ,πέριξ (Ital. Contorno).
Κοντοσούβλω (η): Κοντή και άσχημη γυναίκα.
Κοντοσούρι (το): Κοντός άνθρωπος (περιπαιχτικά).
Κοντοστάμπελος (ο): Χωροφύλακας.
Κόντρα (η): Έκταση γης (Παξοί).
Κόντρα (η): Εναντίωση.(Ital. Contro).
Κοντρα πέλο (το): Κόντρα ξύρισμα (Ital. Contra pello).
Κόντρα πιένζος (ο): Αντεγγυητής (Ital. Contro Piego= Aνταγωνιστικός Φάκελος).
Κόντρα φόσα : Η τεχνητή τάφρος που χωρίζει το παλιό φρούριο από το υπόλοιπο νησί (Ital. Contra Fossa= Λάκος ενάντια).
Κοντράδα (η): Πλευρά δρόμου πόλης (Ven. Contrata).
Κοντράδο (το): Εναντίωση.
Κοντράκι (το): Βράχος .
Κοντραμπάδο (το): Λαθρεμπόριο.(Ιταλ. Contrabbando).
Κοντραμπαντιέρης (ο): Λαθρέμπορος. (Ιταλ. Contrabbandiere).
Κοντραπέζα (η): Τραμπάλα (Ital Contra peso ).
Κοντραπόστα (η): Αντίθετη θέση. (Ital. Contra posto).
Κοντραπόστο (το): Αντίποινα.
Κοντραπούντο (το): Αντίστιξη στην μουσική (Ιταλ. Contrapunto).
Κοντραρίσματα (τα): Διηγήματα (Παξοί).
Κοντρασκάρπα (η) Η απέναντι πλευρά μιας οχυρωματικής τάφρου . (Ven. Contra scarpa).
Κοντραστάρω : Αντιπαρατίθεμαι (Ital. Contrastare).
Κοντράστο (το): Αντιπαράθεση.
Κοντράτο (το): Έγγραφη συμφωνία δύο ατόμων (Ital. Contratto).
Κοντρίνα (η): Κουρτίνα.
Κοντρόλο (το): Έλεγχος (Ital. Controllo).
Κοντσαρισμένα : Τσιγαρισμένα.
Κοντσάρω : Διανθίζω (Ital. Conciare).
Κονφερμάδος (ο): Εγκεκριμένος ,επικυρωμένος (Ital. Conferma-re).
Κονφικάρω : Κατασχέτω (Ital. Conficcare).
Κόπανος (ο)Ξύλινο πλακέ εργαλείο με το οποίο οι γυναίκες χτυπούσαν τα ρούχα στα ποτάμια που τα έπλεναν.
Κοπελοπούλα (η): Κοριτσάκι (Παξοί).
Κοπελούλα (η): Κυκλάμινο.
Κοπέτα (η): Βεντούζα (Ital. Coppetta).
Κόπια (η): Αντίγραφο (Ital. Copia).
Κοπίδα (η): Κυρτό μεγάλο αγροτικό μαχαίρι.
Κοπριλίγκες (οι): Κόπρανα κατσίκας.
Κοπρίτες (οι): Ράτσα μανιταριών.
Κοπρομπούμπυλας (ο): Ο Σκαραβαίος.
Κορακοζώητος (ο): Υπέργηρος.
Κόρδα (η): Κεντρικό ξύλινο δοκάρι σκεπής (Ital. Corda =Χορδή).
Κόρδα (η): Νήμα κανάβεως (Ital. Corda).
Κορδαρω : Βλ. Ακορδαρω.
Κορδέλες (οι): Συνεχείς στροφές ορεινού δρόμου (Ital. Cordella =Κορδόνι).
Κορδιάλο (ο): Τονωτικό (Ital. Cordiale).
Κορέλια (τα) Κολιέ από ψεύτικα μαργαριτάρια.
Κορέντο(το): Εγκάρσια τομή ξύλου ,σόκορο (Ital. Corrente = το ρεύμα , τα «νερά» του ξύλου.
Κορίτος (ο): Πέτρινη λεκάνη για να πίνουν τα ζώα (Παξοί);;;
Κορνιζόνι (το): Γείσο στέγης , κορνίζα (Ital. Corniccione ,Ven. Cornison).
Κορνιόλα (η): Δακτυλίδι αντίκα (Ital. Corniola =Πολύτιμος λίθος ).
Κόρο (το): Χορωδία ( Αρχ. Χορός ,Lat. Corum, Ital. Coro ).
Κορότο (το): Πένθος. (Ital. Corrotto).
Κορπίρω : Παθαίνω αποπληξία (Ital. Corpire).
Κόρπο (το): Αποπληξία (Ital. Colpo).
Κόρσα (η): Τρεχάλα (Ital. Corsa)
Κορσοβέλονο (το): Βελόνα πλεξίματος πουλόβερ.
Κορτελάτσα (τα): Λίθινο στηθαίο προκυμαίας (Ven. Cortellazzo = πλατύ μαχαίρι βλ. και κουρτελάτσα = χασαπομάχαιρο.
Κορτελίνα (η): Μικροτερο μαχαίρι χασάπη .
Κορτέλο (το): Κάθετο, μαχαιρωτό (Ital. Coltelo = Mαχαίρι).
Κορτέλο (το): Μαχαίρα χασάπη.(Ital. Coltello).
Κορτίνα (η): Τμήμα τοίχους μεταξύ δύο προμαχώνων(Ital.Cortina=Προπέτασμα)
Κορτόνε (το): Λίθινο υπερυψωμένο πεζούλι στο άνω μέρος των τειχών του φρουρίου (Ven. Cordon , Ital. Cordone).
Κόρτσα (η): Ασθένεια πουλερικών (Αρχ. Κόρυζα).
Κορφίγκος (ο): Το πρώτο γάλα μετά τη γέννα των προβάτων , πηγμένο . Τρώγεται με κανέλα και ζάχαρη.
Κορφινός (ο): Αυτός που είναι στην κορυφή.
Κόρφος (ο): Ο Κόλπος -γενικά -και το σημείο ανάμεσα στα στήθη της Γυναίκας (Ital. Golfo).
Κοσούλτο (το): Συμβούλιο (Ital. Consulta =Σύσκεψη).
Κοστάρεται : Δεν υποφέρεται η βρωμιά (Δεν ακοστάρεται) (Ital. Riscontrata).
Κοστάρω : Αξίζω (Ital. Costare).
Κοστοδιτά (η): Κοστολόγηση (Ital.Costodita)
Κότζο (το): Μεγάλο.
Κοτογέρακο (το): Μεγάλο γεράκι που συχνάζει κοντά σε κοτέτσια και αρπάζει κότες.
Κότολο (το): Φουστάνι της παραδοσιακής γυναικείας στολής (Ital. Cotone = Βαμβακερό;;;;;).
Κότσα (η): Το ψάρι τσιπούρα.
Κοτσανιάζω : Κρυώνω.
Κοτσαπιάτης (ο): Επισκευαστής σπασμένων κεραμικών (Ital. Conciare).
Κοτσάρω : Φτάχνω δεμάτια (Ital. Cozzare = κυλάω κατι στο έδαφος).
Κοτσιλιάρα (η): Αγριολάχανο
Κοτσινίδα (η): Κοτσίδα.
Κοτσιντούρα (η): Κούρεμα «Γουλί» (Ital. Colza Dura =Σκληρό Γουλί ).
Κοτσιφός Κερομύτης (ο): Μαύρο κοτσύφι με κίτρινη μύτη.
Κουά ντε ροντίνε : Γωνιακές εγκοπές για τη σύνδεση δύο τεμαχίων ξύλου (Ven. Coa =Ουρά , Rondine =Χελιδόνι).
Κουάδρο (το): Κάδρο .(Ιταλ. Guadro).
Κουαρελάρω : Καρφώνω με τα μάτια .
Κουβάληνε : Κουβαλούν.
Κουβεντόρι (το): Συνέντευξη, συζήτηση (Ital. Convegno).
Κουβέρνο (το): Κυβέρνηση.(Ιταλ. Governo ).
Κουβερνταδόρος (ο): Κυβερνήτης (Ital. Governatore).
Κουβερτέλα (η): Πέτρινη η μαρμάρινη επικάλυψη του επάνω μέρους ενός τοιχίου (Ven. Covertela).
Κουγιάμπαλο (το): Κουτό – χαμένο.
Κουγιάμπαλο (το): Κουτέλικο.-χαζό
Κούδα (η): Ουρά (Ital. Coda).
Κούδα (η): Η ουρά από το Φελόνι του Δεσπότη.
Κουέτο (το): Υπέργηρος άνθρωπος.
Κουετούρος (ο): Αξιωματικός – πολεμιστής (Ital. Guerriero).
Κουζινιέρα (η): Μαγείρισσα (Ital. Cuciniere).
Κουϊνι (το): Μικρή αλογοουρά μαλλιών.
Κουκάγια (η): Υπέργηρος άνθρωπος.
Κουκέτα η κοκέτα (η): Σιδερένιο Κρεβάτι (Fran. Couchette).
Κουκλουζιόνες (οι): Προτάσεις σε δικαστήριο (Ital. Conclusione).
Κουκομέλες (οι): Μανιτάρια.
Κουκούγερας (ο): Ένα τοπικό φαγητό.
Κουκούγεροι (οι) Καρναβαλιστές.
Κουκούδι (το): Το ξεραμένο αίμα στην πληγή.
Κουκουέρι (το): Πόστο κυνηγού .
Κουκουλιάτα (η): Κούκος ( Ital. Cucullo = κούκος).
Κουκουλόχορτο (το): Αγριολάχανο.
Κούκουμα (η): Μπρίκι (Ital. Cuccuma).
Κουκούμι : Μπρίκι
Κουκουμίδα (η): Καρούμπαλο (Παξοί).
Κουκουνάκι : Βαθύ κάθισμα .(στα γόνατα).
Κουκουντιάζω : Βαθύ κάθισμα.
Κουκουράντζα (η): Ξεραμένος ελαιόκαρπος.
Κουκουρέντζο (το): Στομάχι.
Κούκουρος (ο): Καρούμπαλο.(Αγύρου).
Κουκούτσα (η): Αγκινάρα.
Κούκουτσα (η): Κολοκύθι (Ital. Cucuzza).
Κουλάτα (η): Η πίσω πλευρά (Ital. Culatta = Κινητό ουραίο όπλου).
Κουλάτα (η): Σολόδερμα (Colata = Στραγγισμένο – δέρμα).
Κουλίνα (η): Λόφος (Ital. Collina).
Κούλιουρος (ο): Κούνια παιδική κρεμασμένη από κλωνάρι δένδρου.
Κουλκουντζάδος (ο): Μεθυσμένος.
Κουλουκάδια (τα): Το φυτό από το οποίο βγαίνει η αγκινάρα.
Κουλούκι (το): Σκυλάκι.
Κουλουμίζω : Περιποιούμαι – Φροντίζω κάποιον (Ital. Cumulo=Συλλογικότητα).
Κούλουμος (ο): Γεμάτος , Πλήρης.
Κουλούμπάρι (το): Κουλουριασμένο.
Κουλουμπρίδα (η): Αγριολάχανο
Κουμανταδόρος (ο): Διοικητής ,επικεφαλής (Ital. Comandatore).
Κουμερκί (το): Εμπόριο (Ital. Commerciale).
Κουμεσάριος (ο): Εκτελεστής – πληρεξούσιος (Ital. Commissionario).
Κουμεσιόν – Κομεσιόν (η): Εντολή , παραγγελία. (Ital. Commissione).
Κουμέσος (ο): Εντολοδόχος (Ital. Con messo).
Κουμουδιτά (η): Ευχέρεια (Ital. Comodita = Άνεση Ευκολία).
Κουμπάνια (η): Συντροφιά (Ital. Compaghia).
Κουμπάρισε : Σκέπασε , κάλυψε , κρύψε (Ital. Comparire).
Κούμουδα(τα) Τα γιορτινά ρούχα (Ital. Comodo = άνετο).
Κουμπασάρω : Σκέπτομαι , είμαι αφηρημένος (Ital. Compassato).
Κουμπάσο (το): 1. Διαβήτης 2. Μοχλός που συγκρατούσε παράθυρο του φεγγίτη ανοικτό (Ven.,Ital. Compasso).
Κουμπάστακο (το): Ο κορμός του καλαμποκιού.
Κουμπατιάρω : Συνδυάζω (Ital. Compadio = Συνοψίζω).
Κουμπλίδος (ο): Συμπληρωμένος . (Ital. Completo).
Κουμπόστος (ο): Βρασμένο φρέσκο σιτάρι με ζάχαρη (Ital. Composta).
Κουμπούγιο (το): Τσούρμο .
Κούμπουλο (το): Κορόμηλο.
Κουμπουρέλια (τα): Μικρά καλαμπόκια.
Κουναρώ : Αναθρέφω.
Κουνσίλιο (το): Συμβούλιο (Ital. Consiglio).
Κουντάνα (η): Καταδίκη (Ital. Condana).
Κούντος (ο): Λογαριασμός (Ital. Conto).
Κουντούτο (το): Υπόνομος (Ital. Contotto =Αγωγός λυμάτων).
Κουντραστάρω : Εναντιώνομαι (Ital. Contrasto).
Κουπάδος (ο): Πλεονέκτης (Ital. Cupido).
Κουπάδος (ο): Πολυάσχολος ,ζαλισμένος (Ital. Occupato).
Κουπάρω : Απασχολούμαι , αφοσιώνομαι σε κάτι (βλ.Κουπάδος).
Κουπάρω : Λιποθυμάω (Ital. Cupo=Σκοτεινό , βαθύ , βυθίζομαι στην κόλαση).
Κούπωμα (το): Σκέπασμα .
Κουπώνω : Σκεπάζω (Cupo=Σκουτέλα,βαθύ πιάτο,γαβάθα).
Κούπωσα : Σκέπασα.
Κουραμιά (η): Άγριος θάμνος του λόγγου . Οι καρποί του είναι κόκκινοι τρώγονται και λέγονται Κούραμα .
Κουραμίλας (ο): Τόπος γεμάτος κουραμιές .
Κουραμίτες (οι): Ράτσα μανιταριών.
Κουράντες (ο): Θεραπευτής- γιατρός (Ital. Curante).
Κουράρω : Φροντίζω (Ital. Curare).
Κουρέντε (το): Τρέχον – Εν χρήσει –Σε κυκλοφορία (Ital. Corrente).
Κούρκιδο (το): Βαριά μάλλινη κουβέρτα.
Κούρκιδο (το): Μάλλινο σεντόνι αργαλειού.
Κουρμούτσι (το): Ξερό ψωμί.
Κουρμπατσιό (το): Εγκεφαλικό.
Κουρνούτης (ο): Κερατάς. (Ιταλ. Cornuto).
Κουρνούτο (το): Προβατίνα Κριάρι
Κουρούκλα (η): Είδος Κουνουπιδιού.
Κουρούπα (η): Σπασμένη στάμνα.
Κουρούπι (το): Πήλινο δοχείο.
Κουρούπι (το): Τσακισμένο Πήλινο (αρχ. Κορύπι=πήλινη κυψέλη).
Κουρτελάτσο(το):Σκεπαστός χώρος υπόνομος,στοά,σκεπαστό πέρασμα.
Κουρτελίνα (η): Μικρό χασαπομάχαιρο (Ital. Cortellina).
Κούρτη (η): Εσωτερική αυλή σπιτιού αλλά και αυλή με την έννοια του στενού περιβάλλοντος(Ven. Corte – Ital.Cortile).
Κουσενιάρω η Κονσενιάρω : Μεταβιβάζω – παραδίδω.
Κουσέντσια (η): Συνείδηση (Ital. Coscienza).
Κουσουλτάρω : Συνεδριάζω (Ital. Consulare).
Κουσούλτο (το): Συνέδριο (Ital. Consult-a).
Κουσουμάρω : Φέρνω εις πέρας , καταναλώνω ;; (Ital. Consumare).
Κούσουμο (το): Βόλεμα.
Κουσούμο (το): Μερτικό .
Κουσουνέλο (το): Βελονοθήκη.
Κουσουρί (το): Ένα είδος κοφινιού.
Κουσπί (το): Αιχμηρό εργαλείο (Ital. Cuspide= Αιχμή).
Κουστόδιτο (το): Φύλαξη (Ital. Custodire).
Κουστοπατσιό (το): Ψύξη (Έπαθα).
Κούτελας (ο): Κουτάλα από κολοκύθι για το λάδι.
Κουτελίτης (ο): Κρασί κακής ποιότητας που προκαλεί πονοκέφαλο.
Κουτέντα (τα) Προτιμήσεις, ιδιοτροπίες, γούστα.
Κουτέντα (τα): Χατήρια ;;;εξυπηρετήσεις
Κουτιαίνω : Χάνω το μυαλό μου.
Κούτικας (ο): Το πίσω μέρος του κεφαλιού.
Κουτόλογα (τα): Ασυναρτησίες.
Κουτουλάρι (το): Τροχός, κύκλος , κυκλική κατασκευή.
Κουτουλάω : Κάνω τούμπες.
Κουτουλάω : Κυλάω.
Κούτσαυλος (ο): Κουτσός.
Κουτσέλι (το): Σκυλάκι.
Κουτσόποδας (ο): Κοτσάνι καλαμποκιού.
Κουτσόποδας (ο): Ότι απομένει όταν φάμε ένα τσαμπί σταφύλι.
Κουτσουκέλα (η): Μια πράξη που δεν έπρεπε να γίνει.
Κούτσουλος (ο): Τα κόπρανα του ανθρώπου.
Κούτσουμπα (τα): Χαρούπια.
Κουτσούνα (η): Κορμός από καρπό καλαμποκιού, και κούκλα επειδή παλιά έφτιαχναν παιδικές κούκλες μ’αυτό.Και η όμορφη γυναίκα. (βλ. Κουμπάστακο).
Κουτσουπιά (η): Χαρουπιά.
Κουτσουπιασμένος (ο): Δυστυχισμένος.
Κουτσουπλί (το): Ελλάτωμα.
Κούτσουπο (το): Χαρούπι.
Κουτσουρεύω : Αφαιρώ ένα κομμάτι από κάτι.
Κουτσούρουγγια (τα): Μικρά μανιτάρια.
Κουτσοχερίστηκα : Κουράστηκαν πολύ τα χέρια μου.
Κούφαλο (το): Τρύπα στον κορμό ελαιόδενδρου.
Κουφάρω : Συμφωνώ (Ital. Conformita).;;;;;;;
Κουφέτες (οι) Ποπ κόρν.
Κουφέτες (οι): Καλαμπόκι τηγανιτό (ποπ-κόρν).
Κουφέτες (οι): Τηγανισμένο Καλαμπόκι (Ποπ – Κόρν ).
Κουφόσοδο (το): Κακή σοδειά.
Κούχτιο (το): Γεροπαραλημένος.
Κούχτιο η χούχτιο (το): Ασθενικός , γέρος , σακάτης.
Κόφα (η): Καλάθι.
Κοφίνι (το): Μικρότερο καλάθι.
Κοψοχρονιάς : Μισοτιμής.
Κραμπί (το): Κράμβη (Το λάχανο).
Κραμποτσίμουλο (το): Οι κορυφές του κραμπιού.
Κραμπουτσάνα (η): Το κοτσάνι του λάχανου που μένει στο χωράφι.
Κρανίτες (οι): Ράτσα μανιταριών .(σαν τοπικό φαγητό Οι μυκάνοι ,κρανίτες κοκκινιστοί στο φούρνο με μακαροντσίνι.
Κρατημάρα (η): Παραλυσία.
Κρεβατίνα (η): Κατασκευή ξύλινη η σιδερένια για την αναρρίχηση φυτών. (Αρχ. Κραβάτιον).
Κρεβατίνα (η): Σιδερένια η ξύλινη κατασκευή για την κληματαριά.
Κρέδιτο (το): Πίστωση. (Ital. Credito).
Κρεδιτόρος (ο): Πιστωτής. (Ital. Creditore).
Κρεμάθα (η): Πλέξιμο.
Κρεμόρο (το): Τρύγος ;;;; (Ital. Cremore = Όξινο τρυγικό κάλιο).
Κρένω : Μιλώ.(Αρχαιοελληνικό);;;;;;;;κραίνω=εκτελώ,εκπληρώνω
Κρεπάρω : Σκάω από τη στενοχώρια μου (Ital. Crepare).
Κρεσέρω : Εξέχω (Ital. Eccellere;;;;;;;;;;;;;;;;).
Κριάς (το) : Κρέας.
Κρικάτα : Πένθιμο χτύπημα καμπάνας.
Κρικώνω : Παγώνω.
Κριμινόζιτα (η): Εγκληματική υπόθεση (Ital. Criminozita).
Κρινιόπαδας (ο): Αγριολάχανο.
Κριντάλωνο (το): Γύψινη ή πέτρινη βάση με λούκι για το βαρέλι του
Κροβατσούλι (το): Κρεβατάκι .
Κροζάτο (το): Μικρό ενετικό νόμισμα.(σταυρωτό η με σταυρό επάνω Croce= Σταυρός).
Κροζέτα (η): Σιδερένια γωνιά για την ενίσχυση της αντοχής του εξωφύλλου παραθύρου (Ven. Croseta=Μικρός σταυρός).
Κροκάδι (το): Κρεμμυδάκι για φύτεμα.
Κρότσολα (η): Πατερίτσα.(Ital. Gruccia).
Κρουβιτσιάνα (η) : Το «κρυφτό» που παίζουν τα παιδιά .
Κρουκανάω η Γρουτσανάω : Ροκανίζω με τα δόντια.
Κρούσα (η): Χαμηλό ξύλινο κάθισμα.
Κρουσάδο (το): Ασημένιο νόμισμα.
Κρυογάτσουλο (το): Αυτός που κρυώνει.
Κυράντζα (η): Κυρά.
Κυρούλα (η): Μικρή χωριατοπούλα νοικοκυρά ( Λευκίμμη).
Κυσόλδου : Όλοι γενικά.;;;;;;
Κωτσέλας (ο): Προάστιο της πόλης (Γκόουτσο : μικρό νησάκι της Μάλτας).
Λ
Λαβαδούρος (ο): Νεροχύτης (Ital. Lavatoio).
Λαβαμαν η Λαβαμας (ο): Νιπτήρας (Ven. Lavaman).
Λαβαντίν (το): Νιπτήρας (Ven. Lavandin).
Λαβατίβο καρνάλε (το): Παρα φύσιν ερωτική πράξη (Ital. Lavativo Carnale=Κλύσμα - Συνουσία).
Λαβένζο (το): Δοχείο –Κατσαρόλι Καπνισμένο (Ιταλ. Laidezzo).
Λαβενζομούτρα (η): Επιτιμητικά η σκουρόχρωμη Γυναίκα.
Λαβεντζί (το): Δοχείο για άρμεγμα γάλακτος.
Λαβέντζο (το): Τσουκάλι .
Λαβίδα (η): Το κουταλάκι της θείας Κοινωνίας.
Λαβιδιάζομαι : Μεταλαμβάνω
Λαβιδιάζω : Δοκιμάζω κάτι.
Λαβομάνος (ο): Νιπτήρας (Ital. Lavamano).
Λαβόρο (το): Εργασία (Ital. Lavoro).
Λάγγερος (ο): Κρασί που βγαίνει πατώντας τα τσίπουρα και προσθέτοντας Νερό.
Λαγγεύει : «Πετάει» το μάτι μου.
Λάγιο (το): Μαύρο με άσπρες βούλες.
Λάγκερο (το): Κρασί από απομεινάρια πατημένων σταφυλιών.
Λάγκος η λούγκος (ο): Επιμήκης , Μακρύς (Ital. Lungo).
Λαδοφωτιά (η): Λαδοφάναρο.
Λαζαρέτο (το): Το γνωστό νησάκι απέναντι από τις αλυκές (Ital. Lazzareto= λοιμοκαθαρτήριο).
Λαζούρι (το): Μεταξωτή κλωστή.
Λάης (ο): Γραμμή. (Ital. Linea).
Λαθίρω : Βάφω κάτι σε χρώμα κρέμ .
Λάι (το) Αρχή ,σημείο εκκίνησης (Αγγλ. Line ).
Λακινιά (η): Κοπάδι γαιδάρων ;;;;;;;
Λάκουρας (ο): Κόγχη ματιού.
Λάκουρο (το): Σβέρκο .
Λαλέτα (η): Φαβορίτα.
Λαλούκα (η): Πιπίλα μωρού.
Λαμάσα (η): Κατεργάρα , κακιά
Λαμάσα (η): Προκλητική γυναίκα.
Λαμέντζα (η): Παράπονο (Ital. Lamento ).
Λαμεντόζος (ο): Παραπονιάρης-κλαψιάρης (Ital. Lamentoso).
Λάμια (η): Ξωτικό.
Λάμνω : Τραβάω κουπί .
Λαμόρες (ο): Κομψευόμενος ερωτύλος (Ital. L’amore).
Λαμπάντε (ο): Καθαρός (Ital. Lapante ).
Λαμπάντες (ο) : Καθαρός αλλά και λαμπρός ,μεταφορικά αυτός που έκανε κάποια παρανομία και βγήκε καθαρός. (Ιταλ.) lampante .
Λαμπάτα (η) : Μεγάλη φωτιά.(βλ. Λαμπατίνα).
Λαμπατίνα (η): Φωτιά (Ital. Lampatina).
Λαμπατίνα (η): Φωτιά και έθιμο «Τα’Γιανιού του Λαμπατάρη».
Λάμπενα (η): Πετρόψαρο.
Λαμπικάρω : Ξεχωρίζω το λάδι από το κατακάθι του.
Λαμπίκο (το): Καθαρό.
Λαμπόρδα (η): Κουνιστή γυναίκα .
Λαμπριά (η): Το Πάσχα.
Λαμπυρίθρα (η): (βλ. Κωλοφωτιά).
Λαμψάνα (η): Αγριολάχανο.
Λάνα (η): Μαλλί-Μάλλινο.
Λανάκια (τα): Αυγά ψείρας .
Λανάτες (οι): Χώμα ψημένο που δεν τρίβεται εύκολα.
Λάνκερο (το): Κρασί.
Λάνκουρα (τα): Κόγχες των ματιών.
Λάντζα (η): Πλωτή πλατφόρμα για μεταφορά υλικών (Ital. Lancia).
Λάντζο (το): Ταλάντωση η δυνατότητα σε κάτι να είναι μεγαλύτερο η μικρότερο (Ital. Lancio =Το υπέρβαρο που απαιτούσε ο αγοραστής έμπορος λαδιού από τον παραγωγό).
Λαντουρίδα (η): Σταγόνα.
Λαντσέτα (η): Νυστέρι (Ital. Lancetta).
Λαντσιέρης (ο): Ψηλός – Ευθυτενής (Ital. Lancia = Λόγχη).
Λάντσο (το): Το πάνω – κάτω της λόγχης στην ζυγαριά . Η ταλάντωση.
Λάντσος (ο): Λυγερόκορμος (Ital. Lancia =Λόγχη).
Λαουδάρω : Επαινώ (Ital. Laude)
Λάουδο (το): Έπαινος (βλ. Λαουδάρω).
Λαουρέντης (ο): Εργάτης , κάλφας, βοηθός (Ital. Lavorante).
Λαουρέντης (ο): Εργάτης οικοδόμος (Ven. Laorante , Ital. Lavorante).
Λάπατα (τα): Αγριολάχανα για πίττα.
Λάπης (ο): Το μολύβι για γράψιμο (Ιταλ. Lapis)
Λαπρέστα : Γρήγορα (Ital. Presta).
Λάρισα (η): Ξύλο πεύκου ( Ital. Larice).
Λαρνάκι (το): Το αυλάκι που έτρεχε η μούργα στο ελαιοτριβείο. (Αρχ.Λαρναξ).
Λαρνί (το): Πέτρινο μεγάλο δοχείο για το αλεύρι του νερόμυλου.
Λαρώνω : Καλμάρω, Ησυχάζω.
Λάστρα (η): Τζάμι (Ital. Lastra).
Λάστρα (η): 1.Τζάμι παραθύρου (Αρχ. Ηλίαστρον ) 2.Πλάκα δαπέδου (Ven.,Ital. Lastra =Πλάκα)
Λάστρα της πλώρης : Μονάδα μήκους επάνω στο πλοίο.
Λάτα (η): Ντενεκές (Ital. Latta).
Λάτα (η): Τενεκές (Ital. Latta =Λευκοσίδηρος).
Λατίνι (το): Πανί βάρκας.
Λάτινος (ο): Τενεκεδένιος (βλ. Λάττα).
Λατίτσενος (ο): Γαλακτερός (Ital. Latte).
Λατόνι (το): Τενεκεδένιο δοχείο λαδιού (Ital. Lattone).
Λατονιέρης (ο): Λευκοσιδηρουργός (Ital. Lattoniere).
Λαυρί (το): Δοχείο λαδιού πέτρινο.
Λάχανα (τα): Τα φαγώσιμα χόρτα γενικά.
Λάχτισα : Πόνεσα .
Λάχτιση (η): Ισχυρός και απότομος πόνος.
Λέαντρος (ο): Ροδοδάφνη (Αγγλ. Oleander).
Λεβάντες (ο): Ανατολικός άνεμος.(Ital. Levante).
Λεβαντίνος (ο): Ανατολίτης.
Λεβαρδάρω : Ντρέπομαι;;;;
Λέβδα (η): Ευλύγιστο κοντάρι .
Λεβδίζω : Λυγίζω.
Λεβεράντζα (η) : Εκδήλωση υποταγής-υπόκλιση.
Λεβιθόχορτο (το): Ένα Βότανο.
Λεγάτο (το): Κληροδότημα (Ital. Legato).
Λεζάμινα (η): Εξέταση (Ital. Esami ).
Λειψανεμιά (η): Άπνοια.
Λειψηνόχορτο (το): Αγριολάχανο.
Λείψιανο (το): Κηδεία.
Λεμεντάδος (ο): Παραπονούμενος (Ital. Lamentarsi).
Λεμενταρίζω : Παραπονούμαι.
Λεντρέ Καμαρωτά.;;;;
Λετορίνι (το): Μουσικό αναλόγιο (Ital. Letto-rini =Κρεββατάκι).
Λετρίνα (η): Αποχωρητήριο (Ιταλ. Latrina).
Λευτερίδα (η): Είδος πεταλούδας της νύχτας που πετάει γύρω από το φως της λάμπας.
Λευτερίδα τσι νυκτός (η): Νυχτερίδα.
Λευτερίτης (ο): Διφθερίτιδα.
Λευτή (η): Ψωμί σε σχήμα καρβελιού.
Λέχεται : Μυρίζει η μάνα το παιδί.
Λεχομανιό (το): Λαχάνιασμα.
Λεχωνιάτικα (τα): Ασπρόρουχα λεχώνας.
Λεχωνούδι (το): Βρέφος.
Λητάρι (το): Σχοινί (Αρχ. Ειλητάριο).
Λιαναράτικος (ο): Ράτσα σταφυλιού με μικρές ρόγες (Λιανή αράτα).
Λιανές (οι): Ψιλές – Λεπτές.
Λιανιτέρια (τα): Λεπτά ξύλα.
Λιάπης (ο): Μάγκας.
Λιάρδα (η): Γυάρδα.
Λιάστρα (η): Τα τζάμια του παραθύρου.(βλ. Λάστρα).
Λιάστρος (ο): Ποικιλία ελιάς.
Λίβανο (το): Ράτσα μαυροκόκκινου σύκου.
Λιβελάντες (ο): Αγρότης ενοικιαστής αγρού (Ital. Livellante).
Λίβελο (το): Αγροτεμάχιο (Ital. Livello = Εμφύτευση).
Λιγάθινος (ο): Αδύνατος , αρρωστιάρης.
Λιγγιό (το): Λόξυγκας.
Λιγκιάζω : Έχω λόξυγκα.
Λιγουρίζω : Επιθυμώ .
Λικάζω : Μολύνω.
Λικάσιονας (ο): Γυμνοσάλιαγκας.
Λίκασμα (το): Μόλυνση.
Λικουνιά (η): Πλήθος.
Λίλια (τα): Κομμάτια.
Λιμάζει : Πεινάει
Λιματίδα (η): Σταλαγματιά.
Λιμόζινο (το): Ελεημοσύνη (Ital. Limosina).
Λιμπά (τα): Όρχεις.
Λιμπαδίτσα (η): Μακρινή αστραπή.
Λιμπάρω : Ελαφρώνω η αδειάζω το φορτίο του πλοίου (Ital. Libare).
Λιμπεράδα (η): Ελευθερωμένη (Ital. Liberada-Lat.libera.)Λίμπερος (ο): Ελεύθερος. (Ιταλ. Libero Lat Liber).
Λιμπερτά : Διάπλατα - ορθάνοιχτά (Ital. Liberta=Ελευθερία Lat Libertas.)
Λιμπρέτο (το): Μισάνοιχτα παράθυρα σπιτιού (Ital.Libretto=Βιβλιαράκι).
Λιμπρέτο (το): Πρόγραμμα θεάτρου – μισάνοιχτα παραθυρόφυλλα. (Ital. Libretto=Βιβλιαράκι).
Λίμπρο (το): Βιβλίο (Ital. Libro Lat Liber.)
Λίμπροντόρο (το): Η λίστα με τα ονόματα και τους τίτλους των αριστοκρατών (Ital. Libro d’oro= Βιβλίο του χρυσού).
Λίνια (η): Ευθύς δρόμος (Ital. Linea).
Λινιά (η): Λεπτό σχοινί από ίνες λιναριού.
Λινιά (η): Σπάγγος (Ital. Lino=Λινάρι ).
Λινοκόκκι (το): Λιναρόσπορος .
Λίντο (το): Λεπτό , aδύνατο, aραιό.
Λίντος (ο): Κομψός –άψογος –κοκκετικός (Ital. Lindo).
Λίντος (ο): Αραιός (Ital. Lindo ).
Λιοντερίτσινο (ο): Ρετσινόλαδο.
Λιόσματα η Λιόστα (τα): Τα στερεά απόβλητα του ελαιοτριβείου.
Λιόσμο (το): Νερό με υπολείμματα από το άλεσμα της ελιάς.
Λιόστα (τα): Τα στερεά απόβλητα του ελαιουργείου.
Λιπιδόνια (τα): Κλωστές.
Λίσα (η): Κάρο μακρύ και κοντό για την μεταφορά μεγάλων φορτίων. (Ital. Lizza = Είδος έλκηθρου για τη μεταφορά μεγάλων κομματιών μαρμάρου).
Λισάβω (η): Ελισάβετ.
Λισεντζάρω : Επιτρέπω. (Ital. Licenza).
Λισεντζιάδο (το): Επιτρεπόμενο .(Ital. Licenzato).
Λίστα (η): Κατάλογος (Ital. Lista).
Λιστόν (το): Πλατύς και ευθύγραμμος δρόμος (Ven. Liston).
Λίτρα (η): Μονάδα βάρους ίση με 17 καρτούτσα.
Λίτσινο (το): Ξύλο ελιάς.
Λίτσινο (το): Από ξύλο ελιάς.
Λόβα (η): Βρωμιά.
Λόγγα (η): Μεγάλη (Ital. Lunga).
Λογιάζω : Σκέφτομαι.
Λοιπιδόνια (τα): Κλωστές ξεφτισμένου ρούχου.
Λόντζα (η): Υπόστεγο , στοά , εξώστης (Ital. Loggia).
Λόντζα (η): Ψαρονέφρι (Ital. Lonza).
Λόντζα (η): Λέσχη, στοά (Ven. Loza, Ital. Loggia).
Λόρδα (η): Πείνα .
Λότα (η): Λάσπη . (Ital. Loto).
Λότο (το): Λαχείο (Ital. Lotto).
Λούγκα (η): Μόλυνση μασχάλης.
Λουγρέτσιο(το): Υπέργηρη (Ital. Long-Vecchia).
Λουκάντα (η): Ταβέρνα (Ital. Locanda=Πανδοχείο).
Λουμάκα (η): Λεπτό και μακρύ ξύλο και μεταφ. Η ψιλόλιγνη γυναίκα.
Λουμάκι (το): Βλαστός δένδρου.
Λουμί (το): Δοχείο λαδοφάναρου για φυτίλι και λάδι. (Lume = Τεχνιτό φώς).
Λούμπα (η): Λάκκος με νερά.
Λούνγκο (ο) : Γεμάτο (Ital. Lungo).
Λούντσα (η): Μικρός λάκκος με νερά και λάσπες.
Λουριδιά (η): Κουρελού.
.
Λούρος (ο): Το κεντρικό ξύλο της σκεπής.
Λούρος (ο): Κεντρικό δοκάρι σκεπής .
Λουρώνει : Σφίγγει .
Λουσόζος (ο): Στολισμένος (Ital. Lussuoso).
Λούτιμο (το): Πλεόνασμα (Ital. L’utimo).
Λούτο (το): Πένθος (Ital. Lutto).
Λουτρουβιό (το): Ελαιοτριβείο.
Λουτρουγιά (η): Λειτουργία εκκλησίας .
Λούφα (η): Βρεγμένο πολύ.
Λυγγιό (το): Λόξυγκας.
Λυγιά (η): Λυγαριά.
Λυκάσιονας (ο): Γυμνοσάλιαγγας.
Λύκασμα (το): Ο έρπις της ανεμοβλογιάς.
Λύκωσα : Πιάστηκε ο λαιμός μου (σαν το Λύκο που δεν έχει
Λυμασμένος : Σιχαμένος , αρρωστιάρης.
Λυσιάζω : Λυσσάω- σκάω από το κακό μου.
Λωλάδερφα (τα): Ετεροθαλή αδέλφια( Αρχ. ολωλώς , ολλύομαι ;;;;;).
Μ
Μoίρομαι : Μοιρολογάω – Κλαίω.
Μάα : Μάννα (Παξοί).
Μαγάρε : Μακάρι ( Ital. Magari).
Μαγγούνο (το): Πικρό πολύ σαν φαρμάκι (αρχ. Μάκων – Κώνειο).
Μαγειριά (η): Φαγητό κατσαρόλας.
Μάγια (η): Μάλλινη φανέλα (Ital. Maglia).
Μαγιστράτος (ο): Άρχοντας. ( Ital. Magistrato).
Μαγνάδι (το): Κεφαλομάντηλο από λεπτό φίνο ύφασμα.
Μαγουλίτης (ο): Παρωτίτιδα.
Μαζενί (το): Εργαλείο για το τρίψιμο του πιπεριού.
Μαζενί (το): Μύλος του καφέ (Ital. Macinino).
Μαίζα (η) Θέλημα.
Μαιλίζω : Μαραίνομαι.
Μαινάδος (ο): Χαλαρωμένος (Ital. Ammainare= Ναυτικός όρος).
Μαινάρω : Κατεβάζω –ησυχάζω –καλμάρω. (Ιταλ. Amainare).
Μαιντάνι (το): Ρεύμα αέρα.
Μαιντάνι (τοβγαλε) : Το είπε παντού.
Μαιντζάρεται : Κουμαντάρεται , Ελέγχεται.(Ital. Maneggiare).
Μαιντζάρω : Χειρίζωμαι (Ital. Maneggiare).
Μαιντζέβελος (ο): Κάποιος τον οποίο χειρίζομαι (βλ. Μαιντζάρω).
Μάισα (η): Μάγισσα.
Μακάντζια (η): Έλλειψη (Ital. Mancanza).
Μακαροντσίνι (το): Κοφτό μακαρονάκι (Ital. Maccheroncino).
Μακελάρης (ο): Χασάπης. (Ιταλ. Macellaio).
Μάκενα (η) : Αλεστική μηχανή .(Ven. Macina :μυλόπετρα)
Μακιά (η): Κηλίδα (Ital. Macchia = παρανομία ).
Μακιάρω : Κηλιδώνω (Ital. Macchiare).
Μάκινα (η): Η μηχανή γενικώς (Ital. Machina).
Μαλαθράκι (το): Μία πάθηση του δέρματος.
Μαλαθράκι (το): Το πρώτο δέρμα του νεογέννητου.
Μαλαθρίλας (ο): Τόπος με μάλαθρα (μάραθρα).
Μάλαθρο (το): Μάραθρο.
Μαλαπέρδα (η): Το μεγάλο πέος.
Μαλαστούπα (η): Ξύλινος πυρσός.
Μαλάτος (ο): Άρρωστος (Ital. Malato).
Μαλάτσα (η): Αρρωστιάρικος υγρός καιρός (Ital. Malatia).
Μαλαχτάρια (τα): Ακαθαρσίες.
Μάλε βράσε (το): Ανακατωσούρα , αναμπουμπούλα (Ital. Male =Κακό).
Μαλιάστρα (η): Μάννα.
Μαλίνια (η): Βαρύ κρύωμα – Πνευμονία (Ital. Maligno=Κακοήθης ασθένεια).
Μαλινκονία (η): Κακή διάθεση , κατήφεια (Ital. Malinconia).
Μάλτα (η): Λάσπη οικοδομής (Ital. Malta).
Μάμα (η) Χαιδευτικά η μαμά.
Μάμα (η): Μάννα ( Ital. Mama).
Μάμαλος (ο): Πλαδαρός.
Μανάλι (το): Μανουάλι .
Μανδραβίδα (η): Κεντρικός ξύλινος κοχλίας πιεστηρίου ελαιοτριβείου (Ital. Madre vite =μητέρα βίδα).
Μανέστρα (η): Σούπα ζυμαρικών (Ital. Minestra).
Μανέστρα κολομπίμπιρι (η): Νερόβραστα μακαρόνια σκέτα.
Μανέτα (η): Χειροπέδη (Ital. Manetta).
Μάνια (η): Φαγητό.
Μανιαδούρα (η): Ζωοτροφή (Ital. Menageria).
Μανιαδούρος (ο): Παχνί (Ital. Mangiatoia).
Μανιέρα (η): Μανία .
Μανιπουλάρω : Χειρίζομαι (Ital. Manipolare).
Μανίτσα (η): Χερούλι (Ital. Manicchia).
Μανιφατούρα (η): Εργόχειρο (Ital. Manifattura).
Μανιωμένος (ο): Θυμωμένος.
Μανκάντζα (η): Απουσία (Ital. Mancanza).
Μανόπολα (η): Χειρολαβή ,χερούλι πόρτας, πόμολο (Ital. Manopola).
Μανουάλος (ο): Βοηθός οικοδόμου (Ital. Manuale=Χειρονάκτης).
Μανουάλος (ο): Βοηθός μαστόρου (Ital. Manuale = Xειρονάκτης)
Μανουάλος (ο): Εργάτης οικοδομής.
Μανούβρα (τα): Σχοινιά , πρότονοί του πλοίου.
Μανουσάκι (το): Το λουλούδι Νάρκισσος (Ζάκυνθος μόνο;;;;;;).
Μανταπέρλα (τα): Άσπρα κουπιά.
Μαντάτο (το): Είδηση , εντολή (Ital. Mantato).
Μαντεκούτο (το): Αποπληξία .
Μαντεκούτο (το): Χιονιάς.
Μαντενούτα (η): Σπιτωμένη ερωμένη (Ital. Mantenuta).
Μαντζάρω : Τρώγω (Ital.Mangiare).
Μαντζιπατσιόν (η): Απαλλοτρίωση (Ital. Espropriazione);;;;;
Μαντινίδος (ο): Συντηρητής (Ital. Mantinido).
Μαντινιέρω : Διατηρώ –Συντηρώ (Ital. Mantenere).
Μαντό (το): Σάλι –Πέπλο, νυφικό (Ital. Manto).
Μάντολα (η) . Το αμύγδαλο , μαντολάτο –γλυκό που περιέχει αμύγδαλο- καθώς και ότι έχει σχήμα αμυγδαλωτό ή οβάλ (πχ. Έτσι ονόμαζαν οι παλιοί σιδεράδες της Κέρκυρας το σχήμα από τα κάγκελα στα μουράγια ).(Ιταλ. Mandorla).
Μαντολάτο (το): Γλύκισμα με αμύγδαλα (Ιταλ. Mantorlato).
Μάντολες (οι): Καβουρδισμένα αμύγδαλα με ζάχαρη (Ital. Μantola).
Μαντολινάτα (η): Ορχήστρα με μαντολίνα (Ιταλ. Μantolinata).
Μαντόνα (η): Πλάκα που τοποθετούσαν εξωτερικά στον τοίχο και όρθια σαν εικόνισμα (Ital. Mantona).
Μαντούνι (το): Παλαμίδι ;;;
Μαντραβίδα (η): Ξύλινη βίδα του παλιού ελαιοτριβείου.
Μάντσάρω : Τρώγω. (Ιταλ. Mangiare).
Μαντώ (το): Νυφικό η αραχνοΰφαντο ριχτό (Ital. Manto =Χλαμύδα).
Μαός : Πολλά (Παξοί).
Μάπα (η): Το πάνω μέρος της γωνιάς του τζακιού.
Μαργομένος (ο): Παγωμένος (Παξοί).
Μαρέντα (η) : merenta (Ιταλ.) το κολατσιό . «Επείγε στη δουλειά και πήρε και τη μαρέντα του.»
Μαριετίνα (η): Μαριέττα. (ή Μαριοτίνα).
Μαρινάτος (Γαυρος) : Φρέσκος γαύρος στο ξύδι για τρείς μέρες με σκόρδο και μαϊντανό αλάτι και πιπέρι (Ital. Marinato=θαλασσινός).
Μαριόλα (η): Γελοία.
Μαρίτιμοι (οι): Ναυτικοί (Ital. Marittimo).
Μαρκαντικό (το): Μπακάλικο , παντοπωλείο (Ital. Mercato).
Μαρκαντικό (το): Μπακάλικο (Ven. Mercante).
Μαρκάρω : Σημαδεύω με χρώμα.(Ital. Marca ).
Μαρκάς (ο): Η κεντρική αγορά της Κέρκυρας στη Σπηλιά που βομβαρδίστηκε στον πόλεμο (Ven. Marca o Merca).
Μαρκάτο (το): Αγορά ,μπακάλικο (Ital. Mercato).
Μάρκος (ο): Κινητό αντίβαρο ζυγαριάς .
Μαρκουλίνος (ο): Στρατιώτης της βενετσιάνικης φρουράς. (Ital. Marca= Σύνορο . Περίπου Συνοριακός).
Μαρμελίνια (τα): Πολύ μικρά γλυκά βερίκοκα.
Μαρμουρί (το): Λευκό Μάρμαρο.
Μαρντεκούτο (το):
Μαρόκα (η): Μεγάλη πέτρα.
Μαρόκα (η): Μεγάλη πέτρα (Ital. Marocca).
Μαρόκο (το): Αμμοχάλικο (Ital. Marocca = Θραύσματα πετρωμάτων οφειλόμενα στο φαινόμενο των παγετόνων ).
Μάρσια (η): Εμβατήριο (Ital. Marcia).
Μαρσιά (η): Πύον (Itasl. Marcia).
Μαρτελίνα (η): Το σφυρί βαριοπούλα (Ital. Martellina).
Μαρτζαβί (το): Είδος σταφυλιού (Ital. Marzanimo).
Μαρτίγος (ο): Μεγάλο ιστιοφόρο.
Μαρτίνα (η): Νεαρή προβατίνα (του Μάρτη;;;;).
Μασιά (η): Τσιμπίδα για κάρβουνα.
Μασίνα (η): 1.Σίδερο σιδερώματος 2. Ξυλόσομπα. (Ital. Macchina =Μηχανή).
Μασκα (η): Τα πλάγια της πλώρης της βάρκας.
Μασκαράτα (η): Πομπή μεταμφιεσμένων αποκριάς (Ital. Mascherata).
Μασκαρίνα (η): Το δέρμα της εμπρόσθιας μεριάς του παπουτσιού. (Ital. Mascherina).
Μασκαρόνια (τα): Αγαλματίδια σε υπέρθυρα (Ital. Maschera=Προσωπίδα).
Μάσκιο η Μάσκουλο (το): Αρσενικό (Ital. Maschio).
Μάσκιο Φέμινο (το): Έκφραση που χρησιμοποιούσαν οι τεχνίτες για το αρσενικό και το θηλυκό κομμάτι . Επίσης την χρησιμοποιούσαν για το ερμαφρόδιτο ( Ital. Maschio – Femino).
Μασκιοφαίμενο (το): Κάτι που θηλυκώνει.
Μάσκουλο (το): Το σιδερένιο στήριγμα του παραθυρόφυλλου που μπαίνει στη θηλιά του τοίχου (Ital. Maschile=Αρσενικό).
Μάσκουλο (το): Μεντεσές πόρτας (Ven . Mascolo).
Μάστακας (ο): Ακρίδα (Αρχ. Μάσταξ).
Μαστελάδο (το): Βαρελίσιο κρασί βλ. (Ital. Mastello ).
Μαστελάκι (το): Μικρός ξύλινος κουβάς.
Μαστέλο (το): Ξύλινος κάδος για το πλύσιμο των ρούχων (Ital. Mastelo).
Μαστίτσιο (το): Συμπαγές (Ital. Massiccio).
Μαστίτσιο (το): Συμπαγές (Ven. Mssizzo,Ital. Massiccio).
Μαστραπάς (ο): Πήλινο ανθοδοχείο.
Μαστρέτσο (το): Κακομοίρης – ιδιότροπος – μίζερος
Ματαγκολίδα (η): Ευαίσθητο κλαρί που έχει ξαναθρέψει.
Ματασέρνω : Επανατοποθετώ σωστά τα κουνημένα κεραμίδια.
Ματέρια : Υλικό κατασκευής (Ital. Materia).
Ματίζω : Ενώνω.
Ματικάπι (το): Εργαλείο που έβγαζαν καρφιά . Επίσης έτσι έλεγαν και τον χειροκίνητο δράπανο.
Ματοφάης (ο): Εκμεταλλευτής (Αιματοφάης).
Μάτσα (η): Το βαρύ σφυρί – Η Βαριά. (Ital. Mazza).
Ματσακάνι (το): Κομμάτι σπασμένης πέτρας.(μάλλον έχει σχέση με το ματσακόνι –ένα εργαλείο σκαλίσματος της πέτρας.
Ματσάκανος (ο): Σκληρή και αιχμηρή πέτρα (Ital. Mazzetta = Σφυράκι σμιλευτών).
Ματσακόνι (το): Θραύσματα πέτρας πελεκημένης (Ital. Mazza=ρόπαλο, έτσι έλεγαν επίσης οι μαστόροι το βαρύ σφυρί , τη «βαριά».
Ματσέτα (η): Σφυράκι (Ital. Mazzetta).
Ματσέτο (το): Δεσμίδα , ματσάκι λουλουδιών.(Ital. Mazzetto).
Μάτσιαλα (τα): Θραύσματα.
Ματσίνι (το): Ματάκι.
Ματσόλα (η): Ξύλινο σφυρί (Ital. Mazzola).
Ματσούκα (η): Μπαστούνι.
Μαυλίζω : Σφυρίζω.
Μαυλίστρα (η): Σφυρίχτρα.
Μαυροκέφαλος (ο): Μικρό γκρι πουλί με μαύρο στίγμα στο κεφάλι.
Μεβάντα (η): Ποτό που φτιάχνεται από ζουμί βρασμένων χορταρικών και κρασί.
Μελαντόνα (η): Μία ράτσα σύκων.
Μελάτο (το): Γλυκό (Ital. Melato).
Μελιγγίτης (ο): Μηνιγγίτιδα.
Μελιγγόνι (το): Ράτσα μυρμηγκιού με «μελί» χρώμα.
Μελιγκόνι (το): Πλήθος .(Ital. Melipona=Είδος αγριομέλισσας).
Μελίζω : Ρίχνω τροφή για να μαζευτούν τα ψάρια (Παξοί).
Μελίκουκα (τα): Οι καρποί της μελικουκιάς ;;;;;.
Μελίκουκια (η) : Άγριο δένδρο του δάσους με μικρούς μαύρους καρπούς πολύ γλυκούς.
Μελιούνι (το): Πλήθος .(Ital. Millione=Εκατομύριο).
Μελισούδι (το): Τοποθεσία ανάμεσα στο Βαλανειό και τους Χωροπισκόπους. ( μέλι στις σούδες μτφ.το νερό).
Μελιχάνα (η): Είδος κοκοβιού.
Μελιχάνας (ο): Μεταφορικά ο ευκολόπιστος και ο αφελής που πέφτει στην παγίδα όπως το ψάρι μελιχάνα.
Μέμπρο (το): Μέλος συμβουλίου ευγενών. (Ital. Membro).
Μενούτο η μινούτο (το): Λεπτό της ώρας (Ital.Minuto).
Μεντάγια (η): Κόσμημα – Μενταγιόν (Ital.
Μενούτα (τα) Οι στιγμές του εκνευρισμού (Ital. Minuto).
Medaglione).
Μεντάρω : Μπαλώνω (Ital. Mendare).
Μέντζα (η): Μεσιτεία (Ital. Mezzano=Μεσίτης).
Μεντζα λούνα (η): Η μισοστρόγγυλη σιδεριά πάνω από τις πόρτες των παλιών σπιτιών.(Ιταλ. Mezza Luna= Μισοφέγγαρο).
Μεντζάνες (οι): Κορδέλες.
Μεντζανίνο (το): Ημιώροφος (Ital. Mezzanino).
Μεντζαρδίνι (το): Ισόγειο σπίτι (Ital. Mezzo giardino=Μισό κήπος).
Μεντζάστρα (η): Μεσίστια σημαία (Ital. Mezz’asta ).
Μέντζο (το): 1. Μεσολάβηση 2. Μισό 3. Μέσο (Ital. Mezzo).
Μεντζοκαπέλο (το): Ημίψηλο καπέλο εποχής.
Μεντζολούτο (το): Τα παραθυρόφυλλα μισόκλειστα λόγω πένθους (Ital. Mezzolutto).
Μεντζοπάσο (το): Παλιός παραδοσιακός χορός (Ital. Mezzopasso=μισό βήμα).
Μεντίδα (η): Γνώμη (Ital. Mente = Νους – πνεύμα ).
Μέριζα (η): Μαντίλι από την παραδοσιακή γυναικεία στολή που έδενε τις πλεξίδες των μαλλιών. Αλλά και ύφασμα .
Μεριτάρω : Έχω καταξιωθεί (Ital. Meritare).
Μέριτος (το): Χαρισματικός, αξιέπαινος (Ital. Merito).
Μερλάδο (το): Γαρνιρισμένο (Ital. Merlato).
Μέρλο (το): Γαρνίρισμα (Ital. Merlo).
Μερντιάνα (η): Το ηλιακό ρολόϊ πάνω από τις εξώπορτες των
Μεροβίγλι (το): Παρατηρητήριο (βλ. Βίγγλα).
Μεσάλα (η) Επίσημο τραπεζομάντιλο.
Μεσάλι (το): Τραπεζομάντιλο (Ital. Mensa = Τραπέζι φαγητού).
Μεσίσκλια (τα): Κακοτοπιά – γκρεμός.
Μεστουράρω : Η επιθυμητή κατάσταση (Ital. Mestrare = ανακατεύω αναμιγνύω).
Μεστουράρω : Ανακατεύω υγρά (Ital. Mescolare).
Μετζορονιό (το): Μεταίχμιο ( Mezzo=Μισό και Ρονιά η αυλακιά του χωραφιού).
Μετζοσόλα (η): Μισή σόλα στα παπούτσια που έβαζαν οι τσαγκάρηδες. (Ιταλ. Mezzo = Μισό ).
Μετζοστάτο (το): Μέση κατάσταση (Ital. Mezzo stato).
Μετζοφάρα (η): Μέση ηλικία .
Μέτορο (το): Πείραγμα.
Μέτρα (του Αγιού): Φυλακτό από κομμάτι της παντόφλας του Αγίου Σπυρίδωνος
Μη σιφτάκης : Μην προλάβεις (Ως κατάρα : « Μπα που να μην Σιφτάκης»).
Μηγάρις η Τιγάρις : Τι άλλο ; Διότι τι ; (αρχ. Τι γαρ).
Μήδα : Μήπως.
Μήλιγκας (ο): Μηνίγγι .
Μηλιώρα (η): Παρθένα.
Μηλοβαγιά (η): Φασκόμηλο.
Μηστηρίζω : Σηκώνω στον αέρα.
Μήχραμε : Μέχρι.(Λευκίμμη).
Μιά : (Έλα Μια) : Έλα λοιπόν.
Μιάτζιμιας : Μονομιάς.
Μιζούρα η Μιζούρι (η): Μέτρο γενικά (Ital. Misura).
Μιθουκούνι (το): Κομματάκι ψωμί.
Μίκια (τα): Φυτίλια εκρηκτικών (Ital. Miccia).
Μιλιγκόνια (τα): Αμέτρητα (Ital. Millione = εκατομμύριο).
Μιλιόρα (η): Σφαγείο (Ital. Migliaio).
Μιλιούνια (τα): Εκατομμύρια (Ital. Milione).
Μιλίτσια (τα): Εκατομμύρια.
Μίνα (η): Στοά (Ital. Mina).
Μιναρίτας (ο): Αυνανιζόμενος (Ital. Minorita =Ανηλικιότης).
Μινάρω : Αυνανίζομαι.
Μινινέλα (η): Αδύνατη Ντελικάτη (Ital. Minimo = Ελάχιστο).
Μινίστρος (ο): Πρεσβευτής (Ital. Ministro).
Μινούτο (το): Λεπτό της ώρας (Ital. Minuto).
Μιντζιβίρις (ο): Τσιγκούνης και μίζερος.
Μιράκολο (το): Θαύμα . (Ital. Miracolo).
Μίρμιλο (το): Πλήθος.
Μισαλέτρι (το): Ο αστερισμός του Ωρίωνα.
Μισέρ (ο): Κύριος (Fr. Monsieur).
Μισίαντζα (η): Ανακάτεμα (Ital. Mischiamento).
Μισκιάντζα (η): Ανάμεικτο ποτό – Κοκτέιλ (Ital. Miscellanea).
Μισομουσουροκόφινο (το): Το μισό σε όγκο μουσουροκόφινο.
Μισοσπορίτισα (η): Τα Εισόδια της Θεοτόκου – στη μέση της σποράς.
Μισοφούντι (το): Λωρίδα γης που χώριζε δύο χωράφια (Ital. Fonto =Βυθός).
Μισοφυτεψεία (η): Από κοινού γεωργική εκμετάλλευση.
Μιστρίζω : Ασπρίζω.
Μιτάρω : Μιμούμαι (Ital. Imitare).
Μιτζιβίρης (ο): Φιλάργυρος , μίζερος.
Μιτζίλι (το): Μικρό.
Μιτσίτσια (τα): Φιλίες.
Μνέει (δεν ): Δεν συμπαθεί.(Μεταφ).
Μνέει (δεν): Δεν φυσάει – έχει άπνοια.
Μνήστρα (η): Κόφτρια παπουτσιών.
Μόγα (η): Χωρίς βιασύνη (Με τη μόγα σου ).
Μόγανο (το): Μαόνι (Ital. Mogano).
Μόγανο (το): Ξύλο από μαόνι.
Μόδι (το): 1. Μονάδα όγκου 2. Έκταση καλλιεργούμενης γης επί Ενετών .
Μόδο (το): Μέσον, τρόπος (Ital. Modo).
Μοιράδι (το): Μερίδα – Μερτικό.
Μόλα (η): Κρίκος ρολογιού τσέπης που το συνέδεε με την αλυσίδα (Ital. Mola =Κυκλική τοποθέτηση –μυλόπετρα κλπ.).
Μολάρισε : Μαλάκωσε – Μούλιασε (Ital. Mollare).
Μολάρω : Απελευθερώνω – μαλακώνω (βλ. Μολαρισε).
Μολάρω η Αμολάρω : Ελευθερώνω , χαλαρώνω (Ital. Mollare).
Μολιφικάντε (το): Μαλακτικό (Ital. Mollificativo).
Μολιφικάρω : Ψευτοκολακεύω. (Ital. Moltiplicare).
Μόλλα (η): Ελατήριο (Ital. Molla).
Μόλος (ο): Το σημείο που δένουν τα πλοία στο λιμάνι (Ital. Molla = Πάλος δεσίματος).
Μομέντο (το): Λεπτό της ώρας (Ιταλ. Μomento).
Μόμολος : Ο γελοίος , εξευτελισμένος
Μομπαζίνα (η): Βαμβακερό ύφασμα (Ital. Bambagino).
Μόμπιλα (τα) Έπιπλα (Ital. Mobile).
Μονάτο (το) Σκέτο.
Μόνε : Μόνο που.
Μονέδα (η): Χρήμα (Ital. Moneta).
Μονοκλειδιά (η): ;;;;;
Μονολίθι (το): Ελαιουργείο με ένα μόνο , μεγάλο λιθάρι.
Μονομερίδα (η): Δηλητηριώδες φίδι που μπορεί να σκοτώσει σε μία μέρα.
Μονοτσίμπερος (ο): Ολομόναχος.
Μοντάρω (δεν ) : Δεν τολμώ.
Μόντε (το): Ενεχυροδανειστήριο (Ital. Monte –La pieta).
Μόντε ντι πιέτα (η): Ενεχυροδανειστήριο (Ital. Monte di pieta).
Μόντες (ο): Μπόγος – δέμα (Ital. Monte = Ποσότητα).
Μόντες (ο): Ενεχυροδανειστήριο (Ital. Monte di Pieta).
Μοντούρα (η): Στρατιωτική στολή (Ital. Montura).
Μόρα (η): Επιτιμητικά η σκουρόχρωμη και η ηλιοκαμένη γυναίκα (Ital. Mora = Αραπίνα).
Μοράδα (στην): Στη σειρά , το ένα μετά το άλλο. (Ital. Murare = Τοίχιση – Το ένα τούβλο μετά το άλλο ).
Μόρες και κατσίδες : Κατάρα (Μόρες και κατσίδες να σε φάνε ) Δηλ. Μαύροι και Κατσιδοκέφαλοι.
Μορέτα (η): Προσωπίδα (Ital. Moretta =Αραπίνα).
Μορογάρω : Καθυστερώ .(Ital. Mora gare ).
Μορόζος (ο) : Αγαπητικός ,).
Μορόπουλα (τα): Κολοκυθάκια (Παξοί).
Μόρος (ο): Αράπης (Ital. Moro=Μαυριτανός – σκουρόχρωμος ).
Μορούλα (η): Μαυρούλα γάτα (βλ. Μόρος).
Μοροφίντο (το): Ψευτότοιχος (Ital. Muro-Findo).
Μόρσα (η): Μέγγενη (Ital. Morsa).
Μορσέτο (το): Μικρή μέγγενη- σφικτήρας.
Μόρσο (το): Χαλινάρι (Ital. Morso =Δάγκωμα ).
Μορώνω : Μαραζώνω .
Μοσκέρα (η): Είδος φαναριού (Ital. Moscaiuola).
Μοσκεύω : Μουλιάζω .
Μοσκιά (η): Καθαρτικό από φύλλα τριαντάφυλλου(βλ. Μόσκιο.
Μοσκιέρα (η): Κρεμαστό κλουβί κουζίνας για την προστασία των τροφίμων από έντομα και τρωκτικά (Ital. Mosca = Μύγα).
Μόστερας (ο): Πράσινη μεγάλη σαύρα (Ital. Mostro = Τέρας).
Μοστερίτσα (η): Σαύρα. (Ital. Mostro = Τέρας – Τερατακι ;;;;;).
Μόστρα (η): Βιτρίνα μαγαζιού (Ital. Mostra ).
Μόστρα (η): Βιτρίνα (Ital. Mostra).
Μοστρίνα (η): Βιτρίνα (Ital. Mostrina).
Μόστρο (το): Τέρας (Ital. Mostro).
Μότα (τα): Μιμήσεις- Κοροϊδίες (Του κάνει τα μότα) (Ital. Motto= Aστεϊσμοί.
Μόττα η μάντσια (τα): Αστεισμοί-πειράγματα (Ital. Motta – Motteggio).
Μου πόνεσε : Λυπήθηκα.
Μούδα (η): Πλήρης ενδυμασία (Ital. Muta =Αλλαξιά ρούχων ).
Μουδάντες (ο): Σώβρακο (Ital. Mutaude).
Μουδουλάρω : Διαμορφώνω (Ital. Modellare).
Μουζέτο (το): Μάσκα αποκριάς (Ital. Muso- Museto = Μουτσούνα - Ρύγχος )
Μουζίνα (η): Κουμπαράς (Ital. Muzino = μουτράκι – που είχαν Οι παλιοί κουμπαράδες αντι του γουρουνόπουλου).
Μούζο (το): Μουσούδα (Ital. Muso).
Μούκιο (το): Μάτσο (Ital. Mucchio = Στοίβα).
Μούλα (η): Μουλάρι θηλυκό (Ital. Mula ).
Μούλες (οι): Παντόφλες.
Μουλί (το): Οισοφάγος .
Μουλί (το): Πιτιά.
Μουμούρης (ο): Υπηρέτης.
Μουνζούρι (το): Μονάδα μέτρησης όγκου.
Μουνολάσι (το): Η σύναξη των γυναικών επιτιμητικά.
Μουνολάχανο (το): Αγριόχορτο.
Μουντζούρι (το): Ενετικό μέτρο χωρητικότητας και έκτασης.
Μουντζούρι (το): Μεγάλο καλάθι για ελιές.
Μουντρούνα (η): Αγριολάχανο με αγκάθια.
Μουράγια (τα): Τα πέτρινα τοιχία της πόλης απέναντι από το βίδο (Ital. Muraglia).
Μουράλο (το): Δοκάρι (Ital. Murale = Τοίχιση).
Μουράλο (το): Ξύλινο δοκάρι πατώματος η ταβανιού (Ital. Murale).
Μούργα (η): Υγρό απόβλητο του ελαιοτριβείου.
Μουρδούλης (ο): Ακατάστατος .
Μουριόνι (το): Μουράγιο (Παξοί).
Μουριόνι (το): Εντοιχισμένη λίθινη κεφαλή για ξορκίσουν κάποια αρρώστια (Ven. Muriòne).
Μούρο Ματζόρε (ο) Εξωτερικός πέτρινος τοίχος σπιτιού (Ital. Muro maggiore).
Μούρο μαίστρο (το): Εξωτερικός τοίχος σπιτιού (Ven. Muro Maistro=Κύριος τοίχος).
Μούρος (ο): Καλορίζικος.
Μουρτζουλοφάσουλα (τα) Είδος φασολιών.
Μουσαριόλα (η): Φίμωτρο ζώων (Ital. Museruola).
Μουσγούδι (Έγινα) : Βράχηκα.
Μουσκετάρω : Τουφεκίζω (Ital. Moschettata).
Μούσκιο η Μόσκιο (το): Μούλιασμα (Ital. Moscio).
Μουσκολάχανο (το): Αγριολάχανο.
Μούσκουλο (το): Το πάχος του λαιμού.
Μουσούλια (η): Το άνοιγμα του ανδρικού παντελονιού.
Μουσουροκόφινο (το): Είδος καλαθιού.
Μουστίτσα (η): Το έντομο που μαζεύεται γύρω από το δοχείο που βράζει το κρασί. (Ital. Mosto = μούστος????).
Μουστρούκιο (το): Κακομούτσουνος.
Μούτα (η): Πηγαίνω σε απάνεμο μέρος (Ital. Muta = Aλλάζω).
Μουτεύω : Ξεπουπουλιάζω.
Μουτρίζω : Γέρνω προς τα μπρος.
Μούτρο (το): Παλιάνθρωπος.
Μουτρούνα (η): Αγριολάχανο.
Μούτωσε : Κούρνιασε.
Μπαγάγια (τα): Οι αποσκευές αλλά και μτφ.οί όρχεις (Ital. Bagagli).
Μπαγάλιο (το): Μπραγάνια (διάφορα μικρά ψάρια).
Μπαγιόκο (το): Τα «ψιλά» νομίσματα (Ital. Baiocco = Παλαιό Νόμισμα του Βατικανού).
Μπαγιονέτα (η): Ξιφολόγχη (Ital. Baionetta).
Μπαγκαλέτο (το): Λευκό δαντελένιο κουβερλί η τραπεζομάντιλο .
Μπαγκατέλα (η): Ευτελές αντικείμενο (Ital. Bagattela).
Μπαγκέτα (η): Εργαλείο-βέργα με το οποίο γέμιζαν τα παλιά τουφέκια που γέμιζαν από μπροστά (Εμπροστογιομή).
Μπαγκέτο (το): Συρτάρι (Ital. Banco=Σύρτις).
Μπαγκούλι (το): Σκαμνί.
Μπαγολίνα (η): Μπαστουνάκι κυρίου λεπτό (Ital. Bastolina).
Μπαγόρδα (η): Κραιπάλη – καλοφαγία –Όργιο (Ital. Bagordo).
Μπαγορδάντες (ο): Καλοφαγάς (βλ. Μπαγόρδα).
Μπαζίνα (η): Αλεύρι βρασμένο, καλαμποκένιο.
Μπαιλίζω : Μαραίνομαι.
Μπάκα (η): Κοιλιά .
Μπακαλαρόλαδο (το): Μουρουνέλαιο.
Μπακαλιάρος κουκουγέρους (ο): Μπακαλιάρος τηγανιτός με αλεύρι και αυγό.
Μπακατέλα (η): Μικροεργασία (Ital. Ven. Bagatella).
Μπακέτα (η): Ραβδί (Ital. Baghetta).
Μπακίνι (το): Μηχανισμός της λάμπας του πετρελαίου.
Μπακίρι (το): Πεπόνι οβάλ.
Μπάκοι (οι): Το ψάρι Παλαμίδα. (Αυτά που έχουν κόκκινο κρέας).
Μπακόλας (ο): Φλύαρος (Ital. Bagola).
Μπακοτίλιες (οι): Πράγματα.
Μπάλα (η): 1. Χάπι 2. Σφαίρα 3. Σφαιρίδιο ψηφοφορίας (Ital. Palla).
Μπάλα (η): Μεθύσι (Ital. Balla).
Μπαλαδόρος (ο): Χορευτής (Ital. Ballo =Χορός).
Μπαλάδος (ο): Μισότρελος ,περίγελος (Ital. Balata ).
Μπαλαντζάρω : Ταλαντεύομαι (Ital. Bilancia =Ζυγαριά).
Μπαλαούστρο (το): Κουπαστή κάγκελου. (Ital. Balaustrata = Kάγκελο).
Μπαλάφας (ο): Αγαθιάρης.
Μπαλέτες (οι): Καντρίλιες – Χορός (Ital. Balletto).
Μπαλί (το): Σφαίρα – μπαλίτσα – εμμονή (Ital. Palla).
Μπαλιγάρω : Θέτω κάποιον υπό τον έλεγχό μου. (Ιtal. Balicare).
Μπαλκονάδα (η): 1. Υπερώο θεάτρου 2.Σειρά μπαλκονιών3. Βιτρίνα (Ital. Balconata).
Μπαλντούμι (το): Λουρί αλόγου η γαιδάρου κάτω από την κοιλιά του ζώου.
Μπαλντούμι (το): Λουρί που πάει στην ουρά του γαιδάρου.
Μπαλόνι (το): Μπάλα .
Μπάλος (ο): Καυγάς μεταφορικά (Ital. Ballo = Xορός ).
Μπαλότα (τα): Δεμάτια σανού.
Μπαλοτίνια (τα): Μικρές πατάτες.
Μπαλοτίνος (ο): Ψηφοφόρος όταν ψήφιζαν με σφαιρίδια (Ital. Palla).
Μπαλότο (το): Δεμάτι σανού (Ital. Balla ).
Μπαλοτόντο (το): Καυγάς .(βλ. Μπάλος).
Μπαλτζαμάδος (ο): Βαλσαμωμένος.
Μπαλτούμι : Το πλατύ λουρί που έδενε το σαμάρι του γαιδάρου κάτω από την κοιλιά
Μπαλτουνάρω : Εξασθενώ.
Μπαλτσαμάρω : Βαλσαμώνω (Ital. Impalsamare).
Μπαμπάι (το): Τέρας.
Μπαμπάι (το): Έντομο.
Μπαμπακέλα (η): Το μπαμπάκι και το χιόνι.
Μπαμπακίτης (ο): Περονόσπορος .
Μπαμπαλαδόρος (ο): Σκουπιδιάρης.
Μπάμπαλο (το): Σκουπιδάκι .
Μπαμπαούνος (ο): Τερατόμορφος.
Μπαμπίνο (το): Μωρό (Ital. Bambino).
Μπαμπού (η): Τερατόμορφη.
Μπανγκαλέτο (το): Φάσα υφάσματος που κάλυπτε το κάτω μέρος του κρεβατιού. (Ital. Letto = κρεβάτι ).
Μπανιάδος (ο): Πλυμένος – Βρεγμένος (Ital. Baghato).
Μπανιομαρία : Τρόπος βρασίματος αυγών (Ital. Baghnomaria).
Μπανιός (ο): Μπούφος ( το πουλί).
Μπάνκα (η): Μπάνκος – Τράπεζα (Ital. Banca).
Μπανκάδα (η): Μακρόστενο τραπέζι εορτής. (Ital. Banco- Panca).
Μπανκιέρης (ο): Τραπεζίτης (βλ. Μπάνκα).
Μπανκουμίδι (το): Παντεσπάνι .
Μπάντα κι’άλλη : Έκφραση που σημαίνει : Διαμπερές (Ital. Da banda a banda).
Μπαντίδα : Κακιά. (βλ. Μπαντίδος).
Μπαντίδος (ο): Ληστής , παράνομος (Ital. Bandito).
Μπαντιέρα (η): Σημαία (Ital. Bandiera).
Μπαντουβάνα (η): Παχιά κότα (Ital. Baduvana???????).
Μπάντρα λάντρα Διαμπερές (Ven. Banda = Πλευρά – L’altra =η άλλη).
Μπαόρδες (οι): Δώρα.
Μπαουλίνα (η): Μπαστούνι.
Μπαρακοπούλι (το): Καλύβι (Ital. Baracca).
Μπαραχούζα (η): Μάλωμα – Άγριος καυγάς.
Μπαρκάρω : Φορτώνω σε πλοίο.
Μπαρλακιάζω : Τρελαίνομαι.
Μπαρλακίνο (το): Το φορείο που βγάζουν στη λιτανεία το σκήνωμα του Αγίου Σπυρίδωνα (Ital. Baldachino???????).
Μπαρμπαράλευρο (το): Καλαμποκάλευρο.
Μπαρμπαρέλα (η): Ψωμί από καλαμποκάλευρο (Ital. Barbarella Bararesco – μπαρμπαριά – καλαμπόκι = σιτάρι Μπαρμπαριάς = Αραβό-σιτος).
Μπαρμπαρόκιχλα(η): Είδος μεγαλόσωμης κίχλας.
Μπαρμπατσιόλα (η): Πετσέτα φαγητού (Ital. Barba = Γενειάδα).
Μπαρμπέτα (η): Μουσάκι (Ital. Barbetta).
Μπάροι (οι): Βράχια με φύκια στη Θάλασσα.
Μπαρουνιά (η): Μεγάλη ιδιοκτησία γης (Ital. Barrone).
Μπαρούνος (ο): Βαρόνος (Ital. Barone).
Μπαρουτιασμένος (ο): Έτοιμος να εκραγεί.
Μπαρούφα (η): Φασαρία – Καυγάς (Ital. Barrufa).
Μπαρουφάντες (ο): Αερολόγος. (Ital. Barrufa).
Μπαρτζάνα (η): Βολάν φουστανιού .
Μπαρτζαριό (το): Τυροκομείο. (Ital. Maggaiaio).
Μπαρτίδα (η): Μερίδα – Κομμάτι (Ital. Partito).
Μπαρτσελέτα (η): Αστείο (Ital. Barzelletta).
Μπαρτσουλάρω : Τρελαίνομαι (Ital. Impazzare).
Μπασιά (η): Είσοδος σε κτήμα.
Μπάστα : Φτάνει (Ital. Basta).
Μπαστακουνάδος (ο): Όρθιος.
Μπαστακούνι (το): Ορθοστασία .
Μπαστιμέντο (το): Πλοίο (Ital. Bastimento).
Μπαστιόνι (το): Προμαχώνας (Ven. Bastiòn).
Μπατάγια (η): Ναυμαχία – Μάχη (Ital. Battaglia).
Μπατάρω : Αναποδογυρίζω (βλ. Αλιμπαρτάρω).
Μπατάρω : Συνυπολογίζω .
Μπατέλο (το): Μικρό πλοιάριο. (Ιταλ. Battelo).
Μπάτι του : Δως του .
Μπατιδούρο (το): Ρόπτρο (Ital. Battitoio).
Μπατιδούρος (ο): Ρόπτρο , Μεταλλικό περίτεχνο εξάρτημα για το χτύπημα της πόρτας (Ital. Battitore).
Μπατικάδο (το): Το ένα πάνω στο άλλο –συνεχόμενα.
Μπατικόρε (η): Ανησυχία (Ital. Batticuore=Χτυποκάρδι).
Μπατικούνι (το): Στάσιμος - Όρθιος.
Μπατίμπαλος (ο): Εργαλείο για μπήξιμο πασσάλων.
Μπατίνα (η): Βερνίκι παπουτσιών.
Μπατούδα (η): Πατούρα – μουσική φράση (Ital. Battuta).
Μπατούδα (η): Εγκοπή στα πλάγια κατασκευής (Ven. Batùa).
Μπατουνάδα (η): Μουσικό κομμάτι για μικρή ορχήστρα.
Μπατσάρομαι Παιχνίδι τράπουλας (Ital. Bazzica).
Μπατσολάδος (ο): Τρελός (Ital. Impazzire).
Μπαφάδα (η): Άσχημη μυρωδιά.
Μπαφούτης (ο): Μουστακαλής (Ital. Baffuto).
Μπάχλα (η): Διάλυση (Μπάχαλο;;;;).
Μπεβάντα (η): Κρασί ανακατεμένο με νερό (Ital. Bevanda = Ποτό ).
Μπέβος (ο): Πότης (Ital. Bevo).
Μπεζαμόντε ;; Φαγώσιμο;;;;
Μπεκανότο (το): Είδος μικρόσωμης μπεκάτσας. (Ital. Becco = Ράμφος).
Μπελάντζα (η): Μεγάλη ζυγαριά. (Ital. Bilancia).
Μπελαντζί (το): Μικρή ζυγαριά (βλ. Μπελάντζα).
Μπελάντζο (το): Ταλάντευση (βλ. Μπελάντζα).
Μπελβεντέρε (το): Δωμάτιο σοφίτας (Ital. Belvedere = ωραία θέα).
Μπελβεντέρε (το): Δωμάτιο με θέα (Ital. Belvedere).
Μπελένζια (η): Ομορφιά (Ital. Bellezza).
Μπελέχα (η): Έντονος βήχας.
Μπέλο (το): Κάλο – όμορφο (Ital. Bello).
Μπεμπές (ο): Κοκαλάκι για τα μαλλιά.
Μπένε : Καλά. (Ιταλ. Bene).
Μπενεστάντες (ο): Πλούσιος (Ital. Benestante).
Μπενεφίκιο (το): Ευεργέτημα (Ιtal. Beneficio).
Μπεράρια (η): Ισοπεδωμένο μέρος , πατημένο.
Μπερδές (ο): Γλέντι . (Παξοί).
Μπερέτα (η): Μπερές .
Μπερετόνι (το): Καπέλο (Ital. Berrettone).
Μπερκέτι (το): Πολύ.
Μπερκετουλής (ο): Κουβαρδάς.
Μπέρμπι (το): Γεμάτο . (Παξοί).
Μπέρτα (η): Φάρσα (Ital. Berta).
Μπερτουέλα (η): Μεντεσές (Ven. Bertoèla).
Μπήζα (η): Πνευμονικό - Άσθμα.
Μπητάδος (ο): Πυκνός .
Μπηχτοκέφαλα : Με σκυφτό κεφάλι.
Μπιάνκο . Άσπρο γενικά , αλλά έτσι λέγεται και ένας τρόπος μαγειρέματος των ψαριών κυρίως, με άσπρη σάλτσα.(Ιταλ. Bianco).
Μπιάτο (το) Πύον.
Μπίγα (η): Γάντζος γερανού.
Μπιδολότο (το): Ύπνος.(βλ μπιζολότο).
Μπίζα (η): Άσμα.
Μπιζάρω : Ξεσηκώνω κάποιον.
Μπίζης (ο): Μπιζέλι ή Αρακάς.
Μπίζι (το): Μπιζέλι –αρακάς (Ital.Pisello).
Μπιζιλότο (το): Υπνάκος (Ital. Pisolo-Pisolino).
Μπικερίνι (το): Ποτηράκι (Ital. Bicchierino).
Μπικικίνι (το): Παλιό ευτελές νόμισμα (δεκάρα).
Μπιλιέτο (το): Σημείωμα (Ital. Biglieto).
Μπιμπιλώνω : Μεντάρω .
Μπιρμπιτσιόλα (η): Παιδικό παιχνίδι - Τα παιδιά κάθονταν στο πεζούλι και ένα παιδί μετρούσε τα γόνατα στα ιταλικά , σταμάταγε σε κάποιο νούμερο και το πόδι εκείνο έπρεπε να μαζευτεί , όποιος μάζευε και τα δύο του πόδια έβγαινε από το παιχνίδι.
Μπίρμπος (ο): Κατεργάρης (Ital. Birba = Κατεργαριά).
Μπιρόντολο (το): Γέμισμα πολυθρόνας;;;
Μπισκάτσα (η): Λέσχη χαρτοπαιξίας (Ital. Biscazza).
Μπισμπίλια (τα): Ιδέες υποψίες (Ital. Bisbiglio=Ψίθυρος).
Μπισνόνα : Προγιαγιά . Μπισνόνο - Προπάππους (Ιταλ. Bisnona ).
Μπιστικός (ο): Εργάτης βοσκός ή αυτός που είναι γενικά στην υπηρεσία κάποιου
Μπιστιού (το): Επί πιστώσει.
Μπιτάδα (τα): Πυκνά
Μπιτάδος (ο): Γεμάτος , πυκνός. (Ital. Pinato ).
Μπιτάδος (ο): Πυκνός – σφιχτό δέσιμο (Ital. Abbitare = Τυλίγω το σχοινί στον κάβο και το δένω).
Μπιτσάρος (ο): Ιδιότροπος (Ital. Bizzaro).
Μπιτσικλέτα (η): Μοτοσυκλέτα.
Μπιφιστίκι (το): Διαλεκτό κομμάτι μοσχαρίσιου κρέατος (Αγγλ.Beef Steak).
Μπλάθρης (ο) Κατάπλασμα.
Μπλάθρης (ο): Κατάπλασμα.
Μπλακάρω : Μπλοκάρω.
Μπλάστρης (ο): Ξύλινο εργαλείο της κουζίνας σαν αυτό που ανοίγουν φύλλο.
Μπλαστρώνω : Πλάθω- Ζουλάω .
Μπληγούρι (το): Διάφορα όσπρια μαγειρεμένα.
Μπλητσούνι (το): Αμπάρα σιδερένια για το κλείδωμα της πόρτας.
Μπογιάρω Πειράζω κάποιον (Ital.Bocciatura=Αποδοκιμασία.)
Μπόγολο (το): Την έπεισε – την κατάφερε- την «έριξε».
Μπόζα (η): Πόζα (Ital. Posa).
Μποζολούτο (το): Υπνάκος (Ital. Bossolotto =Κουτί ταχυδακτυλουργού ).
Μποζοντούρο (το): Σοβαρότητα-σκληράδα.
Μποζοντούρος (ο): Μουτρωμένος (Ital. Musoduro).
Μπόζος (ο): Χονδρός.
Μπόκα και λίγκουα : Έκφραση που αναφέρεται στον πολυλογά και τον αθυρόστομο(Ital. Bocca=Στόμα – Lingua=Γλώσσα).
Μποκές (ο) : Ανθοδέσμη .(Ιταλ. Boccia ). (Fr. Bouguette).
Μποκέτα (η): Στόμιο οχετού (Ven. Bochèta-Ital. Bocchetta).
Μποκίνι (το): Επιστόμιο (Ital. Bocchino).
Μπόκολα (η): Σκουλαρίκι κρίκος – σγουρά μαλλιά (Ital. Boccola).
Μποκολέτα (η): Σκουλαρίκι. (Ιταλ. Buccola).
Μπόκολο (το): Γυναικείο χτένισμα με γυριστά τα μαλλιά στους κροτάφους (Ital. Boccolo).
Μπολέτα η Μπουγιάτα (η): Μία τεχνική για παραγωγή ξυλοκάρβουνου . (Ital. Bollita = Βράσιμο).
Μπόλια (η): Γυναικείο μαντίλι της παραδοσιακής γυναικείας (Ital. Boglio;). στολής . Επίσης έτσι ονομάζεται και η πετσέτα προσώπου στους Παξούς.
Μπολοκιός (ο) Δοχείο λαδιού.
Μπολσέτα (τα): Μανικέτια (Ital. Polsino).
Μπόλτζος (ο): Σφυγμός(ital. Polso).
Μπομπάδο (το): Φουσκωμένος τοίχος από υγρασία (Ven. Imbombà).
Μπομπαρδάρης (ο): Το κανόνι.
Μπομπαρδαριό (το): Επίπεδο μέρος πάνω σε φρούρια η σε υψώματα που
Μπόμπολας (ο): Σαλιγκάρι.
Μπομπόλι (το): Ένα μόνο φασόλι , φακή , ρεβίθι κλπ.
Μπομπόλια (τα): Μπαλίτσες.
Μπομπόλοι (οι): Σφαιρίδια , σαλίγγαροι.
Μπόμπος (ο): Κάποιος που μιλάει μόνος του (Ital. Bombo = Βόμβος).
Μποναγράτσια (η): Κουρτινόξυλο (Ven. Bonagrazìa).
Μπονιφικάρω : Βελτιώνω (Ital. Bonifica).
Μπονιφικατσιόνα (η): Βελτίωση (Ital. Bonificazione).
Μπονόρα : Νωρίς, “Θα βρεθούμε αμπονόρα μες τσί έξι ώρες”.(Ital. Buon’ora).
Μπόντζος (ο): Βεράντα με εξωτερική σκάλα και αποθήκη από κάτω που έχουν οι μονοκατοικίες με βενετσιάνικη αρχιτεκτονική .(ven. pozo)
Μπονφεστίδος (ο): Γιορτινός , στολισμένος (Ital. Buon –Festino).
Μπόργος (ο): Προάστιο (Ital. ,Ven. Borgo).
Μπόρδολοι (οι): Βαριά χονδροκομμένα παπούτσια.
Μπορτάδα (η): Αξία. ;;;
Μπόρτζα (η) : Δυνατό κρυολόγημα.
Μπορτζάδα (η): Η κακιά ώρα.;;;;;
Μπόρτζο : Αρρώστια.
Μπόρτζος (ο): Σφυγμός (Ital. Polso).
Μπορτσούνι (το): Μεταλλικό έλασμα κλειδαριάς (Ital. Borchia).
Μποσκάτα (η): Ελαφρύ δέσιμο του μαντηλιού στο λαιμό (Μπόσικο)
Μποσκέτο (το): Κήπος.(Ιταλ. Boschetto).
Μπόσκο (το): Μπόσικο – Χαλαρό.
Μπότα (η): Βαθούλωμα πληγής η χτυπήματος (Ital. Botta).
Μποτέγα (η): Κατάστημα (Ven. Botèga, Ital. Bottega).
Μπότζα (η): Μεγάλη μπουκάλα κρασιού (Ital. Boccia).
Μπότζος (ο): Εξώστης σπιτιού βενετσιάνικης αρχιτεκτονικής(Ital. Bozza= πέτρα που εξέχει από τοίχο).
Μποτήλια (η): Μπουκάλα. (Botiglia).
Μποτηλιάδο Εμφιαλωμένο.
Μποτήρι (το): Σταμνί.
Μπότης (ο): Πήλινο δοχείο με χερούλια για την μεταφορά του νερού (Ital. Botte= Βαρέλι – πιθάρι).
Μποτιέρος (ο): Κατασκευαστής ντεπόζιτων μεταλλικών .
Μποτίλια (η): Μπουκάλα (Ital. Botiglia).
Μποτιρόλατα (η): Δοχείο για την μεταφορά γάλακτος στον ώμο .
Μπότο (το): Μεγάλο λαμαρινένιο δοχείο.
Μποτσί (το): Το μικρό μπουκαλάκι.
Μποτσόνα (η): Μεγάλη μπουκάλα.
Μποτσόνι (το): Γυάλινη κανάτα τραπεζιού (Ital. Boccione).
Μποτσοπούλι (το): Μικρή μπουκάλα.
Μπούας (ο): Μεγαλόσωμο βόδι (Ital. Bue – Bove = Βόδι )
Μπουγάζι (το) : Κουφόβραση.
Μπουγαρίνι (το): Αναρριχόμενο φυτό με λουλουδάκια σαν του γιασεμιού.
Μπουγαρίνι (το): Αναρριχόμενο λουλούδι σαν το γιασεμί .
Μπουγασί (το): Πορφυρό.
Μπούγελος(ο): Κουβάς ( Λευκίμμη-μέση).
Μπουγιάδος (ο): Θυμωμένος (Έχει φουσκώσει από το βράσιμο).
Μπουγιάρω : Βράζω (ven bogio).
Μπουγιάτα (η): Καζάνι που βράζει – Καμίνι για κάρβουνα (ven bogiata) .
Μπούγιο (το): Βράσιμο (ven Bògio ).
Μπούγιο (το): Σαματάς.
Μπουέλο (το): Κουβάς.
Μπουζέτα (τα): Κρίκοι μεταλλικοί στις τρύπες των κορδονιών στα παπούτσια.
Μπούζος (ο): Αυλάκι με βρωμόνερα.
Μπούζος (ο): Άνοιγμα υπονόμου-καπάκι.
Μπούκα (η): Γενικά το στόμιο (Ital. Bocca=Στόμα).
Μπούκα (η): Η πόρτα του φούρνου που ψηνόταν το ψωμί.(Ital.
Μπούκα (η): Στόμιο , εκβολή ποταμού (Ital. Bocca , Ven. Boca).
Μπουκα φέρμα : Εκφραση πουσημαίνει : Με κλειστό στόμα . Την χρησιμοποιούσαν οι μαέστροι της χορωδίας όταν έπρεπε οι χορωδοί να τραγουδούν μουρμουρητά. (Ital. Bocca=Στόμα , Fermare= Κλειστό – Σταματώ).
Μπούκα φράνκο : Έκφραση που σημαίνει αδιέξοδο (Ital. Buca= Τρύπα – Franco=Ατελής , χωρίς έξοδο).
Μπουκαλέτο (το): Κανάτα (Boccaletto).
Μπουκαλίνα (η): Γυάλινο μπουκάλι τραπεζιού (Ital. Buccalina).
Μπουκαρίζω : Κλείνω με λάσπη τρύπες στον τοίχο.
Μπουκαριόλι (το): Μικρή πορτούλα για να αερίζεται ο φούρνος.
Μπουκαριώλι (το): Η τρύπα από όπου έμπαινε αέρας στο φούρνο.
Μπουκάρω : Γεμίζω με σοβατολάσπη τις τρύπες ανάμεσα στις πέτρες του τοίχου. (Ital. Sbucare).
Μπουκουβάλα (η): Ψωμί βουτηγμένο στο κατωλαύρι.
Μπουκούνι (το): Κομμάτι ψωμί.
Μπουκούνια (τα): Κομμάτια.
Μπουκουνιάζω : Κομματιάζω.
Μπουλάκα (η): Χωρίστρα μαλλιών.
Μπουλαντζές (ο): Χτένισμα μαλλιών.
Μπουλέτα (η): Πιπίλα.
Μπουλετί (το): Γραπτό μήνυμα –Φακελάκι (Ital. Biglietto=Εισιτήριο).
Μπουλετί Η μπιλιέτο (το): Το λαχείο και το σημείωμα και το εισιτήριο (Ital. Biglietto).
Μπούλια (η): Αναβλύζοντα νερά (Ital. Bulicare=Αναβλύζω).
Μπουλούκι (το): Ομάδα εργατριών γης.
Μπούμπουλας (ο): Μεγάλο μαύρο έντομο του αγρού.
Μπουμπούλι (το): Ζωύφιο.
Μπουμπούλοι (οι): Το ψάρι Καπόνι (Μία Ράτσα).
Μπούνια (η): Φάσα στην άκρη του ρούχου. (Ital. Bugna=Σκαλιστή πέτρινη Μπορντούρα).
Μπούνια (η): Λαξευμένη πέτρα πλαισίου (Ven. Bugna).
Μπούνια (τα): Οι τρύπες της βάρκας στην κουβέρτα για να φεύγουν τα νερά .
Μπουντούνι (το): Είδος αλλαντικού φτιαγμένο από αίμα χοιρινού σε έντερο και με προσθήκη καρυκευμάτων (Ital. Budellone = Έντερο).
Μπουραλίζω : Παιχνιδίζω (Ital. Burla ).
Μπουρανέλος (ο): Ο κακός ψαράς (Ital. Buratto = To κοσκίνισμα Η σκαρταδούρα που μένει ).
Μπουράσκα (η): Θύελλα (Ital. Burrasca).
Μπουράτο (το): Πασπαλισμένο με ζάχαρη άχνη (Ital. Bura-ttura =Κοσκίνισμα).
Μπουρδέτο (το): Τοπικό φαγητό ( Κοκκίνιστα μαγειρευτά ψάρια Με κόκκινο πιπέρι).
Μπούρδινη (η): Παρδαλή – πολύχρωμη.
Μπούρδινο (το) Είδος φτηνού υφάσματος.
Μπουρδούγιο (το) : Ακαταστασία.
Μπουρδουλεύω : Ανακατεύω. (βλ. Μπουρδούλιο).
Μπουρδούλιο (το): Γελοιοποίηση.
Μπουρδουμπάτσες (οι): Φαγητό σαν το Μπριάμ.
Μπουρέλι (το): Μικρό μεταλλικό ντεπόζιτο.
Μπουρθήκα (η): Το άνοιγμα του ανδρικού παντελονιού.
Μπούρικος (ο): Παχύς άνθρωπος (Ital. Burro=Βούτηρο)
Μπουρίνια (τα): Νεύρα . Μεταφ. Μπουρίνι, βροχερός καιρός που προκαλεί κακοκεφιά.
Μπουρλίνια (τα): Βλ. Βουρλίνια.
Μπούρλος (ο): Η χονδρή κοιλιά.
Μπουρμπουλός (ο): Μεσημεριανός υπνάκος (βλ. και μπιζόλος).
Μπουρνέλες (oi) Κορόμηλα.
Μπουρντούνι (το) βλ. μπουντουνι)
Μπουρούκι (το): Μικρό μπρίκι
Μπούρου-μπούρου : Μανέστρα νερόβραστη.
Μπούρσα (η): Η τσέπη του παντελονιού-τα λεφτά (Ιταλ. Borsa).
Μπουρσί (το): Το μέρος του τζακιού όπου ανάβουμε την φωτιά.
Μπουσάκιασε : Φούσκωσε –έβγαλε φουσκάλες.
Μπουσαριόλος (ο): Κλέφτης πορτοφολάς (Ital. Borsaiuolo).
Μπούσουλα (η): Δεύτερη εξωτερική πόρτα για το κρύο και τον αέρα σε εκκλησίες και άλλα κτήρια (Ven. Bùssola).
Μπούσουλας (ο): Πυξίδα (Ital. Bussola).
Μπουσουλέτο (το): Σύντομος ύπνος
Μπουσουλιά (η): Το άνοιγμα του ανδρικού παντελονιού.
Μπουστίνα (η): Γυναικείο ρούχο σαν γιλέκο-Στηθόδεσμος. (Ital. Bustina).
Μπούστος (ο): Κορσές (Ital. Busto).
Μπούστος (ο): Σκελετός γυαλιών.
Μπουστρόβλιακος (ο): Απρόσεκτος.
Μπουτελάντες (ο): Έμπορος λαδιού – Ιδιοκτήτης μπουτελιού (Ital. Utello =Δοχείο λαδιού ).
Μπουτελί (το): Κατάστημα συγκέντρωσης ελαιολάδου (Ital. Uttelo = Δοχείο λαδιού;;;;;)
Μπουτιέρος (ο): Βαρελοποιός (Ital. Botaio).
Μπουτούνι (το): Χάρτινη τάπα εμπροσθογεμούς όπλου (Ital. Bottone=Κουμπί).
Μπουτουνιέρα (η): Κούμπωμα ανδρικού παντελονιού.(Ital. Bottoniera).
Μπουτσάρα (η): Τιποτένια
Μπουτσούνι (το): Κομματάκι.
Μπουτσούνια (τα): Κομματάκια .
Μπούφα (η): Φάρσα – κωμικό επεισόδιο (Ital. Buffa).
Μπούφος (ο): Μεγάλο αρπακτικό πουλί.
Μπουχνί (το): Σακούλα που έβαζαν στο μαστό της κατσίκας για να μην μπορούν τα κατσικάκια να πιούν το γάλα.
Μπόχα (η): Απόχη.
Μπόχιλας (ο): Αγριολάχανο.
Μποχός (ο): Σκόνη.
Μποχός η μπουχός (ο): Σκόνη στο αέρα.
Μπραγάνια (τα): Διάφορα αφρόψαρα (Ital. Bragozzo =Είδος ψαροκάικου ).
Μπραέσα (η) Ανδρικό παντελόνι (Ital. Brachesse=Βράκα )
Μπράνκες (οι): Μικρές πρόκες του τσαγκάρη. (Ital. Branca = Νύχι λεπτό και μυτερό όρνιου η αρπακτικού ζώου). Μάρκα από ιταλικές πρόκες που χρησιμοποιούσαν
Μπρατσάνα (η): Μπατζάκι, ρεβέρ (Ital. Bracca).
Μπρατσάντε (αλά) : Αγκαζέ (Ιταλ. Bratcceto).
Μπρατσέρα (η): Γρήγορο πλοίο με δυο ιστούς (Ital. Bracchiere= Καταδιωκτικό).
Μπρατσέρι (το): Κηλεπίδεσμος (Ital. Brachiere).
Μπράτσο (το): Χέρι αλλά και μέτρο μήκους (Ital. Braccio).
Μπρατσολές (ο): Βραχιόλι.
Μπρατσολέτα (η): Βραχιόλι. (Ιταλ. Braccialetto).
Μπρεβάριο (το): Διαθήκη προφορική .(Ital. Breviario= Ευχολόγιο).
Μπρετέλες (οι): Τιράντες (Ital. Bretella).
Μπρίγκα (η): Βήχας (Ital. Briga =Σκοτούρα, μπελάς).
Μπρίλια (η): Χαλινάρι , παρωπίδα (Ital. Sbrigliare =χαλιναγωγώ).
Μπρίλιες (οι): Παρωπίδες αλόγου (Ital. Briglia=Χαλινάρι).
Μπρίο (το): Ζωντάνια (Ital. Brio).
Μπριόζος (ο): Ζωηρός .
Μπρίσκουλα (η): Χαρτοπαίγνιο (Ital. Briscola).
Μπριστουλί (το): Εργαλείο για το ψήσιμο των κόκκων του καφέ.
Μπριχού : Πρίν .
Μπρόγια (η): Κοροιδία (Ital. Rimbrovero).
Μπρόγια (τα): Τεχνάσματα. (Ital. Broglia = Μηχανορραφίες).
Μπρόγιο : Εμπαιγμός, ανταγωνισμός «αυτήν την μπρογιάρανε» (Ιταλ. Rimproccio).
Μπροίο η Μπρόγιο (το): Συναγωνισμός.
Μπρόκα (η): Κανάτα νιπτήρα (Ital. Broca =Στάμνα).
Μπροκάδο (το): Ύφασμα πολυτελείας – Μπροκάρ (Ital. Broccato = Στόφα).
Μπρόκολο (το): Κωλομέρι.
Μπροστέλα (η) : Η ποδιά που έβαζαν οι νοικοκυρές όταν έπλεναν τα πιάτα αλλά και σε άλλες δουλειές του σπιτιού.(ετσι την έλεγαν στη Λευκίμμη). Στα χωριά του βορρά την έλεγαν μπροστομούνι).
Μπροστουλί (το): Ποδιά κουζίνας.
Μπροστοφούρνι (το): Το ψωμί που μπαίνει τελευταίο στο φούρνο.
Μπρούμο (το): Μαλάγρα (Φαί για να προσελκύσουν οι ψαράδες Τα ψάρια.
Μπρουσκέτα (η): Ψωμί βρεγμένο με ντομάτα τυρί και ρίγανη ως πρόχειρο κολατσιό για τα παιδιά. (Ital. Bruschetta).
Μπρουστουλί (το): Καβουρδιστήρι.
Μπρούτος (ο) : Αντικοινωνικός , δύστροπος,κακός (Ιταλ. Bruto : Κτήνος , θηρίο, θηριώδης).
Μπρουτσουλάνα (η): Πορσελάνη (Ven. Pocelàna, Ital. Porcellana).
Μυγδάλι (το): Η σινιώτικη πέτρα .
Μυζήτας (ο): Αυτός που ρουφάει.
Μυζηχτό: Ρουφηχτό.
Μυζώ : Ρουφώ.
Μύκανας (ο): Μανιτάρι (Μύκητας;;).
Μυλάυλακο (το): Το αυλάκι που οδηγούσε το νερό στον νερόμυλο.
Μυρτιά (η): Μυρσίνη.
Μυρωδίτας (ο): Είδος μεγάλου μανιταριού .
Ν-Ρ
Ν
Νάγα : Ούτε.
Ναντσιόνα (η): Εθνικότητα – φυλή (Ital. Nazione).
Νάπα (η): Το πάνω κωνικό μέρος του τζακιού που οδηγεί στην καμινάδα (Ven. Napa).
Νάτολα (η): Μικρός ξύλινος κατοικήσιμος χώρος σε ταράτσα (Ven. Nàtole).
Νάτολα (η): Προεξοχή με παράθυρο από τα κεραμίδια της σοφίτας.;;;;
Νάτολες (οι): Αποθήκες σε σοφίτα. ;;;;
Νεγότσια (η): Νέα επιχείρηση;;;;
Νεγοτσιάρω : Εμπορεύομαι (Ital. Negoziare).
Νεγότζιο (το) Συμφωνία, ξεκαθάρισμα (Ital. Negozio=κατάστημα).
Νεγότσιο (το): Εμπορικό κατάστημα - δοσοληψία(Ital. Negozio).
Νεγότσιος (ο): Εμπορικός (Ital. Negozio).
Νεκραμάρα (η): Απονέκρωση.
Νεκριασμένο (το): Βαριά κατάρα (Νεκρό).
Νεκρικάτα (τα): Νεκρώσιμα.
Νεραιδικό (το): Νεράιδα.
Νεροκονίδα (η): Χιονίστρα.
Νεροκουταλίδες (οι): Γυρίνοι (Τα νεογέννητα βατράχια , σε σχήμα κουταλιού , πριν μεταμορφωθούν σε βάτραχους.
Νερομπλούτσι (το): Φαγητό με πολύ νερό , περισσότερο από το κανονικό.
Νέσπολα (η): Μούσμουλο (Ital. Nespola).
Νετέρνω : Τελειώνω (Ital. Netare= Kαθαρίζω).
Νέτο (το): Καθαρό (Ital. Netto).
Νευρίδα (η): Νευρόπονος.
Νιάκαρα (η) Φυσαρμόνικα.
Νιάκαρη (η): Υπερηφάνεια.
Νιαμάς (ο): Μασκαράς- Μασκοφόρος.
Νιάνκα : Ούτε, ούτε καν (Ital. Neanche).
Νιατίζω : Δίνω.
Νιβέλο (το): Το αλφάδι – Η στάθμη (Ιταλ. Livello).
Νίβομαι : Πλένω το πρόσωπό μου.
Νιέντε : Τίποτα (Ital. Niente).
Νίνια (η): Νάζι , πονηρός μορφασμός (Ital. ghinare = γελώ πονηρά).
Νιοκατσέντε : Όλα εν τάξει.
Νιόκος (ο): Χαζούλης .
Νιοράντες(ο):Ο επιδειξιομανής .(Ital. Ignorante=Aμαθής).
Νιοραντιά (η): Επιδειξιομανία – Επιδεικτική συμπεριφορά (Ital. Ighoranza= Αμάθεια ,αγραμματοσύνη , κακή ανατροφή).
Νιοραντιές (οι): Οι επιδείξεις ενός δήθεν σπουδαίου.
Νόβερος (ο): =Νούμερο;;;;;; Novero
Νοβιτά (η): Ο νεωτερισμός , το νέο (Ital. Novita).
Νοβιτά (τα): Ειδήσεις (Ital. Novita).
Νογάς (δεν): Δεν καταλαβαίνεις.
Νογάω Καταλαβαίνω.
Νοδάρος (ο): Συμβολαιογράφος – Γραφέας (Ital. Notaio).
Νόθα (η): Μούχλα.
Νοθίλιας : Μυρωδιά μούχλας.
Νόμι (το): Το μικρό όνομα .
Νομπιλε (ο): Ανώτερος /η . (Ιταλ. Nobile ).
Νομπιλιτά (η): Η αριστοκρατία (Ital. Nobilita ).
Νόμπιλος (ο): Ευγενής (Ital. Nobile).
Νόνα (η): Βαθύς ύπνος (Ital. Nona = 1. Η ενάτη ώρα των Ρωμαίων ).
Νόνα (η): Γιαγιά (Ital. Nonna).
Νόνος (ο): Παππούς (Ital. Nonno).
Νόντσολος η όντσολος (ο): Νεωκόρος.
Νότα (η): Έγγραφη υπόμνηση (Nota).
Νοταριάς (ο): Συμβολαιογράφος.
Νότισε : Μούσκεψε – Έβγαλε υγρασία ( Νοτιάς υγρός καιρός).
Νότσινος (ο): Καρυδένιος (Ital. Noci = Ξύλο καρυδιάς).
Νουμεράρω : Αριθμώ (Ital. Numerare).
Νούμπουλες(οι): Κορόμηλα.
Νούμπουλο (το): Κερκυραικό αλλαντικό.
Νούντσιος (ο): Αντιπρόσωπος – Αγγελιοφόρος . (Ital. Nunzio).
Νοφαίτης (ο): Μεσοτοιχία.
Νταβάς (ο): Πήλινο τσουκάλι.
Νταβούλι (το): Μικρό πήλινο σκεύος μαγειρικής.
Νταϊέλα : Τα ίδια.
Ντακάπο : Απ’την αρχή (Ital. Daccapo).
Ντάκοι (οι): Μεγάλα κομμάτια .
Ντακόρδου : Σύμφωνοι.
Νταλε κουάλε : Παρόμοιο – Ίδιο με κάποιο άλλο.
Νταλίριο (το): Ανατριχίλες (Ital. Delirio= Παραλήρημα)
Νταλπάρου : Πέσαμε πρόσωπο με πρόσωπο (Πέσαμε Νταλπάρου).
Ντάνα και ιντερέσο : Έκφραση που σημαίνει : Ζημιές και Κέρδη (Danaro =Χρήμα Interesse = Υπόθεση).
Ντανάρι (το): Το καρό της τράπουλας (Ital. Denaro).
Νταραβέρι (το): Δοσοληψία (Ital. Dare avere).
Ντάσι (το): Το κριάρι - μτφ. Ο Κερατάς.
Ντάσκα (η): Δερμάτινη σάκα (Ital. Tasca).
Ντασκέτο (το): Μικρό δερμάτινο τσαντάκι (Ital. Tascetto).
Ντέησε : Κάνε γρήγορα.
Ντεκότο (το): Ρόφημα (Ital. Decotto ).
Ντελέκος (ο): Μεγαλόσωμος.
Ντελικάτος (ο): Λεπτός , Ευπαθής.
Ντελίνι (το): Ψηλός.
Ντεμέλα (η): Μαξιλαροθήκη.
Ντέμπλα (η): Ραβδί για το ράβδισμα της ελιάς.
Ντέμπολος (ο): Αραιός – Αδύνατος (Ital. Debole).
Ντεντελίζω : Τρέμω (Ital. Debilitare).
Ντένω : Σκοντάφτω –πιάνομαι από κάπου.
Ντεπίρω : Περιποιούμαι ασθενή (Ital. Deperire=Φθίνω).
Ντεπόζιτο (το): Εσοχή σε τοίχο για τοποθέτηση εικόνας (Ital. Deposito).
Ντερίνα (η): Σουπιέρα ;;;;;
Ντεστέζα : Σε έκταση -σε μάκρος (Ital. Distesa).
Ντεστιέρα (η): Κάγκελο κρεβατιού.
Ντεφεντάδος (ο): Αρρωστιάρης – Έτοιμος να καταρρεύσει (Ital. Difetto = Ελάττωμα).
Ντζάνα (η): Σειρά ;;;;
Ντζαντζαμίνια (τα): Ζουμπούλια (Ital. Giacinto).
Ντζάξεις (μην) : Μη μιλήσεις (Ital. Chiacchiera = Φλυαρία).
Ντζαρεύω : Παίζω (Ital. Chiassato= Θορυβώδης).
Ντζάχτι (κάμε ) : Κάνε γρήγορα.
Ντζέρα (η): Όψη (Ital. Cera).
Ντζία (η): Θεία (Ital. Zia).
Ντζιντζιλόμος (ο): Εκλεκτικός και ψηλομύτης (Ital. Gentilomo).
Ντζορνάδα (η): Μεροκάματο (Ital. Giornata).
Ντιέτα (η): Δίαιτα (Ital. Dieta).
Ντιζόρντινο (το): Ακαταστασία (Ital. Disordine).
Ντινέρι (το): Το καρό της βενετσιάνικης τράπουλας.
Ντισκάτζια (η): Δυστύχημα (Ital. Disgrazia).
Ντιφέτο (το): Το ελαττωματικό. (Ιταλ. Difetto).
Ντολτζέτσα (η) Κολακεία (Ital. Dolchezza).
Ντόλτσε (το): 1. Γλυκό 2. Ράτσα γλυκών πορτοκαλιών (Ital. Dolce).
Ντολτσέτσα (η): Ερωτική συνομιλία (Ital. Dolcezza =γλυκύτητα).
Ντομενικάλε (το): Αρχοντικό εκτός πόλεως (Ital. Domenicale = Κυριακάτικο).
Ντόμερος (ο): Κτηματίας (Ital. Dominio).
Ντόμος (ο): Η καθολική Μητροπολιτική εκκλησία στην πλατεία Δημαρχείου. (Ιταλ. Duomo =Ο Οίκος – του θεού-).
Ντόντολος (ο): Όρχις.
Ντόπιος (ο): Διπλός (Ital. Doppio).
Ντορτσόνι (το): Μεγάλο κερί.
Ντουάνα (η): Τελωνείο (Ital. Dogana).
Ντούγκουε : Λοιπόν (Ital. Dungue).
Ντουκάλι (το): Διάταγμα (Ital. Duca-le).
Ντουκάρω : Αποκοιμιέμαι.
Ντουράρω : Δυναμώνω
Ντουράρω :Συγκρατώ.(δεν μπορώ να ντουράρω το παιδί ).
Ντράβαλα (τα): Επακόλουθα – Μπλεξίματα.
Ντράλος (ο): Το γλωσσίδι της καμπάνας.
Ντρέτα : Ευθεία. (Ιταλ. Diretta ).
Ντρετζαδούρος (ο): Ξύλινο ταβάνι πάνω από την εσωτερική σκάλα του σπιτιού. (Ital. Drizza – duro = σκληρή οροφή ;;).
Ντρίλινο (το): Είδος υφάσματος για χονδροκομμένα ρούχα.
Ντριμώνω : Κρύβω .
Ντρίτα (Μιλώ): Μιλώ ευθέως - Χωρίς υπεκφυγές.(Ital. Dirito).
Ντρίτα λινιά : Ευθεία γραμμή (Dirito linea).
Ντρομάω : Τολμώ.
Ντρουβάς (ο): Τσάντα για ψώνια . ;;;;;;
Ντρουβιό η Λουτρουβιό (το) Ελαιοτριβείο.
Ντρουγιά Η Λουτρουγιά (η: Λειτουργία Εκκλησιαστική.
Νυχιά (μια): Πολύ λίγο (Όσο ένα νύχι).
Ξ
Ξάγκλα (η): Ξύλινη τσουγκράνα διχαλωτή.
Ξαγλίστρημα (το): Γλύστρημα .
Ξαγνάντιο (το): Τοποθεσία με θέα στη γύρω περιοχή.
Ξαγορά (η): Εξομολόγηση.
Ξάι (το) Φόρος.
Ξακλουθώντας : Ακολουθώντας.
Ξαλλάζω : Αλλάζω ρούχα.
Ξανεμιά (η): Μέρος εκτεθειμένο στους αέρηδες.
Ξανεμίζω : Διώχνω (πχ τον καπνό κουνώντας κάτι στον αέρα).
Ξατρεχαρίκια (τα): Τρεχάματα.
Ξατρέχω : Κυνηγάω κάποιον.
Ξαφνικό (το): Αναπάντεχο .
Ξαφνολόιμα (το): Ξάφνιασμα.
Ξάφοδο (το): Ξέφωτο.
Ξεβασκαίνω : Διώχνω την βασκανία.
Ξεδάβλιστρο (το): Σιδερένιο εργαλείο του τζακιού.
Ξεζορκιάζωμαι : Ξεγυμνώνομαι.
Ξεϊνταγάρω : Ξεμπερδεύω.
Ξέκαμπο (το): Ανοιχτό μέρος σε λιβάδι.
Ξεκέντι (στο): Στο τέλος.
Ξεκοπή (η): Εργασία με το κομμάτι.
Ξεκουπώνω : Ξεσκεπάζω.
Ξελέστατη : Ανυπότακτη , απελευθερωμένη γυναίκα.
Ξελέστατος (ο): Ανήσυχος.
Ξελεχωνιάζω : Βοηθάω την λεχώνα.
Ξελιμπάρω : Ελαφρώνω από κάποιο βάρος.
Ξελογγιάζω : Καθαρίζω το λόγγο.
Ξελώλωσα : Είμαι αφηρημένος.
Ξεμαγναδιασμένα (τα): Καθαρά.
Ξεμάτωμα (το): Αιμορραγία.
Ξεμεσκλήστικα : Διαμελίστηκα .
Ξεμεσκλίζω - Ξεσκλίζω : Διαμελίζω.
Ξεμουτρίζω : Σπάω κάποιου τα μούτρα.
Ξεμπουρίζω : Διώχνω.
Ξενοτάρω : Τελειώνω μία εργασία.
Ξενοτικός (ο): Ο ξένος.
Ξενοχωρίτης (ο): Κάποιος από άλλο χωριό.
Ξέντενα (η): Τσατσάρα.
Ξεντένω (η): Η αχτένιστη γυναίκα.
Ξεντεριάζω : Βγάζω τα άντερα και ξεκλωνίζω.
Ξεντερίζομαι : Εξαντλούμαι από την ευκοιλιότητα .
Ξεντερλικώνομαι : Γδύνομαι.
Ξεπάγκισμα (το): Καταξοδεύομαι.
Ξεπεταχτή (η): Είδος λαγάνας.
Ξεπιτούτου : Επίτηδες.
Ξεπύρησε : Ξεχύλισε.
Ξεραγκάδα (η): Ξερόκλαδο.
Ξεραθύμησα : Απόλαυσα.
Ξερίχι (το): Ποικιλία σταφυλιού του όρους.
Ξερόλι (το): Ασθενικό ελαιόδενδρο.
Ξεροποδιά (η): Ποικιλία σταφυλιού.
Ξεσκλίζω : Διαμελίζω , βγάζω τις σκελίδες.
Ξεσποντάρω : Ξεμυτίζω , εμφανίζομαι.(Ital. Spuntare).
Ξεσπορίζω : Βγάζω τους σπόρους.
Ξεσπούρδισε : Μεγάλωσε γρήγορα (σαν ένα είδος κολοκυθιάς ονομ. Σπούρδα).
Ξέστα (η): Μονάδα ογκομέτρησης υγρών (ιση με 16,600 κιλά).
Ξεστί (το): Μισή ξέστα (8,300 κιλά).
Ξεσυνερίζωμαι : Ανταγωνίζομαι κάποιον.
Ξεσφάλι (το): Κομμάτι λόγγου που καθαρίστηκε και καλλιεργήθηκε.
Ξεσφαλίζω : Καθαρίζω ένα λόγγο και τον μετατρέπω σεκαλλιεργήσιμη έκταση.
Ξεταραγγιάζω : Αφαιρώ το κατακάθι (Ital. Tara).
Ξετιμώνω : Εκτιμώ.
Ξετουρλωμένη (η): Γυναίκα που φέρεται απρεπώς.
Ξετσούρδωσε : Ξεπετάχτηκε.
Ξεφλίζω : Ξεφλουδίζω.
Ξέφλιο (το): Ξεφλούδισμα – Τσόφλι.
Ξεχάζω : Συζυγική απάτη .
Ξεχάραξε (η κότα): Άρχισε να ξαναγεννάει αυγά η κότα.
Ξεχασμένος (ο): Απατημένος.
Ξεχυτή (η): Στέγαστρο ως προέκταση του σπιτιού.
Ξέχωρο (το): Μικρός κατοικήσιμος χώρος δίπλα στο σπίτι.
Ξήστρωτο (το) : Αγριο, Ανυπάκουο (αυτό το παιδί είναι σαν γαιδούρι ξέστρωτο).
Ξιάδετος (ο): Ακάλυπτος – Ξεσκέπαστος.
Ξιγιάδετη (η): Ξεδιάντροπη.
Ξινίτας (ο): Ξινισμένο κρασί .
Ξιπορίζω : Βγάζω τους σπόρους ( πχ. Του καλαμποκιού).
Ξίσκεπος (ο): Ξεσκέπαστος.
Ξόδι (το): Ξωτικό .
Ξομπλιάζω : Ζαλίζω κάποιον με την πολυλογία μου.
Ξόπλη (το): Δάκρυ.
Ξουβλί (το): Σουβλί.
Ξουβλίδα (η) : Μυτερό κομμάτι ξύλο
Ξουβλίθρα (η): Μυτερή άκρη ξύλου .
Ξυγκερνός (ο): Αυτός που έχει πολύ λίπος.
Ξυλάγγουρο (το): Ένα Χορταρικό.
Ξυλάκι (το): Σπιρτόξυλο.
Ξυλόγατα (η): Ξύλινη φάκα για ποντίκια.
Ξυλοκοπιά η Ξεκοπή (η): Εργολαβία –Εργασία με το κομμάτι.
Ξυλόκοτα (η): Μπεκάτσα.
Ξυλοτόρκι (το): Ξύλινο στεφάνι βαρελιού.
Ξυλοφάης (ο): Ροκάνι ξυλουργού.
Ξυνάδα (η): Λουλουδάκι σαν την καμπανέλα που τρώγεται.
Ξυνίτας (ο): Ξινισμένο κρασί.
Ξώπολη (η): Προάστιο.
Ο
Όβολα (τα): Χρήματα.
Όγιεσκε : Όχι.
Ογνίστρα (η): Το τζάκι.
Ογρός (ο): Υγρός.
Οκιάλια (τα): Ματογυάλια ( Ital. Ochiale).
Οκιάτα (η) Ματιά (Ital. Occhiata).
Οκουπάδος(ο):Απασχολημένος , πλήρης (Ital. Occupatto).
Οκτωβρίνια (τα): Λουλούδια που ανθίζουν τον Οκτώβριο.
Ολεμεμιάς : Ξαφνικά, μονομιάς .
Ολόντρετος (ο ): Γύρω – Γύρω.
Ολούθε : Παντού.
Όλτρι η Όλτρε : Εκτός.
Όμηρο (το): Η πρασινίλα της πέτρας.
Όμιρο (το): Πρασινάδα από την υγρασία.
Ομπία (η): «Κόλλημα», Έμμονη ιδέα (Ital. Ubbia =Δεισιδαιμονία).
Ομπλιγάδο (το): Δωμάτιο προσπελάσιμο μέσω άλλου δωματίου (Ital. Obbligato=υποχρεωμένο).
Ομπλιγάδος (ο): Υποχρεωμένος (Ital. Obbligato).
Ομπλιγάρω : Υποχρεώνω. (Ital. Obbligare).
Ομπλιγάρωμαι : Υποχρεώνομαι .(βλ. Ομπλιγάδος).
Ομπλιγατσίον :Υποχρέωση – Οφειλή. (Ital. Obbligazione).
Όμπλιγο (το): Υποχρέωση .
Ομπλιγός (ο): Υποχρεωμένος.
Ομπολίνα (η) : Κουτή Γυναίκα.
Όμπολο (το) : Κουτός .
Όμπρα (η): Απόχρωση του καφέ χρώματος (Ven. Umbrica=χρώμα του χώματος).
Όνβρια (τα) : Αγριόχορτο θεραπευτικό για την χοληστερίνη.
Όνειδο (το): Ντροπή (αρχ. Ονείδος).
Ονειροπλάκωμα (το): Εφιάλτης.
Ονόρε (το): Τιμή ενός ανθρώπου (Ital. Onore).
Όντας : Όταν.
Όντο (το): Ζώον.
Όντσολος (ο): Καντηλανάφτης.
Οξοθιός : Τάχατες.-δήθεν
Όξω : φωνή για να διώξουν το σκύλο.
Όπερα (η): Έργο, κατασκευή ((Ital. Opera).
Όποντας : Όποτε.
Οπστάντε : Καλώς ήλθες.
Οπωπώ : Επιφώνημα εκπλήξεως.
Ορά (η): Ουρά.
Οργιά (η) Μονάδα μήκους ίση με ένα μέτρο.
Ορδινάριος (ο): Τακτοποιημένος – κανονικός –καθώς πρέπει. (Ital. Ordinare).
Ορδίνι (το): Καλλιεργημένος κήπος (Ital. Ordine=Τάξις).
Ορδινιά (η): Τάξη , διαταγή, παραγγελία (Ital. Ordine).
Ορδινιάζω : Τακτοποιώ.
Ορδίνο (το): Διάταγμα.
Ορέγομαι : Μου αρέσει.
Ορίζω : Διατάζω.
Ορίτσικας (ο): Η ρίζα της ουράς.
Ορμινεύω : Συμβουλεύω.
Όρμπου : Χάθηκε.
Ορνικιά (η): Ειρηνική, φιλήσυχη , υπάκουη .
Ορνικός (ο): Ήσυχος – πράος.
Ορντινατσιό (το): Υπηρετικό προσωπικό (Ital. Ordinanza).
Όρντινο (το): Τάξη, Τακτοποίηση , διαταγή (Ital. Ordine).
Όρσε : Ορίστε . Συνοδεύει όμως και την γνωστή κερκυραική μούντζα
Ορτικάρια (η): Ακμή -σπυράκια (Ital. Orticaria = Ερεθισμός του Δέρματος ).
Ορτικάρια (η): Δερματοπάθεια (Ital. Orticaria).
Ορτινάτσα(η):Υπηρέτρια.(Ital. Ordinanza=Στρ.υπηρέτης).
Όρτσα λα πάντα : Έκφραση που σημαίνει « Άνω –Κάτω».
Οσοδομοκεί : Εν τω Μεταξύ.
Οσπιτάλι (το): Νοσοκομείο (Ιtal. Ospedale).
Όστρια ή ψαροχέστρα (η): Καιρός με νότιους ζεστούς ανέμους που δεν ευνοεί το ψάρεμα.
Όστρια (η): Νότιος Άνεμος. (Ital. Austro – Ostro).
Οστριασμένος (ο): Πειραγμένος από τον καιρό (όστρια = νοτιάς).
Οστριογάρμπη (το): Νότιος προς δυτικός άνεμος.
Οστριός (ο): Έντομο σε μέγεθος μύγας , τσιμπάει και ζει τους θερμούς μήνες του καλοκαιριού στα χωράφια.
Ούβια (η): Γυναικείο μαντίλι για το κεφάλι.
Ουζάδος (ο): Μεταχειρισμένος (Ital. Usare).
Ούζο (το): Συνήθεια (Ital. Uso).
Ουζο φρουκτάριος (ο):Επικαρπωτής (Ital. Usufruttuario).
Ούθε-Ούθε : Όπου-Όπου.
Ούλτιμο (το): Τελευταίο . (Ital. Ultimo).
Ουμπία η Ομπία (η): Μία περίεργη ιδέα (Ital. Ubbia=Πρόληψις – δεισηδαιμονία).
Ούρα (τον βάλανε στα) : Γιουχάϊσμα (Ital. Urra=Ζητωκραυγή).
Ούρλα (η) : Φωνές,ουρλιαχτά (κυρίως στη Λευκίμμη).
Ούσι-να : Επιφώνημα για την απομάκρυνση του γαιδάρου.
Ούσιου : Επιφώνημα για την απομάκρυνση ζώων.
Οφιτσιάλος (ο): Γραφιάς , υπάλληλος γραφείου (Ital. Ufficiale).
Οφίτσιο (το): 1. Γραφείο 2. Αξίωμα (Ital. Ufficio).
Οχιά και μονομερίδα : Απάντηση σε ένα ανεπιθύμητο όχι.
Οχτιά (η): Ανάχωμα.
Οχτωβρίνια (τα): Χρυσάνθεμα.
Οψιμέλι (το): Όψιμα ώριμος καρπός.
Π
Παβιόνι (το): Κιόσκι – τέντα (Ital. Padiglione Franc. Pavillon).
Πάγα (η): Πληρωμή (Ital. Pago).
Παγαδώνω : Δωροδοκώ (Ital. Paga = πληρωμή).
Πάγανα (τα): Καλικάτζαροι ( Παγανισμός;;;;;;;).
Παγγαλέτο (το): Παραπέτο που καλύπτει το κάτω μέρος του κρεβατιού.
Παγγέτο (το): Συρτάρι τραπεζιού.
Παγιαρίτσο (το): Στρώμα από ξεραμένα φύλλα καλαμποκιού (Ital. Paglia riccio= στριφογυριστό άχυρο.
Πάγκα (η): Πάγκος πωλητού.(Ital. Panca).
Παγκάδα (η): Σειρά πάγκων.
Παγκούλι (το): Μικρό σκαμνί ,παγκάκι (Ital. Pancone=Μεγάλος πάγκος).
Παγουνάτσο (το): Μπορντό χρώμα (Ital. Paonazzo =Μενεξεδί).
Παδήρησε : Τρελάθηκε – Έχασε τα λογικά του.
Παερίτσο (το): Μικρό στρώμα από χόρτο.
Πάκο (το): Δέμα (Ital. Pacco).
Πάκτος (ο): Αγροτική μίσθωση.
Παλάδο (το): Κυματοθραύστης (Ven. Palada).
Παλαιούθε : Στο παρελθόν (παλαιόθεν).
Παλακούρι (το): Σβέρκος (βλ.και Λάκουρο).
Παλαμίζω : Ορκίζομαι .
Παλέζι (τόβγαλε): Το βγαλε στη δημοσιότητα. (Ital. Palesse=Φανερός).
Παλιοχόρτι (το): Αγριόχορτο του δάσους.
Πάλκο (το): Ξύλινη εξέδρα (Ital. Palco).
Παλληκαρώνα (η): Μεγαλόσωμη γυναίκα .
Πάλμο (το): Βενετσίανικο μέτρο μήκους ίσο με έναν αντίχειρα =2,9εκ. (Ven. Palmo).
Πάλος (ο): Πάσσαλος (Ital. Palo).
Πάνα (η): Πέτσα – Μεμβράνη (Ital. Panna =Κρέμα γάλακτος, ανθόγαλα).
Πανγκουί (το): Πληρωμή στο χέρι (Ital. Paga =Πληρωμή).
Πανίδα (η): Τραπεζομάντιλο.
Πανιόλο (το): Το πάτωμα του καταστρώματος του πλοίου.
Πανιότα (τα): Μικρά ψωμάκια (Ital. Pane).
Παννυχίς (η): Αγρυπνία (Εκκλησιαστική).
Πάντζα (η): Κρέας χοιρινού από την κοιλιά (Ital. Pancia).
Παντζέλι (το): Κόκκινη σημαία κινδύνου (σαν κόκκινο κρέας ;;;).
Παντιέρα (η): Λάβαρο.(Ιταλ. Bantiera).
Παντσέλι (το): Ανεμοδείκτης.
Παντσέτα (η): Παστό χοιρινό κρέας από τα πλευρά .
Πανωλίθι (το): Η επάνω πέτρα του παλιού ελαιοτριβείου.
Παούρι (το): Παγούρι.
Παπαδέλα (η): Μικρό πουλάκι .
Παπαδόκιχλα (η): Είδος κίχλας
Παπαλίνα (η): Πολύ ψιλή σαρδέλα.
Παπαρδέλα(η): Μικρούτσικο πουλάκι με άσπρα και μαύρα στίγματα-ανοιξιάτικο.
Παπιρέλα (η): Βάρκα λίμνης από φύλα πάπυρου.
Παπουτσέλια (τα): Παπουτσάκια.
Παραβέντο (το): 1.Ανεμοφράκτης 2.Παραβάν (Ital. Paravento).
Παραδάγκαλο (το): Κλείδωση ποδιού.
Παραδάγκαλος (ο): Καβάλος.
Παραδάγκανο (το): Η περιοχή του προσώπου πίσω από το αυτί).
Παράκλι (το): Θήκη στο εσωτερικό ξύλινου μπαούλου.
Παραματιού (μεχει) : Με έχει βάλει στο μάτι.
Παραμίνα (η): Σιδερένιος λοστός χωραφιού (Ital. Paramine =είδος λοστού που ναυτικοί χρησιμοποιούν για την αντιμετώπιση των ναρκών)
Παραμόνας (ο): Σημείο ενέδρας (παραμονεύω).
Παρανόμι (το): Το επίθετο ενός ανθρώπου.
Παραπέτο (το): Οχύρωμα , τοιχίο(Ital. Parapetto).
Παραστάματα (στα) : Στη μέση του πουθενά.
Παραστιάς : Δίπλα στη φωτιά (βλ. Στιά).
Παργάρω Φουσκώνω.
Παρδάλι (το): Εξάρτημα του νερόμυλου΄.
Παρέ (το): Ξύλινος ψευτότοιχος (Franc. Separe).
Παρίλια (η): Συμμορία (Ital. Pariglia=Ζεύγος).
Πάρκο (το): Ξύλινη εξέδρα (Ital. Palco).
Πάρλα (η): Φλυαρία (Ital. Parlare).
Παρλάρω : Μιλώ ασταμάτητα (Ital. Parlare).
Παρλάτα (η): Ομιλία (Ital. Parlata).
Παρμάρες (οι): Παραλυσία.
Παρμένος (ο): Αρραβωνιασμένος.
Παρόλα (η): Ανυπόστατη κουβέντα (Ital. Parole = Λέξις – Λόγος).
Παρόντζολο (το): Κορόιδο.
Παρούμα (η): Το σχοινί που δένουν τη βάρκα έξω.
Παρταμέντο (το): Διαμέρισμα ορόφου (Ital. Appartamento).
Πάρτη (η): Μερτικό (Ital. Parte=Μερίδα).
Παρτσινέβελος(ο):Αφεντικό(Ital.Parzionevole=Μεριδιούχος).
Πάσα (τα): Μονάδα μήκους ίση με ένα βήμα (Ital. Passo).
Πασάγιο (το): Διάδρομος. (Ital. Passagio=Πέρασμα).
Πασάκια (κάνει ): Κάνει μικρά βήματα.
Πασαμάς (ο): Χρυσό περιδέραιο (Ital. Passamano = αλυσίδα μεταφοράς η μεταβίβασης).
Πασαμέντο (το): Στρίκα.
Πασαπρότο (το) Σουρωτήρι μακαρονιών.
Πασάρω : Περνάω διαβαίνω (Ital. Passare).
Πασεγκιάρω : Περιπατώ (Ital. Passeggiare).
Πασέντσιο (το): Περίπατος(Ital. Passeggiero).
Πασέτα (η): Μονάδα μήκους ίση με ένα βήμα (Ital. Passo).
Πασέτα (η): Παιχνίδι τράπουλας .
Πασέτο (το): Ξύλινο αναδιπλούμενο μέτρο (Ven. Passeto).
Πάσο (το): Βήμα (Ital. Passo).
Πάσο (το): Παλιός τρόπος μέτρησης αποστάσεων (Ital. Passo = Βήμα ).
Πασπάλι (το): Η άχνη του μύλου.
Πάστα (η) Μερίδα , γεύμα (Ital. Pasto).
Παστανάκα (η): Το σαλάχι (Γίνεται μπουρδέτο)
Παστέλες (οι): Ξεραμένες ελιές φαγώσιμες
Παστιτσάδα (η): Κερκυραικό φαγητό – κρέας κοκκινιστό ανακατεμένο με μακαρόνια (Ital. Pasticcione =ανακατωσούρα).
Πάστο (το): Γεύμα.
Πάστρα (η): Καθαριότητα (Ital. Pastro).
Παστρεύω : Καθαρίζω.
Πάστρι (το): Καθαρό –Πλυμένο.
Παστρόκια (τα): Επιδείξεις.
Παστρόκιο (το): Απάτη (Ital. Pastocchia =ψευτιά).
Πατάκα (η): Μελάνωμα δέρματος (Ital. Patacca=ευτελές νόμισμα).
Πατάκες (οι): Κοκκινίλες.
Παταούδι (το): Κάτι που έχει κρυώσει πολύ.
Παταράτσα (τα): Τα συρματοσχοινα που κρατούν τους σταυρούς στο κατάρτι του ιστιοφόρου (Όταν θέλουν να πουν «Τα πήρε όλα» Λένε : «πήρε και τα παταράτσα».
Παταρίφ (το): Μενταγιόν με θήκη για φωτογραφία στο εσωτερικό.
Πατατούκα (η): Χονδρό παλτό.
Πατατώνα (η): Γλυκοπατάτα ή γλυκόριζα.
Πάτελα (η): Πεταλίδα θαλασσινή (Ital. Patella).
Πατέλο (το): Μικρή βάρκα (Ital. Battello).
Πάτερο (το): Δοκάρι πατώματος.
Πάτι (το): Εγγύηση (Ital. Patti=όροι συμβολαίου).
Πατίνα (η): Βερνίκι υποδημάτων (Ven. Patina).
Πατίτος (ο): Ταλαιπωρημένος (Ital. Patito=ασθενικός).
Πάτο Εσπρέσο (το): Ειδική συμφωνία (Ital. Patto Espresso= Άμμεση συμφωνία).
Πατοσόρι (το): Κατακάθι κρασιού ή λαδιού.
Πατουάρω : Συμφωνώ (Ital. Patto = Συμφωνώ).
Πατσάδι (το): Λεπτό ξύλο.
Πατσάρεται : Ανακατεύεται (Ital. Impiastricciare).
Πατσίμιος (ο): Άτακτος (Ital. Pazzia=μανία).
Παυλόσυκα (τα): Φραγκόσυκα.
Πάχτο (το): Εκμίσθωση χτήματος.
Παχτονάρης (ο): Ενοικιαστής Ελαιοδένδρων.
Πεζάρω : Ζυγίζω (Ital. Pesare).
Πέζο (το): Βάρος (Ιταλ. Peso).
Πέζο (το): Ζυγαριά (Ital. Peso = Βάρος – ζύγι).
Πεζούλα (η): Πέτρινος τοίχος για να κρατάει το χώμα γύρω από τις ελιές.
Πεζουλιάστηκε : Παγιδεύτηκε.
Πεζούρα (η): Τραμπάλα.
Πεζούρο (το): Τραμπάλα (Ιtal. Pezo = Zυγαριά).
Πείλιο : Πιο πολύ. (πλείον;;;).
Πειλιότερο : Περισσότερο (βλ. Πείλιο).
Πέκα (η): Ιδιοτροπία (Ital. Pecca=ελάττωμα).
Πεκάδος (ο): Ιδιότροπος . (Ιταλ. Peccato).
Πέκνα (η): Μελάνωμα δέρματος .
Πελέκι (το): Μεγαλόσωμο ποντίκι.
Πελεκούδα(η): Μικρό κομμάτι από πελεκημένο ξύλο.
Πέλισα : Πέταξα κάτι άχρηστο.
Πέλο (το): Χνούδι προσώπου (Ital. Pelo=Τρίχωμα).
Πελώ η απελώ : Εκσφενδονίζω (αρχ. Απέλασις).
Πελώ : Εκσφενδονίζω (βλ. Απελησιά).
Πενερί (το): Σουγιάς (Ital. Temperino –Penestrare= Σουγιάς-Τρυπώ).
Πενσάτος (ο): Σκεπτικός (Ital. Pensare).
Πεντάγια (η): Μενταγιόν (Ital. Medaglia).
Πεντάλι (το): Ορθάνοιχτο.
Πεντανεύρης (ο): Φυτό.
Πεντεγούλια (τα): Πεντόβολα.
Πεντίνι , Πεντουράλι (το): Το πάνω μέρος της ποδιάς.
Πεντονεύρης (ο): Αγριολάχανο.(θεραπευτικό για τα νεφρά).
Πέουλο (το): Ειδικό κερί για το δοξάρι του βιολιού.
Πέπα (η): Το μακρόστενο πεπόνι .
Πεπερόνι (το): Πιπεριά. (Ιταλ. Peperone).
Περαθιό (το): Πέρα από εδώ (αρχ.- παλιό κρητικό).
Περάρια (η): Καταστροφή (υπερορίως;;).
Περγουλιά η Πέργολα (η): Κληματαριά ίσκιου (Ital. Pergola).
Πέργουλο (το): Κληματαριά.
Περδίκι (το): Βότανο που φυτρώνει ακόμα και σε τοίχους . Το κοπανούσαν μέχρι να λιώσει και το έβαζαν στο πονεμένο μέρος του σώματος.
Περδίο (το): Αφ΄υψηλού συγχώρεση (Ital. Perdonare = Συγχωρώ).
Περίαυλος (ο): Αυλή σπιτιού.
Περιδρομιάζω : Τρώω πολύ
Περίερα : Γύρω από το σπίτι.
Περικούρα (η): Εξουσιοδότηση (Ital. Per Cura).
Περικουρατόρος (ο): Οικονόμος αρχοντικού-διαχειριστής (Ital. Per-Cura).
Περκάλι (το): Χασές , λεπτό ύφασμα (Ital. Percali).
Περνάρι (το): Πουρνάρι.
Περναρίλας (ο): Λόγγος με πουρνάρια (βλ. περνάρι).
Περναρόγιδα (η): Αγριόγιδα.
Περνιτσιόζος (ο): Παλιάνθρωπος (Ital. Pernicioso=κακοήθης, καταστρεπτικός).
Πέρνο (το): Σιδερένιος πείρος (Ital. Perno).
Περό : Ωστόσο , Εντούτοις , παραταύτα(Ital. Pero).
Πέροβα δε φουρτούνα (η): επίσημη απόδειξη ατυχήματος (Ital. Prova Sfortuna).
Πέρονας : Μεγάλο καρφί αλλά και σιδερένιος
Πέρονας (ο): Μεγάλη πρόκα η πείρος (Ital. Perone).
Πέρονας (ο): Μεγάλο χειροποίητο καρφί (Ital. Perone).
Περουάρω: Αναπαύομαι;;;;
Περούνι (το): Πηρούνι.
.
Περπελάω : Πασπατεύω.
Περσέμολο (το): Μαιντανός (Ital. Prezzemolo).
Πέρσουκο (το): Βερύκοκο (Ital. Pesco =Ροδάκινο).
Περτσιπιτάδος (ο): Πεισμωμένος.
Πεσάτο (το): Προμελετημένη πράξη.
Πεσελί (το): Γυναικείο σακάκι πιο επίσημο από την Καμιζιόλα της παραδοσιακής στολής.
Πεσιμένος (ο): Πεσμένος.
Πεσκάδα (η): Ψαριά (Ital. Pescata).
Πεσκαντρίτσα (η): Είδος σαλαχιού.
Πέσουλα (η): Ξύλινο μέρος της βάρκας.
Πεταξιώλι (το): Νεογέννητο πουλάκι που μόλις άρχισε να πετάει.
Πετεγολέτσα (τα): Έθιμο της αποκριάς κατά το οποίο γίνεται δημοσίως Κουτσομπολιό και αντιπαράθεση μεταξύ των γειτόνων. (Ιταλ. Pettegolezzo=Κουτσομπολιό).
Πετέγολο (το): Κουτσομπολιό (Ital. Petegolio).
Πετέουλο (το): Κουτσομπολιό (Ital. Petegolo).
Πετίνια (τα): Μικρά γυναικεία στήθη (βλ. Πέτo).
Πέτο (το): Στήθος (Ital. Petto).
Πετόνι (το): Στηθόδεσμος της γυναικείας παραδοσιακής στολής
Πετουλίδα (η): Μικροσκοπικό πουλάκι με γρήγορο φτερούγισμα.
Πετροκαλαμίθρα (η): Αλεξικέραυνο (Pietra Calamita =Πέτρα της κολάσεως - Μαγνήτης).
Πετροκότσυφας(ο): Γκρίζο κοτσύφι.
Πετρόλαδο (το): Πετρέλαιο.
Πετρόλατα (η): Ντενεκές.
Πετρόλιο (το): Πετρέλαιο (Ital. Petrolio).
Πετροσέλινο (το): Μαιντανός.
Πέτσα (η): Κομμάτι υφάσματος και δέρμα- επιδερμίδα.(Ital. Pezza).
Πέτσα (η): Τόπι υφάσματος (Ital. Pezza).
Πέτσα (τα): Μεγάλες ετράγωνες πέτρες για την δημιουργία λιμανιού.
Πέτσα (τα): Ογκόλιθοι κυματοθραύστη (Ital. Pezzo=κομμάτι).
Πετσαλίνα(η): Δέρμα ζώου.
Πετσαλούδα (η): Δέρμα ζώου.
Πετσάτος (ο): Γυμνός.
Πετσέντας (ο): Άφραγκος.(Ital. Pezzente=Άφραγκος , Κουρελής).
Πετσέντες (ο): Ζητιάνος (Ital. Pezzente).
Πέτσικο (το): Σκεβρωμένο.
Πέτσο (το): Επεισοδιακή κατάσταση – καυγάς (Ital. Pezzo =κομμάτι).
Πέτσο (το): Κομμάτι συμπαγούς μπετού για την δημιουργία προβλήτας λιμανιού (Ital. Pezzo = κομμάτι).
Πετσούλισε η πριτσίλησε : Με κατάβρεξε με σταγόνες .
Πεύκι (το): Χαλί.
Πηλέμι (το): Προγούλι ( υπολαίμιο).
Πήστρομα (το): Χοντρό πανί που έβαζαν οι γυναίκες στην πλάτη για να φορτωθούν
Πητίκι (το): Πικρό.
Πητσακούρα (η): Μεγάλο νόμισμα.
Πητσικόλι (το): Μικρό παιδί.
Πιατέλο η πιατελί (το): Πιατάκι.
Πιάτσα(η): Πλατεία (Ital. Piazza).
Πιατσέβελος (ο): Ευχάριστος , βολικός (Ital. Piacevole).
Πιατσέτα (η): Πλατειούλα γειτονιάς (Ital. Piazzetta).
Πιατσέτα (η): Πλατειούλα (Ven. Piazzètta).
Πιατσορόλος (ο): Ο άνθρωπος της αγοράς – ο έξυπνος.
Πιγκουίνια (τα): Τα νομίσματα κάποιας εποχής;
Πιδόκα (η): Ψείρα (Ital. Pidocchio).
Πιέντε (το): Πόδι ως μέτρο μήκους =34,8εκ.-5 πόδια=1 πάσο (Ital. Piede).
Πιεντζάρομαι : Εγγυώμαι
Πιεντζος (ο): Εγγυητής. (Monte di pieta = Ενεχυροδανειστήριο).
Πιετίνα (η): Μικρή σούρα στο ράψιμο του ρούχου (Piettina).
Πιζέβελος η πιατσέβολος (ο): Καλόβολος (Ital. Piacevole).
Πιθανάτου : Στα πρόθυρα του θανάτου .
Πικαπιέρο (το): Εργαλείο πέτρας (Ven. Pico=σφυρί πέτρας +Piera=πέτρα).
Πικάρω : «Τονε πικάρισε» = Τον πείσμωσε. (Ιταλ. Picca).
Πικέτο (το): 1. Παιχνίδι τράπουλας 2. Στρατιωτικό άγημα (Ital. Picchetto).
Πικινίκια (τα): Μεζεδάκια (Αγγλ. Pick Nick).
Πικούλεμα (το): Χαιδολοϊματα (Ital. Piccolo).
Πίλα (η): Μεγάλο βαρέλι λαδιού (Ital. Pila).
Πίλα (η): Μεγάλο λίθινο πιθάρι λαδιού (Ven. Pila).
Πιλέμι (το): Υπολαίμιο – το διπλοσάγωνο (αρχ.).
Πίλιο : Πιο – περισσότερο.
Πίλολα (η): Χάπι (Ital. Pillola).
Πιλοφότι (το): Πήλινο Λυχνάρι με μπαμπάκι και λάδι.
Πινάκι (το): Φλυτζάνι ή το πιατάκι του. (μάλλον αρχαία ρίζα. Πινάκιον)
Πινακωτή (η): Ξύλινο σκεύος για την τοποθέτηση της ζύμης πρίν απο το ψήσιμο του ψωμιού.
Πίνια (η): Το κεντρικό σημείο της πόλης της Κέρκυρας όπου τα παλιά χρόνια υπήρχαν τα μαγαζιά τροφίμων . Πήρε αυτό το όνομα από την σιδερένια κρεμασμένη κουκουνάρα ,σύμβολο της αφθονίας (Ital. Pigha=Κουκουνάρα).
Πινιάτα (η): Χάλκινο καζάνι (Ital. Pignatta=Χύτρα).
Πινιατόροι (οι): Άνθρωποι του υποκόσμου (Άνθρωποι της πιάτσας- βλ. Πίνια).
Πίνκο (το): Σφυρί μαστόρου πέτρας (Ital. Pico).
Πινούλες (οι): Βλεφαρίδες.
Πίντα (η): Τενεκεδένιο κύπελο με χερούλι .(Αγγλ. Pint :Το 1/8 του γαλονιού η 0,57 του λίτρου. Επίσης (Ιταλ. Pinta).
Πιντουριέρης (ο): Ζωγράφος (Ital. Pittore).
Πιντσιρουρί : Ακριβώς στο στόχο- διάνα.(Αγγλ. Pinch in the ring).
Πιόμπος (ο): Μεταλλική μπρούντζινη η μολυβένια μπάλα για κρεβάτι η για εξώπορτα σπιτιού καθώς και το μολυβένιο βαρίδι της στάθμης ( Ital. Piombo = Μόλυβδος).
Πιού : Περισσότερο (Ital. Piu).
Πίπης (ο): Σπύρος Χαϊδευτικό.
Πιπιστρέλι (το): Το κάτω κεραμίδι της σκεπής (Ital. Pipisterello=Νυκτερίδα).
Πίρολα (η): Χάπι , δηλητήριο (Ital. Pillola).
Πιροστιά (η): Σιδερένιο τρίποδο για να βάζουν την κατσαρόλα στη φωτιά
Πισότομο (το): Σημάδι στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
Πιστρόφια (τα) Τυπική επιστροφή της νύφης στο πατρικό της 8 μέρες μετά το γάμο.
Πιστρώνω : Φροντίζω τα σκεπάσματα κάποιου που κοιμάται.
Πιταριόλι (το): Ροκάνι.
Πιτέρι (το): Γλάστρα (Ven. Pitèr).
Πιτήκι (το): Πικρό (Πίτυς = ένα είδος δένδρου).
Πίτικας (ο) Αρρώστια της κότας από έλλειψη νερού.
Πιτικέφαλα : Κατακέφαλα.
Πιτίκι (το) Πικρό.
Πιτιτέλι (το): Μεζεδάκι .(βλ. Πιτίτο).
Πιτιτέλια (τα): Μεζεδάκια.
Πιτίτο (το): Ορεκτικό (Ital. Appetito).
Πιτιτόζος (ο): Καλοφαγάς (Ital. Appetitoso=ορεκτικός).
Πιτορένιο (το): Ζωγραφιστό(Ital. Pittore =Ζωγράφος).
Πιτόρος (ο): Μπογιατζής (Ital. Pittore ,Ven. Pitòr=Ζωγράφος).
Πιτσάκλι (το): Ξερό κλαδί δένδρου.
Πιτσικαμόρτης (ο): Νεκροθάφτης (Ital. Beccamorti).
Πιτσικάντο (το): Τρόπος παιξίματος βιολιού – με την άκρη του δάκτυλου (Ital. Piccicato = τσιμπιτό).
Πιτσικάρια (τα): Ακρίδες (Λευκίμμη).
Πιτσούνι (το): Περιστεράκι (Ital. Piccione).
Πιτσουρί (το): Μικρός πίδακας νερού.
Πιχέρια (η): Πληρωμή αμέσως , στο χέρι (επίχειρα).
Πλάντρα (η): Ξύλινος μοχλός ελαιοτριβείου.
Πλαντρώνα (η): Χειροδύναμη γυναίκα.
Πλαστάρι (το): Καλαμπόκι με σταφίδα.
Πλαταριά (η): Τα πλευρά του ανθρώπου.
Πλεμόνα (η): Πνευμόνι μοσχαριού.
Πλέριο (το): Γεμάτο – Πλήρες.
Πλήμα (το): Πλύσιμο.
Πλησιαστής (ο): Ο κατέχων όμορη ακίνητη ιδιοκτησία .
Πλοχτάω : Πιέζω.
Πνικάδο (το) Κόσκινο.
Πόβερος (ο): Φτωχός (Ital. Povero).
Πογκιάδο(το): Αφηρημένο;;;
Ποδαρίζω : Βηματίζω.
Ποδένομαι : Φοράω τα παπούτσια μου .
Ποδολόγος (ο): Ένα πανί που έβαζαν οι γυναίκες στο κεφάλι για να κουβαλήσουν διάφορα αντικείμενα.
Πόζα(κρατάει) : Μου κρατάει μούτρα .(Ital. Posa = Θέσι – Στάση – Τοποθέτηση .
Ποθώκω η Πιθώκω (να) : Να ακουμπίσω , να αφήσω τα πράγματα που κρατάω.
Πόλκα (η): Γυναικείο πανωφόρι (Ital. Polca=Είδος χορού;;;).
Πόλπα (η): Εκλεκτό μοσχαρίσιο κρέας (Ital. Polpa=Ψαχνό).
Πολπέτα (η): Κεφτές (Ital. Polpetta).
Πολσέτο (το): Το ρεβέρ των μανικιών του πουκάμισου.
Πόλσο η Μπόλσος (το): Ο Σφυγμός της καρδιάς. (Ital. Polso).
Πολτραίτο (το): Προσωπογραφία.
Πομιντόρο η Κομιντόρο(το): Ντομάτα (Ital. Pomidoro).
Πομόνεψε : Κάνε υπομονή.
Πόμπα (η): 1.Επίδειξη 2. Αντλία (Ital. Pompa).
Πομπάρησε : Τρομπάρησε. (μτφ. Επομπάρησε ο πύργος) Φούσκωσε από την υγρασία ο τοίχος.
Πομπάρω : Τρομπάρω. Πομπές
(οι): Σκάνδαλα.
Πομπές (οι): Σκάνδαλα .
Πονήδι (το): Πληγή.
Πόντα (η): 1. Αιχμή 2. Κρυολόγημα 3. Εχθρότητα (στην πόντα του σπαθιού) (Ital. Punta =Αιχμή).
Πόντα (η): Αιχμή , μύτη εργαλείου (Ven. Ponta).
Πόντα μαλίνια (η): Κακοήθης πνευμονία (Ital. Punta Malignio).
Πόντα ντι λέτο : Ερωτική στάση στη γωνία του κρεβατιού. ( Ιταλ. Letto = Κρεβάτι εκστρατείας-πτυσσόμενο).
Πόντα ντί πέτο (η): Πνευμονία η πλευρίτιδα (Ital. Punta di petto).
Ποντάλι (το): Το κάτω μέρος του καραβιού.(Αρχ. Πόντος).
Ποντελάρω : Τοποθετώ υποστήριγμα (Ven. Puntelàr).
Ποντέλο (το): Υποστήριγμα (Ven. Pontèlo).
Πόντες (ο): Γέφυρα , εξέδρα στη θάλασσα (Ital. Ponte).
Ποντεσπίτσιο (το): Αέτωμα (Ital. Frontespizio).
Πόντζα (η): Καταφεύγω σε ήσυχο μέρος (Ital. Poggia)- Το αντίθετο του Όρτσα (Orza) , που σημαίνει ξανοίγομαι «Πότε Όρτσα πότε Πόντζα» Ναυτική Παροιμία.
Ποντίγιο η Ποντήλιο (το): Πείσμα (Ital. Puntiglio).
Ποντίδος (ο): Αιχμηρός (βλ. Πόντα).
Ποντικομούρης (ο): Το ψάρι Ούγιενα (Ράτσα Σαργού).
Ποντίλιο (το): Ιδιοτροπία.
Ποντιλιόζα (η): Πεισματάρα .(Ιταλ. Puntigliozza).
Ποντιλιόζος (ο): Πεισματάρης (Ital. Puntiglioso).
Ποντίνα (η): Καρφί (Ital. Puntina).
Ποντούρα (η): Υπαινιγμός (Ital. Puntura =Πείραγμα).
Ποντουράρω : Υπαινίσσομαι (Ital. Punturare = Πειράζω, ενοχλώ).
Ποπολάρος (ο): Άνθρωπος του λαού (Ital. Popolare).
Πόπολο (το): Λαός (Ital. Popolo Lat.Populus.)
Πόρβερι (η): Πούδρα (Ital. Polvere cosmetica).
Πορδοχόρτι (το): Είδος χόρτου.
Πορεύομαι : Τα καταφέρνω οικονομικά.
Ποριά (η): Πέρασμα μέσα από λιθιά (Πόρος;;; )
Πόριασε : Ξεπόρτισε .
Πορικό (το): Παράλαμα.
Ποροπιάνω : Επισκευάζω όπως- όπως.
Πόρπα (η): Ψαχνό κρέας.
Πορτάδα (η): Μερίδα φαγητού.
Πορτάδα (η): Χωρητικότητα πλοίου.
Πορταδέλα (η): Πατούρα πόρτας που καλύπτει τον αρμό της κασαδούρας.
Πορταδούρα (η): Μεταφορά (Ital. Portatura).
Πορταμονέ (το): Πορτοφόλι (Ital. Portamonete).
Πορτάρω : Φέρω (Ital. Pottare).
Πόρτεγο η Πόρτιγο (το): Κεντρική είσοδος πολυκατοικίας (Ven. Pòrtego , Ital. Portico).
Πορτέλο (το): Πόρτα κήπου.
Πορτέλο (το): Θυρίδα (Ital. Sportello).
Πόρτηγο (το): Στοά.
Πόρτιγο (το) Σκεπαστή είσοδος σπιτιού (Ital. Portigo).
Πορτιέρα (η): Πόρτα .
Πορτιζιόν (η): Μερίδα φαγητού. (Ital. Porzione).
Πόρτο (το): Λιμάνι (Ital. Porto).
Πορτολιές (οι): Οι ελιές κοντά στα σπίτια.
Πορτολόικος (ο): Ασυμάζευτος άνθρωπος.
Πορτόνι (το): Αυλόπορτα (Ital. Portone).
Ποσεδέρω : Διακατέχω (Ital. Possedere).
Ποσεδόρος (ο): Ο Κάτοχος (Ital. Possessore).
Ποσέσιο (το): Κατοχή , περιουσία (Ital. Posseso).
Ποσιδέρω : Κατέχω (Ital. Possedere).
Πόστα (με έβαλε ): Με έβρισε – Τοποθετήθηκε απέναντι μου.(Ital. Posto).
Ποστάρω : Ταχυδρομώ, αποστέλλω (Ital. Postale).
Ποστιάζω : Τοποθετώ.
Ποστίτσιο (το): Προσωρινό (Ital. Posticcio=τεχνητό , ψεύτικο).
Πόστο (το): Θέση (Ital. Posto).
Ποταμοφοριά (η): Μεγάλη κατεβασιά νερού στο ποτάμι.
Ποτίλιες (του πάει) : Φοβάται;
Ποτισιώνας (ο) : Ποτιστήρι.
Πουκαμίσα (η): Το άσπρο πουκάμισο της γυναικείας παραδοσιακής στολής.
Πουλάκα (η): Πλοίο Βενέτικης κατασκεύης.
Πουλακίδα (η ): Μικρή κότα.
Πούλβερη (η): 1. Πούδρα 2. Μπαρούτι (Ital. Polvere).
Πουλέντα (η): Πρόχειρο φαγητό από αλεύρι βρασμένο (Ital. Polenta).
Πουλίπερι (το): Πυρίτιδα (Ital. Polvere).
Πούμπλικο ινκάτο (το): Πλειστηριασμός (Ital. Pubblico incanto).
Πούντα (η): Άκρη – Αιχμή .(Ital. Punta).
Πούντα Μαλίνια (η): Πνευμονία (Ital. Punta Malignia=Κακοήθης πνευμονία )
Πουντιά (η): Βελονιά , πόντος (Ital. Punto).
Πούπετα : Πουθενά.
Πουπού (η): Φόρεμα.
Πουργάρω : Κένωση με καθαρτικό (Ital. Purgare).
Πουργός (ο): Βοηθός εργάτη (υπόεργος).
Πουτσαρόνα (η): Πολλή βρωμιά (Ital. Puzzare = Βρωμάω).
Πραματσούλης (ο): Πραματευτής πλανόδιος.
Πράντο (το): Κρεββάτι (Ital. Branda).
Πρασουλίδα (η): Αγριολάχανο.
Πράτιγο (το): Ευχή για καλή ανάρρωση «Καλό πράτιγο» (Ital. Pratico= Κάνω υγιεινή ζωή .
Πράτιγο (το): Ανάρρωση (Ital. Praticare =Μετέρχομαι????).
Πρατώ : Περπατώ.
Πρεβαντόριο(το):Ορφανοτροφείο(Ital.Preveggente=προνοητικός-πρόνοια ).
Πρεβεδούρος (ο): Προνοητής – Προβλεπτής. (Ital. Prevendere).
Πρεβεράνζο (το) Κέρασμα ????
Πρέβια (η): Προηγούμενη (Ital. Previo).
Πρεζεντάρω : Παρουσιάζω (Ital. Presenza).
Πρεμέρει : Επείγει (Ital. Premere).
Πρεμούρο (το): Ηρεμιστικό (Ital. Premura=Ένταση – Βιασύνη).
Πρέντζιπες (ο): Πρίγκιπας (Ital. Principe).
Πρέντσα (η): Δόλωμα για κέφαλους από τυρί φέτα και ψωμί ζυμωμένο.
Πρεσαπόκο (το): Περίπου (Ital. Presso=Κοντά).
Πρέσιδες (ο): Προιστάμενος (Ital. Presedere).
Πρεστιδόρ (ο): Προιστάμενος.
Πρέστο : Γρήγορα (Ital. Presto).
Πρετεντέρω : Διεκδικώ (Ital. Pretentere).
Πρετέντσιο (το): Αξίωση – Διεκδίκηση (Ital. Pretenzione).
Πρετσέσο (το): Δίκη (Ital. Processo).
Πρέτσιο (το): Τίμημα (Ital. Prezzo).
Πρετσιόζος (ο): Επιθυμητός-Ποθητός - Ακριβός (Ιταλ. Prezioso).
Πρετσιόζος(ο):Πολύτιμος(Ital.Prezioso=Ακριβοθώρητος).
Πρετσιπιτάδα (η): Τσαχπίνα- πεταχτούλα.
Πριβάτος (ο): Ιδιωτικός (Ital. Private Vita).
Πριζονιέρος (ο): Αιχμάλωτος – Φυλακισμένος (Ital. Prigioniero).
Πρικαλίδα (η): Αγριολάχανο.
Πριμαρόλι (το): Το πρωτοεμφανιζόμενο στην αγορά (Primo)
Πρινάρι η Περνάρι (το): Δρυς ο αειθαλής.
Πρινοκόκι (το): Κατακόκκινο .
Πρίνος (ο) Βαλανιδιά.
Πριντσιβιάς : Πριν από την καθορισμένη ώρα (Πριν την βιασύνη).
Πριόβολος (ο): Ένα είδος αναπτήρα με τσακμακόπετρα και μακρύ κορδόνι για φυτίλι.
Πριόλης η Πριόρης (ο): Προϊστάμενος (Ital. Priore = Ηγούμενος , Άρχων , προύχοντας στις ιταλικές πόλεις του Μεσαίωνα.
Πρίσκουλα (η): Παιχνίδι τράπουλας.
Πριτσιλιά (η): Μικρό κατάβρεγμα .
Πριτσινέλα (η): Γελοία (Ital. Piccinela = Ταπεινωμένη ).
Πριχού : Πρωτού.
Πρόβα (η): Απόδειξη , δοκιμασία , εξέταση. (Ital. Prova).
Προβατώ : Περπατώ . (Ίσως Αρχαιοελληνική ρίζα – Βατό ).
Προβελεγιάδος (ο): Προνομιούχος (Ital. Privelegiato).
Προβοδάω : Συνοδεύω μέχρι την έξοδο.
Προημέλα : Το παιδί πριν από το γάμο.
Προικιά (τα): Τα ρούχα της νύφης.
Πρόκα (η): Κανάτα και λεκάνη που χρησιμοποιούνταν ως νιπτήρας.
Προκουρατόρος (ο): Επίτροπος , πληρεξούσιος (Ital. Procuratore).
Προμέσο (το): Υπόσχεση (Ital. Promesso).
Πρόντος (ο): Έτοιμος (Ital. Pronto).
Προπονέρω : Υποβάλω – Προτείνω (Ital. Proporre).
Προσαπόκου : Περίπου – Πάνω Κάτω.
Πρόσκερα : Άκρη- Άκρη (Ίσως από το Κέρας ).
Προσποδιού : Γονυπετής.
Προστζεδέρω : Κινώ δικαστική διαδικασία (Ital. Procedere).
Προστίχι (το): Επιταγή , συμφωνητικό οφειλής.
Προστύχια (τα): Δάνεια με αντίκρυσμα την παραγωγή.
Προσώπατα (τα): Πρόσωπα.
Προτεντέρω : Αξιώνω – Προτείνω (Ital. Protendere).
Προτέσιο γκενεράλ : Γενική διαμαρτυρία.( Ital. Protesta Generale).
Προτεστάρω η Προτετέρω : Διαμαρτύρομαι (Ital. Protestare).
Προτέτσιον (η): Προστασία (Ital. Protezione).
Προτσιασμένος(ο): Συφυλητικός.
Προφεσόρος (ο): Καθηγητής (Ital. Professore).
Πρυόβολος (ο): Παλιό είδος αναπτήρα με φυτίλι και τσακμακόπετρα.
Πρωτολάτης (ο): Βλαστάρι αμπελιού.
Πρωτόλειβο (το): Πρωτόγεννο).
Πυκνάδα (η): Κόσκινο.
Πυλιγάδρα (η): Μεγάλο δοχείο μόνιμα στερεωμένο για την αποθήκευση της ελιάς.
Πυλίδα (η): Διάσελο βουνού – πέρασμα ανάμεσα σε βουνά .
Πύργος (ο): Τοίχος.
Πυρί (το): Η τάπα του βαρελιού.
Πύρος. (ο) : Ξύλινη τάπα.
Πυροστιά (η): Σιδερένιο τρίποδο κατσαρόλας.
Πύρπυρο (το): Γεμάτο ψείρες .
Πυρώνομαι : Ζεσταίνομαι στη φωτιά.
Ρ
Ράγγιο (το): Ακτίνα τροχού (Ital. Raggio).
Ράζα (η): Είδος σαλαχιού με στίγματα στην πλάτη.
Ράζο
Ράκης (ο): Θεόδωρος Χαϊδευτικό.
Ρακιονάρω : Σκέφτομαι , συλλογίζομαι (Ital. Ragionare=Διαλογίζομαι).
Ρακογιάλι (το): Ποτηράκι για το ρακί.
Ράμα (ένα) : Κλωστή το χρησιμοποιούσαν και για να δείξουν την ομοιότητα π.χ “ένα ράμα ο πατέρας του”.
Ραματσούλι (το): Κομματάκι κλωστής.
Ραμολίδος (ο): Ξεκούτης (Ital. Ramollito).
Ραμολιμέντο (το): Μαλάκυνση εγκεφάλου (Ital. Ramolimento).
Ραμπαούλι (το): Σχοινί με άγκιστρο για να βγάζουν αντικείμενα από το πηγάδι. (Ital. Rampa =Ανωφέρεια).
Ρανιατέλα (η): Αράχνη (Ital. Raghatela).
Ρανίδα (η): Σταγόνα (Αρχ. Ρανίς).
Ραντό (το): Αραιό (Ital. Rado).
Ραξίνι (το): Σκούφος καλόγερου.
Ραπόρτο (το): Αναφορά (Ital. Rapporto).
Ράσο (το): Γεμάτο .(Ιταλ. Rasso).
Ράτα (η): Δόση (Ital. Rata).
Ρατσόλια (τα): Ακτίνες τροχού (Ital. Raggio).
Ρεβερέντζες (οι): Χαιρετούρες (Ital. Riverenza = Υπόκλιση- Σεβασμός).
Ρεβερίρω : Χαιρετώ (Ital. Reverire).
Ρεβεσάριος (ο): Αναθεωρητής , κριτής (βλ. ρεβίζιον).
Ρεβίζιον (η): Αναθεώρηση (Ital. Revisione).
Ρεβιζόρος (ο): Αναθεωρητής.
Ρέβνος (ο): Θάμνος .
Ρεγάλο (το) Φιλοδώρημα (Ital. Regalo).
Ρεγγεμέντο (το): Κυβέρνηση (Ital. Reggimento).
Ρεγγιστράδος (ο): Καταχωρημένος (Ital. Registrado).
Ρεγγιστράρω : Καταχωρώ (Ital. Registrare).
Ρεγγλιές (οι): Σουρώματα.
Ρεγίστρο (το): Ευρετήριο , Ονομαστικός κατάλογος (Ital. Registro).
Ρεγκιστράρω : Καταχωρώ (Ital. Registrare).
Ρειπίζω : Γκρεμίζω (ερειπώνω).
Ρεκαμάδα (η): Κέντημα (Ital. Ricamato).
Ρεκαμάδος (ο): Κεντητός (Ital. Ricamato).
Ρεκάμο (το): Κέντημα (Ital. Ricamo).
Ρεκούπερα (τα): Βοηθητικοί χώροι σπιτιού.
Ρεκουσινιάρω : Συμβιβάζομαι (Ital.Riconcillare).
Ρελαντζιόν (η): Αναφορά , Έκθεση (Ital. Relazione).
Ρεμέγκου (του): Έρημο.
Ρεμέγκου : Φτερουγίζοντας (Ital.Remeggio=φτερούγισμα , κωπιλάτισμα).
Ρεμενάτο (το): Τόξο ανοίγματος σε οικοδομή (Ven.Remenàto).
Ρεμεντζάδος (ο): Με κουπιά (βλ. Ρεμέντζο).
Ρεμέντζο (το): Κουπιά (Ital. Remeggio).
Ρεμεντιάρω : Φροντίζω (Ital. Rimediare=Ασκώ φαρμακοθεραπεία).
Ρεμέντιο (το): Θεραπεία, φροντίδα (Ital. Rimedio=φαρμακοθεραπεία).
Rimedio).
Ρεμεντίω : Τακτοποιώ (Ital. Rimediare).
Ρεμεσιέρης (ο): Επιπλοποιός (Ven. Pemessèr).
Ρεμέσο (το): Καπλαμάς , λεπτό φύλο για επένδυση ξύλου (Ven. Remeso).
Ρεμετέρω : Αποδίδω (Ital. Rimettere).
Ρεμοβέρομαι : Παραιτούμαι.(βλ. Ρεμοβερω).
Ρεμοβέρω : Μετακινούμαι , αλλάζω θέση, φεύγω (Ital. Rimuovere).
Ρεμολιμέντο (το): Υπέργηρος, καταβεβλημένος (Ital. Rammollimento=Γεροντική
Ρεμονταδούρα (η): Επιδιόρθωση , Μπάλωμα.
Ρεμονταδούρες (οι): Δερμάτινη λουρίδα από την μέσα μεριά της σόλας χειροποίητου παπουτσιού.
Ρεμόσια (η): Συναλλαγματική (Ital. Rinunzia).
Ρεμοτσιόν (η): Παραιτούμαι των δικαιωμάτων μου . (Ital. Remissione = Συμβιβαστικότητα, Συγχώρεση , απαλλαγή από χρέος ).
Ρεμπάλτα (η): Φύλο πόρτας , ράμπα σκηνής , άνοιγμα ανδρικού παντελονιού (Ital. Ribalta).
Ρεμπαρτάρω : Αναποδογυρίζω (Ital. Ribaltare).
Ρεμπελεύω : Εναντιώνομαι , εξεγείρομαι (Ital. Ribellare).
Ρεμπελιό (το): Εξέγερση (Ital. Ribellione).
Ρεμπόμπο (το): Αναστάτωση , Μπουμπουνητό , δυνατός κρότος (Ital. Rimbombio).
Ρεμπότο (το): Ενισχυμένη φτέρνα παπουτσιού.
Ρεμπουκάρω : Σοβαντίζω (Ital. Bocca = άνοιγμα , στόμα).
Ρεμπουκάρω : Σοβατίζω ,επιχρίω (Ven. Rebocàr).
Ρενοντζιάρω : Παραιτούμαι , μεταβιβάζω (Ital. Rinnovare).
Ρέντε (το): Σακίδιο , σάκα από δίχτυ (Ital. Rete =Δίχτυ).
Ρέντεκλο (το): Ακανόνιστο;;;
Ρεντικολέτσα (τα): Ρεζιλίκια (Ital. Ridicolezza).
Ρεντίκολο (το): Γελοίος (Ital. Ridicolo).
Ρεντικότα (η): Επίσημο σακάκι των πλουσίων.
Ρεοσύρει (να): Νάχει καλό τέλος.
Ρέουλα (η): Ρέγουλα - Ρύθμιση (Ital. Regola)
Ρεουσίρω : Κατορθώνω (Ital. Riuscire).
Ρεπάρο (το): Καταφύγιο (Ital. Riparo).
Ρεπομπάρω : Αντλώ (Ital. Pompare).
Ρεποσάρω : Ξεκουράζομαι. (Ιταλ. Riposo ).
Ρεπόσο (το): Με χαμηλό ρυθμό (Ital. Riposo = ανάπαυση, συνταξιοδότηση).
Ρεσπετάδος (ο): Σεβαστός (Ital. Rispetto = Σεβασμός ).
Ρεστάρω : Μένω – εξαντλούνται τα αποθέματά μου (Ital. Restare).
Ρεστελάδος (ο): Ξαπλωμένος – αραχτός – Κορδωμένος;
Ρεστέλο (το): Φράχτης , κάγκελο, φραγμένος χώρος.
Ρεστεύω : Καθυστερώ .
Ρέστιμα – Ρέστιμο (το): Επανεκτίμηση – Επανόρθωση (Ital. Restituzione).
Ρεστιμάρω : Επανεκτιμώ – Επανορθώνω ( βλ. Ρέστιμα ).
Ρέστο (το): Υπόλοιπο (Ital. Resto).
Ρετιφικάρω : Επικυρώνω (Ital. Ratificare).
Ρετούρα (η): Μπόρα.
Ρετουσάρω : Κάνω τις τελευταίες λεπτομέρειες σε μια εργασία .(Ital. Ritoccare).
Ρετσέτα (η): Σημείωμα, συνταγή, σκονάκι μαθητή (Ital. Ricetta).
Ρεφάρω : Επιστρέφω , αναδίδω .
Ρεφουδάρω : Παραιτούμαι , Εγκαταλείπω (Ital. Rifiutare).
Ρήγη (η): Κλαδί φυτού για φύτεμα.
Ρήτα : Αμέσως (Πιθανόν από το ιταλικό Dretta –Ευθεία – Κατευθείαν .
Ριάλι (το): Παλαιό νόμισμα ( Reale = Βασιλικό ).
Ρίβα (η): Αυλάκι για φύτεμα. Άκρη – Ακτή – Όχθη (Ital. Riva).
Ριγαλίδα (η): Τυφλοπόντικας.
Ριγανέλο (το): Τουρνέτο;;;;
Ριγάνι (το): Ξαφνικός αέρας – Ανεμοστρόβιλος.
Ριγέτα (η): Σιδερένια λάμα.(Ital. Riga = Γραμμή).
Ριγίζω : Η τοποθέτηση του κλαδιού ενός δένδρου μέσα στο χώμα , χωρίς να κοπεί από το δένδρο , προκειμένου να βγάλει ρίζα και να γίνει άλλο δένδρο.
Ριγουάρδο (το): Συλλογισμός – περίσκεψη (Ital. Rigogitare = ξανασκέπτομαι)
Ριζαμοκόνερα (τα): Ριζοβούνι .
Ρικεμέντο (το): Ανάποδα (Ricomento ;;;;).
Ρικόρδο (το): Ενθύμιο (Ital. Ricordo).
Ρικόρσο (το): Προσφυγή (Ital. Ricorso).
Ρίμα (η): Καταρράκτης , ασθένεια ματιών.
Ρίμνα (η): Ομοιοκαταληξία (Ital. Rima).
Ρίνκα : Ξανά , αλλεπάλληλα (Ital. Rinca).
Ριντό (το): Νυχτικό .
Ριό (το): Κρύο .
Ριουντίρω : Αποκρούω. (Ital. Rifiutare).
Ριπίζω : Πετάω κάτι , εκτοξεύω (αρχ. Ελλην.).
Ρισερτσιμέντο (το): Επανόρθωση – αποκατάσταση (Ital. Ricarcimento).
Ρισκατσόν (η): Εξαγορά (Ital. Riscatto).
Ρίσκια (τα): Διακινδυνεύσεις. (Ital. Rischio)
Ρίτσικο (το): Το σγουρό.(Ital. Ricciolare).
Ρίτσικο (το): σγουρό (βλ. Ρίτσο).
Ρίτσο (το): Ο καράβολας. (Ital. Riccio = Ζγουρό )
Ριφερτά (η): Απόδειξη – Λαχνός για κλήρωση με αντικείμενα (Ital. Riffa).
Ροβίνα (η): Ερείπιο (Ital. Rovina).
Ροβινάτσα (τα): Μπάζα (Ven. Rovinazzi).
Ρογγέλα (η): Κουβαρίστρα (Ital. Roccheta).
Ρόγκια (η): Βραχώδης λόφος.
Ροδαμός (ο): Βλαστός.
Ροζάδο (το): Ροζέ – Κοκκινωπό (Ital. Rossa = Τριανταφυλλί χρώμμα).
Ροϊ (το): Επιτραπέζιο δοχείο λαδιού.
Ρόκα (η): Εργαλείο για την δημιουργία μάλλινης κλωστής.
Ροκέτο (το): Μακριά φούστα της γυναικείας παραδοσιακής στολής. (Ital. Roccheto : Αναφέρεται ως είδος άμφιου).
Ροκέτο (το): Γυναικείο φουστάνι της παραδοσιακής στολής με πυκνές σούρες (Ital. Roccheto =οδοντωτό).
Ρολάδες (οι): Τρεξίματα.
Ρολίνα (η ): Το καζίνο της Κέρκυρας ,εκεί που είναι τώρα το αρχαιολογικό μουσείο (Ital. Rollina=Ρουλέτα).
Ρολογιέμαι : Αφουγκράζομαι .(ακούω το ρολόι).
Ρομαντσίνα (η): Κατσάδα ,επίπληξη (Ital. Ramanzina).
Ρόμπα : Ανακατεμένα πετρόψαρα.
Ρόμπα φατούρα (η): Κόστος υλικών και κατασκευής (Roba-fattura=Αντικείμενο- Κατασκευή).
Ρομπαβέκια (τα): Αντίκες (Ital. Roba-Vecchio=Πράγμα-Γέρικο).
Ρομπαβίλα (τα): Άχρηστα πράγματα (Ital. Roba-Vile=Πράγματα-Μηδαμινά).
Ρόνι (το): Τρέξιμο (αγγλ. Runs – κρίκετ).
Ρονιά (η): Η απόσταση του κεραμιδιού από τον τοίχο.
Ρονιά (η): Η αυλακιά των κεραμιδιών.
Ρόντα (η): Γυρίζω παντού (Ital. Ronda =Τριγυρίζω )
Ρόποση (δεν έμεινε) : Δεν έμεινε τίποτα .
Ροτόντα (η): Μικρός στρογγυλός ανοιχτός χώρος η στρογγυλό κτίσμα . (Ital. Rotonta).
Ρότσουλα (η): Ροδέλα. (ital. Ryzzola).
Ρούβελας (ο): Κοκκινολαίμης (Ital. Rovello =Εξαψη, οργή, παραφορά).
Ρούβελας (ο): Μικρό πουλάκι (ο γνωστός κοκκινολαίμης) Εχει ένα κόκκινο σημάδι στο λαιμό
Ρουβελοπαγίδα (η): Μια παγίδα για ρουβέλια αποτελούμενη από μια πέτρινη πλάκα στερεωμένη με ένα ξυλαράκι δεμένο με μια κλωστή.
Ρουβελόπιτα (η): Πίτα από κοκκινολαίμηδες (βλ. ρούβελας).
Ρουβινάτσα (τα): Μπάζα (Ital. Rovinaccio).
Ρούγα (η): Γειτονιά.
Ρουγκέτα (η): Δρομάκι , καντούνι (Ital. Rughetta).
Ρούγκλο (το): Γεμάτο ως επάνω.
Ρούγλα (η): Μύξα.
Ρουκλί (το): Μικρό κεφαλόπουλο (ψάρι).
Ρουμανέτες (οι): Πούλιες πανω σε «παγουνάτσα».;;
Ρουμπαραρούμ : Κάηκαν όλα , Ανατινάχτηκαν.
Ρούμπος (ο): Μεγάλη μπουκιά.
Ρούμπωμα (το): Μπούκωμα.
Ρούμπωσα η Ερούμπωσα : Γέμισα πολύ το στόμα μου από λαιμαργία.
Ρούπο (το): Το νερό που κατακάθεται από τις ελιές.
Ρούσα (η): Κόκκινη (Ιταλ. Rossa ).
Ρουσάλι (το): Πανηγύρι
Ρουσιά (η): Η ερυθρά παιδική ασθένεια (Ital. Rosolia).
Ρουσπίγα η Ρουσπίδα (η): Παλιό Χρυσό Δουκάτο της φλωρεντίας (Ital. Ruspo).
Ρούτα (είναι ) : Νερουλό – Μαλακό (Ital. Ruta).
Ρουτί (το): Γυναικείο εσώρουχο.
Ρούτσια (κάνει): Πεισμώνει ,κάνει μούτρα (Ital. Ruzzo).
Ρούτσο (το): Θύμος , ισχυρογνωμοσύνη (Ital. Ruzzo=Πείσμα, καπρίτσιο).
Ρούτσο (το): Πείσμα , δυστροπία (Ital. Ruzzo).
Ρούτσουλα (η): Ροδέλα .
Ρουτσώνω : Πεισμώνω (Ital. Ruzzo = Πείσμα ,Καπρίτσιο ,Ιδιοτροπία).
Ρούφουλας (ο): Ανεμοστρόβιλος.
Ρουχάζω : Ροχαλίζω.
Ροφαίτης (ο): Αέτωμα δίκλινης στέγης(Ig. Roof=στέγη).
Ρπίζω : Σκορπίζω . (Ριπή;;;)
Νάγα : Ούτε.
Ναντσιόνα (η): Εθνικότητα – φυλή (Ital. Nazione).
Νάπα (η): Το πάνω κωνικό μέρος του τζακιού που οδηγεί στην καμινάδα (Ven. Napa).
Νάτολα (η): Μικρός ξύλινος κατοικήσιμος χώρος σε ταράτσα (Ven. Nàtole).
Νάτολα (η): Προεξοχή με παράθυρο από τα κεραμίδια της σοφίτας.;;;;
Νάτολες (οι): Αποθήκες σε σοφίτα. ;;;;
Νεγότσια (η): Νέα επιχείρηση;;;;
Νεγοτσιάρω : Εμπορεύομαι (Ital. Negoziare).
Νεγότζιο (το) Συμφωνία, ξεκαθάρισμα (Ital. Negozio=κατάστημα).
Νεγότσιο (το): Εμπορικό κατάστημα - δοσοληψία(Ital. Negozio).
Νεγότσιος (ο): Εμπορικός (Ital. Negozio).
Νεκραμάρα (η): Απονέκρωση.
Νεκριασμένο (το): Βαριά κατάρα (Νεκρό).
Νεκρικάτα (τα): Νεκρώσιμα.
Νεραιδικό (το): Νεράιδα.
Νεροκονίδα (η): Χιονίστρα.
Νεροκουταλίδες (οι): Γυρίνοι (Τα νεογέννητα βατράχια , σε σχήμα κουταλιού , πριν μεταμορφωθούν σε βάτραχους.
Νερομπλούτσι (το): Φαγητό με πολύ νερό , περισσότερο από το κανονικό.
Νέσπολα (η): Μούσμουλο (Ital. Nespola).
Νετέρνω : Τελειώνω (Ital. Netare= Kαθαρίζω).
Νέτο (το): Καθαρό (Ital. Netto).
Νευρίδα (η): Νευρόπονος.
Νιάκαρα (η) Φυσαρμόνικα.
Νιάκαρη (η): Υπερηφάνεια.
Νιαμάς (ο): Μασκαράς- Μασκοφόρος.
Νιάνκα : Ούτε, ούτε καν (Ital. Neanche).
Νιατίζω : Δίνω.
Νιβέλο (το): Το αλφάδι – Η στάθμη (Ιταλ. Livello).
Νίβομαι : Πλένω το πρόσωπό μου.
Νιέντε : Τίποτα (Ital. Niente).
Νίνια (η): Νάζι , πονηρός μορφασμός (Ital. ghinare = γελώ πονηρά).
Νιοκατσέντε : Όλα εν τάξει.
Νιόκος (ο): Χαζούλης .
Νιοράντες(ο):Ο επιδειξιομανής .(Ital. Ignorante=Aμαθής).
Νιοραντιά (η): Επιδειξιομανία – Επιδεικτική συμπεριφορά (Ital. Ighoranza= Αμάθεια ,αγραμματοσύνη , κακή ανατροφή).
Νιοραντιές (οι): Οι επιδείξεις ενός δήθεν σπουδαίου.
Νόβερος (ο): =Νούμερο;;;;;; Novero
Νοβιτά (η): Ο νεωτερισμός , το νέο (Ital. Novita).
Νοβιτά (τα): Ειδήσεις (Ital. Novita).
Νογάς (δεν): Δεν καταλαβαίνεις.
Νογάω Καταλαβαίνω.
Νοδάρος (ο): Συμβολαιογράφος – Γραφέας (Ital. Notaio).
Νόθα (η): Μούχλα.
Νοθίλιας : Μυρωδιά μούχλας.
Νόμι (το): Το μικρό όνομα .
Νομπιλε (ο): Ανώτερος /η . (Ιταλ. Nobile ).
Νομπιλιτά (η): Η αριστοκρατία (Ital. Nobilita ).
Νόμπιλος (ο): Ευγενής (Ital. Nobile).
Νόνα (η): Βαθύς ύπνος (Ital. Nona = 1. Η ενάτη ώρα των Ρωμαίων ).
Νόνα (η): Γιαγιά (Ital. Nonna).
Νόνος (ο): Παππούς (Ital. Nonno).
Νόντσολος η όντσολος (ο): Νεωκόρος.
Νότα (η): Έγγραφη υπόμνηση (Nota).
Νοταριάς (ο): Συμβολαιογράφος.
Νότισε : Μούσκεψε – Έβγαλε υγρασία ( Νοτιάς υγρός καιρός).
Νότσινος (ο): Καρυδένιος (Ital. Noci = Ξύλο καρυδιάς).
Νουμεράρω : Αριθμώ (Ital. Numerare).
Νούμπουλες(οι): Κορόμηλα.
Νούμπουλο (το): Κερκυραικό αλλαντικό.
Νούντσιος (ο): Αντιπρόσωπος – Αγγελιοφόρος . (Ital. Nunzio).
Νοφαίτης (ο): Μεσοτοιχία.
Νταβάς (ο): Πήλινο τσουκάλι.
Νταβούλι (το): Μικρό πήλινο σκεύος μαγειρικής.
Νταϊέλα : Τα ίδια.
Ντακάπο : Απ’την αρχή (Ital. Daccapo).
Ντάκοι (οι): Μεγάλα κομμάτια .
Ντακόρδου : Σύμφωνοι.
Νταλε κουάλε : Παρόμοιο – Ίδιο με κάποιο άλλο.
Νταλίριο (το): Ανατριχίλες (Ital. Delirio= Παραλήρημα)
Νταλπάρου : Πέσαμε πρόσωπο με πρόσωπο (Πέσαμε Νταλπάρου).
Ντάνα και ιντερέσο : Έκφραση που σημαίνει : Ζημιές και Κέρδη (Danaro =Χρήμα Interesse = Υπόθεση).
Ντανάρι (το): Το καρό της τράπουλας (Ital. Denaro).
Νταραβέρι (το): Δοσοληψία (Ital. Dare avere).
Ντάσι (το): Το κριάρι - μτφ. Ο Κερατάς.
Ντάσκα (η): Δερμάτινη σάκα (Ital. Tasca).
Ντασκέτο (το): Μικρό δερμάτινο τσαντάκι (Ital. Tascetto).
Ντέησε : Κάνε γρήγορα.
Ντεκότο (το): Ρόφημα (Ital. Decotto ).
Ντελέκος (ο): Μεγαλόσωμος.
Ντελικάτος (ο): Λεπτός , Ευπαθής.
Ντελίνι (το): Ψηλός.
Ντεμέλα (η): Μαξιλαροθήκη.
Ντέμπλα (η): Ραβδί για το ράβδισμα της ελιάς.
Ντέμπολος (ο): Αραιός – Αδύνατος (Ital. Debole).
Ντεντελίζω : Τρέμω (Ital. Debilitare).
Ντένω : Σκοντάφτω –πιάνομαι από κάπου.
Ντεπίρω : Περιποιούμαι ασθενή (Ital. Deperire=Φθίνω).
Ντεπόζιτο (το): Εσοχή σε τοίχο για τοποθέτηση εικόνας (Ital. Deposito).
Ντερίνα (η): Σουπιέρα ;;;;;
Ντεστέζα : Σε έκταση -σε μάκρος (Ital. Distesa).
Ντεστιέρα (η): Κάγκελο κρεβατιού.
Ντεφεντάδος (ο): Αρρωστιάρης – Έτοιμος να καταρρεύσει (Ital. Difetto = Ελάττωμα).
Ντζάνα (η): Σειρά ;;;;
Ντζαντζαμίνια (τα): Ζουμπούλια (Ital. Giacinto).
Ντζάξεις (μην) : Μη μιλήσεις (Ital. Chiacchiera = Φλυαρία).
Ντζαρεύω : Παίζω (Ital. Chiassato= Θορυβώδης).
Ντζάχτι (κάμε ) : Κάνε γρήγορα.
Ντζέρα (η): Όψη (Ital. Cera).
Ντζία (η): Θεία (Ital. Zia).
Ντζιντζιλόμος (ο): Εκλεκτικός και ψηλομύτης (Ital. Gentilomo).
Ντζορνάδα (η): Μεροκάματο (Ital. Giornata).
Ντιέτα (η): Δίαιτα (Ital. Dieta).
Ντιζόρντινο (το): Ακαταστασία (Ital. Disordine).
Ντινέρι (το): Το καρό της βενετσιάνικης τράπουλας.
Ντισκάτζια (η): Δυστύχημα (Ital. Disgrazia).
Ντιφέτο (το): Το ελαττωματικό. (Ιταλ. Difetto).
Ντολτζέτσα (η) Κολακεία (Ital. Dolchezza).
Ντόλτσε (το): 1. Γλυκό 2. Ράτσα γλυκών πορτοκαλιών (Ital. Dolce).
Ντολτσέτσα (η): Ερωτική συνομιλία (Ital. Dolcezza =γλυκύτητα).
Ντομενικάλε (το): Αρχοντικό εκτός πόλεως (Ital. Domenicale = Κυριακάτικο).
Ντόμερος (ο): Κτηματίας (Ital. Dominio).
Ντόμος (ο): Η καθολική Μητροπολιτική εκκλησία στην πλατεία Δημαρχείου. (Ιταλ. Duomo =Ο Οίκος – του θεού-).
Ντόντολος (ο): Όρχις.
Ντόπιος (ο): Διπλός (Ital. Doppio).
Ντορτσόνι (το): Μεγάλο κερί.
Ντουάνα (η): Τελωνείο (Ital. Dogana).
Ντούγκουε : Λοιπόν (Ital. Dungue).
Ντουκάλι (το): Διάταγμα (Ital. Duca-le).
Ντουκάρω : Αποκοιμιέμαι.
Ντουράρω : Δυναμώνω
Ντουράρω :Συγκρατώ.(δεν μπορώ να ντουράρω το παιδί ).
Ντράβαλα (τα): Επακόλουθα – Μπλεξίματα.
Ντράλος (ο): Το γλωσσίδι της καμπάνας.
Ντρέτα : Ευθεία. (Ιταλ. Diretta ).
Ντρετζαδούρος (ο): Ξύλινο ταβάνι πάνω από την εσωτερική σκάλα του σπιτιού. (Ital. Drizza – duro = σκληρή οροφή ;;).
Ντρίλινο (το): Είδος υφάσματος για χονδροκομμένα ρούχα.
Ντριμώνω : Κρύβω .
Ντρίτα (Μιλώ): Μιλώ ευθέως - Χωρίς υπεκφυγές.(Ital. Dirito).
Ντρίτα λινιά : Ευθεία γραμμή (Dirito linea).
Ντρομάω : Τολμώ.
Ντρουβάς (ο): Τσάντα για ψώνια . ;;;;;;
Ντρουβιό η Λουτρουβιό (το) Ελαιοτριβείο.
Ντρουγιά Η Λουτρουγιά (η: Λειτουργία Εκκλησιαστική.
Νυχιά (μια): Πολύ λίγο (Όσο ένα νύχι).
Ξ
Ξάγκλα (η): Ξύλινη τσουγκράνα διχαλωτή.
Ξαγλίστρημα (το): Γλύστρημα .
Ξαγνάντιο (το): Τοποθεσία με θέα στη γύρω περιοχή.
Ξαγορά (η): Εξομολόγηση.
Ξάι (το) Φόρος.
Ξακλουθώντας : Ακολουθώντας.
Ξαλλάζω : Αλλάζω ρούχα.
Ξανεμιά (η): Μέρος εκτεθειμένο στους αέρηδες.
Ξανεμίζω : Διώχνω (πχ τον καπνό κουνώντας κάτι στον αέρα).
Ξατρεχαρίκια (τα): Τρεχάματα.
Ξατρέχω : Κυνηγάω κάποιον.
Ξαφνικό (το): Αναπάντεχο .
Ξαφνολόιμα (το): Ξάφνιασμα.
Ξάφοδο (το): Ξέφωτο.
Ξεβασκαίνω : Διώχνω την βασκανία.
Ξεδάβλιστρο (το): Σιδερένιο εργαλείο του τζακιού.
Ξεζορκιάζωμαι : Ξεγυμνώνομαι.
Ξεϊνταγάρω : Ξεμπερδεύω.
Ξέκαμπο (το): Ανοιχτό μέρος σε λιβάδι.
Ξεκέντι (στο): Στο τέλος.
Ξεκοπή (η): Εργασία με το κομμάτι.
Ξεκουπώνω : Ξεσκεπάζω.
Ξελέστατη : Ανυπότακτη , απελευθερωμένη γυναίκα.
Ξελέστατος (ο): Ανήσυχος.
Ξελεχωνιάζω : Βοηθάω την λεχώνα.
Ξελιμπάρω : Ελαφρώνω από κάποιο βάρος.
Ξελογγιάζω : Καθαρίζω το λόγγο.
Ξελώλωσα : Είμαι αφηρημένος.
Ξεμαγναδιασμένα (τα): Καθαρά.
Ξεμάτωμα (το): Αιμορραγία.
Ξεμεσκλήστικα : Διαμελίστηκα .
Ξεμεσκλίζω - Ξεσκλίζω : Διαμελίζω.
Ξεμουτρίζω : Σπάω κάποιου τα μούτρα.
Ξεμπουρίζω : Διώχνω.
Ξενοτάρω : Τελειώνω μία εργασία.
Ξενοτικός (ο): Ο ξένος.
Ξενοχωρίτης (ο): Κάποιος από άλλο χωριό.
Ξέντενα (η): Τσατσάρα.
Ξεντένω (η): Η αχτένιστη γυναίκα.
Ξεντεριάζω : Βγάζω τα άντερα και ξεκλωνίζω.
Ξεντερίζομαι : Εξαντλούμαι από την ευκοιλιότητα .
Ξεντερλικώνομαι : Γδύνομαι.
Ξεπάγκισμα (το): Καταξοδεύομαι.
Ξεπεταχτή (η): Είδος λαγάνας.
Ξεπιτούτου : Επίτηδες.
Ξεπύρησε : Ξεχύλισε.
Ξεραγκάδα (η): Ξερόκλαδο.
Ξεραθύμησα : Απόλαυσα.
Ξερίχι (το): Ποικιλία σταφυλιού του όρους.
Ξερόλι (το): Ασθενικό ελαιόδενδρο.
Ξεροποδιά (η): Ποικιλία σταφυλιού.
Ξεσκλίζω : Διαμελίζω , βγάζω τις σκελίδες.
Ξεσποντάρω : Ξεμυτίζω , εμφανίζομαι.(Ital. Spuntare).
Ξεσπορίζω : Βγάζω τους σπόρους.
Ξεσπούρδισε : Μεγάλωσε γρήγορα (σαν ένα είδος κολοκυθιάς ονομ. Σπούρδα).
Ξέστα (η): Μονάδα ογκομέτρησης υγρών (ιση με 16,600 κιλά).
Ξεστί (το): Μισή ξέστα (8,300 κιλά).
Ξεσυνερίζωμαι : Ανταγωνίζομαι κάποιον.
Ξεσφάλι (το): Κομμάτι λόγγου που καθαρίστηκε και καλλιεργήθηκε.
Ξεσφαλίζω : Καθαρίζω ένα λόγγο και τον μετατρέπω σεκαλλιεργήσιμη έκταση.
Ξεταραγγιάζω : Αφαιρώ το κατακάθι (Ital. Tara).
Ξετιμώνω : Εκτιμώ.
Ξετουρλωμένη (η): Γυναίκα που φέρεται απρεπώς.
Ξετσούρδωσε : Ξεπετάχτηκε.
Ξεφλίζω : Ξεφλουδίζω.
Ξέφλιο (το): Ξεφλούδισμα – Τσόφλι.
Ξεχάζω : Συζυγική απάτη .
Ξεχάραξε (η κότα): Άρχισε να ξαναγεννάει αυγά η κότα.
Ξεχασμένος (ο): Απατημένος.
Ξεχυτή (η): Στέγαστρο ως προέκταση του σπιτιού.
Ξέχωρο (το): Μικρός κατοικήσιμος χώρος δίπλα στο σπίτι.
Ξήστρωτο (το) : Αγριο, Ανυπάκουο (αυτό το παιδί είναι σαν γαιδούρι ξέστρωτο).
Ξιάδετος (ο): Ακάλυπτος – Ξεσκέπαστος.
Ξιγιάδετη (η): Ξεδιάντροπη.
Ξινίτας (ο): Ξινισμένο κρασί .
Ξιπορίζω : Βγάζω τους σπόρους ( πχ. Του καλαμποκιού).
Ξίσκεπος (ο): Ξεσκέπαστος.
Ξόδι (το): Ξωτικό .
Ξομπλιάζω : Ζαλίζω κάποιον με την πολυλογία μου.
Ξόπλη (το): Δάκρυ.
Ξουβλί (το): Σουβλί.
Ξουβλίδα (η) : Μυτερό κομμάτι ξύλο
Ξουβλίθρα (η): Μυτερή άκρη ξύλου .
Ξυγκερνός (ο): Αυτός που έχει πολύ λίπος.
Ξυλάγγουρο (το): Ένα Χορταρικό.
Ξυλάκι (το): Σπιρτόξυλο.
Ξυλόγατα (η): Ξύλινη φάκα για ποντίκια.
Ξυλοκοπιά η Ξεκοπή (η): Εργολαβία –Εργασία με το κομμάτι.
Ξυλόκοτα (η): Μπεκάτσα.
Ξυλοτόρκι (το): Ξύλινο στεφάνι βαρελιού.
Ξυλοφάης (ο): Ροκάνι ξυλουργού.
Ξυνάδα (η): Λουλουδάκι σαν την καμπανέλα που τρώγεται.
Ξυνίτας (ο): Ξινισμένο κρασί.
Ξώπολη (η): Προάστιο.
Ο
Όβολα (τα): Χρήματα.
Όγιεσκε : Όχι.
Ογνίστρα (η): Το τζάκι.
Ογρός (ο): Υγρός.
Οκιάλια (τα): Ματογυάλια ( Ital. Ochiale).
Οκιάτα (η) Ματιά (Ital. Occhiata).
Οκουπάδος(ο):Απασχολημένος , πλήρης (Ital. Occupatto).
Οκτωβρίνια (τα): Λουλούδια που ανθίζουν τον Οκτώβριο.
Ολεμεμιάς : Ξαφνικά, μονομιάς .
Ολόντρετος (ο ): Γύρω – Γύρω.
Ολούθε : Παντού.
Όλτρι η Όλτρε : Εκτός.
Όμηρο (το): Η πρασινίλα της πέτρας.
Όμιρο (το): Πρασινάδα από την υγρασία.
Ομπία (η): «Κόλλημα», Έμμονη ιδέα (Ital. Ubbia =Δεισιδαιμονία).
Ομπλιγάδο (το): Δωμάτιο προσπελάσιμο μέσω άλλου δωματίου (Ital. Obbligato=υποχρεωμένο).
Ομπλιγάδος (ο): Υποχρεωμένος (Ital. Obbligato).
Ομπλιγάρω : Υποχρεώνω. (Ital. Obbligare).
Ομπλιγάρωμαι : Υποχρεώνομαι .(βλ. Ομπλιγάδος).
Ομπλιγατσίον :Υποχρέωση – Οφειλή. (Ital. Obbligazione).
Όμπλιγο (το): Υποχρέωση .
Ομπλιγός (ο): Υποχρεωμένος.
Ομπολίνα (η) : Κουτή Γυναίκα.
Όμπολο (το) : Κουτός .
Όμπρα (η): Απόχρωση του καφέ χρώματος (Ven. Umbrica=χρώμα του χώματος).
Όνβρια (τα) : Αγριόχορτο θεραπευτικό για την χοληστερίνη.
Όνειδο (το): Ντροπή (αρχ. Ονείδος).
Ονειροπλάκωμα (το): Εφιάλτης.
Ονόρε (το): Τιμή ενός ανθρώπου (Ital. Onore).
Όντας : Όταν.
Όντο (το): Ζώον.
Όντσολος (ο): Καντηλανάφτης.
Οξοθιός : Τάχατες.-δήθεν
Όξω : φωνή για να διώξουν το σκύλο.
Όπερα (η): Έργο, κατασκευή ((Ital. Opera).
Όποντας : Όποτε.
Οπστάντε : Καλώς ήλθες.
Οπωπώ : Επιφώνημα εκπλήξεως.
Ορά (η): Ουρά.
Οργιά (η) Μονάδα μήκους ίση με ένα μέτρο.
Ορδινάριος (ο): Τακτοποιημένος – κανονικός –καθώς πρέπει. (Ital. Ordinare).
Ορδίνι (το): Καλλιεργημένος κήπος (Ital. Ordine=Τάξις).
Ορδινιά (η): Τάξη , διαταγή, παραγγελία (Ital. Ordine).
Ορδινιάζω : Τακτοποιώ.
Ορδίνο (το): Διάταγμα.
Ορέγομαι : Μου αρέσει.
Ορίζω : Διατάζω.
Ορίτσικας (ο): Η ρίζα της ουράς.
Ορμινεύω : Συμβουλεύω.
Όρμπου : Χάθηκε.
Ορνικιά (η): Ειρηνική, φιλήσυχη , υπάκουη .
Ορνικός (ο): Ήσυχος – πράος.
Ορντινατσιό (το): Υπηρετικό προσωπικό (Ital. Ordinanza).
Όρντινο (το): Τάξη, Τακτοποίηση , διαταγή (Ital. Ordine).
Όρσε : Ορίστε . Συνοδεύει όμως και την γνωστή κερκυραική μούντζα
Ορτικάρια (η): Ακμή -σπυράκια (Ital. Orticaria = Ερεθισμός του Δέρματος ).
Ορτικάρια (η): Δερματοπάθεια (Ital. Orticaria).
Ορτινάτσα(η):Υπηρέτρια.(Ital. Ordinanza=Στρ.υπηρέτης).
Όρτσα λα πάντα : Έκφραση που σημαίνει « Άνω –Κάτω».
Οσοδομοκεί : Εν τω Μεταξύ.
Οσπιτάλι (το): Νοσοκομείο (Ιtal. Ospedale).
Όστρια ή ψαροχέστρα (η): Καιρός με νότιους ζεστούς ανέμους που δεν ευνοεί το ψάρεμα.
Όστρια (η): Νότιος Άνεμος. (Ital. Austro – Ostro).
Οστριασμένος (ο): Πειραγμένος από τον καιρό (όστρια = νοτιάς).
Οστριογάρμπη (το): Νότιος προς δυτικός άνεμος.
Οστριός (ο): Έντομο σε μέγεθος μύγας , τσιμπάει και ζει τους θερμούς μήνες του καλοκαιριού στα χωράφια.
Ούβια (η): Γυναικείο μαντίλι για το κεφάλι.
Ουζάδος (ο): Μεταχειρισμένος (Ital. Usare).
Ούζο (το): Συνήθεια (Ital. Uso).
Ουζο φρουκτάριος (ο):Επικαρπωτής (Ital. Usufruttuario).
Ούθε-Ούθε : Όπου-Όπου.
Ούλτιμο (το): Τελευταίο . (Ital. Ultimo).
Ουμπία η Ομπία (η): Μία περίεργη ιδέα (Ital. Ubbia=Πρόληψις – δεισηδαιμονία).
Ούρα (τον βάλανε στα) : Γιουχάϊσμα (Ital. Urra=Ζητωκραυγή).
Ούρλα (η) : Φωνές,ουρλιαχτά (κυρίως στη Λευκίμμη).
Ούσι-να : Επιφώνημα για την απομάκρυνση του γαιδάρου.
Ούσιου : Επιφώνημα για την απομάκρυνση ζώων.
Οφιτσιάλος (ο): Γραφιάς , υπάλληλος γραφείου (Ital. Ufficiale).
Οφίτσιο (το): 1. Γραφείο 2. Αξίωμα (Ital. Ufficio).
Οχιά και μονομερίδα : Απάντηση σε ένα ανεπιθύμητο όχι.
Οχτιά (η): Ανάχωμα.
Οχτωβρίνια (τα): Χρυσάνθεμα.
Οψιμέλι (το): Όψιμα ώριμος καρπός.
Π
Παβιόνι (το): Κιόσκι – τέντα (Ital. Padiglione Franc. Pavillon).
Πάγα (η): Πληρωμή (Ital. Pago).
Παγαδώνω : Δωροδοκώ (Ital. Paga = πληρωμή).
Πάγανα (τα): Καλικάτζαροι ( Παγανισμός;;;;;;;).
Παγγαλέτο (το): Παραπέτο που καλύπτει το κάτω μέρος του κρεβατιού.
Παγγέτο (το): Συρτάρι τραπεζιού.
Παγιαρίτσο (το): Στρώμα από ξεραμένα φύλλα καλαμποκιού (Ital. Paglia riccio= στριφογυριστό άχυρο.
Πάγκα (η): Πάγκος πωλητού.(Ital. Panca).
Παγκάδα (η): Σειρά πάγκων.
Παγκούλι (το): Μικρό σκαμνί ,παγκάκι (Ital. Pancone=Μεγάλος πάγκος).
Παγουνάτσο (το): Μπορντό χρώμα (Ital. Paonazzo =Μενεξεδί).
Παδήρησε : Τρελάθηκε – Έχασε τα λογικά του.
Παερίτσο (το): Μικρό στρώμα από χόρτο.
Πάκο (το): Δέμα (Ital. Pacco).
Πάκτος (ο): Αγροτική μίσθωση.
Παλάδο (το): Κυματοθραύστης (Ven. Palada).
Παλαιούθε : Στο παρελθόν (παλαιόθεν).
Παλακούρι (το): Σβέρκος (βλ.και Λάκουρο).
Παλαμίζω : Ορκίζομαι .
Παλέζι (τόβγαλε): Το βγαλε στη δημοσιότητα. (Ital. Palesse=Φανερός).
Παλιοχόρτι (το): Αγριόχορτο του δάσους.
Πάλκο (το): Ξύλινη εξέδρα (Ital. Palco).
Παλληκαρώνα (η): Μεγαλόσωμη γυναίκα .
Πάλμο (το): Βενετσίανικο μέτρο μήκους ίσο με έναν αντίχειρα =2,9εκ. (Ven. Palmo).
Πάλος (ο): Πάσσαλος (Ital. Palo).
Πάνα (η): Πέτσα – Μεμβράνη (Ital. Panna =Κρέμα γάλακτος, ανθόγαλα).
Πανγκουί (το): Πληρωμή στο χέρι (Ital. Paga =Πληρωμή).
Πανίδα (η): Τραπεζομάντιλο.
Πανιόλο (το): Το πάτωμα του καταστρώματος του πλοίου.
Πανιότα (τα): Μικρά ψωμάκια (Ital. Pane).
Παννυχίς (η): Αγρυπνία (Εκκλησιαστική).
Πάντζα (η): Κρέας χοιρινού από την κοιλιά (Ital. Pancia).
Παντζέλι (το): Κόκκινη σημαία κινδύνου (σαν κόκκινο κρέας ;;;).
Παντιέρα (η): Λάβαρο.(Ιταλ. Bantiera).
Παντσέλι (το): Ανεμοδείκτης.
Παντσέτα (η): Παστό χοιρινό κρέας από τα πλευρά .
Πανωλίθι (το): Η επάνω πέτρα του παλιού ελαιοτριβείου.
Παούρι (το): Παγούρι.
Παπαδέλα (η): Μικρό πουλάκι .
Παπαδόκιχλα (η): Είδος κίχλας
Παπαλίνα (η): Πολύ ψιλή σαρδέλα.
Παπαρδέλα(η): Μικρούτσικο πουλάκι με άσπρα και μαύρα στίγματα-ανοιξιάτικο.
Παπιρέλα (η): Βάρκα λίμνης από φύλα πάπυρου.
Παπουτσέλια (τα): Παπουτσάκια.
Παραβέντο (το): 1.Ανεμοφράκτης 2.Παραβάν (Ital. Paravento).
Παραδάγκαλο (το): Κλείδωση ποδιού.
Παραδάγκαλος (ο): Καβάλος.
Παραδάγκανο (το): Η περιοχή του προσώπου πίσω από το αυτί).
Παράκλι (το): Θήκη στο εσωτερικό ξύλινου μπαούλου.
Παραματιού (μεχει) : Με έχει βάλει στο μάτι.
Παραμίνα (η): Σιδερένιος λοστός χωραφιού (Ital. Paramine =είδος λοστού που ναυτικοί χρησιμοποιούν για την αντιμετώπιση των ναρκών)
Παραμόνας (ο): Σημείο ενέδρας (παραμονεύω).
Παρανόμι (το): Το επίθετο ενός ανθρώπου.
Παραπέτο (το): Οχύρωμα , τοιχίο(Ital. Parapetto).
Παραστάματα (στα) : Στη μέση του πουθενά.
Παραστιάς : Δίπλα στη φωτιά (βλ. Στιά).
Παργάρω Φουσκώνω.
Παρδάλι (το): Εξάρτημα του νερόμυλου΄.
Παρέ (το): Ξύλινος ψευτότοιχος (Franc. Separe).
Παρίλια (η): Συμμορία (Ital. Pariglia=Ζεύγος).
Πάρκο (το): Ξύλινη εξέδρα (Ital. Palco).
Πάρλα (η): Φλυαρία (Ital. Parlare).
Παρλάρω : Μιλώ ασταμάτητα (Ital. Parlare).
Παρλάτα (η): Ομιλία (Ital. Parlata).
Παρμάρες (οι): Παραλυσία.
Παρμένος (ο): Αρραβωνιασμένος.
Παρόλα (η): Ανυπόστατη κουβέντα (Ital. Parole = Λέξις – Λόγος).
Παρόντζολο (το): Κορόιδο.
Παρούμα (η): Το σχοινί που δένουν τη βάρκα έξω.
Παρταμέντο (το): Διαμέρισμα ορόφου (Ital. Appartamento).
Πάρτη (η): Μερτικό (Ital. Parte=Μερίδα).
Παρτσινέβελος(ο):Αφεντικό(Ital.Parzionevole=Μεριδιούχος).
Πάσα (τα): Μονάδα μήκους ίση με ένα βήμα (Ital. Passo).
Πασάγιο (το): Διάδρομος. (Ital. Passagio=Πέρασμα).
Πασάκια (κάνει ): Κάνει μικρά βήματα.
Πασαμάς (ο): Χρυσό περιδέραιο (Ital. Passamano = αλυσίδα μεταφοράς η μεταβίβασης).
Πασαμέντο (το): Στρίκα.
Πασαπρότο (το) Σουρωτήρι μακαρονιών.
Πασάρω : Περνάω διαβαίνω (Ital. Passare).
Πασεγκιάρω : Περιπατώ (Ital. Passeggiare).
Πασέντσιο (το): Περίπατος(Ital. Passeggiero).
Πασέτα (η): Μονάδα μήκους ίση με ένα βήμα (Ital. Passo).
Πασέτα (η): Παιχνίδι τράπουλας .
Πασέτο (το): Ξύλινο αναδιπλούμενο μέτρο (Ven. Passeto).
Πάσο (το): Βήμα (Ital. Passo).
Πάσο (το): Παλιός τρόπος μέτρησης αποστάσεων (Ital. Passo = Βήμα ).
Πασπάλι (το): Η άχνη του μύλου.
Πάστα (η) Μερίδα , γεύμα (Ital. Pasto).
Παστανάκα (η): Το σαλάχι (Γίνεται μπουρδέτο)
Παστέλες (οι): Ξεραμένες ελιές φαγώσιμες
Παστιτσάδα (η): Κερκυραικό φαγητό – κρέας κοκκινιστό ανακατεμένο με μακαρόνια (Ital. Pasticcione =ανακατωσούρα).
Πάστο (το): Γεύμα.
Πάστρα (η): Καθαριότητα (Ital. Pastro).
Παστρεύω : Καθαρίζω.
Πάστρι (το): Καθαρό –Πλυμένο.
Παστρόκια (τα): Επιδείξεις.
Παστρόκιο (το): Απάτη (Ital. Pastocchia =ψευτιά).
Πατάκα (η): Μελάνωμα δέρματος (Ital. Patacca=ευτελές νόμισμα).
Πατάκες (οι): Κοκκινίλες.
Παταούδι (το): Κάτι που έχει κρυώσει πολύ.
Παταράτσα (τα): Τα συρματοσχοινα που κρατούν τους σταυρούς στο κατάρτι του ιστιοφόρου (Όταν θέλουν να πουν «Τα πήρε όλα» Λένε : «πήρε και τα παταράτσα».
Παταρίφ (το): Μενταγιόν με θήκη για φωτογραφία στο εσωτερικό.
Πατατούκα (η): Χονδρό παλτό.
Πατατώνα (η): Γλυκοπατάτα ή γλυκόριζα.
Πάτελα (η): Πεταλίδα θαλασσινή (Ital. Patella).
Πατέλο (το): Μικρή βάρκα (Ital. Battello).
Πάτερο (το): Δοκάρι πατώματος.
Πάτι (το): Εγγύηση (Ital. Patti=όροι συμβολαίου).
Πατίνα (η): Βερνίκι υποδημάτων (Ven. Patina).
Πατίτος (ο): Ταλαιπωρημένος (Ital. Patito=ασθενικός).
Πάτο Εσπρέσο (το): Ειδική συμφωνία (Ital. Patto Espresso= Άμμεση συμφωνία).
Πατοσόρι (το): Κατακάθι κρασιού ή λαδιού.
Πατουάρω : Συμφωνώ (Ital. Patto = Συμφωνώ).
Πατσάδι (το): Λεπτό ξύλο.
Πατσάρεται : Ανακατεύεται (Ital. Impiastricciare).
Πατσίμιος (ο): Άτακτος (Ital. Pazzia=μανία).
Παυλόσυκα (τα): Φραγκόσυκα.
Πάχτο (το): Εκμίσθωση χτήματος.
Παχτονάρης (ο): Ενοικιαστής Ελαιοδένδρων.
Πεζάρω : Ζυγίζω (Ital. Pesare).
Πέζο (το): Βάρος (Ιταλ. Peso).
Πέζο (το): Ζυγαριά (Ital. Peso = Βάρος – ζύγι).
Πεζούλα (η): Πέτρινος τοίχος για να κρατάει το χώμα γύρω από τις ελιές.
Πεζουλιάστηκε : Παγιδεύτηκε.
Πεζούρα (η): Τραμπάλα.
Πεζούρο (το): Τραμπάλα (Ιtal. Pezo = Zυγαριά).
Πείλιο : Πιο πολύ. (πλείον;;;).
Πειλιότερο : Περισσότερο (βλ. Πείλιο).
Πέκα (η): Ιδιοτροπία (Ital. Pecca=ελάττωμα).
Πεκάδος (ο): Ιδιότροπος . (Ιταλ. Peccato).
Πέκνα (η): Μελάνωμα δέρματος .
Πελέκι (το): Μεγαλόσωμο ποντίκι.
Πελεκούδα(η): Μικρό κομμάτι από πελεκημένο ξύλο.
Πέλισα : Πέταξα κάτι άχρηστο.
Πέλο (το): Χνούδι προσώπου (Ital. Pelo=Τρίχωμα).
Πελώ η απελώ : Εκσφενδονίζω (αρχ. Απέλασις).
Πελώ : Εκσφενδονίζω (βλ. Απελησιά).
Πενερί (το): Σουγιάς (Ital. Temperino –Penestrare= Σουγιάς-Τρυπώ).
Πενσάτος (ο): Σκεπτικός (Ital. Pensare).
Πεντάγια (η): Μενταγιόν (Ital. Medaglia).
Πεντάλι (το): Ορθάνοιχτο.
Πεντανεύρης (ο): Φυτό.
Πεντεγούλια (τα): Πεντόβολα.
Πεντίνι , Πεντουράλι (το): Το πάνω μέρος της ποδιάς.
Πεντονεύρης (ο): Αγριολάχανο.(θεραπευτικό για τα νεφρά).
Πέουλο (το): Ειδικό κερί για το δοξάρι του βιολιού.
Πέπα (η): Το μακρόστενο πεπόνι .
Πεπερόνι (το): Πιπεριά. (Ιταλ. Peperone).
Περαθιό (το): Πέρα από εδώ (αρχ.- παλιό κρητικό).
Περάρια (η): Καταστροφή (υπερορίως;;).
Περγουλιά η Πέργολα (η): Κληματαριά ίσκιου (Ital. Pergola).
Πέργουλο (το): Κληματαριά.
Περδίκι (το): Βότανο που φυτρώνει ακόμα και σε τοίχους . Το κοπανούσαν μέχρι να λιώσει και το έβαζαν στο πονεμένο μέρος του σώματος.
Περδίο (το): Αφ΄υψηλού συγχώρεση (Ital. Perdonare = Συγχωρώ).
Περίαυλος (ο): Αυλή σπιτιού.
Περιδρομιάζω : Τρώω πολύ
Περίερα : Γύρω από το σπίτι.
Περικούρα (η): Εξουσιοδότηση (Ital. Per Cura).
Περικουρατόρος (ο): Οικονόμος αρχοντικού-διαχειριστής (Ital. Per-Cura).
Περκάλι (το): Χασές , λεπτό ύφασμα (Ital. Percali).
Περνάρι (το): Πουρνάρι.
Περναρίλας (ο): Λόγγος με πουρνάρια (βλ. περνάρι).
Περναρόγιδα (η): Αγριόγιδα.
Περνιτσιόζος (ο): Παλιάνθρωπος (Ital. Pernicioso=κακοήθης, καταστρεπτικός).
Πέρνο (το): Σιδερένιος πείρος (Ital. Perno).
Περό : Ωστόσο , Εντούτοις , παραταύτα(Ital. Pero).
Πέροβα δε φουρτούνα (η): επίσημη απόδειξη ατυχήματος (Ital. Prova Sfortuna).
Πέρονας : Μεγάλο καρφί αλλά και σιδερένιος
Πέρονας (ο): Μεγάλη πρόκα η πείρος (Ital. Perone).
Πέρονας (ο): Μεγάλο χειροποίητο καρφί (Ital. Perone).
Περουάρω: Αναπαύομαι;;;;
Περούνι (το): Πηρούνι.
.
Περπελάω : Πασπατεύω.
Περσέμολο (το): Μαιντανός (Ital. Prezzemolo).
Πέρσουκο (το): Βερύκοκο (Ital. Pesco =Ροδάκινο).
Περτσιπιτάδος (ο): Πεισμωμένος.
Πεσάτο (το): Προμελετημένη πράξη.
Πεσελί (το): Γυναικείο σακάκι πιο επίσημο από την Καμιζιόλα της παραδοσιακής στολής.
Πεσιμένος (ο): Πεσμένος.
Πεσκάδα (η): Ψαριά (Ital. Pescata).
Πεσκαντρίτσα (η): Είδος σαλαχιού.
Πέσουλα (η): Ξύλινο μέρος της βάρκας.
Πεταξιώλι (το): Νεογέννητο πουλάκι που μόλις άρχισε να πετάει.
Πετεγολέτσα (τα): Έθιμο της αποκριάς κατά το οποίο γίνεται δημοσίως Κουτσομπολιό και αντιπαράθεση μεταξύ των γειτόνων. (Ιταλ. Pettegolezzo=Κουτσομπολιό).
Πετέγολο (το): Κουτσομπολιό (Ital. Petegolio).
Πετέουλο (το): Κουτσομπολιό (Ital. Petegolo).
Πετίνια (τα): Μικρά γυναικεία στήθη (βλ. Πέτo).
Πέτο (το): Στήθος (Ital. Petto).
Πετόνι (το): Στηθόδεσμος της γυναικείας παραδοσιακής στολής
Πετουλίδα (η): Μικροσκοπικό πουλάκι με γρήγορο φτερούγισμα.
Πετροκαλαμίθρα (η): Αλεξικέραυνο (Pietra Calamita =Πέτρα της κολάσεως - Μαγνήτης).
Πετροκότσυφας(ο): Γκρίζο κοτσύφι.
Πετρόλαδο (το): Πετρέλαιο.
Πετρόλατα (η): Ντενεκές.
Πετρόλιο (το): Πετρέλαιο (Ital. Petrolio).
Πετροσέλινο (το): Μαιντανός.
Πέτσα (η): Κομμάτι υφάσματος και δέρμα- επιδερμίδα.(Ital. Pezza).
Πέτσα (η): Τόπι υφάσματος (Ital. Pezza).
Πέτσα (τα): Μεγάλες ετράγωνες πέτρες για την δημιουργία λιμανιού.
Πέτσα (τα): Ογκόλιθοι κυματοθραύστη (Ital. Pezzo=κομμάτι).
Πετσαλίνα(η): Δέρμα ζώου.
Πετσαλούδα (η): Δέρμα ζώου.
Πετσάτος (ο): Γυμνός.
Πετσέντας (ο): Άφραγκος.(Ital. Pezzente=Άφραγκος , Κουρελής).
Πετσέντες (ο): Ζητιάνος (Ital. Pezzente).
Πέτσικο (το): Σκεβρωμένο.
Πέτσο (το): Επεισοδιακή κατάσταση – καυγάς (Ital. Pezzo =κομμάτι).
Πέτσο (το): Κομμάτι συμπαγούς μπετού για την δημιουργία προβλήτας λιμανιού (Ital. Pezzo = κομμάτι).
Πετσούλισε η πριτσίλησε : Με κατάβρεξε με σταγόνες .
Πεύκι (το): Χαλί.
Πηλέμι (το): Προγούλι ( υπολαίμιο).
Πήστρομα (το): Χοντρό πανί που έβαζαν οι γυναίκες στην πλάτη για να φορτωθούν
Πητίκι (το): Πικρό.
Πητσακούρα (η): Μεγάλο νόμισμα.
Πητσικόλι (το): Μικρό παιδί.
Πιατέλο η πιατελί (το): Πιατάκι.
Πιάτσα(η): Πλατεία (Ital. Piazza).
Πιατσέβελος (ο): Ευχάριστος , βολικός (Ital. Piacevole).
Πιατσέτα (η): Πλατειούλα γειτονιάς (Ital. Piazzetta).
Πιατσέτα (η): Πλατειούλα (Ven. Piazzètta).
Πιατσορόλος (ο): Ο άνθρωπος της αγοράς – ο έξυπνος.
Πιγκουίνια (τα): Τα νομίσματα κάποιας εποχής;
Πιδόκα (η): Ψείρα (Ital. Pidocchio).
Πιέντε (το): Πόδι ως μέτρο μήκους =34,8εκ.-5 πόδια=1 πάσο (Ital. Piede).
Πιεντζάρομαι : Εγγυώμαι
Πιεντζος (ο): Εγγυητής. (Monte di pieta = Ενεχυροδανειστήριο).
Πιετίνα (η): Μικρή σούρα στο ράψιμο του ρούχου (Piettina).
Πιζέβελος η πιατσέβολος (ο): Καλόβολος (Ital. Piacevole).
Πιθανάτου : Στα πρόθυρα του θανάτου .
Πικαπιέρο (το): Εργαλείο πέτρας (Ven. Pico=σφυρί πέτρας +Piera=πέτρα).
Πικάρω : «Τονε πικάρισε» = Τον πείσμωσε. (Ιταλ. Picca).
Πικέτο (το): 1. Παιχνίδι τράπουλας 2. Στρατιωτικό άγημα (Ital. Picchetto).
Πικινίκια (τα): Μεζεδάκια (Αγγλ. Pick Nick).
Πικούλεμα (το): Χαιδολοϊματα (Ital. Piccolo).
Πίλα (η): Μεγάλο βαρέλι λαδιού (Ital. Pila).
Πίλα (η): Μεγάλο λίθινο πιθάρι λαδιού (Ven. Pila).
Πιλέμι (το): Υπολαίμιο – το διπλοσάγωνο (αρχ.).
Πίλιο : Πιο – περισσότερο.
Πίλολα (η): Χάπι (Ital. Pillola).
Πιλοφότι (το): Πήλινο Λυχνάρι με μπαμπάκι και λάδι.
Πινάκι (το): Φλυτζάνι ή το πιατάκι του. (μάλλον αρχαία ρίζα. Πινάκιον)
Πινακωτή (η): Ξύλινο σκεύος για την τοποθέτηση της ζύμης πρίν απο το ψήσιμο του ψωμιού.
Πίνια (η): Το κεντρικό σημείο της πόλης της Κέρκυρας όπου τα παλιά χρόνια υπήρχαν τα μαγαζιά τροφίμων . Πήρε αυτό το όνομα από την σιδερένια κρεμασμένη κουκουνάρα ,σύμβολο της αφθονίας (Ital. Pigha=Κουκουνάρα).
Πινιάτα (η): Χάλκινο καζάνι (Ital. Pignatta=Χύτρα).
Πινιατόροι (οι): Άνθρωποι του υποκόσμου (Άνθρωποι της πιάτσας- βλ. Πίνια).
Πίνκο (το): Σφυρί μαστόρου πέτρας (Ital. Pico).
Πινούλες (οι): Βλεφαρίδες.
Πίντα (η): Τενεκεδένιο κύπελο με χερούλι .(Αγγλ. Pint :Το 1/8 του γαλονιού η 0,57 του λίτρου. Επίσης (Ιταλ. Pinta).
Πιντουριέρης (ο): Ζωγράφος (Ital. Pittore).
Πιντσιρουρί : Ακριβώς στο στόχο- διάνα.(Αγγλ. Pinch in the ring).
Πιόμπος (ο): Μεταλλική μπρούντζινη η μολυβένια μπάλα για κρεβάτι η για εξώπορτα σπιτιού καθώς και το μολυβένιο βαρίδι της στάθμης ( Ital. Piombo = Μόλυβδος).
Πιού : Περισσότερο (Ital. Piu).
Πίπης (ο): Σπύρος Χαϊδευτικό.
Πιπιστρέλι (το): Το κάτω κεραμίδι της σκεπής (Ital. Pipisterello=Νυκτερίδα).
Πίρολα (η): Χάπι , δηλητήριο (Ital. Pillola).
Πιροστιά (η): Σιδερένιο τρίποδο για να βάζουν την κατσαρόλα στη φωτιά
Πισότομο (το): Σημάδι στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
Πιστρόφια (τα) Τυπική επιστροφή της νύφης στο πατρικό της 8 μέρες μετά το γάμο.
Πιστρώνω : Φροντίζω τα σκεπάσματα κάποιου που κοιμάται.
Πιταριόλι (το): Ροκάνι.
Πιτέρι (το): Γλάστρα (Ven. Pitèr).
Πιτήκι (το): Πικρό (Πίτυς = ένα είδος δένδρου).
Πίτικας (ο) Αρρώστια της κότας από έλλειψη νερού.
Πιτικέφαλα : Κατακέφαλα.
Πιτίκι (το) Πικρό.
Πιτιτέλι (το): Μεζεδάκι .(βλ. Πιτίτο).
Πιτιτέλια (τα): Μεζεδάκια.
Πιτίτο (το): Ορεκτικό (Ital. Appetito).
Πιτιτόζος (ο): Καλοφαγάς (Ital. Appetitoso=ορεκτικός).
Πιτορένιο (το): Ζωγραφιστό(Ital. Pittore =Ζωγράφος).
Πιτόρος (ο): Μπογιατζής (Ital. Pittore ,Ven. Pitòr=Ζωγράφος).
Πιτσάκλι (το): Ξερό κλαδί δένδρου.
Πιτσικαμόρτης (ο): Νεκροθάφτης (Ital. Beccamorti).
Πιτσικάντο (το): Τρόπος παιξίματος βιολιού – με την άκρη του δάκτυλου (Ital. Piccicato = τσιμπιτό).
Πιτσικάρια (τα): Ακρίδες (Λευκίμμη).
Πιτσούνι (το): Περιστεράκι (Ital. Piccione).
Πιτσουρί (το): Μικρός πίδακας νερού.
Πιχέρια (η): Πληρωμή αμέσως , στο χέρι (επίχειρα).
Πλάντρα (η): Ξύλινος μοχλός ελαιοτριβείου.
Πλαντρώνα (η): Χειροδύναμη γυναίκα.
Πλαστάρι (το): Καλαμπόκι με σταφίδα.
Πλαταριά (η): Τα πλευρά του ανθρώπου.
Πλεμόνα (η): Πνευμόνι μοσχαριού.
Πλέριο (το): Γεμάτο – Πλήρες.
Πλήμα (το): Πλύσιμο.
Πλησιαστής (ο): Ο κατέχων όμορη ακίνητη ιδιοκτησία .
Πλοχτάω : Πιέζω.
Πνικάδο (το) Κόσκινο.
Πόβερος (ο): Φτωχός (Ital. Povero).
Πογκιάδο(το): Αφηρημένο;;;
Ποδαρίζω : Βηματίζω.
Ποδένομαι : Φοράω τα παπούτσια μου .
Ποδολόγος (ο): Ένα πανί που έβαζαν οι γυναίκες στο κεφάλι για να κουβαλήσουν διάφορα αντικείμενα.
Πόζα(κρατάει) : Μου κρατάει μούτρα .(Ital. Posa = Θέσι – Στάση – Τοποθέτηση .
Ποθώκω η Πιθώκω (να) : Να ακουμπίσω , να αφήσω τα πράγματα που κρατάω.
Πόλκα (η): Γυναικείο πανωφόρι (Ital. Polca=Είδος χορού;;;).
Πόλπα (η): Εκλεκτό μοσχαρίσιο κρέας (Ital. Polpa=Ψαχνό).
Πολπέτα (η): Κεφτές (Ital. Polpetta).
Πολσέτο (το): Το ρεβέρ των μανικιών του πουκάμισου.
Πόλσο η Μπόλσος (το): Ο Σφυγμός της καρδιάς. (Ital. Polso).
Πολτραίτο (το): Προσωπογραφία.
Πομιντόρο η Κομιντόρο(το): Ντομάτα (Ital. Pomidoro).
Πομόνεψε : Κάνε υπομονή.
Πόμπα (η): 1.Επίδειξη 2. Αντλία (Ital. Pompa).
Πομπάρησε : Τρομπάρησε. (μτφ. Επομπάρησε ο πύργος) Φούσκωσε από την υγρασία ο τοίχος.
Πομπάρω : Τρομπάρω. Πομπές
(οι): Σκάνδαλα.
Πομπές (οι): Σκάνδαλα .
Πονήδι (το): Πληγή.
Πόντα (η): 1. Αιχμή 2. Κρυολόγημα 3. Εχθρότητα (στην πόντα του σπαθιού) (Ital. Punta =Αιχμή).
Πόντα (η): Αιχμή , μύτη εργαλείου (Ven. Ponta).
Πόντα μαλίνια (η): Κακοήθης πνευμονία (Ital. Punta Malignio).
Πόντα ντι λέτο : Ερωτική στάση στη γωνία του κρεβατιού. ( Ιταλ. Letto = Κρεβάτι εκστρατείας-πτυσσόμενο).
Πόντα ντί πέτο (η): Πνευμονία η πλευρίτιδα (Ital. Punta di petto).
Ποντάλι (το): Το κάτω μέρος του καραβιού.(Αρχ. Πόντος).
Ποντελάρω : Τοποθετώ υποστήριγμα (Ven. Puntelàr).
Ποντέλο (το): Υποστήριγμα (Ven. Pontèlo).
Πόντες (ο): Γέφυρα , εξέδρα στη θάλασσα (Ital. Ponte).
Ποντεσπίτσιο (το): Αέτωμα (Ital. Frontespizio).
Πόντζα (η): Καταφεύγω σε ήσυχο μέρος (Ital. Poggia)- Το αντίθετο του Όρτσα (Orza) , που σημαίνει ξανοίγομαι «Πότε Όρτσα πότε Πόντζα» Ναυτική Παροιμία.
Ποντίγιο η Ποντήλιο (το): Πείσμα (Ital. Puntiglio).
Ποντίδος (ο): Αιχμηρός (βλ. Πόντα).
Ποντικομούρης (ο): Το ψάρι Ούγιενα (Ράτσα Σαργού).
Ποντίλιο (το): Ιδιοτροπία.
Ποντιλιόζα (η): Πεισματάρα .(Ιταλ. Puntigliozza).
Ποντιλιόζος (ο): Πεισματάρης (Ital. Puntiglioso).
Ποντίνα (η): Καρφί (Ital. Puntina).
Ποντούρα (η): Υπαινιγμός (Ital. Puntura =Πείραγμα).
Ποντουράρω : Υπαινίσσομαι (Ital. Punturare = Πειράζω, ενοχλώ).
Ποπολάρος (ο): Άνθρωπος του λαού (Ital. Popolare).
Πόπολο (το): Λαός (Ital. Popolo Lat.Populus.)
Πόρβερι (η): Πούδρα (Ital. Polvere cosmetica).
Πορδοχόρτι (το): Είδος χόρτου.
Πορεύομαι : Τα καταφέρνω οικονομικά.
Ποριά (η): Πέρασμα μέσα από λιθιά (Πόρος;;; )
Πόριασε : Ξεπόρτισε .
Πορικό (το): Παράλαμα.
Ποροπιάνω : Επισκευάζω όπως- όπως.
Πόρπα (η): Ψαχνό κρέας.
Πορτάδα (η): Μερίδα φαγητού.
Πορτάδα (η): Χωρητικότητα πλοίου.
Πορταδέλα (η): Πατούρα πόρτας που καλύπτει τον αρμό της κασαδούρας.
Πορταδούρα (η): Μεταφορά (Ital. Portatura).
Πορταμονέ (το): Πορτοφόλι (Ital. Portamonete).
Πορτάρω : Φέρω (Ital. Pottare).
Πόρτεγο η Πόρτιγο (το): Κεντρική είσοδος πολυκατοικίας (Ven. Pòrtego , Ital. Portico).
Πορτέλο (το): Πόρτα κήπου.
Πορτέλο (το): Θυρίδα (Ital. Sportello).
Πόρτηγο (το): Στοά.
Πόρτιγο (το) Σκεπαστή είσοδος σπιτιού (Ital. Portigo).
Πορτιέρα (η): Πόρτα .
Πορτιζιόν (η): Μερίδα φαγητού. (Ital. Porzione).
Πόρτο (το): Λιμάνι (Ital. Porto).
Πορτολιές (οι): Οι ελιές κοντά στα σπίτια.
Πορτολόικος (ο): Ασυμάζευτος άνθρωπος.
Πορτόνι (το): Αυλόπορτα (Ital. Portone).
Ποσεδέρω : Διακατέχω (Ital. Possedere).
Ποσεδόρος (ο): Ο Κάτοχος (Ital. Possessore).
Ποσέσιο (το): Κατοχή , περιουσία (Ital. Posseso).
Ποσιδέρω : Κατέχω (Ital. Possedere).
Πόστα (με έβαλε ): Με έβρισε – Τοποθετήθηκε απέναντι μου.(Ital. Posto).
Ποστάρω : Ταχυδρομώ, αποστέλλω (Ital. Postale).
Ποστιάζω : Τοποθετώ.
Ποστίτσιο (το): Προσωρινό (Ital. Posticcio=τεχνητό , ψεύτικο).
Πόστο (το): Θέση (Ital. Posto).
Ποταμοφοριά (η): Μεγάλη κατεβασιά νερού στο ποτάμι.
Ποτίλιες (του πάει) : Φοβάται;
Ποτισιώνας (ο) : Ποτιστήρι.
Πουκαμίσα (η): Το άσπρο πουκάμισο της γυναικείας παραδοσιακής στολής.
Πουλάκα (η): Πλοίο Βενέτικης κατασκεύης.
Πουλακίδα (η ): Μικρή κότα.
Πούλβερη (η): 1. Πούδρα 2. Μπαρούτι (Ital. Polvere).
Πουλέντα (η): Πρόχειρο φαγητό από αλεύρι βρασμένο (Ital. Polenta).
Πουλίπερι (το): Πυρίτιδα (Ital. Polvere).
Πούμπλικο ινκάτο (το): Πλειστηριασμός (Ital. Pubblico incanto).
Πούντα (η): Άκρη – Αιχμή .(Ital. Punta).
Πούντα Μαλίνια (η): Πνευμονία (Ital. Punta Malignia=Κακοήθης πνευμονία )
Πουντιά (η): Βελονιά , πόντος (Ital. Punto).
Πούπετα : Πουθενά.
Πουπού (η): Φόρεμα.
Πουργάρω : Κένωση με καθαρτικό (Ital. Purgare).
Πουργός (ο): Βοηθός εργάτη (υπόεργος).
Πουτσαρόνα (η): Πολλή βρωμιά (Ital. Puzzare = Βρωμάω).
Πραματσούλης (ο): Πραματευτής πλανόδιος.
Πράντο (το): Κρεββάτι (Ital. Branda).
Πρασουλίδα (η): Αγριολάχανο.
Πράτιγο (το): Ευχή για καλή ανάρρωση «Καλό πράτιγο» (Ital. Pratico= Κάνω υγιεινή ζωή .
Πράτιγο (το): Ανάρρωση (Ital. Praticare =Μετέρχομαι????).
Πρατώ : Περπατώ.
Πρεβαντόριο(το):Ορφανοτροφείο(Ital.Preveggente=προνοητικός-πρόνοια ).
Πρεβεδούρος (ο): Προνοητής – Προβλεπτής. (Ital. Prevendere).
Πρεβεράνζο (το) Κέρασμα ????
Πρέβια (η): Προηγούμενη (Ital. Previo).
Πρεζεντάρω : Παρουσιάζω (Ital. Presenza).
Πρεμέρει : Επείγει (Ital. Premere).
Πρεμούρο (το): Ηρεμιστικό (Ital. Premura=Ένταση – Βιασύνη).
Πρέντζιπες (ο): Πρίγκιπας (Ital. Principe).
Πρέντσα (η): Δόλωμα για κέφαλους από τυρί φέτα και ψωμί ζυμωμένο.
Πρεσαπόκο (το): Περίπου (Ital. Presso=Κοντά).
Πρέσιδες (ο): Προιστάμενος (Ital. Presedere).
Πρεστιδόρ (ο): Προιστάμενος.
Πρέστο : Γρήγορα (Ital. Presto).
Πρετεντέρω : Διεκδικώ (Ital. Pretentere).
Πρετέντσιο (το): Αξίωση – Διεκδίκηση (Ital. Pretenzione).
Πρετσέσο (το): Δίκη (Ital. Processo).
Πρέτσιο (το): Τίμημα (Ital. Prezzo).
Πρετσιόζος (ο): Επιθυμητός-Ποθητός - Ακριβός (Ιταλ. Prezioso).
Πρετσιόζος(ο):Πολύτιμος(Ital.Prezioso=Ακριβοθώρητος).
Πρετσιπιτάδα (η): Τσαχπίνα- πεταχτούλα.
Πριβάτος (ο): Ιδιωτικός (Ital. Private Vita).
Πριζονιέρος (ο): Αιχμάλωτος – Φυλακισμένος (Ital. Prigioniero).
Πρικαλίδα (η): Αγριολάχανο.
Πριμαρόλι (το): Το πρωτοεμφανιζόμενο στην αγορά (Primo)
Πρινάρι η Περνάρι (το): Δρυς ο αειθαλής.
Πρινοκόκι (το): Κατακόκκινο .
Πρίνος (ο) Βαλανιδιά.
Πριντσιβιάς : Πριν από την καθορισμένη ώρα (Πριν την βιασύνη).
Πριόβολος (ο): Ένα είδος αναπτήρα με τσακμακόπετρα και μακρύ κορδόνι για φυτίλι.
Πριόλης η Πριόρης (ο): Προϊστάμενος (Ital. Priore = Ηγούμενος , Άρχων , προύχοντας στις ιταλικές πόλεις του Μεσαίωνα.
Πρίσκουλα (η): Παιχνίδι τράπουλας.
Πριτσιλιά (η): Μικρό κατάβρεγμα .
Πριτσινέλα (η): Γελοία (Ital. Piccinela = Ταπεινωμένη ).
Πριχού : Πρωτού.
Πρόβα (η): Απόδειξη , δοκιμασία , εξέταση. (Ital. Prova).
Προβατώ : Περπατώ . (Ίσως Αρχαιοελληνική ρίζα – Βατό ).
Προβελεγιάδος (ο): Προνομιούχος (Ital. Privelegiato).
Προβοδάω : Συνοδεύω μέχρι την έξοδο.
Προημέλα : Το παιδί πριν από το γάμο.
Προικιά (τα): Τα ρούχα της νύφης.
Πρόκα (η): Κανάτα και λεκάνη που χρησιμοποιούνταν ως νιπτήρας.
Προκουρατόρος (ο): Επίτροπος , πληρεξούσιος (Ital. Procuratore).
Προμέσο (το): Υπόσχεση (Ital. Promesso).
Πρόντος (ο): Έτοιμος (Ital. Pronto).
Προπονέρω : Υποβάλω – Προτείνω (Ital. Proporre).
Προσαπόκου : Περίπου – Πάνω Κάτω.
Πρόσκερα : Άκρη- Άκρη (Ίσως από το Κέρας ).
Προσποδιού : Γονυπετής.
Προστζεδέρω : Κινώ δικαστική διαδικασία (Ital. Procedere).
Προστίχι (το): Επιταγή , συμφωνητικό οφειλής.
Προστύχια (τα): Δάνεια με αντίκρυσμα την παραγωγή.
Προσώπατα (τα): Πρόσωπα.
Προτεντέρω : Αξιώνω – Προτείνω (Ital. Protendere).
Προτέσιο γκενεράλ : Γενική διαμαρτυρία.( Ital. Protesta Generale).
Προτεστάρω η Προτετέρω : Διαμαρτύρομαι (Ital. Protestare).
Προτέτσιον (η): Προστασία (Ital. Protezione).
Προτσιασμένος(ο): Συφυλητικός.
Προφεσόρος (ο): Καθηγητής (Ital. Professore).
Πρυόβολος (ο): Παλιό είδος αναπτήρα με φυτίλι και τσακμακόπετρα.
Πρωτολάτης (ο): Βλαστάρι αμπελιού.
Πρωτόλειβο (το): Πρωτόγεννο).
Πυκνάδα (η): Κόσκινο.
Πυλιγάδρα (η): Μεγάλο δοχείο μόνιμα στερεωμένο για την αποθήκευση της ελιάς.
Πυλίδα (η): Διάσελο βουνού – πέρασμα ανάμεσα σε βουνά .
Πύργος (ο): Τοίχος.
Πυρί (το): Η τάπα του βαρελιού.
Πύρος. (ο) : Ξύλινη τάπα.
Πυροστιά (η): Σιδερένιο τρίποδο κατσαρόλας.
Πύρπυρο (το): Γεμάτο ψείρες .
Πυρώνομαι : Ζεσταίνομαι στη φωτιά.
Ρ
Ράγγιο (το): Ακτίνα τροχού (Ital. Raggio).
Ράζα (η): Είδος σαλαχιού με στίγματα στην πλάτη.
Ράζο
Ράκης (ο): Θεόδωρος Χαϊδευτικό.
Ρακιονάρω : Σκέφτομαι , συλλογίζομαι (Ital. Ragionare=Διαλογίζομαι).
Ρακογιάλι (το): Ποτηράκι για το ρακί.
Ράμα (ένα) : Κλωστή το χρησιμοποιούσαν και για να δείξουν την ομοιότητα π.χ “ένα ράμα ο πατέρας του”.
Ραματσούλι (το): Κομματάκι κλωστής.
Ραμολίδος (ο): Ξεκούτης (Ital. Ramollito).
Ραμολιμέντο (το): Μαλάκυνση εγκεφάλου (Ital. Ramolimento).
Ραμπαούλι (το): Σχοινί με άγκιστρο για να βγάζουν αντικείμενα από το πηγάδι. (Ital. Rampa =Ανωφέρεια).
Ρανιατέλα (η): Αράχνη (Ital. Raghatela).
Ρανίδα (η): Σταγόνα (Αρχ. Ρανίς).
Ραντό (το): Αραιό (Ital. Rado).
Ραξίνι (το): Σκούφος καλόγερου.
Ραπόρτο (το): Αναφορά (Ital. Rapporto).
Ράσο (το): Γεμάτο .(Ιταλ. Rasso).
Ράτα (η): Δόση (Ital. Rata).
Ρατσόλια (τα): Ακτίνες τροχού (Ital. Raggio).
Ρεβερέντζες (οι): Χαιρετούρες (Ital. Riverenza = Υπόκλιση- Σεβασμός).
Ρεβερίρω : Χαιρετώ (Ital. Reverire).
Ρεβεσάριος (ο): Αναθεωρητής , κριτής (βλ. ρεβίζιον).
Ρεβίζιον (η): Αναθεώρηση (Ital. Revisione).
Ρεβιζόρος (ο): Αναθεωρητής.
Ρέβνος (ο): Θάμνος .
Ρεγάλο (το) Φιλοδώρημα (Ital. Regalo).
Ρεγγεμέντο (το): Κυβέρνηση (Ital. Reggimento).
Ρεγγιστράδος (ο): Καταχωρημένος (Ital. Registrado).
Ρεγγιστράρω : Καταχωρώ (Ital. Registrare).
Ρεγγλιές (οι): Σουρώματα.
Ρεγίστρο (το): Ευρετήριο , Ονομαστικός κατάλογος (Ital. Registro).
Ρεγκιστράρω : Καταχωρώ (Ital. Registrare).
Ρειπίζω : Γκρεμίζω (ερειπώνω).
Ρεκαμάδα (η): Κέντημα (Ital. Ricamato).
Ρεκαμάδος (ο): Κεντητός (Ital. Ricamato).
Ρεκάμο (το): Κέντημα (Ital. Ricamo).
Ρεκούπερα (τα): Βοηθητικοί χώροι σπιτιού.
Ρεκουσινιάρω : Συμβιβάζομαι (Ital.Riconcillare).
Ρελαντζιόν (η): Αναφορά , Έκθεση (Ital. Relazione).
Ρεμέγκου (του): Έρημο.
Ρεμέγκου : Φτερουγίζοντας (Ital.Remeggio=φτερούγισμα , κωπιλάτισμα).
Ρεμενάτο (το): Τόξο ανοίγματος σε οικοδομή (Ven.Remenàto).
Ρεμεντζάδος (ο): Με κουπιά (βλ. Ρεμέντζο).
Ρεμέντζο (το): Κουπιά (Ital. Remeggio).
Ρεμεντιάρω : Φροντίζω (Ital. Rimediare=Ασκώ φαρμακοθεραπεία).
Ρεμέντιο (το): Θεραπεία, φροντίδα (Ital. Rimedio=φαρμακοθεραπεία).
Rimedio).
Ρεμεντίω : Τακτοποιώ (Ital. Rimediare).
Ρεμεσιέρης (ο): Επιπλοποιός (Ven. Pemessèr).
Ρεμέσο (το): Καπλαμάς , λεπτό φύλο για επένδυση ξύλου (Ven. Remeso).
Ρεμετέρω : Αποδίδω (Ital. Rimettere).
Ρεμοβέρομαι : Παραιτούμαι.(βλ. Ρεμοβερω).
Ρεμοβέρω : Μετακινούμαι , αλλάζω θέση, φεύγω (Ital. Rimuovere).
Ρεμολιμέντο (το): Υπέργηρος, καταβεβλημένος (Ital. Rammollimento=Γεροντική
Ρεμονταδούρα (η): Επιδιόρθωση , Μπάλωμα.
Ρεμονταδούρες (οι): Δερμάτινη λουρίδα από την μέσα μεριά της σόλας χειροποίητου παπουτσιού.
Ρεμόσια (η): Συναλλαγματική (Ital. Rinunzia).
Ρεμοτσιόν (η): Παραιτούμαι των δικαιωμάτων μου . (Ital. Remissione = Συμβιβαστικότητα, Συγχώρεση , απαλλαγή από χρέος ).
Ρεμπάλτα (η): Φύλο πόρτας , ράμπα σκηνής , άνοιγμα ανδρικού παντελονιού (Ital. Ribalta).
Ρεμπαρτάρω : Αναποδογυρίζω (Ital. Ribaltare).
Ρεμπελεύω : Εναντιώνομαι , εξεγείρομαι (Ital. Ribellare).
Ρεμπελιό (το): Εξέγερση (Ital. Ribellione).
Ρεμπόμπο (το): Αναστάτωση , Μπουμπουνητό , δυνατός κρότος (Ital. Rimbombio).
Ρεμπότο (το): Ενισχυμένη φτέρνα παπουτσιού.
Ρεμπουκάρω : Σοβαντίζω (Ital. Bocca = άνοιγμα , στόμα).
Ρεμπουκάρω : Σοβατίζω ,επιχρίω (Ven. Rebocàr).
Ρενοντζιάρω : Παραιτούμαι , μεταβιβάζω (Ital. Rinnovare).
Ρέντε (το): Σακίδιο , σάκα από δίχτυ (Ital. Rete =Δίχτυ).
Ρέντεκλο (το): Ακανόνιστο;;;
Ρεντικολέτσα (τα): Ρεζιλίκια (Ital. Ridicolezza).
Ρεντίκολο (το): Γελοίος (Ital. Ridicolo).
Ρεντικότα (η): Επίσημο σακάκι των πλουσίων.
Ρεοσύρει (να): Νάχει καλό τέλος.
Ρέουλα (η): Ρέγουλα - Ρύθμιση (Ital. Regola)
Ρεουσίρω : Κατορθώνω (Ital. Riuscire).
Ρεπάρο (το): Καταφύγιο (Ital. Riparo).
Ρεπομπάρω : Αντλώ (Ital. Pompare).
Ρεποσάρω : Ξεκουράζομαι. (Ιταλ. Riposo ).
Ρεπόσο (το): Με χαμηλό ρυθμό (Ital. Riposo = ανάπαυση, συνταξιοδότηση).
Ρεσπετάδος (ο): Σεβαστός (Ital. Rispetto = Σεβασμός ).
Ρεστάρω : Μένω – εξαντλούνται τα αποθέματά μου (Ital. Restare).
Ρεστελάδος (ο): Ξαπλωμένος – αραχτός – Κορδωμένος;
Ρεστέλο (το): Φράχτης , κάγκελο, φραγμένος χώρος.
Ρεστεύω : Καθυστερώ .
Ρέστιμα – Ρέστιμο (το): Επανεκτίμηση – Επανόρθωση (Ital. Restituzione).
Ρεστιμάρω : Επανεκτιμώ – Επανορθώνω ( βλ. Ρέστιμα ).
Ρέστο (το): Υπόλοιπο (Ital. Resto).
Ρετιφικάρω : Επικυρώνω (Ital. Ratificare).
Ρετούρα (η): Μπόρα.
Ρετουσάρω : Κάνω τις τελευταίες λεπτομέρειες σε μια εργασία .(Ital. Ritoccare).
Ρετσέτα (η): Σημείωμα, συνταγή, σκονάκι μαθητή (Ital. Ricetta).
Ρεφάρω : Επιστρέφω , αναδίδω .
Ρεφουδάρω : Παραιτούμαι , Εγκαταλείπω (Ital. Rifiutare).
Ρήγη (η): Κλαδί φυτού για φύτεμα.
Ρήτα : Αμέσως (Πιθανόν από το ιταλικό Dretta –Ευθεία – Κατευθείαν .
Ριάλι (το): Παλαιό νόμισμα ( Reale = Βασιλικό ).
Ρίβα (η): Αυλάκι για φύτεμα. Άκρη – Ακτή – Όχθη (Ital. Riva).
Ριγαλίδα (η): Τυφλοπόντικας.
Ριγανέλο (το): Τουρνέτο;;;;
Ριγάνι (το): Ξαφνικός αέρας – Ανεμοστρόβιλος.
Ριγέτα (η): Σιδερένια λάμα.(Ital. Riga = Γραμμή).
Ριγίζω : Η τοποθέτηση του κλαδιού ενός δένδρου μέσα στο χώμα , χωρίς να κοπεί από το δένδρο , προκειμένου να βγάλει ρίζα και να γίνει άλλο δένδρο.
Ριγουάρδο (το): Συλλογισμός – περίσκεψη (Ital. Rigogitare = ξανασκέπτομαι)
Ριζαμοκόνερα (τα): Ριζοβούνι .
Ρικεμέντο (το): Ανάποδα (Ricomento ;;;;).
Ρικόρδο (το): Ενθύμιο (Ital. Ricordo).
Ρικόρσο (το): Προσφυγή (Ital. Ricorso).
Ρίμα (η): Καταρράκτης , ασθένεια ματιών.
Ρίμνα (η): Ομοιοκαταληξία (Ital. Rima).
Ρίνκα : Ξανά , αλλεπάλληλα (Ital. Rinca).
Ριντό (το): Νυχτικό .
Ριό (το): Κρύο .
Ριουντίρω : Αποκρούω. (Ital. Rifiutare).
Ριπίζω : Πετάω κάτι , εκτοξεύω (αρχ. Ελλην.).
Ρισερτσιμέντο (το): Επανόρθωση – αποκατάσταση (Ital. Ricarcimento).
Ρισκατσόν (η): Εξαγορά (Ital. Riscatto).
Ρίσκια (τα): Διακινδυνεύσεις. (Ital. Rischio)
Ρίτσικο (το): Το σγουρό.(Ital. Ricciolare).
Ρίτσικο (το): σγουρό (βλ. Ρίτσο).
Ρίτσο (το): Ο καράβολας. (Ital. Riccio = Ζγουρό )
Ριφερτά (η): Απόδειξη – Λαχνός για κλήρωση με αντικείμενα (Ital. Riffa).
Ροβίνα (η): Ερείπιο (Ital. Rovina).
Ροβινάτσα (τα): Μπάζα (Ven. Rovinazzi).
Ρογγέλα (η): Κουβαρίστρα (Ital. Roccheta).
Ρόγκια (η): Βραχώδης λόφος.
Ροδαμός (ο): Βλαστός.
Ροζάδο (το): Ροζέ – Κοκκινωπό (Ital. Rossa = Τριανταφυλλί χρώμμα).
Ροϊ (το): Επιτραπέζιο δοχείο λαδιού.
Ρόκα (η): Εργαλείο για την δημιουργία μάλλινης κλωστής.
Ροκέτο (το): Μακριά φούστα της γυναικείας παραδοσιακής στολής. (Ital. Roccheto : Αναφέρεται ως είδος άμφιου).
Ροκέτο (το): Γυναικείο φουστάνι της παραδοσιακής στολής με πυκνές σούρες (Ital. Roccheto =οδοντωτό).
Ρολάδες (οι): Τρεξίματα.
Ρολίνα (η ): Το καζίνο της Κέρκυρας ,εκεί που είναι τώρα το αρχαιολογικό μουσείο (Ital. Rollina=Ρουλέτα).
Ρολογιέμαι : Αφουγκράζομαι .(ακούω το ρολόι).
Ρομαντσίνα (η): Κατσάδα ,επίπληξη (Ital. Ramanzina).
Ρόμπα : Ανακατεμένα πετρόψαρα.
Ρόμπα φατούρα (η): Κόστος υλικών και κατασκευής (Roba-fattura=Αντικείμενο- Κατασκευή).
Ρομπαβέκια (τα): Αντίκες (Ital. Roba-Vecchio=Πράγμα-Γέρικο).
Ρομπαβίλα (τα): Άχρηστα πράγματα (Ital. Roba-Vile=Πράγματα-Μηδαμινά).
Ρόνι (το): Τρέξιμο (αγγλ. Runs – κρίκετ).
Ρονιά (η): Η απόσταση του κεραμιδιού από τον τοίχο.
Ρονιά (η): Η αυλακιά των κεραμιδιών.
Ρόντα (η): Γυρίζω παντού (Ital. Ronda =Τριγυρίζω )
Ρόποση (δεν έμεινε) : Δεν έμεινε τίποτα .
Ροτόντα (η): Μικρός στρογγυλός ανοιχτός χώρος η στρογγυλό κτίσμα . (Ital. Rotonta).
Ρότσουλα (η): Ροδέλα. (ital. Ryzzola).
Ρούβελας (ο): Κοκκινολαίμης (Ital. Rovello =Εξαψη, οργή, παραφορά).
Ρούβελας (ο): Μικρό πουλάκι (ο γνωστός κοκκινολαίμης) Εχει ένα κόκκινο σημάδι στο λαιμό
Ρουβελοπαγίδα (η): Μια παγίδα για ρουβέλια αποτελούμενη από μια πέτρινη πλάκα στερεωμένη με ένα ξυλαράκι δεμένο με μια κλωστή.
Ρουβελόπιτα (η): Πίτα από κοκκινολαίμηδες (βλ. ρούβελας).
Ρουβινάτσα (τα): Μπάζα (Ital. Rovinaccio).
Ρούγα (η): Γειτονιά.
Ρουγκέτα (η): Δρομάκι , καντούνι (Ital. Rughetta).
Ρούγκλο (το): Γεμάτο ως επάνω.
Ρούγλα (η): Μύξα.
Ρουκλί (το): Μικρό κεφαλόπουλο (ψάρι).
Ρουμανέτες (οι): Πούλιες πανω σε «παγουνάτσα».;;
Ρουμπαραρούμ : Κάηκαν όλα , Ανατινάχτηκαν.
Ρούμπος (ο): Μεγάλη μπουκιά.
Ρούμπωμα (το): Μπούκωμα.
Ρούμπωσα η Ερούμπωσα : Γέμισα πολύ το στόμα μου από λαιμαργία.
Ρούπο (το): Το νερό που κατακάθεται από τις ελιές.
Ρούσα (η): Κόκκινη (Ιταλ. Rossa ).
Ρουσάλι (το): Πανηγύρι
Ρουσιά (η): Η ερυθρά παιδική ασθένεια (Ital. Rosolia).
Ρουσπίγα η Ρουσπίδα (η): Παλιό Χρυσό Δουκάτο της φλωρεντίας (Ital. Ruspo).
Ρούτα (είναι ) : Νερουλό – Μαλακό (Ital. Ruta).
Ρουτί (το): Γυναικείο εσώρουχο.
Ρούτσια (κάνει): Πεισμώνει ,κάνει μούτρα (Ital. Ruzzo).
Ρούτσο (το): Θύμος , ισχυρογνωμοσύνη (Ital. Ruzzo=Πείσμα, καπρίτσιο).
Ρούτσο (το): Πείσμα , δυστροπία (Ital. Ruzzo).
Ρούτσουλα (η): Ροδέλα .
Ρουτσώνω : Πεισμώνω (Ital. Ruzzo = Πείσμα ,Καπρίτσιο ,Ιδιοτροπία).
Ρούφουλας (ο): Ανεμοστρόβιλος.
Ρουχάζω : Ροχαλίζω.
Ροφαίτης (ο): Αέτωμα δίκλινης στέγης(Ig. Roof=στέγη).
Ρπίζω : Σκορπίζω . (Ριπή;;;)
Σ
Σ
Σαβούρο (το): Ένας τρόπος παστώματος και συντήρησης των ψαριών . Τα παλιά χρόνια το πουλούσαν στα μπακάλικα.
Σαγιαδόρος (ο): Σύρτης πόρτας (Ven. Sagiatòr).
Σάϊκα : Καλά;;;.
Σάισμα (το): Παλτό.
Σαϊτιά (η): Δηλητηριώδες φίδι που πετάγεται όταν επιτίθεται.
Σακάδα (η): Ενόχληση (Ital. Insaccato=στρίμωγμα ,συνωστισμός).
Σακάρω : Ενοχλώ (Ital. Insaccare=στριμώχνω).
Σάκενα (η) Μεγάλο σακί για ελιές.
Σακολεβιάρικο (το): Είδος καϊκιού φορτηγού .(Ital. Sacco Levare= Φορτώνω Σακιά).
Σαλάδο (το): Σαλάμι.
Σαλαήσω Να φωνάξω.
Σαλακιάζω : Σαπίζω .
Σαλάκιασμα (το): Εντριβή.
Σαλαμιστράδο (το): Παστό.
Σαλάτες (οι): Μαρούλια.
Σαλβαρόμπα (η): Αποθήκη (Ital. Salvare – Roba ).
Σαλιέρα (η): Αλατιέρα (Ital. Saliera).
Σαλίτσο (το): Σανίδωμα ανηφορικό δίπλα στη σκάλα (Ital. Salina=ανάβαση).
Σαλίτσο (το): Πλατύσκαλο , πεζούλι, δάπεδο (Ven. Salizo).
Σαλούμι (το): Αλλαντικό (Ital. Salumi).
Σάλπα (η): Ένα ψάρι που αλλού το λένε…. (Ital. Salpa).
Σαλταλεόν (το): Σπαστό στήριγμα πατζουριών (Ven. Saltalion ,Ital. Saltaleone= ελατήριο).
Σαλταρέλο (το): Μάνταλο , είδος σύρτη πόρτας (Ven. Saltarèlo).
Σαλτέρνω : Πηδάω (Ital. Saltare).
Σάλτζα (η): Χονδρή μάλλινη φούστα της παραδοσιακής στολής.
Σάλτο(το): Πήδημα (Ital. Salto).
Σαλτσάδα (η): Λιθόστρωτο (Ital. Selciato).
Σαλτσάδο (το): Λιθόστρωτο (Ven. Salizàda , Ital. Salciato).
Σαμαροκάλυβο (το): Καλύβι σε σχήμα πυραμίδας από καλάμια .
Σαμαροκάλυβο(το): Καλύβι σε σχέδιο σαμάρας.
Σαμπέπερο (το): Γυαλόχαρτο (Ig. Sandpeper).
Σαμπιέρος (ο): Το ψάρι χριστόψαρο.
Σαμπούκος (ο): Κουφοξυλιά (Ital.Sambuco).
Σανπιέρος (ο): Το χριστόψαρο .Ονομάστηκε έτσι από τον Άγιο Πέτρο που λένε ότι το έδωσε στο Χριστό για να το ευλογήσει και όταν το έπιασε έμειναν τα αποτυπώματα των δακτύλων του στο κεφάλι του ψαριού.
Σάντα λα μαρία (η): Το παιδικό παιχνίδι «Μακριά γαιδούρα».
Σαντέρλω (η): Πεταχτή;;;.
Σαουνιά (η): Το σαγόνι.
Σαργόντες (ο): Αξιωματικός πλοίου;;;;.
Σαργοπαππάς (ο): Τά ψάρια χαρακίρες
Σάρτζα (η): Γυναικείο φόρεμα (Ital. Sargia=Κρετόν είδος υφάσματος).
Σαρτσάδα (η): Αυλή σπιτιού.
Σαρτσίτσια (τα): Δοσοληψίες ,επαφές;;;.
Σασίνος (ο): Δολοφόνος (Ital. Assassino).
Σαύω : Δέρνω;;
Σάψαλο (το): Καταβεβλημένος – Γέρος.
Σβίδρα (η): Βίδρα – ενυδρίς.
Σβιλάδες (οι): Ραπίσματα αέρα.
Σβίτσερο (το): Ελβετικό τυρί (Ital. Svizzero).
Σβουντσουρίζω : Πετάω .
Σγαράρω : Κάνω λάθος (Ital. Sgarrare ).
Σγόρνα (η): Υδρορροή.
Σγούμπος (ο): Καμπούρης (Ital. Gobbo).
Σγούρος (ο): Σβούρα.
Σγώνω : Κοντεύω να φτάσω.
Σεγκέτα (η): Κάθισμα με τρύπα στη μέση για αφόδευση.(Ital. Seggio= θρόνος).
Σεγκούνι (το): Μάλλινο σακάκι γυναικείο μέχρι τη μέση της παραδοσιακής στολής.
Σείρες (οι): Το ψάρι Γοφάρι.
Σεκάρει (να): Να σπάσει.
Σέκο (το): Κτίσιμο χωρίς λάσπη (Ital. Secco=ξηρός).
Σέκος (ο): Νεκρός.
Σεκρέτα (τα): Τα ντουλάπια της κουζίνας.
Σεκρέτο (το): Μυστικό (Ital. Segreto).
Σέλα (η): Η Βράκα της παραδοσιακής ανδρικής στολής.
Σέμπρα (η): Η εργάτρια γης που συμμετείχε σε ομάδα.(βλ. Σεμπριά).
Σεμπριά (η): Ομάδα εργατών γης – Αγροτικός συνεταιρισμός- Αγροτική Συμφωνία (Σέρβικα Sebru).
Σενάτο (το): Συμβούλιο – Σύγκλητος (Ital. Senato).
Σεντάλι (το): Κάθισμα αποχωρητηρίου (Ital. Sedile=Κάθισμα).
Σεντζαφέδες (ο): Αναξιόπιστος , ψεύτης (Ital. Senza-fede=χωρίς πίστη).
Σεντζίζιμο (το): Ο Εκατοστός (Ital. Centicimo).
Σέντζο (το): Η Εντύπωση (Ital. Senso).
Σεράγια (η): Αποθήκη (Ital. Serraglio=φραγμένος χώρος με ζώα).
Σεράγιο (το): 1. Περιφραγμένος χώρος 2. «Κλειδί» Τοξοειδούς κατασκευής. (Ven. Seràgio).
Σερατούρα (η): Κλειδαριά (Ven. Seradùra).
Σερβάρω : Παρατηρώ (Ital. Osservare).
Σερβίρω Προσφέρω (Ital. Servire).
Σερβιτσιάλι (το): Το εργαλείο που έκαναν το κλύσμα (Ital. Serviziale).
Σερβίτσιο (το): Υπηρεσία (Ital. Servizio).
Σερενάδα (η): Βραδινό τραγούδι (Ιταλ. Serenata = Νυκτωδία).
Σερέσια (τα): Παντόφλες.
Σέριος (ο): Σπουδαίος (Ital. Serio=σοβαρός αυστηρός).
Σέσκουλο ή σέσκλο (το) Ήμερο λάχανο.
Σεστάδος (ο): Νοικοκυρεμένος (Ital. Assestato).
Σέστο (το): Νοικοκυριό – τάξη. (Ital. Sesto).
Σετάρω : Ρίχνω ,εκσφενδονίζω .
Σήσες (οι): Σκουληκάκια άσπρα μικρά που βγαίνουν στα τρόφιμα.
Σία Βόγα : Η κίνηση των κουπιών έτσι ώστε η βάρκα να κάνει στροφή επι τόπου (το ένα κουπί μπρός και το άλλο πίσω ). (Ital. Voga=Κωπηλασία).
Σιάδι (το): Επίπεδο κομμάτι γης.
Σιάνω : Διορθώνω.
Σιάρπα (η): Εσάρπα (Ital. Sciarpa).
Σιασμένος (ο): Αρραβωνιασμένος.
Σιάτικα (τα): Ισχιαλγίες (Ital. Sciatica).
Σιγανταβόλτε (η): Ειδικό πριόνι για κυκλικό κόψιμο (Ital. Sega da volte).
Σιγοντάρω: Συνοδεύω (Ital. Secondo = Δεύτερο και σύμφωνα).
Σιγουριτά (η): Ασφάλεια (Ital. Sicurita).
Σιδερόχορτο (το): Αγριολάχανο.
Σιδερόχορτο (το): Το χόρτο σιδερίτης.
Σιεμύρε (τοκάνει): Το κάνει ωραία.
Σιένα (η): Καφεκίτρινη απόχρωση (Ital. Terra di Siena).
Σιέστα (η): Μεσημεριανός ύπνος (Ital. Siesta).
Σικαλίδα (η): Μικρό πουλί με γκρίζα χρώματα που τρώει σύκα.
Σικιστράρω : Δίδω μεσεγγύηση.
Σίκλος (ο): Κουβάς μεταλλικός (Ital. Secchio).
Σικουρατσιόν (η): Ασφάλεια- σιγουριά (Ital. Sicurezza).
Σιλικουτιάζω : Ανακατεύω.
Σιλιμούργι (το): Το κατακάθι του λαδιού.
Σιμπαγαδώνω : Καλμάρω – Καταπραϊνω.
Σιμπάω : Πιέζω-Ζουλάω.
Σινιαρισμένος (ο): Τέλεια ετοιμασμένος.
Σινιάρω : Σημαδεύω (Ital. Sighare).
Σινιώτικος (ο): Χορός των Σινιών .
Σίντα (η): Μαζί.
Σιντζίλα (η): Σφραγίδα (Ital. Sigillo).
Σιντόρνου : Εκτός και;;;
Σιόρ (ο): Κύριος (Ital. Signore).
Σιόρα (η): Κυρία (Ital. Signora ).
Σιούτικο (το): Κολοβό .
Σιροκολέβαντο (το): Άνεμος ανατολικός προς βόρειο.
Σίσκλος (ο) : Κουβάς. (Ital. Secchio)
Σίτα (η): Κόσκινο .
Σιτί (το): Κόσκινο του καφέ.
Σίχλωσα : Μισοχόρτασα .
Σκαβεντζάρω : Κόβω πατρόν (Ital. Scavezzare).
Σκαβέντζο (το): Ρετάλι υφάσματος (βλ. Σκαβεντζάρω).
Σκαβίνα (η): Μάλλινη κουβέρτα (Ital. Schavina ).
Σκαδέρει (μη) : Μην τύχει.
Σκαδέρω : Αχρηστεύω .
Σκαλέτα (η): Ψέμα (Ital. Scaletta=Aφήγηση – επεξεργασία μιας ιστορίας).
Σκαλινάδα (η): Πέτρινη σκάλα δρόμου (Ven. Scalinàda, Ital. Scalinata).
Σκαλιώνω : Σκαλώνω.
Σκαλντίν (το): Μικρή θερμάστρα κάρβουνων γενικής χρήσεως (Ven. Scaldin).
Σκαλταλέτο (το): Μπρούτζινο μαγκάλι για την θέρμανση υπνοδωματίων (Ven. Scaldàr-lèto).
Σκαλταμπάνιο (το): Θερμοσίφωνας ξύλων (Ven.Scaldàr-bagho).
Σκαλταπιέντε (η): Μικρό μαγκάλι για τα πόδια (Ven. Scaldàr-piente).
Σκάμουνα (τα): Τα Μούρα.
Σκάμπα (η): Μαθητική κοπάνα (ven. Scampon: far,dar o ciapar un scampon .Ολιγόλεπτη διαφυγή, ένα μικρό «πέταγμα» προς κάπου μακριά .Ital. Scampagnare=εκδρομή).
Σκαμπάζω : Καταλαβαίνω .
Σκαμπέλο(το): Κομοδίνο , σκαμνί (Ital. Sgabello).
Σκανιέλο (το): Μικρό πάρκο για παιδιά χωρίς πάτο και με ρόδες.
Σκάνιο (το): Καρέκλα (Ven. Scagno).
Σκανταλέτο (το): Χάλκινο σκεύος για αναμμένα κάρβουνα για ζέσταμα σε κάποιο μέρος του σπιτιού (Ital. Scalda-letto).
Σκαντερό (τόχει): Τόχει χορτάσει.
Σκαπαμέντο (το): Φουγάρο.;;;
Σκαραβανόξυλο (το): Ράμνος η αειθαλής.
Σκαρβέλι (το): Μέρος από τον εξοπλισμό του γαιδάρου.
Σκάρδα η ασκάρδα (η): Σκελίδα.
Σκαρίκι(το): Αναγγελία.;;
Σκαρλετίνα (η): Ευλογιά (αρρώστια).
Σκαρμίδα (η): Διχαλωτό σταντ για τα κουπιά.
Σκαρμοί (οι): Ξύλινα στηρίγματα κουπιών.
Σκαρμοί (οι): Τα ψάρια Λούτσοι.
Σκαρμούστο (το): Ρολό από κέρματα.
Σκαρμοφωλιές (οι): Οι τρύπες που μπαίνουν οι σκαρμοί.
Σκαρντάρομαι: Πειράζομαι;;;
Σκαρπίνι (το): Είδος ανδρικού παπουτσιού (Ital. Scarpa).
Σκάρσο (το): Ελλειπές .(Ital. Scarso).
Σκαρτζί (το): Το ζημιάρικο παιδί..
Σκαρτότσα (τα): Καραμέλες.
Σκαρτσέλι (το): Κουζινίτσα έξω από το σπίτι.
Σκαρτσιγόπιδο (το): Το ψάρι μικρή γόπα.
Σκαρτσιμάς (ο): Μικρό καραβιδάκι που το χρησιμοποιούν οι ψαράδες για δόλωμα.
Σκαρτσιμούρμουρας (ο): Θαλασσινό ίδιο με την αληθινή αλλά το σώμα μέσα
Σκαρτσότσο (το): Ρολό κερμάτων (Ital. Scartocciare=Ξεφλούδισμα).
Σκαρτσούνι (το) : Κάλτσα.
Σκαρτσούνια (τα): Κάλτσες (Ital. Calcetto).
Σκαρτσουνόροκα (η): Βελόνα για κάλτσες.
Σκάρφη (η): Φυτό με πολλή πικρή γεύση.
Σκαρφίζομαι : Επινοώ .
Σκαρφολίθι (το): Ασβεστόλιθος.
Σκασιά (η): Πέσιμο ανθρώπου , θορυβώδες και εντυπωσιακό.
Σκατζιά (η): Ράφι , Ραφιέρα (Ital. Scancia).
Σκάτουλα (τα): Κουτάκια σπίρτων (Ital. Scatola).
Σκάτσα (η): Η βάση που στηρίζεται το κατάρτι του πλοίου.
Σκαφώνι (το): Ξύλινο δοχείο για το πάτημα των σταφυλιών
Σκένομαι : Σιχαίνομαι .
Σκεπετιά (η): Πυροβολισμός .(βλ. Σκεπέτο).
Σκεπέτο (το): Ντουφέκι.(Ital. Schioppo=Κυνηγετικό όπλο).
Σκέρος (ο): Σύκο.
Σκερτσάδος (ο): Τρελιάρης (Ital. Scherzo).
Σκέρτσο (το): Νάζια τρελίτσες (Itasl. Scherzo)
Σκήπι (το): Μικρός περιφραγμένος κήπος εντός του οικισμού.
Σκιάομαι : Φοβάμαι .
Σκίζα (η): Σκισμένο ξύλο για τη φωτιά (Ital. Scheggia).
Σκίνα (η): Χοιρινή ωμοπλάτη (Ital. Schiena=η πλάτη γενικά).
Σκινάρι (το): Σχοίνος .
Σκιόκα (τα): Καψούλια.
Σκιόρμος (ο): Άσχημος.
Σκίτζο (το): Σχέδιο (Ital. Schizzo).
Σκιτσέτο (το):Σταγονόμετρο (Ital. Schizzetto=κλυστήρας).
Σκίτσικο (το): Ανισόπλευρο τετράγωνο.
Σκίφος (ο): Πέτρινο δοχείο για τάισμα γουρουνιών (Ital. Schifo=Αηδία).
Σκλαπίζω : Σκορπίζω.
Σκλείθρα (η): Το σπέρμα.
Σκλεμπού (η): Το ψάρι Πεσκαντρίτσα.
Σκλέτζα (η) : Ακίδα ξύλου αλλά και μικρό κομμάτι ξύλου για προσθήκη.
Σκλήθρα (η): 1. Ράτσα 2. Μυτερό ξύλο που αποσπάστηκε με το χέρι από κορμό δένδρου.
Σκλίθρα (η): Κλωνάρι σταφυλιού.
Σκόλες (οι): Τα λάβαρα ( προφανώς από το σχολικό λάβαρο – Scuola).
Σκόλιαμπρα (τα): Μαντάτα.
Σκομπονέρεται : Σηκώνεται (Ital. Comportare).
Σκόντο (το): Έκπτωση (Ital. Sconto).
Σκόντρα (η): Εναντίωση (Ital. Scontro).
Σκοντρέτα (τα): Σανίδες με φλοιό υπολείμματα πριονιστηρίου .
Σκόντρο αμπάρα : Ο σιδερένιος σύρτης που αμπάρωνε την πόρτα από μέσα (Ital. Scontro = Συμπλοκή – συνάντηση – εναντίωση).
Σκορδαλίδα (η): Αγριολάχανο.
Σκορδομπώλης (ο): Βραχύσωμος.
Σκορδοστούμπι (το): Ξύλο – Εργαλείο της κουζίνας που έλιωναν το σκόρδο.
Σκορπιδέλι (το): Μικρό ψάρι –Σκορπιός.
Σκόρσα (η): Ξύλινο δοκάρι ακατέργαστο (Ital. Scorza =φλοιός).
Σκορσάρω : Τινάζομαι (Ital. Scossa ).
Σκόρσο (το): Απότομο σταμάτημα.;;
Σκόρτσα (η): Επένδυση.(Ital. Scorza = Εξωτερική εμφάνιση – Δέρμα Φιδιού- Επιδερμίδα ).
Σκόρτσα (τα) Τα σανίδια πάνω στα οποία πατούν τα κεραμίδια (βλ.άνω).
Σκόρτσα (τα): Αποκόμματα ξύλου (Ital. Scorcio=κομμάτι).
Σκοτίτας (ο): Σκοτοδίνη .
Σκοτίτας (ο): Αρρώστια πουλερικών.
Σκουάρα (η): Γωνιά, Εργαλείο τεχνιτών (Ital. Sguadra).
Σκούβλο (το): Βούρτσα πατώματος .
Σκουγέρι (το): Δηλητηριώδες και επιθετικό νερόφιδο
Σκουδαρόλια (τα). Χρωστούμενα (βλ. Σκούδο).
Σκουδάρω : Εισπράττω χρέος (βλ. Σκούδο).
Σκούδο (το): Παλιό βενέτικο νόμισμα (Ital. Scudo).
Σκούλλινα μπόλια (η): Λινή Πετσέτα (βλ. Σκούλινο).
Σκούλλινο (το): Ύφασμα φτιαγμένο από Σκουλί – Λινάρι (Αρχ. Σκόλλυς).
Σκουλουμπουρδιά (η): Τούμπα.
Σκουμπιασμένο (το): Κακόμοιρο .
Σκουμποθώνομαι : Σηκώνομαι και κάθομαι.
Σκουντράω : συγκρούομαι με κάτι (Ital. Scontrare).
Σκούρμο (το): Ξερό.
Σκουτέλα (η): Λεκάνη κουζίνας , βαθειά πιατέλα (Ital. Scottella).
Σκουτελί (το): Λεκανάκι.
Σκούτζικας (ο): Μεγαλόσωμη σαύρα.
Σκουτζίκι (το): Δηλητηριώδες και επιθετικό νερόφιδο ίδιο με το Σκουγέρι και μάλλον πρόκειται για το ίδιο φίδι με άλλη ονομασία.
Σκουτί (το): Ρούχο .
Σκουτιά (τα): Ρούχα.
Σκουφέτο (το) : Σκούφια και μτφ. Το προφυλακτικό.
Σκρίνιο (το): Έπιπλο σαλονιού (Ital. Scrigho).
Σκρίτο (το): Έγγραφο (Ital. Scrito).
Σκριτούρα (η): Εκκλησιαστικό έγγραφο.(βλ. Σκρίτο).
Σκροκαρίζω : Πυροδοτώ.
Σκρούμπο (το): Καρβουνιασμένο.
Σκυλομπαρούφα (η): Μεγάλη ανοησία που ελέχθη.
Σκυλομπαρούφα (η): Μεγάλος καυγάς – σκυλοκαυγάς (Ital. Baruffa = Καυγάς).
Σκύφος (ο): Πέτρινο δοχείο ταίσματος ζώων.
Σλόντζα (η): Κομμένη γωνία σιδήρου η ξύλου για ορθογώνια κατασκευή (Ven. Sloza).
Σμάρι (το): Ζυμάρι .
Σμούκιο ή Ζμπούκιο (το): Χτύπημα -τρακάρισμα –δυνατή σύγκρουση.
Σμπάρα (η): Μπάρα πόρτας (Ital. Sbarra).
Σμπαράρω : Αμπαρώνω (Ital. Sbarrare).
Σμπάρο (το): Πυροβολισμός , δυνατός και οξύς κρότος (Ital. Sparo).
Σμπάρο (το): Τουφεκιά – κρότος.
Σμπήρος (ο): Προδότης – ρουφιάνος.
Σμπιδίρω : Διώχνω.
Σμπίρος (ο) Προδότης.
Σμπούκιο (το): Σύγκρουση (Ital. Sbattere).
Σμπρέγο (το): Σύγκρουση Πολεμική.
Σοβελάδο (το): Ανάγλυφο (Ital. Sollevato).
Σοβρακάρικος (ο): Υπεύθυνος για την φόρτωση του πλοίου.
Σοβραλόγο : Επί τόπου.
Σοδισφατσιό (το): Ικανοποίηση (Ital. Sodisfazione).
Σολδιάτικο η Σολιάτικο (το): Παροχή κτήματος που προέρχεται από εδαφονομή.
Σολδιατοποίηση (η): Συμφωνία παροχής κτήματος προς καλλιέργεια με σολδιάτικα
Σόλδιο (το): Νόμισμα ενετικής περιόδου ίσο με μισό Μαρτσέλο. (Ital. Soldo).
Σολεβάρω : Οδηγώ πλοίο προς τον Ήλιο.(Sole).
Σόλεβο (το): Ανακούφιση (Ital. Solievo).
Σολέντες (ο): Αυθάδης (Ital. Insolente).
Σολέτα (η): Πέλμα κάλτσας (Ital. Soletta).
Σολιάρης (ο): Ενοικιαστής χωραφιού.
Σολιάτικα (τα): Νοίκια χωραφιού.
Σολιάτικο (το): Ενοικιασμένο χωράφι.
Σόλικος (ο): Εύκολος (Ital. Solingo = Μοναχικός).
Σόλιο (το) : Παιχνίδι τράπουλας.
Σομετέρει : Ενδιαφέρει;;;
Σόμπαχο (το): Τα μέσα κλαριά του δένδρου.
Σομπλιάζει (με): Με βολεύει – Με εξυπηρετεί.
Σομπρέσο (το): Σίδερο σιδερώματος (Pressare;;;).
Σονάρω : Παίζω μουσική. (Ital. Suonare)
Σονέτο (το): Φυσαρμόνικα (Ital. Sonetto).
Σόντοβέστα (η): Γυναικείο εσώρουχο-Κομπινεζόν.
Σορατσέλι (το): Ψευδοροφή (Ven.-Ital. Sora-cielo).
Σόρδολο Αμπιτάντε : Ερωτική συνεύρεση στην σοφίτα. (Ιταλ. Abitante = Κατοικήσιμος χώρος στην σοφίτα). Sordo l’ Abitante= Αθόρυβα στη σοφίτα).
Σοροκάδα (η): Καιρός με άνεμο Σιρόκο.
Σόρτας (τσι): Πρόχειρο (Ital. Sorta = Κάθε λογής).
Σόρτε (καλό): Καλή τύχη (Ital. Sorte = Τύχη ).
Σορτίτα (η): Έξοδος (Ital.Sortita).
Σοσεντσέρω : Υποστηρίζω (Ital. Sostenere= Υποβαστάζω).
Σοσπέζος (ο): Εκκρεμής (Ital. Sospeso).
Σοσπεσιόν (η): Αναστολή (Ital. Sospesione =Εκεχειρία , Διακοπή ).
Σοσπετάρω : Υποψιάζομαι (Ital. Sospettare).
Σοσπέτο (το): Υποψία (Ital. Sospetto).
Σόστιμα (η): Αντικατάσταση (Ital. Sostituto).
Σοστισφατσιόν (η): Ικανοποίηση (Ital. Sostifazione).
Σοστιφάρω : Ικανοποιώ (Ital. Sostifare).
Σοτανέλα (η): Μισοφόρι (Ital. Sottana).
Σοτοβέστα (η): Κομπινεζόν (Ital. Sotto Vesta = Κάτω από τη φούστα).
Σοτομπάνκο (το): Κρυφά , κάτω από το τραπέζι (Ital. Sotto banco).
Σοτονάτολα (η): Ο χώρος κάτω από τη Νάτολα (βλ. Νάτολα).
Σοτοπόρτιγο (το): Στοά κάτω από διαμπερή στοά εισόδου (Ven. Sotopòrtego).
Σοτοροκέτο(το): Εσωτερική φούστα (Ital. Roccheto ) βλ. Ροκέτο.
Σότος (ο): Υποδεέστερος , κατώτερος (Ital. Sotto = υπό ).
Σοτοσκάλα (η): Ο χώρος κάτω από τη σκάλα (Ital. Sottoscala).
Σούβελο (το): Χαμένο.
Σουβλολιά (η): Ράτσα ελαιοκάρπου με μακρόστενο σχήμα .
Σουγέτο (το): Παλιάνθρωπος – Υποκείμενο (Ital. Soggetto).
Σούγο (το): Σάλτσα η ζουμί φαγητού (Ital. Sugo).
Σούδα (η): Χαντάκι .
Σούδιτος (ο): Υπήκοος (Ital. Suddito).
Σούζος (ο): Όρθιος (Ital. Suso?????).
Σούκερας(ο): Μεγάλο πρώιμο σύκο.
Σούλου μπούρδου (το): Ανακάτεμα.
Σούμα (η): Άθροισμα (Ital. Souma).
Σούμπιτο (το): Σύντομα.
Σούμπιτος (ο) Βιαστικός (Ital. Subito).
Σούρδου . Πήγαινε-Ελα ( ετσι το λένε στη Λευκίμμη).
Σουρλάτσο (το): Περίπατος.
Σουρμπάω : Ρουφάω.
Σουρμπέτι (το): Κρασί με ζουμί χόρτων .
Σουρουκάνι (το): Ακατάσχετη ροή υγρού.
Σουρούπι (το): Υπνάκος .
Σουρτού (η): Σετ Αλατοπιπεροθήκης και λαδόξυδου.
Σούρωμα (το): Μούσκεμα.
Σουσούμι (το): Ομοιότητα.
Σουσούμια (τα): Ωραία χαρακτηριστικά
Σουσουνίστρα (η): Αργοπορημένη.
Σούσουρο (το): Κρυφόλογα.
Σούτα (η): Γίδα χωρίς κέρατα (Αλβ. Sute).
Σουφραδέλι (το): Μικρός καναπές.
Σούχα (η): Κακή ποιότητα (Αυτό είναι τσι σούχας).
Σοφεγγιάζω : Δοκιμάζω Εγκαινιάζω (Ital. Saggiare).
Σοφίτα Αμπιτάντε (η): Κατοικήσιμη υποστεγή (Ven. Sofita abitante).
Σοφράς (ο): Καναπές;;;;;
Σοφριγάδα : Τηγανιτό (Ital. Soffriggere).
Σοφρίτο (το): Τοπικό φαγητό με τηγανισμένες φέτες κρέατος και σάλτσα με τσιγαριστό κρεμμύδι (Ital. Soffritto=τηγανιτό).
Σπαβεντάρω : Αιφνιδιάζω (Ital. Spaventare).
Σπαβέντο (το) : Ξάφνισμα,ταραχή.(Ιταλ. Spaventare).
Σπαγαδιέρης (ο): Ριψοκίνδυνος (Ital. Spericolato).
Σπαγαδιές (οι): Επικίνδυνα καμώματα.
Σπακάδα (η): Χτυπητή παρουσία;;; Περιπαιχτική διάθεση;; (Ital. Spasso);;;
Σπαλαβιέρης (ο): Ειδικό μυστρί σοβατζή (Ital. Spalletta =σενάζι παραθύρου).
Σπαλέτα (η): Είδος εσάρπας (Ital. Spalla =ωμοπλάτη ).
Σπαλέτο (το): Γείσο ανοίγματος (Ven. Spalèta).
Σπανιάρω : Κλωτσάω.
Σπανιολέτα (η): Μεταλλικό περιστρεφόμενο στήριγμα παραθυρόφυλλου στηριγμένο στον τοίχο. (Ital. Spagholetta).
Σπάος (ο): Σπάγγος .
Σπαραβιέρος (ο): Η ξύλινη επίπεδη πλάκα που χρησιμοποιεί ο σοβατζής για να βάζει τη λάσπη (Ven. Sparavièr η Spalivièr).
Σπαρανιάρω : Εξοικονομώ (Ital. Sparagnare).
Σπαράνιο (το): Στέρηση (βλ. Σπαρανιάρω).
Σπάρματσέτο (το): Είδος κεριού.
Σπαρτίλας (ο): Τόπος γεμάτος με σπάρτα.
Σπάρτο (το): Είδος χόρτου με μακριά και μυτερά φύλλα .
Σπαρτσίνα (η): Σχοινί.
Σπάσο (το): Περίπατος (Ital. Spasso).
Σπάτσα(τα): Ξεπούλημα (Ital. Spaccio).(Παίρνω τα σπάτσα μου δηλ. φεύγω)
Σπατσακαμίνος (ο): Καπνοδοχοκαθαριστής (Ital. Spazzacamino).
Σπατσάρω : Ξεπουλώ και φεύγω.
Σπέδισμα (το): Τρίκλισμα η Σκόνταψα η Σχοινί που έδεναν τα δύο πόδια του ζώου για να μην μπορεί να φύγει.
Σπέζα (η): Προμήθειες φαγητού , ψώνια (Ital. Spessa).
Σπεζάρω : Συντηρώ, ξοδεύω (Ital. Spesare = Συντηρώ).
Σπέκιο (το): Ταμπλάς ξύλινης πόρτας (Ital. Specchio=Καθρέπτης ).
Σπεντζαριόλα (η): Εργαλείο πλάνης ξυλουργού για την δημιουργία αυλάκωσης στο ξύλο (Ven. Spontaròla).
Σπέουλο (το): Ανάχωμα . (Ital. Spigolo).
Σπέουλο (το): Ανάχωμα.
Σπερλάδος (ο): Τρελαμένος-πειραγμένος στο μυαλό.
Σπερνά (τα): Κόλλυβα του εσπερινού .
Σπερνόζουμο (το): Ζουμί από κόλλυβα
Σπερτσόζιτο : Βρισιά προς μία γυναίκα (Ital. Sperso = Χώρίς προσωπικότητα , σκόρπιος).
Σπέτζιο (το): Παρουσιαστικό (Ital. Specchio = Καθρέπτης).
Σπετσαδούρα (η): «Σπάσιμο» γωνιάς ξύλινης κατασκευής (Ital. Spezzatura).
Σπετσιό (το): Κάποιο είδος που το χρησιμοποιούμε για να περάσει η ώρα.
Σπετσιέρης (ο): Φαρμακοποιός (Ital. Spezzieria = Φαρμακείο
Σπετσερικό (το): Αρωματικό φυτό για το φαγητό (Ital. Spezzie ).
– Βοτανοπωλείο
Σπήλιοι(οι): ;;;;
Σπιανάδα (η): Το τμήμα της πλατείας μπροστά στο παλάτι (Ital. Spianare= Ισοπεδώνω . Spianata =Ισωπεδωμένη).
Σπιάντζα (η): Ακτή , αμμουδιά (Ital. Spianggia).
Σπίγγος (ο): Το πουλί σπίνος.
Σπίγγος (ο): Ο Σπίνος, πουλί με χονδρό κεφάλι και μύτη στο μέγεθος του χελιδονιού. Λαλεί τρίτος το πρωί όταν έχουν σηκωθεί όλα τα πουλιά
Σπίγολο (το): Η γωνία ενός τοίχου ή ενός αντικειμένου (Ιταλ. Spigolo).
Σπίγολο (το): Γωνία αντικειμένου (Ital. Spigolo).
Σπιθουρί (το): Σπυράκι.
Σπίλα (η): Γυναικεία διακοσμητική καρφίτσα (Ital. Spilla).
Σπίν ντε πέσε (το): Τοποθέτηση τούβλου η ξύλινου πατώματος «ψαροκόκαλο» (Ven. Spin de pesse) .
Σπινέτο (το): Το μυτερό μουσάκι.
Σπίρτο (το): Οινόπνευμα (Ital. Spirito).
Σπιρτόζος (ο): Έξυπνος (Ital. Spiritozo =Πνευματώδης).
Σπιτάλι (το): Νοσοκομείο (Ital. Ospetale). Σπιτιών (Ital. Meridiano = Μεσημεριανός ).
Σπίτσα (η): Μανία , Βιασύνη (Ital. Spiccio = Γρήγορος , Χωρίς Διατυπώσεις).
Σπιτσερικά (τα): Μπαχαρικά (Ital. (Spezie).
Σπιτσεριό (το): Φαρμακείο (Ital. Spezieria = Σημαίνει και βοτανοπωλείο).
Σπίτσερος (ο): Μανιακός (βλ. Σπίτσα).
Σπιτσίζει : Ταλαντεύεται.
Σπιτσιφικάρω : Δηλώνω , Καθορίζω (Ital. Significare).
Σπλενίζομαι : Χάνω την ισορροπία μου .
Σπλέντητος (ο): Ανοιχτοχέρης (Ital. Spendito).
Σπλίθρα (η): Οπτόπλινθος .
Σπλονίζω : Παραπατάω (βλ. σπλόνος).
Σπλόνος (ο): Φυτό με ναρκωτικές ιδιότητες.
Σπολάτι(το): Συγχώρεση.
Σπονδή (η): Ξίνισμα κρασιού.
Σποντάδα η Σπονδή (η): Ξίνισε (Ital. Punta = Ξυνάδα , Prendere la punta : Έπιασε ξινάδα πχ. Το κρασί ).
Σπόρκες (οι): Επικίνδυνες (Ital. Sporgente = Προεξέχουσες).
Σπόρτο (το): Προεξοχή επίπλου (Ital. Sporto).
Σπουρτζίνα (η): Μεγάλος θυμός (Ital. Spunzone = Χτυπήματα με αγκώνες Και γροθιές).
Στάγκα (τα): Τα ξύλα του κάρου που έδεναν το άλογο.
Σταγόνια (τα): ;;
Στακοφίσι (το): Αποξηραμένος μπακαλιάρος που το είχαν τα καράβια για τα μακρινά ταξίδια . Μαγειρεύεται Μπιάνκο Δηλ. Με το ζουμί του και άσπρο πιπέρι ¨ήλθε στην Κέρκυρα επί Αγγλοκρατίας (Αγγλ. Stock Fish).
Σταλίκι (το): Κυπαρισσόξυλο για σκεπή .
Στάμπελε : Σταθερός , ακίνητος (Ital. Stampela = Δεκανίκι
Σταμπένε (είναι): Εντάξει , εγκεκριμένο (Bene).
Στάμπιλε (το): Η ακίνητη περιουσία (Ital. Stabile).
Στάμπιλε (το): Ακίνητη ιδιοκτησία (Ital. Stabile).
Σταμπίλια (η): Μακέτα ;;; (Ital. Stampiglia=Σφραγίδα).
Σταμπιλίρω : Σφραγίζω , Οριστικοποιώ (Ital. Stambigliare).
Στάμπο (το): Πατρόν (Ital. Stampo=φόρμα ).
Στάνγκα (τα): Τα ξύλα που αναμεσά τους είναι το ζώο που σέρνει το κάρο. (Ital. Stanga =τιμόνι κάρου ).
Στανγκέτα (η): Μικρή μπάρα πόρτας (Ital. Ven. Stangèta).
Στανιάρισε : Σταμάτησε η ροή κάποιου υγρού που έτρεχε λιγο λίγο.
Στάνκα (τα): Τα μακριά ξύλα του κάρου στα οποία έδεναν το άλογο (Ital. Stanga).
Στάντα (η): Διαίτα (Ital. Stento =Στέρηση).
Σταντάδα (η): Στολισμένο μαντήλι για το κεφάλι των γυναικών .
Στάντε : Επειδή , ένεκα ,λόγω του ότι (Ital. Stante).
Στάτα (η): Οικονομική κατάσταση (Ital. Stato = Κατάσταση πχ il mio stato economico).
Στατέρι (το): Είδος ζυγαριάς.
Σταφνισμένος (ο): Νοικοκυρεμένος.
Σταχτοδευτέρα (η): Καθαρή Δευτέρα .
Σταχτοπύρι (το): Σακουλάκι που έβαζαν ζεστή στάχτη και το δέναν γύρω από το λαιμό για το κρύωμα.
Στέκα : Στάσου – Περίμενε.
Στελίτας (ο): Νευρόπονος.
Στεντάρω : Στερούμαι (βλ. Σταντα).
Στεντάρωμαι : Ταράζομαι.
Στεφανίτες (οι): Ράτσα μανιταριών.
Στιά (η): Φωτιά (Αρχ. Εστία).
Στίβα (η): Σωρός από ελαιόκαρπο .
Στιβαλέτο (το): Μποτίνι (Ital. Stivaletto).
Στιβαλέτο (το): Γυναικεία κάλτσα μάλλινη και μακριά ως το γόνατο.
Στιβάλι (το): Μπότα (Ital. Stivale).
Στιβοδονές (οι): Σωροί από ελιές.
Στίμα (η): Υπόληψη (Ital. Stima =εκτίμηση).
Στιμαδόρος (ο): Εκτιμητής (Ital. Stimatore).
Στιμάρω : Εκτιμώ της αξία πχ. ενός χωραφιού (Ital. Stimare).
Στιμάρω : Σέβομαι (Ital. Stimare ).
Στιμόνι (το): Κουβάρι με ψιλή μάλλινη κλωστή πλεξίματος.
Στοκάδα (η): Ορμή.
Στοκάδο (το): Χτυπητό – π.χ. κουβέντες στοκάδες (Ital. Tocco).
Στόκωνε : Έκλεινε .;;
Στολέτα (η): Περσίδα (Ven. Stolèta).
Στονάρω : Φαλτσάρω στο τραγούδι (Ital. Stonare).
Στόρια (η): Ιστορία, αφήγηση.
Στότιμο (είναι): Ετοιμοθάνατο.
Στούα (η): Αποπνικτική ατμόσφαιρα.
Στούγα (η): Δύσπνοια.
Στουδιάρω : Παρουσιάζω τα πράγματα όπως με βολεύει (Ital. Studiare= Προσέχω τα λόγια μου).
Στουκάρω : Στοκάρω (Ital. Stuccare).
Στουκάρω: Στοκάρω (Ven .Stucàr – Ital. Stuccare).
Στούκος (ο): 1. Στόκος 2. Βλάκας (Ital. Stucco).
Στούκος (ο): Στόκος (Ven. Stuco).
Στουπάτες (οι): Κομπρέσες (Ital. Stoppa )
Στουπέτσι (το): Βερνίκι για άσπρα παπούτσια.;;;;;;
Στουπίρω : Μένω έκπληκτος (Ital. Stupire = Καταπλήσω).
Στούφα (η): Άσχημη μυρωδιά. (Ital. Stufa = Ξέπλυμα βαρελιού με χόρτα για να φύγει η μυρωδιά.).
Στουφάρω : Απεχθάνομαι. (Ital. Stufare).
Στούφος (ο): Δυσφορία , απέχθεια (Ital. Stufo =Μπούχτισμα ).
Στράιστο (το): Είδος ταγαριού – κρεμαστής τσάντας από τον ώμο για μεταφορά φαγητού η διαφόρων πραγμάτων .
Στράιστο (το): Ταγάρι .
Στρακέρντο (το): Στραβόξυλο- Κακόβουλος.
Στράκος (ο): Κατάκοπος – Ράκος (Ital. Straccio).
Στρακώνει : Όταν κατακάθεται το χώμα .
Στραμπαλάδος (ο): Στραβόξυλο , παράξενος , ιδιότροπος (Ital. Strambo).
Στραμπαλάδος (ο): Ιδιότροπος (Ital. Strampalato =Παράξενος).
Στράνιος (ο): Παράξενος (Ital. Strano = Αλόκοτος).
Στράντζο (το): Χονδροφτιαγμένο χαρτί περιτυλίγματος (Straccio = Κουρέλι ).
Στραπατσάρω : Καταστρέφω κάτι.
Στραπάτσο (το): Μεγάλη ζημιά (Ital. Strapazzo).
Στραπουντί (το): Στρώμα (Ital. Strapunto).
Στράτα (η): Δρόμος (Ital. Strada).
Στρατόνα (η): Χωρίστρα μαλλιών.
Στρατόνι (το): Μονοπάτι (βλ. στράτα).
Στρατσί (το): Τσαλακωμένο ρούχο (Ital. Straziare).
Στρατσόχαρτο (το): Μπακαλόχαρτο.
Στρατώνια (τα): Δρομάκια.
Στρεγκλεύω : Στραμπουλίζω (Ital. Stragolare ).
Στρέει (μου) : Μου βγαίνει σε καλό .
Στρέμπελος (ο): Άνθρωπος ανάποδος (Ital. Strambo= Στρεβλός ).
Στρέπετο (το): Θόρυβος (Ital. Strepito).
Στρέπιτο (το): Φασαρία (Ital. Strepito = Θόρυβος).
Στρέτος (ο): Στενός (Ital. Stretto).
Στρήνα (η): 1. Μπουναμάς 2. Είδος σκληρής πέτρας για το άναμμα της φωτιάς
Στρίγγα (η): Πηχάκι και γενικά το «κορδόνι» στις κατασκευές (Ital. Stringa).
Στριγγοπούλι (το): Ράτσα νυχτόβιου αρπακτικού.
Στρίγκα (η): Λεπτή διακοσμητική λωρίδα ξύλου η σιδήρου (Ven. Strica Ital. Stringa=κορδόνι).
Στριμανκίδι (το): Είδος σύκου για αποξήρανση.
Στρίνα (η): Μποναμάς για τα κάλαντα.
Στρίνα (η): Το φιλοδώρημα στα παιδιά που λένε τα κάλαντα.
Στρινάρι (το): Σκληρή πέτρα που όταν την χτυπήσεις με κάτι σκληρό
Στρινάτσα (η): Πετρώδες έδαφος.
Στρινές (οι): Η περίοδος της αποκριάς.
Στρίνκα (η): Επίμηκες πηχάκι που καλύπτει κενά στην κατασκευή επίπλων η άλλων κατασκευών (Ital. Stringa = Κορδόνι).
Στρίνος (ο): Κοφτερή και σκληρή πέτρα που έβγαζε σπίθες όταν την χτυπούσαν.
Στριντσέρω : Πιέζω (Ital. Stringere = Σφίγγω).
Στριτσέλια (τα): Καβαλέτα μαραγκού.
Στριφίγγουλο (το): Μπερδεμένο – στριφογυριστό.
Στριφουλίδα (η): Στροφή- στρίψιμο.
Στρόμπος (ο): Σχοινί του κουπιού.
Στρονίζω : Δεν κάθομαι ήσυχος – κάθομαι νευρικά στην καρέκλα .
Στρόντζος (ο): Ξεραμένο κόπρανο (Ital. Stronzo = Κόπρανο).
Στρούδι (το): Στρείδι.
Στρούδι (το): Μεταλλικό στήριγμα στροφείου στο κάτω μέρος σιδερένιας εξώπορτας (στρείδι).
Στρούνος (ο): Το ψαρόνι αποδημητικό πουλί (Latin. Strunus).
Στρωνίζω : Στριφογυρίζω στο κρεββάτι.
Στρωνίζω : Στριφογυρίζω ανήσυχα.
Συδάυλιστρο (το): Εργαλείο του τζακιού για το ανακάτεμα του κάρβουνου.
Σύθαμπα : Χαράματα.
Συκεριά (η): Συκιά.
Συκομαϊδα (η): Πίτα από σύκα με αλκοόλ και μπαχαρικά.
Συμπράγαλα (τα): Διάφορα εργαλεία η αντικείμενα.
Συναγώι (το): Εβραική συναγωγή.
Συνάπι (το): Ήμερο λάχανο.
Συνασκάλα (η): Συνομήλικη.
Συνδαυλίζω : Σκαλίζω τη φωτιά.
Συνεμπήκε : Μπήκε στο μυαλό μου.
Συντρέχω : Βάζω υποψηφιότητα .
Συρμοί (οι): Επιδημίες.
Σύρτσιτο : Σύρε της το : Πήγαινέ της το.
Σύσκαρος (ο): Όλος (Ο φράχτης έφυγε σύσκαρος).
Σύσκαρος (ο): Όλος μαζί , μονοκόμματος.
Σύσκοτα (τα): Συσκότιση.
Συφοριάζω : Καταστρέφω – προκαλώ συμφορά.
Συφτάκω : Προλάβω .
Σφαγιό (το): Πόνος -Σφάχτης .
Σφαλάγγι (το): Μικρή αράχνη (Αρχ. φάλαγξ ).
Σφαλαγγονιά (η): Φωλιά αράχνης (βλ. σφαλάγγι).
Σφαλί (το): Αυτοσχέδιο πώμα μπουκαλιού.
Σφαλιά (η): Δύσβατο μέρος με πολλή βλάστηση.
Σφάλισα : Έκλεισα ερμητικά το σπίτι.
Σφατσέλο (το): Καταστροφή (Ital. Sfacelo= Διάλυση, νέκρωση).
Σφέζα (η): Ρωγμή (Ital. Spezzare =Σπάζω , θραύω).
Σφίγλα (η): Διακοσμητική καρφίτσα που στερέωναν οι γυναίκες την μπόλια..
Σφογγίζω: Καθαρίζω από κάτι υγρό (Σφογγίζω τον ίδρω μου).
Σφογγολάμπα (η): Πετσέτα προσώπου.
Σφοδόνα (η): Ο γύρος του αλωνιού.
Σφοντήλι (το): Εργαλείο για την δημιουργία μαλλινης κλωστής.
Σφοντύλι (το): Εργαλείο για την κατεργασία του μαλλιού.
Σφορδίνη (η): Το προφυλακτικό. Βλ. Σκουφέτο.
Σφυρίδα (η): Εργαλείο του ελαιοτριβείου στρογγυλό και επίπεδο πλέγμα από χονδρές ίνες διαμέτρου 60 εκατοστών περίπου που λειτουργεί ως φίλτρο.
Σχίζες (οι): Σχισμένα ξύλα για τη φωτιά.
Σωκάρδι (το): Ρούχο της γυναικείας παραδοσιακής στολής Σαν την καμιζιόλα αλλά ανοιχτό στο πέτο.
Σώρουχο (το): Εσώρουχο της παραδοσιακής γυναικείας στολής. Έφτανε μέχρι τα γόνατα και έδενε με λουρίδες πάνινες.
Σώχωρο (το): Ανοιχτός σκεπαστός χώρος στην είσοδο του σπιτιού .
Σαβούρο (το): Ένας τρόπος παστώματος και συντήρησης των ψαριών . Τα παλιά χρόνια το πουλούσαν στα μπακάλικα.
Σαγιαδόρος (ο): Σύρτης πόρτας (Ven. Sagiatòr).
Σάϊκα : Καλά;;;.
Σάισμα (το): Παλτό.
Σαϊτιά (η): Δηλητηριώδες φίδι που πετάγεται όταν επιτίθεται.
Σακάδα (η): Ενόχληση (Ital. Insaccato=στρίμωγμα ,συνωστισμός).
Σακάρω : Ενοχλώ (Ital. Insaccare=στριμώχνω).
Σάκενα (η) Μεγάλο σακί για ελιές.
Σακολεβιάρικο (το): Είδος καϊκιού φορτηγού .(Ital. Sacco Levare= Φορτώνω Σακιά).
Σαλάδο (το): Σαλάμι.
Σαλαήσω Να φωνάξω.
Σαλακιάζω : Σαπίζω .
Σαλάκιασμα (το): Εντριβή.
Σαλαμιστράδο (το): Παστό.
Σαλάτες (οι): Μαρούλια.
Σαλβαρόμπα (η): Αποθήκη (Ital. Salvare – Roba ).
Σαλιέρα (η): Αλατιέρα (Ital. Saliera).
Σαλίτσο (το): Σανίδωμα ανηφορικό δίπλα στη σκάλα (Ital. Salina=ανάβαση).
Σαλίτσο (το): Πλατύσκαλο , πεζούλι, δάπεδο (Ven. Salizo).
Σαλούμι (το): Αλλαντικό (Ital. Salumi).
Σάλπα (η): Ένα ψάρι που αλλού το λένε…. (Ital. Salpa).
Σαλταλεόν (το): Σπαστό στήριγμα πατζουριών (Ven. Saltalion ,Ital. Saltaleone= ελατήριο).
Σαλταρέλο (το): Μάνταλο , είδος σύρτη πόρτας (Ven. Saltarèlo).
Σαλτέρνω : Πηδάω (Ital. Saltare).
Σάλτζα (η): Χονδρή μάλλινη φούστα της παραδοσιακής στολής.
Σάλτο(το): Πήδημα (Ital. Salto).
Σαλτσάδα (η): Λιθόστρωτο (Ital. Selciato).
Σαλτσάδο (το): Λιθόστρωτο (Ven. Salizàda , Ital. Salciato).
Σαμαροκάλυβο (το): Καλύβι σε σχήμα πυραμίδας από καλάμια .
Σαμαροκάλυβο(το): Καλύβι σε σχέδιο σαμάρας.
Σαμπέπερο (το): Γυαλόχαρτο (Ig. Sandpeper).
Σαμπιέρος (ο): Το ψάρι χριστόψαρο.
Σαμπούκος (ο): Κουφοξυλιά (Ital.Sambuco).
Σανπιέρος (ο): Το χριστόψαρο .Ονομάστηκε έτσι από τον Άγιο Πέτρο που λένε ότι το έδωσε στο Χριστό για να το ευλογήσει και όταν το έπιασε έμειναν τα αποτυπώματα των δακτύλων του στο κεφάλι του ψαριού.
Σάντα λα μαρία (η): Το παιδικό παιχνίδι «Μακριά γαιδούρα».
Σαντέρλω (η): Πεταχτή;;;.
Σαουνιά (η): Το σαγόνι.
Σαργόντες (ο): Αξιωματικός πλοίου;;;;.
Σαργοπαππάς (ο): Τά ψάρια χαρακίρες
Σάρτζα (η): Γυναικείο φόρεμα (Ital. Sargia=Κρετόν είδος υφάσματος).
Σαρτσάδα (η): Αυλή σπιτιού.
Σαρτσίτσια (τα): Δοσοληψίες ,επαφές;;;.
Σασίνος (ο): Δολοφόνος (Ital. Assassino).
Σαύω : Δέρνω;;
Σάψαλο (το): Καταβεβλημένος – Γέρος.
Σβίδρα (η): Βίδρα – ενυδρίς.
Σβιλάδες (οι): Ραπίσματα αέρα.
Σβίτσερο (το): Ελβετικό τυρί (Ital. Svizzero).
Σβουντσουρίζω : Πετάω .
Σγαράρω : Κάνω λάθος (Ital. Sgarrare ).
Σγόρνα (η): Υδρορροή.
Σγούμπος (ο): Καμπούρης (Ital. Gobbo).
Σγούρος (ο): Σβούρα.
Σγώνω : Κοντεύω να φτάσω.
Σεγκέτα (η): Κάθισμα με τρύπα στη μέση για αφόδευση.(Ital. Seggio= θρόνος).
Σεγκούνι (το): Μάλλινο σακάκι γυναικείο μέχρι τη μέση της παραδοσιακής στολής.
Σείρες (οι): Το ψάρι Γοφάρι.
Σεκάρει (να): Να σπάσει.
Σέκο (το): Κτίσιμο χωρίς λάσπη (Ital. Secco=ξηρός).
Σέκος (ο): Νεκρός.
Σεκρέτα (τα): Τα ντουλάπια της κουζίνας.
Σεκρέτο (το): Μυστικό (Ital. Segreto).
Σέλα (η): Η Βράκα της παραδοσιακής ανδρικής στολής.
Σέμπρα (η): Η εργάτρια γης που συμμετείχε σε ομάδα.(βλ. Σεμπριά).
Σεμπριά (η): Ομάδα εργατών γης – Αγροτικός συνεταιρισμός- Αγροτική Συμφωνία (Σέρβικα Sebru).
Σενάτο (το): Συμβούλιο – Σύγκλητος (Ital. Senato).
Σεντάλι (το): Κάθισμα αποχωρητηρίου (Ital. Sedile=Κάθισμα).
Σεντζαφέδες (ο): Αναξιόπιστος , ψεύτης (Ital. Senza-fede=χωρίς πίστη).
Σεντζίζιμο (το): Ο Εκατοστός (Ital. Centicimo).
Σέντζο (το): Η Εντύπωση (Ital. Senso).
Σεράγια (η): Αποθήκη (Ital. Serraglio=φραγμένος χώρος με ζώα).
Σεράγιο (το): 1. Περιφραγμένος χώρος 2. «Κλειδί» Τοξοειδούς κατασκευής. (Ven. Seràgio).
Σερατούρα (η): Κλειδαριά (Ven. Seradùra).
Σερβάρω : Παρατηρώ (Ital. Osservare).
Σερβίρω Προσφέρω (Ital. Servire).
Σερβιτσιάλι (το): Το εργαλείο που έκαναν το κλύσμα (Ital. Serviziale).
Σερβίτσιο (το): Υπηρεσία (Ital. Servizio).
Σερενάδα (η): Βραδινό τραγούδι (Ιταλ. Serenata = Νυκτωδία).
Σερέσια (τα): Παντόφλες.
Σέριος (ο): Σπουδαίος (Ital. Serio=σοβαρός αυστηρός).
Σέσκουλο ή σέσκλο (το) Ήμερο λάχανο.
Σεστάδος (ο): Νοικοκυρεμένος (Ital. Assestato).
Σέστο (το): Νοικοκυριό – τάξη. (Ital. Sesto).
Σετάρω : Ρίχνω ,εκσφενδονίζω .
Σήσες (οι): Σκουληκάκια άσπρα μικρά που βγαίνουν στα τρόφιμα.
Σία Βόγα : Η κίνηση των κουπιών έτσι ώστε η βάρκα να κάνει στροφή επι τόπου (το ένα κουπί μπρός και το άλλο πίσω ). (Ital. Voga=Κωπηλασία).
Σιάδι (το): Επίπεδο κομμάτι γης.
Σιάνω : Διορθώνω.
Σιάρπα (η): Εσάρπα (Ital. Sciarpa).
Σιασμένος (ο): Αρραβωνιασμένος.
Σιάτικα (τα): Ισχιαλγίες (Ital. Sciatica).
Σιγανταβόλτε (η): Ειδικό πριόνι για κυκλικό κόψιμο (Ital. Sega da volte).
Σιγοντάρω: Συνοδεύω (Ital. Secondo = Δεύτερο και σύμφωνα).
Σιγουριτά (η): Ασφάλεια (Ital. Sicurita).
Σιδερόχορτο (το): Αγριολάχανο.
Σιδερόχορτο (το): Το χόρτο σιδερίτης.
Σιεμύρε (τοκάνει): Το κάνει ωραία.
Σιένα (η): Καφεκίτρινη απόχρωση (Ital. Terra di Siena).
Σιέστα (η): Μεσημεριανός ύπνος (Ital. Siesta).
Σικαλίδα (η): Μικρό πουλί με γκρίζα χρώματα που τρώει σύκα.
Σικιστράρω : Δίδω μεσεγγύηση.
Σίκλος (ο): Κουβάς μεταλλικός (Ital. Secchio).
Σικουρατσιόν (η): Ασφάλεια- σιγουριά (Ital. Sicurezza).
Σιλικουτιάζω : Ανακατεύω.
Σιλιμούργι (το): Το κατακάθι του λαδιού.
Σιμπαγαδώνω : Καλμάρω – Καταπραϊνω.
Σιμπάω : Πιέζω-Ζουλάω.
Σινιαρισμένος (ο): Τέλεια ετοιμασμένος.
Σινιάρω : Σημαδεύω (Ital. Sighare).
Σινιώτικος (ο): Χορός των Σινιών .
Σίντα (η): Μαζί.
Σιντζίλα (η): Σφραγίδα (Ital. Sigillo).
Σιντόρνου : Εκτός και;;;
Σιόρ (ο): Κύριος (Ital. Signore).
Σιόρα (η): Κυρία (Ital. Signora ).
Σιούτικο (το): Κολοβό .
Σιροκολέβαντο (το): Άνεμος ανατολικός προς βόρειο.
Σίσκλος (ο) : Κουβάς. (Ital. Secchio)
Σίτα (η): Κόσκινο .
Σιτί (το): Κόσκινο του καφέ.
Σίχλωσα : Μισοχόρτασα .
Σκαβεντζάρω : Κόβω πατρόν (Ital. Scavezzare).
Σκαβέντζο (το): Ρετάλι υφάσματος (βλ. Σκαβεντζάρω).
Σκαβίνα (η): Μάλλινη κουβέρτα (Ital. Schavina ).
Σκαδέρει (μη) : Μην τύχει.
Σκαδέρω : Αχρηστεύω .
Σκαλέτα (η): Ψέμα (Ital. Scaletta=Aφήγηση – επεξεργασία μιας ιστορίας).
Σκαλινάδα (η): Πέτρινη σκάλα δρόμου (Ven. Scalinàda, Ital. Scalinata).
Σκαλιώνω : Σκαλώνω.
Σκαλντίν (το): Μικρή θερμάστρα κάρβουνων γενικής χρήσεως (Ven. Scaldin).
Σκαλταλέτο (το): Μπρούτζινο μαγκάλι για την θέρμανση υπνοδωματίων (Ven. Scaldàr-lèto).
Σκαλταμπάνιο (το): Θερμοσίφωνας ξύλων (Ven.Scaldàr-bagho).
Σκαλταπιέντε (η): Μικρό μαγκάλι για τα πόδια (Ven. Scaldàr-piente).
Σκάμουνα (τα): Τα Μούρα.
Σκάμπα (η): Μαθητική κοπάνα (ven. Scampon: far,dar o ciapar un scampon .Ολιγόλεπτη διαφυγή, ένα μικρό «πέταγμα» προς κάπου μακριά .Ital. Scampagnare=εκδρομή).
Σκαμπάζω : Καταλαβαίνω .
Σκαμπέλο(το): Κομοδίνο , σκαμνί (Ital. Sgabello).
Σκανιέλο (το): Μικρό πάρκο για παιδιά χωρίς πάτο και με ρόδες.
Σκάνιο (το): Καρέκλα (Ven. Scagno).
Σκανταλέτο (το): Χάλκινο σκεύος για αναμμένα κάρβουνα για ζέσταμα σε κάποιο μέρος του σπιτιού (Ital. Scalda-letto).
Σκαντερό (τόχει): Τόχει χορτάσει.
Σκαπαμέντο (το): Φουγάρο.;;;
Σκαραβανόξυλο (το): Ράμνος η αειθαλής.
Σκαρβέλι (το): Μέρος από τον εξοπλισμό του γαιδάρου.
Σκάρδα η ασκάρδα (η): Σκελίδα.
Σκαρίκι(το): Αναγγελία.;;
Σκαρλετίνα (η): Ευλογιά (αρρώστια).
Σκαρμίδα (η): Διχαλωτό σταντ για τα κουπιά.
Σκαρμοί (οι): Ξύλινα στηρίγματα κουπιών.
Σκαρμοί (οι): Τα ψάρια Λούτσοι.
Σκαρμούστο (το): Ρολό από κέρματα.
Σκαρμοφωλιές (οι): Οι τρύπες που μπαίνουν οι σκαρμοί.
Σκαρντάρομαι: Πειράζομαι;;;
Σκαρπίνι (το): Είδος ανδρικού παπουτσιού (Ital. Scarpa).
Σκάρσο (το): Ελλειπές .(Ital. Scarso).
Σκαρτζί (το): Το ζημιάρικο παιδί..
Σκαρτότσα (τα): Καραμέλες.
Σκαρτσέλι (το): Κουζινίτσα έξω από το σπίτι.
Σκαρτσιγόπιδο (το): Το ψάρι μικρή γόπα.
Σκαρτσιμάς (ο): Μικρό καραβιδάκι που το χρησιμοποιούν οι ψαράδες για δόλωμα.
Σκαρτσιμούρμουρας (ο): Θαλασσινό ίδιο με την αληθινή αλλά το σώμα μέσα
Σκαρτσότσο (το): Ρολό κερμάτων (Ital. Scartocciare=Ξεφλούδισμα).
Σκαρτσούνι (το) : Κάλτσα.
Σκαρτσούνια (τα): Κάλτσες (Ital. Calcetto).
Σκαρτσουνόροκα (η): Βελόνα για κάλτσες.
Σκάρφη (η): Φυτό με πολλή πικρή γεύση.
Σκαρφίζομαι : Επινοώ .
Σκαρφολίθι (το): Ασβεστόλιθος.
Σκασιά (η): Πέσιμο ανθρώπου , θορυβώδες και εντυπωσιακό.
Σκατζιά (η): Ράφι , Ραφιέρα (Ital. Scancia).
Σκάτουλα (τα): Κουτάκια σπίρτων (Ital. Scatola).
Σκάτσα (η): Η βάση που στηρίζεται το κατάρτι του πλοίου.
Σκαφώνι (το): Ξύλινο δοχείο για το πάτημα των σταφυλιών
Σκένομαι : Σιχαίνομαι .
Σκεπετιά (η): Πυροβολισμός .(βλ. Σκεπέτο).
Σκεπέτο (το): Ντουφέκι.(Ital. Schioppo=Κυνηγετικό όπλο).
Σκέρος (ο): Σύκο.
Σκερτσάδος (ο): Τρελιάρης (Ital. Scherzo).
Σκέρτσο (το): Νάζια τρελίτσες (Itasl. Scherzo)
Σκήπι (το): Μικρός περιφραγμένος κήπος εντός του οικισμού.
Σκιάομαι : Φοβάμαι .
Σκίζα (η): Σκισμένο ξύλο για τη φωτιά (Ital. Scheggia).
Σκίνα (η): Χοιρινή ωμοπλάτη (Ital. Schiena=η πλάτη γενικά).
Σκινάρι (το): Σχοίνος .
Σκιόκα (τα): Καψούλια.
Σκιόρμος (ο): Άσχημος.
Σκίτζο (το): Σχέδιο (Ital. Schizzo).
Σκιτσέτο (το):Σταγονόμετρο (Ital. Schizzetto=κλυστήρας).
Σκίτσικο (το): Ανισόπλευρο τετράγωνο.
Σκίφος (ο): Πέτρινο δοχείο για τάισμα γουρουνιών (Ital. Schifo=Αηδία).
Σκλαπίζω : Σκορπίζω.
Σκλείθρα (η): Το σπέρμα.
Σκλεμπού (η): Το ψάρι Πεσκαντρίτσα.
Σκλέτζα (η) : Ακίδα ξύλου αλλά και μικρό κομμάτι ξύλου για προσθήκη.
Σκλήθρα (η): 1. Ράτσα 2. Μυτερό ξύλο που αποσπάστηκε με το χέρι από κορμό δένδρου.
Σκλίθρα (η): Κλωνάρι σταφυλιού.
Σκόλες (οι): Τα λάβαρα ( προφανώς από το σχολικό λάβαρο – Scuola).
Σκόλιαμπρα (τα): Μαντάτα.
Σκομπονέρεται : Σηκώνεται (Ital. Comportare).
Σκόντο (το): Έκπτωση (Ital. Sconto).
Σκόντρα (η): Εναντίωση (Ital. Scontro).
Σκοντρέτα (τα): Σανίδες με φλοιό υπολείμματα πριονιστηρίου .
Σκόντρο αμπάρα : Ο σιδερένιος σύρτης που αμπάρωνε την πόρτα από μέσα (Ital. Scontro = Συμπλοκή – συνάντηση – εναντίωση).
Σκορδαλίδα (η): Αγριολάχανο.
Σκορδομπώλης (ο): Βραχύσωμος.
Σκορδοστούμπι (το): Ξύλο – Εργαλείο της κουζίνας που έλιωναν το σκόρδο.
Σκορπιδέλι (το): Μικρό ψάρι –Σκορπιός.
Σκόρσα (η): Ξύλινο δοκάρι ακατέργαστο (Ital. Scorza =φλοιός).
Σκορσάρω : Τινάζομαι (Ital. Scossa ).
Σκόρσο (το): Απότομο σταμάτημα.;;
Σκόρτσα (η): Επένδυση.(Ital. Scorza = Εξωτερική εμφάνιση – Δέρμα Φιδιού- Επιδερμίδα ).
Σκόρτσα (τα) Τα σανίδια πάνω στα οποία πατούν τα κεραμίδια (βλ.άνω).
Σκόρτσα (τα): Αποκόμματα ξύλου (Ital. Scorcio=κομμάτι).
Σκοτίτας (ο): Σκοτοδίνη .
Σκοτίτας (ο): Αρρώστια πουλερικών.
Σκουάρα (η): Γωνιά, Εργαλείο τεχνιτών (Ital. Sguadra).
Σκούβλο (το): Βούρτσα πατώματος .
Σκουγέρι (το): Δηλητηριώδες και επιθετικό νερόφιδο
Σκουδαρόλια (τα). Χρωστούμενα (βλ. Σκούδο).
Σκουδάρω : Εισπράττω χρέος (βλ. Σκούδο).
Σκούδο (το): Παλιό βενέτικο νόμισμα (Ital. Scudo).
Σκούλλινα μπόλια (η): Λινή Πετσέτα (βλ. Σκούλινο).
Σκούλλινο (το): Ύφασμα φτιαγμένο από Σκουλί – Λινάρι (Αρχ. Σκόλλυς).
Σκουλουμπουρδιά (η): Τούμπα.
Σκουμπιασμένο (το): Κακόμοιρο .
Σκουμποθώνομαι : Σηκώνομαι και κάθομαι.
Σκουντράω : συγκρούομαι με κάτι (Ital. Scontrare).
Σκούρμο (το): Ξερό.
Σκουτέλα (η): Λεκάνη κουζίνας , βαθειά πιατέλα (Ital. Scottella).
Σκουτελί (το): Λεκανάκι.
Σκούτζικας (ο): Μεγαλόσωμη σαύρα.
Σκουτζίκι (το): Δηλητηριώδες και επιθετικό νερόφιδο ίδιο με το Σκουγέρι και μάλλον πρόκειται για το ίδιο φίδι με άλλη ονομασία.
Σκουτί (το): Ρούχο .
Σκουτιά (τα): Ρούχα.
Σκουφέτο (το) : Σκούφια και μτφ. Το προφυλακτικό.
Σκρίνιο (το): Έπιπλο σαλονιού (Ital. Scrigho).
Σκρίτο (το): Έγγραφο (Ital. Scrito).
Σκριτούρα (η): Εκκλησιαστικό έγγραφο.(βλ. Σκρίτο).
Σκροκαρίζω : Πυροδοτώ.
Σκρούμπο (το): Καρβουνιασμένο.
Σκυλομπαρούφα (η): Μεγάλη ανοησία που ελέχθη.
Σκυλομπαρούφα (η): Μεγάλος καυγάς – σκυλοκαυγάς (Ital. Baruffa = Καυγάς).
Σκύφος (ο): Πέτρινο δοχείο ταίσματος ζώων.
Σλόντζα (η): Κομμένη γωνία σιδήρου η ξύλου για ορθογώνια κατασκευή (Ven. Sloza).
Σμάρι (το): Ζυμάρι .
Σμούκιο ή Ζμπούκιο (το): Χτύπημα -τρακάρισμα –δυνατή σύγκρουση.
Σμπάρα (η): Μπάρα πόρτας (Ital. Sbarra).
Σμπαράρω : Αμπαρώνω (Ital. Sbarrare).
Σμπάρο (το): Πυροβολισμός , δυνατός και οξύς κρότος (Ital. Sparo).
Σμπάρο (το): Τουφεκιά – κρότος.
Σμπήρος (ο): Προδότης – ρουφιάνος.
Σμπιδίρω : Διώχνω.
Σμπίρος (ο) Προδότης.
Σμπούκιο (το): Σύγκρουση (Ital. Sbattere).
Σμπρέγο (το): Σύγκρουση Πολεμική.
Σοβελάδο (το): Ανάγλυφο (Ital. Sollevato).
Σοβρακάρικος (ο): Υπεύθυνος για την φόρτωση του πλοίου.
Σοβραλόγο : Επί τόπου.
Σοδισφατσιό (το): Ικανοποίηση (Ital. Sodisfazione).
Σολδιάτικο η Σολιάτικο (το): Παροχή κτήματος που προέρχεται από εδαφονομή.
Σολδιατοποίηση (η): Συμφωνία παροχής κτήματος προς καλλιέργεια με σολδιάτικα
Σόλδιο (το): Νόμισμα ενετικής περιόδου ίσο με μισό Μαρτσέλο. (Ital. Soldo).
Σολεβάρω : Οδηγώ πλοίο προς τον Ήλιο.(Sole).
Σόλεβο (το): Ανακούφιση (Ital. Solievo).
Σολέντες (ο): Αυθάδης (Ital. Insolente).
Σολέτα (η): Πέλμα κάλτσας (Ital. Soletta).
Σολιάρης (ο): Ενοικιαστής χωραφιού.
Σολιάτικα (τα): Νοίκια χωραφιού.
Σολιάτικο (το): Ενοικιασμένο χωράφι.
Σόλικος (ο): Εύκολος (Ital. Solingo = Μοναχικός).
Σόλιο (το) : Παιχνίδι τράπουλας.
Σομετέρει : Ενδιαφέρει;;;
Σόμπαχο (το): Τα μέσα κλαριά του δένδρου.
Σομπλιάζει (με): Με βολεύει – Με εξυπηρετεί.
Σομπρέσο (το): Σίδερο σιδερώματος (Pressare;;;).
Σονάρω : Παίζω μουσική. (Ital. Suonare)
Σονέτο (το): Φυσαρμόνικα (Ital. Sonetto).
Σόντοβέστα (η): Γυναικείο εσώρουχο-Κομπινεζόν.
Σορατσέλι (το): Ψευδοροφή (Ven.-Ital. Sora-cielo).
Σόρδολο Αμπιτάντε : Ερωτική συνεύρεση στην σοφίτα. (Ιταλ. Abitante = Κατοικήσιμος χώρος στην σοφίτα). Sordo l’ Abitante= Αθόρυβα στη σοφίτα).
Σοροκάδα (η): Καιρός με άνεμο Σιρόκο.
Σόρτας (τσι): Πρόχειρο (Ital. Sorta = Κάθε λογής).
Σόρτε (καλό): Καλή τύχη (Ital. Sorte = Τύχη ).
Σορτίτα (η): Έξοδος (Ital.Sortita).
Σοσεντσέρω : Υποστηρίζω (Ital. Sostenere= Υποβαστάζω).
Σοσπέζος (ο): Εκκρεμής (Ital. Sospeso).
Σοσπεσιόν (η): Αναστολή (Ital. Sospesione =Εκεχειρία , Διακοπή ).
Σοσπετάρω : Υποψιάζομαι (Ital. Sospettare).
Σοσπέτο (το): Υποψία (Ital. Sospetto).
Σόστιμα (η): Αντικατάσταση (Ital. Sostituto).
Σοστισφατσιόν (η): Ικανοποίηση (Ital. Sostifazione).
Σοστιφάρω : Ικανοποιώ (Ital. Sostifare).
Σοτανέλα (η): Μισοφόρι (Ital. Sottana).
Σοτοβέστα (η): Κομπινεζόν (Ital. Sotto Vesta = Κάτω από τη φούστα).
Σοτομπάνκο (το): Κρυφά , κάτω από το τραπέζι (Ital. Sotto banco).
Σοτονάτολα (η): Ο χώρος κάτω από τη Νάτολα (βλ. Νάτολα).
Σοτοπόρτιγο (το): Στοά κάτω από διαμπερή στοά εισόδου (Ven. Sotopòrtego).
Σοτοροκέτο(το): Εσωτερική φούστα (Ital. Roccheto ) βλ. Ροκέτο.
Σότος (ο): Υποδεέστερος , κατώτερος (Ital. Sotto = υπό ).
Σοτοσκάλα (η): Ο χώρος κάτω από τη σκάλα (Ital. Sottoscala).
Σούβελο (το): Χαμένο.
Σουβλολιά (η): Ράτσα ελαιοκάρπου με μακρόστενο σχήμα .
Σουγέτο (το): Παλιάνθρωπος – Υποκείμενο (Ital. Soggetto).
Σούγο (το): Σάλτσα η ζουμί φαγητού (Ital. Sugo).
Σούδα (η): Χαντάκι .
Σούδιτος (ο): Υπήκοος (Ital. Suddito).
Σούζος (ο): Όρθιος (Ital. Suso?????).
Σούκερας(ο): Μεγάλο πρώιμο σύκο.
Σούλου μπούρδου (το): Ανακάτεμα.
Σούμα (η): Άθροισμα (Ital. Souma).
Σούμπιτο (το): Σύντομα.
Σούμπιτος (ο) Βιαστικός (Ital. Subito).
Σούρδου . Πήγαινε-Ελα ( ετσι το λένε στη Λευκίμμη).
Σουρλάτσο (το): Περίπατος.
Σουρμπάω : Ρουφάω.
Σουρμπέτι (το): Κρασί με ζουμί χόρτων .
Σουρουκάνι (το): Ακατάσχετη ροή υγρού.
Σουρούπι (το): Υπνάκος .
Σουρτού (η): Σετ Αλατοπιπεροθήκης και λαδόξυδου.
Σούρωμα (το): Μούσκεμα.
Σουσούμι (το): Ομοιότητα.
Σουσούμια (τα): Ωραία χαρακτηριστικά
Σουσουνίστρα (η): Αργοπορημένη.
Σούσουρο (το): Κρυφόλογα.
Σούτα (η): Γίδα χωρίς κέρατα (Αλβ. Sute).
Σουφραδέλι (το): Μικρός καναπές.
Σούχα (η): Κακή ποιότητα (Αυτό είναι τσι σούχας).
Σοφεγγιάζω : Δοκιμάζω Εγκαινιάζω (Ital. Saggiare).
Σοφίτα Αμπιτάντε (η): Κατοικήσιμη υποστεγή (Ven. Sofita abitante).
Σοφράς (ο): Καναπές;;;;;
Σοφριγάδα : Τηγανιτό (Ital. Soffriggere).
Σοφρίτο (το): Τοπικό φαγητό με τηγανισμένες φέτες κρέατος και σάλτσα με τσιγαριστό κρεμμύδι (Ital. Soffritto=τηγανιτό).
Σπαβεντάρω : Αιφνιδιάζω (Ital. Spaventare).
Σπαβέντο (το) : Ξάφνισμα,ταραχή.(Ιταλ. Spaventare).
Σπαγαδιέρης (ο): Ριψοκίνδυνος (Ital. Spericolato).
Σπαγαδιές (οι): Επικίνδυνα καμώματα.
Σπακάδα (η): Χτυπητή παρουσία;;; Περιπαιχτική διάθεση;; (Ital. Spasso);;;
Σπαλαβιέρης (ο): Ειδικό μυστρί σοβατζή (Ital. Spalletta =σενάζι παραθύρου).
Σπαλέτα (η): Είδος εσάρπας (Ital. Spalla =ωμοπλάτη ).
Σπαλέτο (το): Γείσο ανοίγματος (Ven. Spalèta).
Σπανιάρω : Κλωτσάω.
Σπανιολέτα (η): Μεταλλικό περιστρεφόμενο στήριγμα παραθυρόφυλλου στηριγμένο στον τοίχο. (Ital. Spagholetta).
Σπάος (ο): Σπάγγος .
Σπαραβιέρος (ο): Η ξύλινη επίπεδη πλάκα που χρησιμοποιεί ο σοβατζής για να βάζει τη λάσπη (Ven. Sparavièr η Spalivièr).
Σπαρανιάρω : Εξοικονομώ (Ital. Sparagnare).
Σπαράνιο (το): Στέρηση (βλ. Σπαρανιάρω).
Σπάρματσέτο (το): Είδος κεριού.
Σπαρτίλας (ο): Τόπος γεμάτος με σπάρτα.
Σπάρτο (το): Είδος χόρτου με μακριά και μυτερά φύλλα .
Σπαρτσίνα (η): Σχοινί.
Σπάσο (το): Περίπατος (Ital. Spasso).
Σπάτσα(τα): Ξεπούλημα (Ital. Spaccio).(Παίρνω τα σπάτσα μου δηλ. φεύγω)
Σπατσακαμίνος (ο): Καπνοδοχοκαθαριστής (Ital. Spazzacamino).
Σπατσάρω : Ξεπουλώ και φεύγω.
Σπέδισμα (το): Τρίκλισμα η Σκόνταψα η Σχοινί που έδεναν τα δύο πόδια του ζώου για να μην μπορεί να φύγει.
Σπέζα (η): Προμήθειες φαγητού , ψώνια (Ital. Spessa).
Σπεζάρω : Συντηρώ, ξοδεύω (Ital. Spesare = Συντηρώ).
Σπέκιο (το): Ταμπλάς ξύλινης πόρτας (Ital. Specchio=Καθρέπτης ).
Σπεντζαριόλα (η): Εργαλείο πλάνης ξυλουργού για την δημιουργία αυλάκωσης στο ξύλο (Ven. Spontaròla).
Σπέουλο (το): Ανάχωμα . (Ital. Spigolo).
Σπέουλο (το): Ανάχωμα.
Σπερλάδος (ο): Τρελαμένος-πειραγμένος στο μυαλό.
Σπερνά (τα): Κόλλυβα του εσπερινού .
Σπερνόζουμο (το): Ζουμί από κόλλυβα
Σπερτσόζιτο : Βρισιά προς μία γυναίκα (Ital. Sperso = Χώρίς προσωπικότητα , σκόρπιος).
Σπέτζιο (το): Παρουσιαστικό (Ital. Specchio = Καθρέπτης).
Σπετσαδούρα (η): «Σπάσιμο» γωνιάς ξύλινης κατασκευής (Ital. Spezzatura).
Σπετσιό (το): Κάποιο είδος που το χρησιμοποιούμε για να περάσει η ώρα.
Σπετσιέρης (ο): Φαρμακοποιός (Ital. Spezzieria = Φαρμακείο
Σπετσερικό (το): Αρωματικό φυτό για το φαγητό (Ital. Spezzie ).
– Βοτανοπωλείο
Σπήλιοι(οι): ;;;;
Σπιανάδα (η): Το τμήμα της πλατείας μπροστά στο παλάτι (Ital. Spianare= Ισοπεδώνω . Spianata =Ισωπεδωμένη).
Σπιάντζα (η): Ακτή , αμμουδιά (Ital. Spianggia).
Σπίγγος (ο): Το πουλί σπίνος.
Σπίγγος (ο): Ο Σπίνος, πουλί με χονδρό κεφάλι και μύτη στο μέγεθος του χελιδονιού. Λαλεί τρίτος το πρωί όταν έχουν σηκωθεί όλα τα πουλιά
Σπίγολο (το): Η γωνία ενός τοίχου ή ενός αντικειμένου (Ιταλ. Spigolo).
Σπίγολο (το): Γωνία αντικειμένου (Ital. Spigolo).
Σπιθουρί (το): Σπυράκι.
Σπίλα (η): Γυναικεία διακοσμητική καρφίτσα (Ital. Spilla).
Σπίν ντε πέσε (το): Τοποθέτηση τούβλου η ξύλινου πατώματος «ψαροκόκαλο» (Ven. Spin de pesse) .
Σπινέτο (το): Το μυτερό μουσάκι.
Σπίρτο (το): Οινόπνευμα (Ital. Spirito).
Σπιρτόζος (ο): Έξυπνος (Ital. Spiritozo =Πνευματώδης).
Σπιτάλι (το): Νοσοκομείο (Ital. Ospetale). Σπιτιών (Ital. Meridiano = Μεσημεριανός ).
Σπίτσα (η): Μανία , Βιασύνη (Ital. Spiccio = Γρήγορος , Χωρίς Διατυπώσεις).
Σπιτσερικά (τα): Μπαχαρικά (Ital. (Spezie).
Σπιτσεριό (το): Φαρμακείο (Ital. Spezieria = Σημαίνει και βοτανοπωλείο).
Σπίτσερος (ο): Μανιακός (βλ. Σπίτσα).
Σπιτσίζει : Ταλαντεύεται.
Σπιτσιφικάρω : Δηλώνω , Καθορίζω (Ital. Significare).
Σπλενίζομαι : Χάνω την ισορροπία μου .
Σπλέντητος (ο): Ανοιχτοχέρης (Ital. Spendito).
Σπλίθρα (η): Οπτόπλινθος .
Σπλονίζω : Παραπατάω (βλ. σπλόνος).
Σπλόνος (ο): Φυτό με ναρκωτικές ιδιότητες.
Σπολάτι(το): Συγχώρεση.
Σπονδή (η): Ξίνισμα κρασιού.
Σποντάδα η Σπονδή (η): Ξίνισε (Ital. Punta = Ξυνάδα , Prendere la punta : Έπιασε ξινάδα πχ. Το κρασί ).
Σπόρκες (οι): Επικίνδυνες (Ital. Sporgente = Προεξέχουσες).
Σπόρτο (το): Προεξοχή επίπλου (Ital. Sporto).
Σπουρτζίνα (η): Μεγάλος θυμός (Ital. Spunzone = Χτυπήματα με αγκώνες Και γροθιές).
Στάγκα (τα): Τα ξύλα του κάρου που έδεναν το άλογο.
Σταγόνια (τα): ;;
Στακοφίσι (το): Αποξηραμένος μπακαλιάρος που το είχαν τα καράβια για τα μακρινά ταξίδια . Μαγειρεύεται Μπιάνκο Δηλ. Με το ζουμί του και άσπρο πιπέρι ¨ήλθε στην Κέρκυρα επί Αγγλοκρατίας (Αγγλ. Stock Fish).
Σταλίκι (το): Κυπαρισσόξυλο για σκεπή .
Στάμπελε : Σταθερός , ακίνητος (Ital. Stampela = Δεκανίκι
Σταμπένε (είναι): Εντάξει , εγκεκριμένο (Bene).
Στάμπιλε (το): Η ακίνητη περιουσία (Ital. Stabile).
Στάμπιλε (το): Ακίνητη ιδιοκτησία (Ital. Stabile).
Σταμπίλια (η): Μακέτα ;;; (Ital. Stampiglia=Σφραγίδα).
Σταμπιλίρω : Σφραγίζω , Οριστικοποιώ (Ital. Stambigliare).
Στάμπο (το): Πατρόν (Ital. Stampo=φόρμα ).
Στάνγκα (τα): Τα ξύλα που αναμεσά τους είναι το ζώο που σέρνει το κάρο. (Ital. Stanga =τιμόνι κάρου ).
Στανγκέτα (η): Μικρή μπάρα πόρτας (Ital. Ven. Stangèta).
Στανιάρισε : Σταμάτησε η ροή κάποιου υγρού που έτρεχε λιγο λίγο.
Στάνκα (τα): Τα μακριά ξύλα του κάρου στα οποία έδεναν το άλογο (Ital. Stanga).
Στάντα (η): Διαίτα (Ital. Stento =Στέρηση).
Σταντάδα (η): Στολισμένο μαντήλι για το κεφάλι των γυναικών .
Στάντε : Επειδή , ένεκα ,λόγω του ότι (Ital. Stante).
Στάτα (η): Οικονομική κατάσταση (Ital. Stato = Κατάσταση πχ il mio stato economico).
Στατέρι (το): Είδος ζυγαριάς.
Σταφνισμένος (ο): Νοικοκυρεμένος.
Σταχτοδευτέρα (η): Καθαρή Δευτέρα .
Σταχτοπύρι (το): Σακουλάκι που έβαζαν ζεστή στάχτη και το δέναν γύρω από το λαιμό για το κρύωμα.
Στέκα : Στάσου – Περίμενε.
Στελίτας (ο): Νευρόπονος.
Στεντάρω : Στερούμαι (βλ. Σταντα).
Στεντάρωμαι : Ταράζομαι.
Στεφανίτες (οι): Ράτσα μανιταριών.
Στιά (η): Φωτιά (Αρχ. Εστία).
Στίβα (η): Σωρός από ελαιόκαρπο .
Στιβαλέτο (το): Μποτίνι (Ital. Stivaletto).
Στιβαλέτο (το): Γυναικεία κάλτσα μάλλινη και μακριά ως το γόνατο.
Στιβάλι (το): Μπότα (Ital. Stivale).
Στιβοδονές (οι): Σωροί από ελιές.
Στίμα (η): Υπόληψη (Ital. Stima =εκτίμηση).
Στιμαδόρος (ο): Εκτιμητής (Ital. Stimatore).
Στιμάρω : Εκτιμώ της αξία πχ. ενός χωραφιού (Ital. Stimare).
Στιμάρω : Σέβομαι (Ital. Stimare ).
Στιμόνι (το): Κουβάρι με ψιλή μάλλινη κλωστή πλεξίματος.
Στοκάδα (η): Ορμή.
Στοκάδο (το): Χτυπητό – π.χ. κουβέντες στοκάδες (Ital. Tocco).
Στόκωνε : Έκλεινε .;;
Στολέτα (η): Περσίδα (Ven. Stolèta).
Στονάρω : Φαλτσάρω στο τραγούδι (Ital. Stonare).
Στόρια (η): Ιστορία, αφήγηση.
Στότιμο (είναι): Ετοιμοθάνατο.
Στούα (η): Αποπνικτική ατμόσφαιρα.
Στούγα (η): Δύσπνοια.
Στουδιάρω : Παρουσιάζω τα πράγματα όπως με βολεύει (Ital. Studiare= Προσέχω τα λόγια μου).
Στουκάρω : Στοκάρω (Ital. Stuccare).
Στουκάρω: Στοκάρω (Ven .Stucàr – Ital. Stuccare).
Στούκος (ο): 1. Στόκος 2. Βλάκας (Ital. Stucco).
Στούκος (ο): Στόκος (Ven. Stuco).
Στουπάτες (οι): Κομπρέσες (Ital. Stoppa )
Στουπέτσι (το): Βερνίκι για άσπρα παπούτσια.;;;;;;
Στουπίρω : Μένω έκπληκτος (Ital. Stupire = Καταπλήσω).
Στούφα (η): Άσχημη μυρωδιά. (Ital. Stufa = Ξέπλυμα βαρελιού με χόρτα για να φύγει η μυρωδιά.).
Στουφάρω : Απεχθάνομαι. (Ital. Stufare).
Στούφος (ο): Δυσφορία , απέχθεια (Ital. Stufo =Μπούχτισμα ).
Στράιστο (το): Είδος ταγαριού – κρεμαστής τσάντας από τον ώμο για μεταφορά φαγητού η διαφόρων πραγμάτων .
Στράιστο (το): Ταγάρι .
Στρακέρντο (το): Στραβόξυλο- Κακόβουλος.
Στράκος (ο): Κατάκοπος – Ράκος (Ital. Straccio).
Στρακώνει : Όταν κατακάθεται το χώμα .
Στραμπαλάδος (ο): Στραβόξυλο , παράξενος , ιδιότροπος (Ital. Strambo).
Στραμπαλάδος (ο): Ιδιότροπος (Ital. Strampalato =Παράξενος).
Στράνιος (ο): Παράξενος (Ital. Strano = Αλόκοτος).
Στράντζο (το): Χονδροφτιαγμένο χαρτί περιτυλίγματος (Straccio = Κουρέλι ).
Στραπατσάρω : Καταστρέφω κάτι.
Στραπάτσο (το): Μεγάλη ζημιά (Ital. Strapazzo).
Στραπουντί (το): Στρώμα (Ital. Strapunto).
Στράτα (η): Δρόμος (Ital. Strada).
Στρατόνα (η): Χωρίστρα μαλλιών.
Στρατόνι (το): Μονοπάτι (βλ. στράτα).
Στρατσί (το): Τσαλακωμένο ρούχο (Ital. Straziare).
Στρατσόχαρτο (το): Μπακαλόχαρτο.
Στρατώνια (τα): Δρομάκια.
Στρεγκλεύω : Στραμπουλίζω (Ital. Stragolare ).
Στρέει (μου) : Μου βγαίνει σε καλό .
Στρέμπελος (ο): Άνθρωπος ανάποδος (Ital. Strambo= Στρεβλός ).
Στρέπετο (το): Θόρυβος (Ital. Strepito).
Στρέπιτο (το): Φασαρία (Ital. Strepito = Θόρυβος).
Στρέτος (ο): Στενός (Ital. Stretto).
Στρήνα (η): 1. Μπουναμάς 2. Είδος σκληρής πέτρας για το άναμμα της φωτιάς
Στρίγγα (η): Πηχάκι και γενικά το «κορδόνι» στις κατασκευές (Ital. Stringa).
Στριγγοπούλι (το): Ράτσα νυχτόβιου αρπακτικού.
Στρίγκα (η): Λεπτή διακοσμητική λωρίδα ξύλου η σιδήρου (Ven. Strica Ital. Stringa=κορδόνι).
Στριμανκίδι (το): Είδος σύκου για αποξήρανση.
Στρίνα (η): Μποναμάς για τα κάλαντα.
Στρίνα (η): Το φιλοδώρημα στα παιδιά που λένε τα κάλαντα.
Στρινάρι (το): Σκληρή πέτρα που όταν την χτυπήσεις με κάτι σκληρό
Στρινάτσα (η): Πετρώδες έδαφος.
Στρινές (οι): Η περίοδος της αποκριάς.
Στρίνκα (η): Επίμηκες πηχάκι που καλύπτει κενά στην κατασκευή επίπλων η άλλων κατασκευών (Ital. Stringa = Κορδόνι).
Στρίνος (ο): Κοφτερή και σκληρή πέτρα που έβγαζε σπίθες όταν την χτυπούσαν.
Στριντσέρω : Πιέζω (Ital. Stringere = Σφίγγω).
Στριτσέλια (τα): Καβαλέτα μαραγκού.
Στριφίγγουλο (το): Μπερδεμένο – στριφογυριστό.
Στριφουλίδα (η): Στροφή- στρίψιμο.
Στρόμπος (ο): Σχοινί του κουπιού.
Στρονίζω : Δεν κάθομαι ήσυχος – κάθομαι νευρικά στην καρέκλα .
Στρόντζος (ο): Ξεραμένο κόπρανο (Ital. Stronzo = Κόπρανο).
Στρούδι (το): Στρείδι.
Στρούδι (το): Μεταλλικό στήριγμα στροφείου στο κάτω μέρος σιδερένιας εξώπορτας (στρείδι).
Στρούνος (ο): Το ψαρόνι αποδημητικό πουλί (Latin. Strunus).
Στρωνίζω : Στριφογυρίζω στο κρεββάτι.
Στρωνίζω : Στριφογυρίζω ανήσυχα.
Συδάυλιστρο (το): Εργαλείο του τζακιού για το ανακάτεμα του κάρβουνου.
Σύθαμπα : Χαράματα.
Συκεριά (η): Συκιά.
Συκομαϊδα (η): Πίτα από σύκα με αλκοόλ και μπαχαρικά.
Συμπράγαλα (τα): Διάφορα εργαλεία η αντικείμενα.
Συναγώι (το): Εβραική συναγωγή.
Συνάπι (το): Ήμερο λάχανο.
Συνασκάλα (η): Συνομήλικη.
Συνδαυλίζω : Σκαλίζω τη φωτιά.
Συνεμπήκε : Μπήκε στο μυαλό μου.
Συντρέχω : Βάζω υποψηφιότητα .
Συρμοί (οι): Επιδημίες.
Σύρτσιτο : Σύρε της το : Πήγαινέ της το.
Σύσκαρος (ο): Όλος (Ο φράχτης έφυγε σύσκαρος).
Σύσκαρος (ο): Όλος μαζί , μονοκόμματος.
Σύσκοτα (τα): Συσκότιση.
Συφοριάζω : Καταστρέφω – προκαλώ συμφορά.
Συφτάκω : Προλάβω .
Σφαγιό (το): Πόνος -Σφάχτης .
Σφαλάγγι (το): Μικρή αράχνη (Αρχ. φάλαγξ ).
Σφαλαγγονιά (η): Φωλιά αράχνης (βλ. σφαλάγγι).
Σφαλί (το): Αυτοσχέδιο πώμα μπουκαλιού.
Σφαλιά (η): Δύσβατο μέρος με πολλή βλάστηση.
Σφάλισα : Έκλεισα ερμητικά το σπίτι.
Σφατσέλο (το): Καταστροφή (Ital. Sfacelo= Διάλυση, νέκρωση).
Σφέζα (η): Ρωγμή (Ital. Spezzare =Σπάζω , θραύω).
Σφίγλα (η): Διακοσμητική καρφίτσα που στερέωναν οι γυναίκες την μπόλια..
Σφογγίζω: Καθαρίζω από κάτι υγρό (Σφογγίζω τον ίδρω μου).
Σφογγολάμπα (η): Πετσέτα προσώπου.
Σφοδόνα (η): Ο γύρος του αλωνιού.
Σφοντήλι (το): Εργαλείο για την δημιουργία μαλλινης κλωστής.
Σφοντύλι (το): Εργαλείο για την κατεργασία του μαλλιού.
Σφορδίνη (η): Το προφυλακτικό. Βλ. Σκουφέτο.
Σφυρίδα (η): Εργαλείο του ελαιοτριβείου στρογγυλό και επίπεδο πλέγμα από χονδρές ίνες διαμέτρου 60 εκατοστών περίπου που λειτουργεί ως φίλτρο.
Σχίζες (οι): Σχισμένα ξύλα για τη φωτιά.
Σωκάρδι (το): Ρούχο της γυναικείας παραδοσιακής στολής Σαν την καμιζιόλα αλλά ανοιχτό στο πέτο.
Σώρουχο (το): Εσώρουχο της παραδοσιακής γυναικείας στολής. Έφτανε μέχρι τα γόνατα και έδενε με λουρίδες πάνινες.
Σώχωρο (το): Ανοιχτός σκεπαστός χώρος στην είσοδο του σπιτιού .
Τ-Υ-Φ-Χ-Ψ-Ω
Τ
Τ’αψήλου Κορώνα-Γράμματα, τυχερό παιχνίδι που παίζουν την Πρωτοχρονιά στον δρόμο.
Τα πάντα όλα : ΄Τα πάντα.
Τα’αψήλου : Κορώνα γράμματα.
Τα’φόντου : Χαμένο. (Ital. Fondo= βάθος)
Ταβέρσα (η): Ποδιά.
Ταβλάτσο (το): Εξέδρα ξύλινη (Ven. Tavolazzo).
Ταβλί (το): Τραπεζάκι ξύλινο.
Ταβλομαστέλα (η): Η τάβλα που έβαζαν λοξά στο μαστέλο για να πλύνουν τα ρούχα.
Ταβουλί (το): Τραπεζάκι (βλ. ταβουλομέσαλο).
Ταβουλί (το): Τραπεζάκι (Ven. Tavolin).
Ταβουλομέσαλο (το): Τραπεζομάντιλο (Ital. Tavola =Τραπέζι) .
Ταγαπιέρος (ο): «Πετράς» Μάστορας πέτρας , Λιθοξόος (Ven. Tagiàrpiero).
Τάγγι (το): Δοχείο για μεταφορά λαδιού (Μετάγγιση;;;;;).
Ταγιαδέλα (η): Τα λαζάνια (Ital. Tagliatella).
Ταγιαντίζω : Ανέχομαι μια άσχημη κατάσταση.
Ταγιάρω : Κόβω.
Τάγιο (το): Κόψιμο , κοπή (Ven. Tagio).
Τάκος (ο): Ξύλινη σφήνα (Ital. Tacco).
Τακουί η Τακουίνι (το): Πορτοφόλι .
Τάλε Κουάλε : Έκφραση που σημαίνει «το ίδιο πράγμα (Ital. Tale guale).
Ταλιαδούρος (ο): Σύρτης πόρτας που ανεβοκατεβαίνει μαχαιρωτά (Ital. Tagliatore).
Ταμπακαρθούνης (ο): αυτός που έχει μεγάλα ρουθούνια.
Ταμπάρο (το): Βαρύ παλτό (Ital. Tabarro = Μπέρτα – Χλένη).
Ταμπουρλής (ο): Τυμπανιστής (Ital. Tampuro).
Ταμπουρλονιάκαρα (τα): Όργανα ορχήστρας (νιάκαρη = αυλός).
Τανάγια (η): Τανάλια (Ven. Tanagia).
Τανκουί (το): Το πουγγί.
Τάντα (η): Αλεξάνδρα Χαϊδευτικό.
Ταπέτο (το): Χαλί (Ital. Tapetto).
Ταπέτου : Στα πεταχτά (Στοχεύοντας το πούλι στο κυνήγι).
Τάρα (η): Απόβαρο , κατακάθι (Ital. Tara).
Ταραγιάρω : Αφαιρώ το κατακάθι από το κρασί (βλ. Τάρα).
Τάραμα (το): Σύγκρυο.
Ταραντέλα Καριέρα (η): Ταχυδρομικό πλοιάριο (Ital. Tarantola Corriere).
Ταραντέλα (η): Είδος ψαρόβαρκας που χρησιμοποιεί ένα ειδικό δίχτυ (Ital. Tarantola : Η Αράχνη Ταραντούλα – Προφανώς αναφέρεται στο δίχτυ της αράχνης.
Ταρίφα (η): Απόδειξη (Ital. Tariffa).
Ταρτσέβερη (η): Σάλα.
Τάρδι η Τάρτυ: Αργά (Ital. Piu Tardi ).
Τασέλο (το): Άνοιγμα , θυρίδα (Ital. Tasselo =Κόψιμο καρπουζιού σε ένα σημείο .
Τάσκα (η): Σακίδιο ώμου (Ital. Tasca).
Τάταλο (το): Χουρμάς .
Τάτας (ο): Χαιδευτικά ο πατέρας (Ital. Tata).
Ταυλάτσο (το): Πλατιά σανίδα ή σανίδες ενωμένες.
Ταυλάτσο (το): Σανίδωμα.
Ταυλοκούνια (πάει): Κουνιέται.
Ταυλομαστέλα (η): Σανίδα για το πλύσιμο των ρούχων.
Ταφέτας η Σταφέτας (ο): Ταχυδρόμος.
Ταφόντου : Κατά διαόλου , για πνίξιμο (Ital. Fondo =βυθός).
Τέγκα (η): Το ψάρι Στείρα.
Τελατινα (η) Γυαλιστερό δέρμα (Ital. Tela-tina = μουσαμάς).
Τέλεια : Τελείως – εντελώς.
Τέλεια : Τελείως.
Τέλεια παραχώρηση (είσαι): Ανυπόφορος είσαι.
Τελέρι (το): Πλαίσιο για τοποθέτηση τζαμιού (Ven.Telèr,Ital. Telaio=Σκελετός)
Τελετάδος (ο): Ετοιμοθάνατος .
Τέμπα (η): Κοιλιά .
Τεμπίρω : Καταπραϊνω (Ital. Temperare).
Τέμπο (το): Ρυθμός( Ital. Tempo).
Τέμπολο (το): Λεπτό – Καμωμένο με λεπτομέρεια (Ital. Τemplo= Το τέμπλο της Εκκλησίας – και μεταφ. Ο Ναός της τέχνης).
Τενέλο (το): Τραπεζαρία .
Τενέντες (ο): Υπολοχαγος η Υποπλοίαρχος (Ital. Tenente). Όταν ο άνδρας Ρωτούσε τη γυναίκα του με ανακριτικό ύφος αυτή έλεγε Ειρωνικά «Ήρθε για λεζάμινα ο τενέντες» Δηλαδή ήρθε για Εξέταση ο υπολοχαγός (Εξέταση – Esami – Esaminante= Eξεταστής
Τεντάρω : Προσπαθώ πολύ.
Τέπει : Σουρώνει.
Τερακότα (η): Κεραμιδί χρώμα (Ital. Terracotta).
Τερερέ : Κρύο.
Τερεφός (ο): Ελαττωματικός , πλημμελής.
Τερίνα (η): Πήλινη πιατέλα (Ital. Terra=Γη).
Τερμινάρω : Περατώνω – Φέρω εις πέρας (Ital. Terminare).
Τέρμονας (ο): Οριακό σημείο , τέλος αγρού (αρχ. Τέρμων).
Τερτικό (το) : Κοφίνι φτιαγμένο από λυγαριές και Καλάμια , χρησίμευε και ως μονάδα Μέτρησης ( μάζεψε τέσσερα τερτίκα Ελιές )
Τερτσαδούρος (ο): Το σανίδωμα πάνω από εσωτερική σκάλα (Ital. Attrezzatura).
Τέρτσο (το): Τρίτο – Και ως μουσικός όρος , η Τρίτη .
Τέρτσο τήρο (με έφερε) : Με στρίμωξε (Ital. Terzo Tiro = Η τρίτη και καθοριστική βολή στους αγώνες σκοποβολής).
Τερτσοδούρος (ο): Το ξύλινο ταβάνι στην κορυφή μιας σκάλας.
Τέρτσος (ο): Τρίτος (Ital. Terzo).
Τέστα (η): Στάση (Ital. Testa = Και η στάση του κεφαλιού – Πόζα).
Τεστιέρα (η): Το Κεφαλάρι του κρεββατιού (Ital. Testa).
Τετάρτια (τα): Κομμάτια (Τέταρτα).
Τεταρτιάζομαι : Κομματιάζομαι (γίνομαι τέταρτα).
Τεταρτιάζω : Κομματιάζω (Χωρίζω σε τέταρτα).
Τετέρισμα (το): Θροή.
Τετράδη (η): Τετάρτη.
Τζά : Ήδη, Βέβαια (Ital. Gia).
Τζαλέτι (το): Τηγανίτα από καλαμποκάλευρο .
Τζαμάρα (η): Φλογέρα.
Τζαρδίνι (το): Κηπάριο (Ven. Zardin-giardin,Ital. Giardino).
Τζαρντίνος (ο): Κήπος με λουλούδια (Ital. Gardino).
Τζάρτζα η Σάλσα (η): Μάλλινη φούστα της παραδοσιακής γυναικείας στολής.
Τζία (η): Θεία (Ital. Zia).
Τζίνι (το): παιχνίδι,σκέρτσο,νάζι.
Τζίνια (τα): Παιδική φασαρία (Ital. Ghigno=Καγχασμός).
Τζίντζαλα (τα) Κομμάτια.
Τζίντζια (τα): Κολιέ για τη βασκανία (Ital. Cinghia=Λουράκι ).
Τζιντζίλο (το): Στραμπούληγμα (Ital. Gingillo =Μεταφ. Συστρέφω, περιστρέφω).
Τζίντζολα (η): Το ψάρι Γίλος.
Τζίντζολα (η): Τζίτζυφο (Ital. Zizzola).
Τζιογάτουλο (το): Υποχείριο ,παιχνίδι, ψεύτικο(Ital. Giocattolo).
Τζιόγος (ο): Χαρτοπαιξία (Ital. Gioco).
Τζίρος (ο): Εμπορική δραστηριότητα (Ital. Girare).
Τζίτζιρας (ο): Τζιτζίκι.
Τζιτζιφιόνγκος (ο): Φαντασμένος.
Τζόβενο (το): Χαμίνι.
Τζογάρω : Παίζω τυχερά παιχνίδια.
Τζογάτουλο (το): Κάποιος που τον περιπαίζουν (Ιταλ. Giocattolo= Παιδικό παιχνίδι.
Τζογιά (η): Παρτίδα.
Τζόγια (η): Χαρά (Ital. Gioia).
Τζόγος (ο): Τυχερό παιχνίδι.
Τζορνάδα (η): Εφημερίδα – « τόβαλε στη τζορνάδα» (Ital. Giornale).
Τζουκαριέρα (η): Ζαχαριέρα (Ital. Zuccheriera).
Τζουρνάδα (η): Μεροκάματο. (Ιταλ. Giornata).
Τζουστάρω : Παραβάλλω (Ital. Giustare).
Τζούστο (το): Ακριβώς.
Τζώρα (έγινε ) : Μέθυσε.
Τηγανίτα (η): Λουκουμάς .
Τηγανόψωμο (το): Τηγανισμένο ζυμάρι .
Τήρο (το): Αλαζονεία (Ital. Tiro : Κατά μία έννοια η Κάκή και ανέντιμη Πράξη.
Τιγανίτες (οι): Λουκουμάδες.
Τίνα (η): Μεγάλο ξύλινο βαρέλι λαδιού (Ital. Tino =Κάδος για πάτημα σταφυλιών).
Τινέλο (το): Τραπεζαρία (Ital. Tinello).
Τιόρι : Ορίστε – Τι ορίζετε.
Τίρο (το) : Κόρδωμα,περηφάνεια.
Τίρο (το): Ύφος ,φόρα, απόσταση βολής (Ital. Tiro = Ρουφιξιά τσιγάρου, τράβηγμα, βολή).
Τισταδόρος (ο): Διαθέτης (Ital. Testatore).
Τίτολο (το): Τίτλος, αξίωμα (Ital. Titolo).
Τίτολος (ο): Τιτλούχος επίτροπος (Ital. Titolare).
Τίτουλο (το): Τίτλος (Ital. Titolo).
Τοβάλια (η): Τραπεζομάντιλο (Ital. Tovaglia).
Τοβέρσα (η): Ρόμπα.
Τογανιαρέοι (οι): Τελωνειακοί (Ital. Doganiere).
Τόκα (η): Νηνεμία .
Τοκάδος (ο): Τρελούτσικος «πειραγμένος» (Ital. Toccato).
Τοκάδος (ο): Καταπονημένος, εξουθενωμένος (Ital. Toccato=Πειραγμένος).
Τοκάρω : Χτυπώ, εξουθενώνω (Ital. Toccare).
Τόκος (ο): Άγγιγμα (Ital. Tocco=άγγιγμα).
Τόμου : Μόλις , Αφού.
Τόμπα (η): Μαρμάρινο μνημείο (Ital. Tomba=Τάφος).
Τόμπολα (η): Κλήρωση λαχείων (Ital. Tombola).
Τόντο (το): Σφαιρικό (Ital. Tondo).
Τορκί η τορκός (το): Σιδερένια στεφάνη για βαρέλια η για τροχούς κάρου(Ital. Torco = στρίβω, συστρέφω).
Τόρκολο (το): Ξύλινο στρογγυλό πιεστήριο για σταφύλια (Ital. Torcoliere= χειριστής παλαιού πιεστηρίου ).
Τορκός (ο): Το σιδερένιο τσέρκι από τον τροχό του κάρου.
Τορκός (ο): Μισοστρόγγυλο μαξιλαράκι για το πλέξιμο των μαλλιών των γυναικών.(βλ. Τορκί).
Τορναλέτο (το): Διαφανής κουρτίνα κρεβατιού για τα κουνούπια (Ital. Torno-letto).
Τορνέσια (τα): Βενετσιάνικα χάλκινα κέρματα .
Τορνέτο (το): Σιδερένιο εξάρτημα για το σχοινί των ζώων που μπορούσε να περιστρέφεται για να μην μπερδεύεται το σχοινί (Ital. Tornetto= περιστρεφόμενο).
Τόρτσα (η): Μεγάλη λαμπάδα για τις λιτανείες στριφτή (Ital. Torcetto= Βάση λαμπάδας με στριμμένα κεριά).
Τορτσόνια η Τόρτσες (τα): Οι μεγάλες λαμπάδες που συνοδεύουν την εικόνα στην Λιτανεία.
Τότενες : Τότε.
Τοτόρος (ο): Γιατρός (Ιταλ. Dottore).
Τότος (ο): Χαϊδευτικό του Θεόδωρος.
Τότσο : Λίγο. (Ital. Tozzo – Per un tozzo di pane ).
Του λόγου σου : Εσύ. (Μάλλον απρεπώς).
Τουβάγια (η): Τραπεζομάντιλο (Ital. Tovaglia).
Τουβαέλι (το): Το τραπεζομάντιλο.
Τουγάνα (η): Τελωνείο (Ital. Dogane).
Τούγιο (Με άλλο): Με άλλη δόση.
Τουλουπώσου : τυλίξου.
Τούμπα (μούρθε). Τάση για εμετό.
Τούμπος (ο): 1.Σωλήνας 2. Το σωληνοειδές γυαλί της λάμπας πετρελαίου (Ital. Tubo).
Τούρη (η): Πύργος (Ital. Torre).
Τουρκί (το): Εργαλείο για το ψάρεμα της Αληθινής.
Τουρκί (το): Σιδερένιο τσέρκι (Ital. Torcere).
Τουρλίδα (η): Αρπακτικό πουλί .
Τουρνελέτο (το): Παραβάν γύρω από κρεβάτι (Ital. Attorno al letto).
Τούτο ούνο (έχουνε το ): Κοινή άποψη (Ital. Tutto uno).
Τότσο η Τούτσιο : Πολύ μικρό (Ital. Tozzo).
Τούφος (ο): Πορώδης βράχος ,Ψαμμίτης (Ital. Tufo).
Τραβαγιέρης (ο): Εργολάβος , προσωπάρχης (Ital. Travaglio = Ταλαιπωρία, κόπος).
Τραβάγιο (το): Μεροκάματο σε κάποιο έργο (Ital. Travaglio =Βάσανο , κόπος ).
Τραβάγιο (το): Κόπωση, δοκιμασία (Ital. Travaglio).
Τραβενιέρω : Μεσολαβώ;;
Τραβεντζάρω : Μεταγγίζω (Ital. Ατravasare).
Τραβέντζο (το): Μετάγγιση (Ital. Travaso).
Τραβέρσα (η): Εγκάρσιο δοκάρι (Ital. Traversa).
Τράβο (το): Δοκάρι (Ven. Travo,Ital. Trave).
Τράβο (το): Ξύλινο δοκάρι σκεπής (Ital. Trave).
Τραγκέτο (το): Θαλάσσιο πέρασμα ανάμεσα σε δυο στεριές (Ital. Traghitto).
Τρακαζήκα (η): Σάκα κυνηγού.
Τράμιο (το): Ναυλωμένο φορτηγό.
Τραμπαλάδος (ο): Ασταθής, ταλαντευόμενος (Ital. Tramballare).
Τραμπούκι (το): Καταπακτή στο ταβάνι (Ven. Trabuchèto,Ital. Trabocchetto).
Τραμπούκο (το): Δωροδοκία (Ital. Traboccare= Ξεχειλίζω )
Τρανσανζιόν(η): Συμβιβασμός (Ital. Transazione).
Τράος (ο): Τράγος.
Τραπέτσι (το): Πολύ ξινό.
Τραπέτσι (το): Πολύ ξινό.
Τρατάδα (η): Εν αναμονή (βλ. Τράτο ).
Τραταμέντο (το): Κέρασμα (Ital. Trattamento).
Τραταντσιόνος (ο): Ανάπτυξη θέματος (Ital. Trattazzione).
Τρατάρω : Κερνάω .(βλ. Τραταμέντο).
Τράτο (το): Το διάστημα , η απόσταση , το περιθώριο (Ital. Tratto).
Τράφιγο (το): Εμπόριο (Ital. Traffico).
Τράφος (ο): Χαντάκι , ξεροπόταμος (αναγρ. Τάφρος).
Τραφούδι (το): Μικρό ποταμάκι.
Τράχηλας (ο): Το πέτρινο χείλος του πηγαδιού.
Τράχτα (η): Βρώμα.
Τρεανκαρέλα (η): Άγκιστρο με τρία αγκυρίδια για ειδικό ψάρεμα (Ital. Treancorella).
Τρέγο (το): Τετράγωνο πανί πλοιαρίου.
Τρέκουλα (η) Υπογραφή.
Τρέσα (η): Μακρόστενη διακοσμητική κορδέλα για τα φορέματα.
Τρεσάρω : Τροχίζω.
Τρεσέτε η τρισέτε (το): Είδος χαρτοπαίγνιου (Ital. Tressette).
Τρεχούμενη (η):Τρέλα (μπα που να σε φαει Τρεχούμενη ).
Τρήλιο (το): Παιχνίδι τράπουλας.
Τριάγκωνο (το): Τριγωνική λίμα (Ital. Triancolare).
Τριβέλι (το): Τρυπάνι ,αρίδα (Ital. Trivella).
Τριβελίζω : Ζαλίζω κάποιον (Ital. Trivellare=Τρυπανίζω).
Τρίβουλα (τα): Ψίχουλα.
Τρίβουλο (το): Τρίμμα.
Τρικάπνιστος (ο): Τρεχάτος.
Τρικό (το): Ζακέτα.
Τρικούκουδο (το): Πολύ άσχημο.
Τρίλιο (το) Παλιό παιχνίδι με χαρτιά .
Τριμόχολο(το) Ξαφνικός αέρας – Μικρός ανεμοστρόβιλος.
Τριμπόνι (το): Είδος παλιού τουφεκιού με χονδρή κάννη που έμοιαζε με τρομπόνι (Ital. Trobbone).
Τριοντάω : Μοσχοβολάω.
Τριποσάκι (το): Ξεραμένο χόρτο που βγαίνει πολύ δύσκολα από τα ρούχα.
Τρισέτε (το): Παιχνίδι τράπουλας..
Τρίτσα (η): Ψάθινο καπέλο (Ital. Trecia = πλεγμένο).
Τριτσάνα (η): Ανατριχίλα. (ital. Arricciare) . Βλ. Αναρίτσια.
Τριτσάνα (η): Τριήμερος πυρετός (Ital. Terza = Τρίτη).
Τριτσέλι (το): Παλιό ξύλινο κρεβάτι με καβαλέτα και τάβλες.
Τριτσέλια (τα): Τρίποδα για πρόχειρο πάγκο μαστόρου και για πρόχειρο και φτηνό κρεββάτι.
Τριτσέτο (το): Κοπίδα (Γεωργικό εργαλείο).
Τριχιά (η): Σχοινί από σκληρές τρίχες .
Τροβαδούρος (ο): Τραγουδιστής (Ital. Trovatore).
Τρογύρου : Τριγύρω.
Τρόκολο (το): Τμήμα παλαιού ελαιοτριβείου.
Τρομπόνι (το) : Χονδρό Τουφέκι Εμπροσθογιομή
Τρόνκο (το): Μεγάλο κομμάτι κορμού δένδρου (Ital. Tronco=Κορμός).
Τρούπα τσίβικα (η): Είδος πολιτοφυλακής επί ενετικής περιόδου που την επάνδρωναν πολίτες (Ital. Truppa Civica = Σώμα Πολιτών).
Τρουτσέτα (η): Μικρό κυρτό μαχαίρι για γεωργική χρήση.
Τροφαδούρος (ο): Λαίμαργος, φαγάς.
Τροχαλιά (η): Πέτρινο τοιχίο.
Τρόχαλος (ο): Ξερολιθιά (Αρχ. Τροχαλός).
Τροχήλι (το): Κυκλικό στηθαίο πηγαδιού .
Τρυποκάρυδος (ο) Πολύ μικρό πουλί γκρίζο ,πετάει από θάμνο σε θάμνο και λαλεί πρώτος το πρωί. ( καμία σχέση με τον γνωστό τρυποκάρυδο)
Τσαβάτα (η): Χοντροπάπουτσο (Ital. Ciabatta).
Τσαβάτες (οι): Παντόφλες.
Τσαγιέτα (η): Υποδοχή πάνω στην οποία κλείνει η σπανιολέτα του παραθύρου.
Τσαγκούλι (το) Δοχείο νυκτός.
Τσαγκούλι (το): Ουροδοχείο.
Τσάκνο (το): Ξυραφάκι .
Τσακούλι (το): Δοχείο νυκτός.
Τσακουράφα (η): Καρφοβελόνα.
Τσαλαπουρδάω : Τσιλιμπουρδίζω.
Τσαμπέλα (η): Ξερά σύκα περασμένα σε ένα χορταρένιο σχοινί
Τσαντίλα (η): Το πανί που σουρώνανε το τυρί.
Τσαντίλι (το): Λεπτό ύφασμα για το σούρωμα του τυριού.
Τσάντος (ο): Αλέξανδρος Χαϊδευτικό.
Τσαντσαμίνι (το): Γιασεμί (Ital. Gelsomino).
Τσαπαδόρος (ο): Εργάτης γής (Ital. Zappatore =Σκαφτιάς).
Τσάπια (η): Σχέδια.
Τσαπόνι (το): Μεγάλο τσαπί γεωργού (Ital. Zappone).
Τσαποστέλιαρο (το): Το στυλιάρι του τσαπιού.
Τσαπουρίδια (τα): Μικρά σταφύλια.
Τσαρδί (το): Κηπάριο (Ital. Giardino).
Τσάρκα παράκα : Περίπου σαν κιαυτό (Ital. Circa Pari = Περίπου όμοιο).
Τσαρκαδεύω : Ανασκαλίζω.
Τσαρμπέλο (το): Δικό σου.
Τσαρουχιά (η): Αγριολάχανο.
Τσάτσα (η): Θεία .
Τσάτσαρο (το): Χτένα.
Τσατσίκι (το): Αγριολάχανο.
Τσαφαράνα (η): Το φυτό Κρόκος .
Τσαφατίνος (ο): Αδέξιος τεχνίτης.
Τσάχαλο (το): Σκουπίδι.
Τσεδέρω : Παραχωρώ – Εκχωρώ (Ital. Cedere).
Τσεδούλα (η): Σημείωμα.;
Τσεκίνι (το): Ενέτικο χρυσό νόμισμα αξίας 22 Ενέτικων Lire κατά τα τελευταία χρόνια την Ενέτικης Δημοκρατίας.
Τσεκλιά (η): Δρασκελιά.
Τσεκλιά (τα): Πόδια.
Τσέλεβος (ο): Άσχημη μυρωδιά.
Τσελέστε (το): Γαλάζιο (Ital. Celeste).
Τσελουδιά (η): Γυναικωνίτης εκκλησιάς (Ital. Gelosia = Γρίλια- περσίδα).
Τσέντο Νιέντο(στο): Στο μεταίχμιο (Ital. Cento Niente = Εκατόν τίποτα).
Τσεντούρι (το): Ζώνη . (Ital. Cintura ).Επίσης στα χωριά του Γύρου έτσι έλεγαν και το παλιόρουχο.
Τσεντούρι (το): Παλιόρουχο.
Τσεντούρια (τα) Κουρέλια.
Τσέουλο (το): Βάση επίπλου.
Τσεπιόμπο : Ωραίο.
Τσεράδα (η): Το αδιάβροχο (Ital. Cera : Μεταφ. Ο λεπτός , ο ντελικάτος).
Τσερασπανιά (η): Βουλοκέρι για σφραγίδες (Ital. Cera – Espania =Ισπανικό κερί ).
Τσερβέλο (το): Μυαλό (Ital. Cervello).
Τσερβέλο (το): Μυαλό (Ital. Cervelo).
Τσεργούλι (το): Κουρέλι.
Τσεργούλια (τα): Παλιόπανα.
Τσερίνι (το): Κεράκι , φυτίλι καντηλιού (Ital. Cerino).
Τσέρκι (το): Σιδερένιος κρίκος για στερέωση ( Ital. Cerchio).
Τσερμπάλι (το): Μάλλινο σεντόνι.
Τσερμπάλι (το): Μεγάλος μπόγος .
Τσεροπούλι (το): Ένα μικρό πουλάκι.
Τσέρος (ο): Ωχρός (Ital. Cero =Κερί).
Τσέρουλα (η): Είδος ψαριού ;;;;.
Τσερούνι (το): Το χερούλι του κουπιού.
Τσέρτο : Βεβαίως (Ital. Certo).
Τσέρτσολο (το): Κατακάθι – Απόβλητο (ως βρισιά ).
Τσέτα (η): Συμμορία ( η λέξη μάλλον ήρθε στην Κέρκυρα από τους στρατιώτες που πολέμησαν στην μικρασιατική εκστρατεία η από τους προσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής . Τσέτες ονομάζονταν οι ομάδες των ατάκτων τούρκων και έγιναν γνωστοί για τις αγριότητές τους.
Τσετάρω : Δωρίζω (Ital. Lecchettare=Δωροδοκώ).
Τσέτο (το): Δώρο (Ital. Lecchetto=Δωροδόκημα).
Τσέτο (το): Δώρο, προσφορά (Ital. Getto = αποζημίωση).
Τσέφο (το): Υπεροπτικό ύφος;;;;
Τσέφυλια (τα): Φλούδια.
Τσίβιλι (το) : Γραφειοκρατία , άνθρωπος της εξουσίας (Ital. Civile=αστός).
Τσιγαριόλι (το): Αγριόχορτα τσιγαρισμένα , πικάντικα και βρασμένα με ντομάτα.
Τσιγκρί (το): Πειραχτήρι.
Τσιγκρίζω : Πειράζω, ενοχλώ.
Τσίγκρωσα : Πάγωσαν τα δάκτυλά μου από το κρύο.
Τσιγλί (το): Το πειραχτήρι
Τσικαντάς η Ροϊ (ο): Δοχείο λαδιού.
Τσικαντί (το): Ντυμένος στην εντέλεια ( Chic = Κομψότης).
Τσίκι (στο): Ακριβώς (Chik βλ. τσικαντί).
Τσιλιμπούρδισμα (το): Ερωτική αταξία.
Τσιλιχούρδι (το): Σούπα με εντόσθια και ποδαράκια αρνιού .
Τσίμα Πίλα . ¨Ακρη-άκρη. (Ιταλ. Cima- Ακρη Και pila δοχείο η στήλη (προφανώς η έκφραση αυτή αφορά το οριακό γέμισμα του δοχείου ).
Τσίμα (η): Άκρη, χείλος, κορυφή (Ital. Cima).
Τσιμάρω : Κλαδεύω τις κορυφές των δένδρων η τις άκρες των μαλλιών.
Τσιμπίμπο (το): Η σταφίδα σουλτανίνα (Ital. Zibibbo).
Τσιμπούνι (το): Κοντομάνικο γιλέκο της παραδοσιακής γυναικείας στολής.
Τσιμπράγκαλα (τα): Οικοσκευή ,τα πράγματα μου.
Τσινάει : Κλωτσάει.
Τσινάρι (το) Τσούφα από καπνόφυλλα.
Τσίνκλα (η): Λουρί γαιδάρου.
Τσιντιλόμα (η): Λεπτεπίλεπτη, ψηλομύτα (Ital.Genti donna).
Τσιντίλω (η): Η πολύ λεπτή γυναίκα .
Τσιντίμετρο (το): Σταγονόμετρο (Ital. Centimetri).
Τσιντό (το) Μικρό η κοντό ???
Τσίντο (το): Ζωνάρι μέσης (Ital. Cinto).
Τσίντσαλο η Βίσαλο (το): Κομματάκι σπασμενου πιάτου η κεραμικού.
Τσιούκουσου : Ενεφανίσθη.
Τσιπούνι (το): Γυναικείο ένδυμα γύρω από τη μέση που δένοταν με κορδόνια.
Τσιριτζάντζουλες (οι): Περιπλεγμένα και ανούσια λόγια.
Τσίρκα : Περίπου (Ital. Circa).
Τσίρκολο (το): Συμμορία , ομάδα, καραβάνι (Ital. Circolo = Κύκλος).
Τσιρλιό (το): Ευκοιλιότητα.
Τσιστέρνα (η): Στέρνα , δεξαμενή νερού (Ital. Cisterna).
Τσίτα : Φουσκωμένος.
Τσιταντέλα (η): Ακρόπολη (Ital. Cittadella).
Τσίτισα : Τρύπησα κάτι με αιχμηρό μαχαίρι.
Τσιτισιά (η): Τσίμπιμα , καρφωμα , μαχαιριά.
Τσίτο : Μάλωμα γάτας (Ital. Zitto = Σιωπή!!).
Τσιτσιμπύρα (η): Ένα τοπικό αναψυκτικό που ήλθε στην Κέρκυρα επί Αγγλοκρατίας και έχει ως βάση την ρίζα του φυτού Τζίντζερ.
Τσίτσιρας (ο): Το τζιτζίκι.
Τσιφίζει : Δροσίζει.
Τσόγκα (η): Πλοίο με ψαθωτά πανιά.
Τσόκολο (το) Το κοτσάνι του καλαμποκιού.
Τσόκολο (το): Τελευταίος , Ουραγός.
Τσόκολο (το): Σοβατεπί (Ven. Zòkolo).
Τσόκος (ο): Ξύλινη η πήλινη βάση κατασκευής η ξύλινος τάκος (Ven.zòko).
Τσόλι (το): Σακί ελαιοτριβείου.
Τσολόχι (το) Κουρέλι, παλιόρουχο.
Τσόμπρα (η): Σιδερένιος λοστός για το άνοιγμα τρύπας στο χώμα.
Τσόντα (η): Προσθήκη (Ven. Zonta).
Τσόρτσο μι τσόρτσο : Παιδικό παιχνίδι με τα παπούτσια (Ital. Zoccoio = Ξυλοπάπουτσο).
Τσούκα (η) : Παρατυπία,Ζημιά,γκάφα.
Τσουκαλομούτρα (η): Πολύ μελαχρινή- υποτιμητικά.
Τσουκανάω : Χτυπάω.
Τσουκαρίνι (το): Ποικιλία μικρόσωμου πολύ γλυκού και ζουμερού αχλαδιού (Ital. Zucchero = Ζάχαρη).
Τσούκαρο (το): Ζάχαρη (Ital. Zucchero).
Τσουκνί (το ): Μάλλινο ύφασμα.
Τσούκνινο (το): Μάλλινο.
Τσούκος (ο): Βλάκας , ηλίθιος (Ital. Giucco).
Τσουλάυτης (ο): Αυτός που έχει πεταχτά αυτιά.
Τσουλοκώλι (το): Με προτεταμένα τα οπίσθια.
Τσουλομύτης (ο): Περήφανος με ανασηκωμένη τη μύτη.
Τσουλουκάνια (η): Γερακοειδές που πετάει ψηλά και λένε ότι όταν κράζει έρχεται κακοκαιρία
Τσουλωμένος (ο): Έτοιμος για καυγά.
Τσουλώνω : Θυμώνω , πεισματώνω.
Τσουμπλέκια (τα): Πράγματα.
Τσουντί (το): Προεξοχή.
Τσούπι (το): Οι δύο πλευρές του σπιτιού που σχηματίζουν το αέτωμα.
Τσουράπια (τα): Σχισμένα παλιόρουχα.
Τσουράπια (τα): Χονδρές κάλτσες.
Τσουράπω (η): Η ανυπόληπτη γυναίκα.
Τσουρδί (το): Η προκλητική γυναίκα.
Τσούτσα (η): Πιπίλα (Ital. Succhia).
Τσουτσούδι (το): Λεπτό κλαρί – ξυλαράκι.
Τσουτσούδια (τα): Ξυλαράκια για προσάναμα.
Τσουτσουμίδα (η): Μαντήλι κεφαλιού που φορούσαν οι αρραβωνιασμένες στολισμένο με λουλούδια.
Τσουτσούρι (το): Καταμεσήμερο.
Τσώπα : Σώπα.
Τσωφέλειας : Χρήσιμο , Αξίας.
Υ
Υπέργα (τα): Σύνορα.
Υπούντο : Ακριβώς (Ital. In Punto).
Υψώματα (τα): Μετα από γιορτή στο σπίτι του εορτάζοντα ο παπάς υψώνει το «ύψωμο» (σπερνά ) και κάνει τη σχετική ευχή.
Υψώματα (τα): Επισκέψεις
Φ.
Φαβορεβόλε : Ευνοϊκό (Ital. Favorevole).
Φάλα (η): Σχισμή, πληγή, κόψιμο (Ital. Falla).
Φαλάρω : Πλανώμαι (Ital. Fallare).
Φαλίδος (ο): Χρεοκοπημένος (Ital. Fallito).
Φαλιμέντο (το): Χρεοκοπία (Ital. Fallimento).
Φάλος (περ) : Κατά λάθος (Ital. Per Fallo).
Φάλτσα (η): Δρεπάνι (Ital. Falce).
Φαλτσαρχόντζα (η) Ψευτοαρχόντισσα.
Φάλτσος (ο): Ψεύτικος, πλαστος (Ital. Falso).
Φαλτσοτίνη (η): Ψεύτικο στολίδι.
Φαλωτό (το): Οτιδήποτε με χονδρό κοτσάνι (σαν φαλλός) .
Φαμόζος (ο): Διάσημος.(Ital. Famoso).
Φάμπρικα (η): Έχω μαστορέματα στο σπίτι(Ital. Fabbrica=Οικοδομικές Εργασίες).
Φαμπρικάρω : Χτίζω . (Ital. Fabbricare ).
Φανέστρα (η): Παράθυρο (Ital. Finestra).
Φαντζέτα (η): Ταινία με περίτεχνα σχέδια.
Φάνφα (η): Επίδειξη (Ital. Fanfara = Σάλπισμα).
Φαουλάρικα (τα): Φαγώσιμα .
Φάουσα (η): Γάγγραινα.
Φαραώνα (η): Φραγκόκοτα (Ital. Faraona).
Φάρι Τσίβιλι (το): Ο πολιτικός κόσμος και η ανώτερη δημοσιουπαλληλία. (Ιταλ. Fare Civile)..
Φαρμακούλι (το): Ένα βότανο.
Φαρμανάω : Παίζω .
Φαρμάνια (τα): Παιχνιδίσματα.
Φαρομανάω η Φαρμανάω : Παίζω η μαλακίζομαι .
Φάσα (η): Λωρίδα υφάσματος (Ital. Fascia).
Φάσα (η): Διακοσμητική ταινία κατασκευής (Ital. Fascia).
Φασίνες (οι): Προσανάματα.
Φασκιές (η): Λωρίδες υφάσματος με τις οποίες τύλιγαν σφιχτά τα νεογέννητα για να ισιώσουν τα κόκαλα τους (βλ. Φάσα ).
Φαστίδιο (το): Δύσπνοια (Ital. Fastidio =Σκοτούρα, ναυτία, αηδία).
Φατέρνα (η): Υπόκοσμος.
Φατούρα (η): Εργασία με πληρωμή στο τέλος του έργου (Ital. Fattura = κατασκευή).
Φατσάδα (η): Η πρόσοψη (Ital. Facciata).
Φατσάδα (η): Πρόσοψη (Ital. Facciata).
Φατσιέτο (το): Μορφασμός , Κάμωμα (Ital. Facceta).
Φάωμα : Το σίδερο του χαλιναριού που Έμπαινε στο στόμα του αλόγου
Φέδε κομέσο (το): Απολαβή τόκου από κεφάλαιο (Ital. Fede commesso = Πίστη - υπάλληλος ).
Φελάει (δεν): Δεν είναι αξίας , Δεν αξίζει σαν Άνθρωπος.
Φελάει (δεν): Ωφελεί, αξίζει, δεν είναι ωραίο.
Φέλεθρο (το): Έγγραφη πράξη (Παληκαριάτικο).
Φελί (το): Κομμάτι.
Φελούκα (η): Τρομερή.
Φελούκα (η): Είδος βάρκας (Ital. Feluca).
Φελτζάδα (η): Είδος μάλλινης κουβέρτας (Ital. Felzata).
Φελτζάρω : Καταχωρώ;;;;
Φέμινο (το): Θηλυκό (Ital. Femino).
Φέρμα (η): Σύλληψη , Κλείσιμο (Ital. Fermare και Μπούκα φέρμα Τραγουδώντας με κλειστό στόμα την μελωδία (Bocca Ferma).
Φερμάρω : Υπογράφω , Οριστικοποιώ (Ital. Firmare).
Φέρμο (το): Σταθερό-Ντούρο-Ακίνητο. (Ιταλ. Fermo ).
Φέρσες (οι): Κομμάτια.
Φερτζάδα (η): Χονδρή μαλλινη κουβέρτα (Ital. Felzata).
Φεστάρω η Ριφεστάρω : Ασκώ βία , Εκτοξεύω κάτι (Ital. Riffa – Riffestare).
Φέστες (οι): Γιορτές (Ital. Festa).
Φεστίνι (το): Γιορτούλα , χοροεσπερίδα (Ital. Festa).
Φιάκα (η): Κόπωση (Ital. Fiacca).
Φιάκα : Οπίσθια;;;;;
Φιάνκο (το): Πλευρό (Ital. Fianco).
Φιάο (το): Ανάσα (Ital. Fiato).
Φιάσκο;; (το): Πλάι (Ital. Fianco).
Φιάω : Φρέσκο αεράκι;;;
Φιδόντεμα (το): Το δέρμα του φιδιού όταν το αλλάζει.
Φιέρα (η): Εμποροπανήγυρις (Ital. Fiera).
Φιέρες (οι): Διακοπές (Ital. Fiera = Πανυγύρι ).
Φικαρόνι (το): Δακτυλίδι με πέτρα (Ital. Ficcare = Μπήγω).
Φιλάνια (η): Κεντρικό δοκάρι στο οποίο ακουμπούν τα εγκάρσια στη σειρά (Ital. Fila =Σειρά).
Φιλέτα (η): Ανδρικό χτένισμα (Ital. Filetto = Ροή ).
Φιλιστόκα (η): Έγγραφο μεγάλου μεγέθους – πιθανώς για τοιχοκόλληση.
Φιλιτσέτα (η): Ράβω γρήγορα και πρόχειρα (Ital. Filo = Κλωστή).
Φίλτρο (το): Συνδεδεμένα στη σειρά;;;
Φίλτσιο η Φίλτσα (το): Έγγραφα συναφή για κάποιο θέμα –σαν φάκελος –που φυλάγονταν στα αρχεία της Βενετίας.
Φινίδος (ο): Τελειωμένος (Ital. Finito).
Φινίρω : Ολοκληρώνω (Ital. Finire).
Φινίρω : Τελειώνω (Ital. Finire).
Φίνος (ο): Λεπτός Τέλειος (Ital. Fino).
Φίντα (η): Ξύλινη κινητή προσθήκη πόρτας η παραθύρου κυρίως σε ισόγεια (Ital. Finta =Ψεύτικη).
Φιντζερίνι (το): Πολύ μικρό γκρι πουλάκι
Φιντινέλι (το): Λεπτό ύφασμα.
Φίντο (το): Κέντημα (Ital. Finto = ψεύτικο).
Φιοράδος (ο): Λουλουδάτος (Ital. Fiore).
Φιορεντέινος (ο): Φλωρεντίνος (Ital. Fiorentino).
Φιορέντζα (η): Λεπτό μεταξωτό ύφασμα.(Ital. Fiorenza).
Φιορεντίνα (η): Λάμπα πετρελαίου – λαδιού (Ital. Fiorentina).
Φιόρι (το): Λουλούδι (Ital. Fiore).
Φιόρι (το): Διακοσμητικό σκαλιστό σε ξύλινες κατασκευές (Ital. Fiore).
Φιόρια (τα ): Λουλούδια.
Φιρφιρίκι (το): Λεπτό ύφασμα.
Φισούνι (το): Δυνατός αέρας.
Φίτα λαμπάντα : Έκφραση που σημαίνει : « Τελείωσαν όλα». Μάλλον Προέρχεται από το Finito Lampanta = Τελείωσε το καντήλι.
Φίτσιο (το): Θέση στην ιεραρχία (Ital. Ufficio).
Φλάμπουρο (το): Μεγάλο λάβαρο της εκκλησίας.
Φλάουνα (η): Ζυμωτό πλακέ ψωμί –σαν Λαγάνα- που έφτιαχναν την Καθαρή Δευτέρα στην Λευκίμμη.
Φλάουνα (η): Αλευρόπιτα (Αγγλ. Flayr).
Φλάρης (ο): Καθολικός παπάς;;;
Φλάσκα (η): Κολοκύθα άδεια που χρησίμευε για δοχείο.
Φλέρονας (ο): Κίτρινο πουλί του καλοκαιριού που τρώει σύκα.
Φλεσκούνι (το): Άγριο φυτό-βότανο.
Φλεστρί (το): Άχυρο .
Φλέστρο (το): Άχυρο κούφιο σαν καλαμάκι-το χρησιμοποιούσαν και σαν τι
Φλέτζα (η): Φλούδα (Ital. Flangia). Ίσως και η φλάντζα της μηχανής;;;;
Φλιάσμα (το): Κλωνάρι για μπόλιασμα δένδρου.Κεντρωμάδες (οι): Μπολιασμένες άγριες ελιές.
Φλιάσμα (το): Κλαδί για Μπόλιασμα δένδρου.
Φλίκουνο η Φλίκουρο (το): Φλούδι από καλαμπόκι . Μεταφ. Κάτι πολύ ελαφρύ.
Φλιμένο (το): Το κακόμοιρο.
Φλοέτα (η) : Βιολέτα.
Φλορέντζα (η): Γρίπη (Ital. Influenza).
Φλουσκουνόρακι (η): Το λικέρ Μέντας.
Φλούτακας (ο): Φουσκάλα δέρματος .
Φλωρέντζα (η): Γρίπη.(Ιταλ. Influenza).
Φογάτσα (η): Είδος τσουρεκιού (Ital. Focaccia =Είδος πίτας – μπουγάτσας).
Φογάτσα (η): Είδος τσουρεκιού (Ital. Focaccia = Είδος μπουγάτσας).
Φογιέτα (η): Λωρίδες ξύλου γύρω από τους ταμπλάδες της πόρτας (Ven. Fogièta=Μικρό φύλο).
Φοδράδο (το): Ξύλο εσωτερικά επενδυμένο με καπλαμά (Ven. Fodrà).
Φόκο (το): Φωτιά (Ital. Fuoco).
Φόκο σαν αντώνιο (το): Έρπις ζωστήρας ( Ital. Fuoco di San Antonio = Σαν τη φωτιά που έκαψε τον Άγιο Αντώνιο).
Φόλκα (τα): Τα εσωτερικά πλαινά του καικιού.
Φονταμέντο (το): Βάση , Θεμέλιο (Ital. Fontamento).
Φόντε (το): Το έδαφος ;;;
Φόρα Κολόμπα (ταπήρε): Τα πήρε παραμάζωμα.
Φορναμέντο (το): Αξεσουάρ (Ital. Fornimento = Εξοπλισμός).
Φόρσε : Ίσως (Ital. Forse).
Φόρσι : Μήπως ( και γίνει κάτι ). (Ιtal. Forse).
Φόρτικας (ο): Γάϊδαρος.
Φορτικό (το): Γαιδούρι.
Φόρτσα (η): Δύναμη .(Ital. Forza).
Φόρτσα δυνατούρα : Πάσει Δυνάμει.
Φορτσάτος (ο): Βιαστικός και αποφασισμένος έρχεται.
Φορτύκι (το): Γάιδαρος.
Φόρτωμα (το): Γαίδαρος.
Φόσα (η): Τάφρος (Ital. Fossa).
Φουγάρος (ο): Καμινάδα.
Φουγιάζω : Φωνάζω.
Φούγιες (οι): Εξάψεις .
Φουγίνα (η): Γείσο επίπλου.
Φούγος (ο): Καπνοδόχος (Ven. Fogo=Φωτιά).
Φουλτάγια (η): Ομελέτα
Φουλτακίδα η φλουτακίδα (η):Φουσκάλα.
Φουμάδα (η): Έξαψη (Ital. Fumata = κάπνισμα).
Φουμάδες (οι): Εξάψεις
Φουμάρω : Καπνίζω (Ital. Fumare).
Φουμέντο (το): Θεραπεία με εισπνοή ατμών.
Φούμο (το): Καπνός (Ital. Fumo).
Φούμπια (η): 1. Μεταλλική υποδοχή στήριξης των παντζουριών σαν θηλιά που στερεώνονταν στις λίθινες παραστάδες με λειωμένο μολύβι πριν βέβαια τοποθετηθούν οι πλαινές πέτρες . 2. Αγκράφα ζώνης παντελονιού.(Ven. Fiuba).
Φουνταδόρος (ο): Ξύλινο υποστύλωμα (Ven. Fondaòr).
Φουντάκι (το): Κατακάθι του καφέ (Ital. Fondo = βυθός).
Φούντι (το): Πυθμένας ( βλ. άνω ).
Φουντροκόντι (το): Μεγάλο ξύλο .
Φούντωμα (το): Υπόβαθρο σκεπής (Ital. Fondo =υπόβαθρο).
Φουρέντες (ο): Παθιασμένος (Ital. Furente = μαινόμενος).
Φούρια (η): Γρήγορα (Ital. Furia = Ορμή ,Οργή , Φρενίτιδα).
Φουριόζος (ο): Βιαστικός .
Φούρκα (η): Κρεμάλα .
Φουρκάτα (η): Διχάλα (Ital. Forca).
Φουρκατέλα (η): Φουρκέτα για τα μαλιά.(Ital. Forcattella).
Φουρκί (το): Διχάλα.
Φουρλαμέντο (το): Εργαλείο σαγματοποιού .
Φουρλοροκετίδι (το): Στριφογύρισμα ροκέτου στο χορό (Ital. Frullio =στριφογύρισμα).
Φουρμαλιτά(η): Ύπνος.;;
Φούρνελας (ο): Αγριολάχανο.
Φουρνέλο (το): Φούρνος Ital. Fornello).
Φουρνίδος (ο): Πλήρης (Ital. Fornito =προμηθευτής).
Φουρνόκολη (η): Περιπαιχτικά ή χονδρή.
Φουρνοκόντη (το): Εργαλείο του φούρνου
Φουρνοκόντι (το): Κοντάρι με πανί στην άκρη για το καθάρισμα του φούρνου.
Φουρούσι (το): . Λίθινη η μεταλλική η ξύλινη προεξοχή σε τοίχο που υποστήριζε κάτι άλλο .
Φουρτουνάτος (ο): Τυχερός (Ital. Fortuna).
Φούρφουρα : Προσανάματα.
Φούρφουρο (το): Ελαφρύ.
Φουσάτο (το): Στράτευμα (Latin. Fossatum = Στρατόπεδο).
Φούστουλα (η): Φουσκάλα.
Φραγκιάτο (το): Πέτρινο Οχύρωμα .
Φραζέτες (οι): Δαντέλες , Κρόσια.(βλ. Φραντζέτα).
Φρακατσάνας (ο): Μία ράτσα σύκου.
Φρακατσάνος (ο): Ράτσα σύκου.
Φρανκάρομαι : Εκπλήσσομαι (Ital. Francare= απολύωμαι, απαλλάσωμαι).
Φραντζέτα (η): Τα μαλλιά που πέφτουν στο μέτωπο (Ital. Frangia).
Φρεγκιάτα (η): Σκέπαστρο
Φρεγκιάτα (η): Σκέπαστρο.
Φρεζάρω : Στρώνω.
Φρεζάρω : Κόβω .
Φρέζο (το): Ουλή.(Ital. Fresa).;;;
Φρεζόνια (τα): Εξαρτήματα σαμάρας για την μεταφορά χόρτου.
Φρεσκαμέντο (το): Δροσιστικό , Αναψυκτικό.(Ital. Frescamente).
Φρεσκέζα (η): Δροσιά (Ital. Frescezza).
Φρεσκέρα (η) : Ντουλάπι με προστατευτικό δίχτυ για να διατηρηθούν δροσερά τα τρόφιμα
Φρεσκέρα (η): Μάλλον ο δίσκος σερβιρίσματος.;;
Φρέσκο (το): Δροσιά. (Ital. Fresco).
Φριγάδα (η): Φρεγάτα.
Φρίντζι (το): Κλύσμα ;;;;;
Φρόκαλα (τα): Σκουπίδια .
Φροκάλι (το): Σκούπα .
Φροκαλίζω , Φροκαλώ : Σκουπίζω . ( Κατά μία εκδοχή προέρχεται από το αρχαιοελληνικό Καλλωπίζω- Φιλοκαλώ).
Φρόλο (το): Σαθρό-μπόσικο.Δεν μπορώ : Είμαι άρρωστος.
Φρόντε (το): Το κούτελο ( Ιταλ. Fronte).
Φροντίνι (το): Ο γείσος του πηλικίου (Ital. Fronte).
Φρουμάρει : Ρουθουνίζει .
Φρουστάδα (η): Πόρνη (Ital. Frustata = μαστιγωμένη).
Φρουταλιό (το) : Το μανάβικο.
Φρουταριόλος (ο): Μανάβης (Ital. Fruttaiolo).
Φρούτο (το): Εισόδημα ( Ital. Fruttare = Αποδίδω , Αποφέρω – επι κέρδους , τόκου κλπ.).
Φροχείλι (το): Το στηθαίο του πηγαδιού .
Φρυάς (το): Το άκρο από όπου βγαίνει με πίεση το νερό και χτυπάει τη φτερωτή του νερόμυλου (Μάλλον προέρχεται από το Αρχαιοελληνικό Φρέαρ).
Φρυγμένο (το): Ξερό .
Φταρσιό (το): Φτάρνισμα.
Φτενός (ο): Λεπτός σε πάχος.
Φτού και να τσου νάειναι : Ευχή για να φύγει το κακό.
Φυλλολόη (το): Κίτρινο μικρό πουλί που πηγαίνει στις καρυδιές.
Φυλλοφάνεστρο (το): Παντζούρι.
Φυτήλι (στο): Ακαριαία.
Φυτήλια (τα): Κομμάτια.
Φώλι , Άποφώλι , Αυγοφόλι : Πέτρα σε σχήμα αυγού που έβαζαν στη φωλιά της κότας για να την ξεγελάσουν και να γεννήσει εκεί .
Φωτερά (τα): Φώτα.
Φωτερό (το): Φανάρι.
Φώτουλο (το): Ασφόδελος.
Χ
Χαβαλές (μούγινε) : Μου έγινε βάρος .
Χαβάνι (το): Ψιλοκομμένος καπνός.
Χαβρικό (το): Σιδηρουργείο.
Χάβρος (ο): Σιδηρουργός.(Ital. Fabbro);;
Χαβώθηκα : Λαγοκοιμήθηκα.
Χαζίρι (το): Τα έχεις όλα έτοιμα.
Χαιδόκωλος (ο): Είδος σύκου .
Χαιδονιά (η): Χαιδεμένη.
Χάϊντε : Πήγαινε.
Χαλατζής (ο): Γανωματής (Καλατζής).
Χαλεύω : Ψάχνω- ζητάω.
Χαλεύω Ψάχνω.
Χαλεύω : Ψάχνω.
Χαλιβάνι (το): Κόπάδι πουλιών.
Χαλικοτσούκι (το): Χάλκινο μικρό καζάνι
Χαλικοτσούκια (τα): Τα χάλκινα σκεύη της κουζίνας.
Χαμοκίχλι (το): Ράτσα μικρόσωμης τσίχλας.(βλ. Κίχλα).
Χαμόκουτος (ο): Αγαθιάρης – Καλοκάγαθος.
Χάμουρας (ο): Τυφλοπόντικας.
Χαμπαρίμ τσουνίμ:Δεν καταλαβαίνω –Δεν δίνω σημασία.;
Χαμπλά : Χαμηλά.
Χαμπλοφτεριασμένη (η): Καταβεβλημένη.
Χαμώι (το): Ισόγειο.
Χαντάκομα (το): Χαλασιά.
Χαντακωμός (ο): Κατεστραμμένος .
Χαντακώνω : Καταστρέφω .
Χαραμαντάνα (η): Μεγαλόσωμη και κακοσουλούπωτη Γυναίκα.
Χαραμέρι (το): Χαράματα.
Χαραμήδες (οι): Ληστές.
Χαραμός (ο): Βαθειά τρύπα στο βουνό.
Χαραμπόρι (το): Διάπλατα ανοιχτό.
Χαρές (οι): Οι γάμοι και γενικά τα ευχαριστα γεγονότα μιας οικογένειας.
Χάρμουρας (ο): Τυφλοπόντικας.
Χαροκόπος (ο): Γλεντζές.
Χαρτουλίνα (η): Χαρτοσακούλα.
Χαρχαλιάζω : Δοκιμάζω.
Χασκούρα (η): Χασμουρητό.
Χαχόλος (ο): Κακοπροαίρετος – Φασαριόζος.
Χειλιδρόνα (η): Εξάρτημα του νερόμυλου-Σανίδα σε ρόλο δονητή.
Χειμωνικό (το): Καρπούζι.
Χειρόκτια (τα) : Γάντια..
Χελόνια (η): Αρρώστια του λαιμού.
Χελώνα (η): Διακοσμητική καρφίτσα
Χερικό (το): Σεφτές.
Χερκωλιά (η): Χαστούκι στα πισινά.
Χεροστόμι (το): Άνοιγμα δεξαμενής η πηγαδιού.
Χηρολάμπα (η) : Μεγάλη αράχνη.
Χιλινδρονιά (η): Αγράμπελη (άγριο αναριχητικό φυτό).
Χιμονικό (το): Καρπούζι.
Χίστος (ο):
Χλαλοή (η): Θόρυβος από ομιλίες.
Χλόμπαρης (ο): Ζαβολιάρης.
Χλούμπα : Το λυκόφως η το λυκαυγές.
Χοιροσφαές (οι): Η χρονική περίοδος γύρω από τις αποκριές.
Χολεύομαι : Θυμώνω.
Χολεύτικα : νευρίασα.
Χονδρομούσελο (το): Είδος χονδρού υφάσματος.
Χουγιάζω : Φωνάζω.
Χουγιάζω : Φωνάζω.
Χουχουλίζομαι : Προσπαθώ να ζεσταθώ με το χνώτο μου.
Χουχουλιός η χοχλιός (ο): ¨ένα όστρακο (αρχ. Κοχλίας).
Χοχλιοί(οι): Σαλιγκάρια. ( χοχλιούς Μπουρμπουριστούς) ¨ένα τρόπος Μαγειρέματος των σαλιγκαριών στο τηγάνι. Η λέξη πρέπει να προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη Κοχλίας.
Χρειά (η): Ανάγκη.
Χρυσοκίμερο (το): διακοσμητική γυναικεία ζώνη.
Χρωστημιό (το): Οφειλή.
Χτενίτας (ο): Είδος μανιταριού.
Χτικιό (το): Φυματίωση και μτφ. μεγάλη στεναχώρια-ταλαιπωρία. « έβγαλα το χτικιό».
Χτικίτας (ο): Φυματικός.
Χτιστοσύνη (η): Το επάγγελμα του χτίστη.
Χύλιντρος (ο): Χονδρό φίδι σφικτύρας (Δενδρογαλιά).
Χωλεμένος (ο): Θυμωμένος.
Χωριατσέλι (το): Το «χωριατάκι» επιτιμητικά.
Χώσα (η): Απάνεμο μέρος.
Ψ
Ψαρολόγος (ο): Πλανόδιος πωλητής ψαριών.
Ψαροχέστρα όστρια (η): Νοτιάς (ονομάζεται έτσι επειδή δεν τσιμπάνε τότε τα ψάρια).
Ψηφί : Τάχει όλα στην εντέλεια.
Ψίδια (τα): Τα επάνω δερμάτινα μέρη του παπουτσιού πριν αυτά συναρμολογηθούν
Ψιλοτσάπι (το): Ίσια τσάπα πλατιά για το κόψιμο των χόρτων.
Ψίλωμα (το): Κλάδεμα των κορφών των δένδρων.
Ψίχες (οι): Κομμάτια.
Ψυλήθρα (η): Ερύθρά (Αρρώστια).
Ψύχρα (η): Συνάχι-κρύωμα.
Ψωμαπάτικο : Ο αγνώμων.
Ω
Ωγνίστρα (η): Η εστία του τζακιού.
Ώδε : Εδώ ( απ’ώδε = από εδώ).
Ωρούμασε : Ωρίμασε.
Ωστάρκας : Μέχρι τώρα , Ακόμη και ως τώρα.
Τ
Τ’αψήλου Κορώνα-Γράμματα, τυχερό παιχνίδι που παίζουν την Πρωτοχρονιά στον δρόμο.
Τα πάντα όλα : ΄Τα πάντα.
Τα’αψήλου : Κορώνα γράμματα.
Τα’φόντου : Χαμένο. (Ital. Fondo= βάθος)
Ταβέρσα (η): Ποδιά.
Ταβλάτσο (το): Εξέδρα ξύλινη (Ven. Tavolazzo).
Ταβλί (το): Τραπεζάκι ξύλινο.
Ταβλομαστέλα (η): Η τάβλα που έβαζαν λοξά στο μαστέλο για να πλύνουν τα ρούχα.
Ταβουλί (το): Τραπεζάκι (βλ. ταβουλομέσαλο).
Ταβουλί (το): Τραπεζάκι (Ven. Tavolin).
Ταβουλομέσαλο (το): Τραπεζομάντιλο (Ital. Tavola =Τραπέζι) .
Ταγαπιέρος (ο): «Πετράς» Μάστορας πέτρας , Λιθοξόος (Ven. Tagiàrpiero).
Τάγγι (το): Δοχείο για μεταφορά λαδιού (Μετάγγιση;;;;;).
Ταγιαδέλα (η): Τα λαζάνια (Ital. Tagliatella).
Ταγιαντίζω : Ανέχομαι μια άσχημη κατάσταση.
Ταγιάρω : Κόβω.
Τάγιο (το): Κόψιμο , κοπή (Ven. Tagio).
Τάκος (ο): Ξύλινη σφήνα (Ital. Tacco).
Τακουί η Τακουίνι (το): Πορτοφόλι .
Τάλε Κουάλε : Έκφραση που σημαίνει «το ίδιο πράγμα (Ital. Tale guale).
Ταλιαδούρος (ο): Σύρτης πόρτας που ανεβοκατεβαίνει μαχαιρωτά (Ital. Tagliatore).
Ταμπακαρθούνης (ο): αυτός που έχει μεγάλα ρουθούνια.
Ταμπάρο (το): Βαρύ παλτό (Ital. Tabarro = Μπέρτα – Χλένη).
Ταμπουρλής (ο): Τυμπανιστής (Ital. Tampuro).
Ταμπουρλονιάκαρα (τα): Όργανα ορχήστρας (νιάκαρη = αυλός).
Τανάγια (η): Τανάλια (Ven. Tanagia).
Τανκουί (το): Το πουγγί.
Τάντα (η): Αλεξάνδρα Χαϊδευτικό.
Ταπέτο (το): Χαλί (Ital. Tapetto).
Ταπέτου : Στα πεταχτά (Στοχεύοντας το πούλι στο κυνήγι).
Τάρα (η): Απόβαρο , κατακάθι (Ital. Tara).
Ταραγιάρω : Αφαιρώ το κατακάθι από το κρασί (βλ. Τάρα).
Τάραμα (το): Σύγκρυο.
Ταραντέλα Καριέρα (η): Ταχυδρομικό πλοιάριο (Ital. Tarantola Corriere).
Ταραντέλα (η): Είδος ψαρόβαρκας που χρησιμοποιεί ένα ειδικό δίχτυ (Ital. Tarantola : Η Αράχνη Ταραντούλα – Προφανώς αναφέρεται στο δίχτυ της αράχνης.
Ταρίφα (η): Απόδειξη (Ital. Tariffa).
Ταρτσέβερη (η): Σάλα.
Τάρδι η Τάρτυ: Αργά (Ital. Piu Tardi ).
Τασέλο (το): Άνοιγμα , θυρίδα (Ital. Tasselo =Κόψιμο καρπουζιού σε ένα σημείο .
Τάσκα (η): Σακίδιο ώμου (Ital. Tasca).
Τάταλο (το): Χουρμάς .
Τάτας (ο): Χαιδευτικά ο πατέρας (Ital. Tata).
Ταυλάτσο (το): Πλατιά σανίδα ή σανίδες ενωμένες.
Ταυλάτσο (το): Σανίδωμα.
Ταυλοκούνια (πάει): Κουνιέται.
Ταυλομαστέλα (η): Σανίδα για το πλύσιμο των ρούχων.
Ταφέτας η Σταφέτας (ο): Ταχυδρόμος.
Ταφόντου : Κατά διαόλου , για πνίξιμο (Ital. Fondo =βυθός).
Τέγκα (η): Το ψάρι Στείρα.
Τελατινα (η) Γυαλιστερό δέρμα (Ital. Tela-tina = μουσαμάς).
Τέλεια : Τελείως – εντελώς.
Τέλεια : Τελείως.
Τέλεια παραχώρηση (είσαι): Ανυπόφορος είσαι.
Τελέρι (το): Πλαίσιο για τοποθέτηση τζαμιού (Ven.Telèr,Ital. Telaio=Σκελετός)
Τελετάδος (ο): Ετοιμοθάνατος .
Τέμπα (η): Κοιλιά .
Τεμπίρω : Καταπραϊνω (Ital. Temperare).
Τέμπο (το): Ρυθμός( Ital. Tempo).
Τέμπολο (το): Λεπτό – Καμωμένο με λεπτομέρεια (Ital. Τemplo= Το τέμπλο της Εκκλησίας – και μεταφ. Ο Ναός της τέχνης).
Τενέλο (το): Τραπεζαρία .
Τενέντες (ο): Υπολοχαγος η Υποπλοίαρχος (Ital. Tenente). Όταν ο άνδρας Ρωτούσε τη γυναίκα του με ανακριτικό ύφος αυτή έλεγε Ειρωνικά «Ήρθε για λεζάμινα ο τενέντες» Δηλαδή ήρθε για Εξέταση ο υπολοχαγός (Εξέταση – Esami – Esaminante= Eξεταστής
Τεντάρω : Προσπαθώ πολύ.
Τέπει : Σουρώνει.
Τερακότα (η): Κεραμιδί χρώμα (Ital. Terracotta).
Τερερέ : Κρύο.
Τερεφός (ο): Ελαττωματικός , πλημμελής.
Τερίνα (η): Πήλινη πιατέλα (Ital. Terra=Γη).
Τερμινάρω : Περατώνω – Φέρω εις πέρας (Ital. Terminare).
Τέρμονας (ο): Οριακό σημείο , τέλος αγρού (αρχ. Τέρμων).
Τερτικό (το) : Κοφίνι φτιαγμένο από λυγαριές και Καλάμια , χρησίμευε και ως μονάδα Μέτρησης ( μάζεψε τέσσερα τερτίκα Ελιές )
Τερτσαδούρος (ο): Το σανίδωμα πάνω από εσωτερική σκάλα (Ital. Attrezzatura).
Τέρτσο (το): Τρίτο – Και ως μουσικός όρος , η Τρίτη .
Τέρτσο τήρο (με έφερε) : Με στρίμωξε (Ital. Terzo Tiro = Η τρίτη και καθοριστική βολή στους αγώνες σκοποβολής).
Τερτσοδούρος (ο): Το ξύλινο ταβάνι στην κορυφή μιας σκάλας.
Τέρτσος (ο): Τρίτος (Ital. Terzo).
Τέστα (η): Στάση (Ital. Testa = Και η στάση του κεφαλιού – Πόζα).
Τεστιέρα (η): Το Κεφαλάρι του κρεββατιού (Ital. Testa).
Τετάρτια (τα): Κομμάτια (Τέταρτα).
Τεταρτιάζομαι : Κομματιάζομαι (γίνομαι τέταρτα).
Τεταρτιάζω : Κομματιάζω (Χωρίζω σε τέταρτα).
Τετέρισμα (το): Θροή.
Τετράδη (η): Τετάρτη.
Τζά : Ήδη, Βέβαια (Ital. Gia).
Τζαλέτι (το): Τηγανίτα από καλαμποκάλευρο .
Τζαμάρα (η): Φλογέρα.
Τζαρδίνι (το): Κηπάριο (Ven. Zardin-giardin,Ital. Giardino).
Τζαρντίνος (ο): Κήπος με λουλούδια (Ital. Gardino).
Τζάρτζα η Σάλσα (η): Μάλλινη φούστα της παραδοσιακής γυναικείας στολής.
Τζία (η): Θεία (Ital. Zia).
Τζίνι (το): παιχνίδι,σκέρτσο,νάζι.
Τζίνια (τα): Παιδική φασαρία (Ital. Ghigno=Καγχασμός).
Τζίντζαλα (τα) Κομμάτια.
Τζίντζια (τα): Κολιέ για τη βασκανία (Ital. Cinghia=Λουράκι ).
Τζιντζίλο (το): Στραμπούληγμα (Ital. Gingillo =Μεταφ. Συστρέφω, περιστρέφω).
Τζίντζολα (η): Το ψάρι Γίλος.
Τζίντζολα (η): Τζίτζυφο (Ital. Zizzola).
Τζιογάτουλο (το): Υποχείριο ,παιχνίδι, ψεύτικο(Ital. Giocattolo).
Τζιόγος (ο): Χαρτοπαιξία (Ital. Gioco).
Τζίρος (ο): Εμπορική δραστηριότητα (Ital. Girare).
Τζίτζιρας (ο): Τζιτζίκι.
Τζιτζιφιόνγκος (ο): Φαντασμένος.
Τζόβενο (το): Χαμίνι.
Τζογάρω : Παίζω τυχερά παιχνίδια.
Τζογάτουλο (το): Κάποιος που τον περιπαίζουν (Ιταλ. Giocattolo= Παιδικό παιχνίδι.
Τζογιά (η): Παρτίδα.
Τζόγια (η): Χαρά (Ital. Gioia).
Τζόγος (ο): Τυχερό παιχνίδι.
Τζορνάδα (η): Εφημερίδα – « τόβαλε στη τζορνάδα» (Ital. Giornale).
Τζουκαριέρα (η): Ζαχαριέρα (Ital. Zuccheriera).
Τζουρνάδα (η): Μεροκάματο. (Ιταλ. Giornata).
Τζουστάρω : Παραβάλλω (Ital. Giustare).
Τζούστο (το): Ακριβώς.
Τζώρα (έγινε ) : Μέθυσε.
Τηγανίτα (η): Λουκουμάς .
Τηγανόψωμο (το): Τηγανισμένο ζυμάρι .
Τήρο (το): Αλαζονεία (Ital. Tiro : Κατά μία έννοια η Κάκή και ανέντιμη Πράξη.
Τιγανίτες (οι): Λουκουμάδες.
Τίνα (η): Μεγάλο ξύλινο βαρέλι λαδιού (Ital. Tino =Κάδος για πάτημα σταφυλιών).
Τινέλο (το): Τραπεζαρία (Ital. Tinello).
Τιόρι : Ορίστε – Τι ορίζετε.
Τίρο (το) : Κόρδωμα,περηφάνεια.
Τίρο (το): Ύφος ,φόρα, απόσταση βολής (Ital. Tiro = Ρουφιξιά τσιγάρου, τράβηγμα, βολή).
Τισταδόρος (ο): Διαθέτης (Ital. Testatore).
Τίτολο (το): Τίτλος, αξίωμα (Ital. Titolo).
Τίτολος (ο): Τιτλούχος επίτροπος (Ital. Titolare).
Τίτουλο (το): Τίτλος (Ital. Titolo).
Τοβάλια (η): Τραπεζομάντιλο (Ital. Tovaglia).
Τοβέρσα (η): Ρόμπα.
Τογανιαρέοι (οι): Τελωνειακοί (Ital. Doganiere).
Τόκα (η): Νηνεμία .
Τοκάδος (ο): Τρελούτσικος «πειραγμένος» (Ital. Toccato).
Τοκάδος (ο): Καταπονημένος, εξουθενωμένος (Ital. Toccato=Πειραγμένος).
Τοκάρω : Χτυπώ, εξουθενώνω (Ital. Toccare).
Τόκος (ο): Άγγιγμα (Ital. Tocco=άγγιγμα).
Τόμου : Μόλις , Αφού.
Τόμπα (η): Μαρμάρινο μνημείο (Ital. Tomba=Τάφος).
Τόμπολα (η): Κλήρωση λαχείων (Ital. Tombola).
Τόντο (το): Σφαιρικό (Ital. Tondo).
Τορκί η τορκός (το): Σιδερένια στεφάνη για βαρέλια η για τροχούς κάρου(Ital. Torco = στρίβω, συστρέφω).
Τόρκολο (το): Ξύλινο στρογγυλό πιεστήριο για σταφύλια (Ital. Torcoliere= χειριστής παλαιού πιεστηρίου ).
Τορκός (ο): Το σιδερένιο τσέρκι από τον τροχό του κάρου.
Τορκός (ο): Μισοστρόγγυλο μαξιλαράκι για το πλέξιμο των μαλλιών των γυναικών.(βλ. Τορκί).
Τορναλέτο (το): Διαφανής κουρτίνα κρεβατιού για τα κουνούπια (Ital. Torno-letto).
Τορνέσια (τα): Βενετσιάνικα χάλκινα κέρματα .
Τορνέτο (το): Σιδερένιο εξάρτημα για το σχοινί των ζώων που μπορούσε να περιστρέφεται για να μην μπερδεύεται το σχοινί (Ital. Tornetto= περιστρεφόμενο).
Τόρτσα (η): Μεγάλη λαμπάδα για τις λιτανείες στριφτή (Ital. Torcetto= Βάση λαμπάδας με στριμμένα κεριά).
Τορτσόνια η Τόρτσες (τα): Οι μεγάλες λαμπάδες που συνοδεύουν την εικόνα στην Λιτανεία.
Τότενες : Τότε.
Τοτόρος (ο): Γιατρός (Ιταλ. Dottore).
Τότος (ο): Χαϊδευτικό του Θεόδωρος.
Τότσο : Λίγο. (Ital. Tozzo – Per un tozzo di pane ).
Του λόγου σου : Εσύ. (Μάλλον απρεπώς).
Τουβάγια (η): Τραπεζομάντιλο (Ital. Tovaglia).
Τουβαέλι (το): Το τραπεζομάντιλο.
Τουγάνα (η): Τελωνείο (Ital. Dogane).
Τούγιο (Με άλλο): Με άλλη δόση.
Τουλουπώσου : τυλίξου.
Τούμπα (μούρθε). Τάση για εμετό.
Τούμπος (ο): 1.Σωλήνας 2. Το σωληνοειδές γυαλί της λάμπας πετρελαίου (Ital. Tubo).
Τούρη (η): Πύργος (Ital. Torre).
Τουρκί (το): Εργαλείο για το ψάρεμα της Αληθινής.
Τουρκί (το): Σιδερένιο τσέρκι (Ital. Torcere).
Τουρλίδα (η): Αρπακτικό πουλί .
Τουρνελέτο (το): Παραβάν γύρω από κρεβάτι (Ital. Attorno al letto).
Τούτο ούνο (έχουνε το ): Κοινή άποψη (Ital. Tutto uno).
Τότσο η Τούτσιο : Πολύ μικρό (Ital. Tozzo).
Τούφος (ο): Πορώδης βράχος ,Ψαμμίτης (Ital. Tufo).
Τραβαγιέρης (ο): Εργολάβος , προσωπάρχης (Ital. Travaglio = Ταλαιπωρία, κόπος).
Τραβάγιο (το): Μεροκάματο σε κάποιο έργο (Ital. Travaglio =Βάσανο , κόπος ).
Τραβάγιο (το): Κόπωση, δοκιμασία (Ital. Travaglio).
Τραβενιέρω : Μεσολαβώ;;
Τραβεντζάρω : Μεταγγίζω (Ital. Ατravasare).
Τραβέντζο (το): Μετάγγιση (Ital. Travaso).
Τραβέρσα (η): Εγκάρσιο δοκάρι (Ital. Traversa).
Τράβο (το): Δοκάρι (Ven. Travo,Ital. Trave).
Τράβο (το): Ξύλινο δοκάρι σκεπής (Ital. Trave).
Τραγκέτο (το): Θαλάσσιο πέρασμα ανάμεσα σε δυο στεριές (Ital. Traghitto).
Τρακαζήκα (η): Σάκα κυνηγού.
Τράμιο (το): Ναυλωμένο φορτηγό.
Τραμπαλάδος (ο): Ασταθής, ταλαντευόμενος (Ital. Tramballare).
Τραμπούκι (το): Καταπακτή στο ταβάνι (Ven. Trabuchèto,Ital. Trabocchetto).
Τραμπούκο (το): Δωροδοκία (Ital. Traboccare= Ξεχειλίζω )
Τρανσανζιόν(η): Συμβιβασμός (Ital. Transazione).
Τράος (ο): Τράγος.
Τραπέτσι (το): Πολύ ξινό.
Τραπέτσι (το): Πολύ ξινό.
Τρατάδα (η): Εν αναμονή (βλ. Τράτο ).
Τραταμέντο (το): Κέρασμα (Ital. Trattamento).
Τραταντσιόνος (ο): Ανάπτυξη θέματος (Ital. Trattazzione).
Τρατάρω : Κερνάω .(βλ. Τραταμέντο).
Τράτο (το): Το διάστημα , η απόσταση , το περιθώριο (Ital. Tratto).
Τράφιγο (το): Εμπόριο (Ital. Traffico).
Τράφος (ο): Χαντάκι , ξεροπόταμος (αναγρ. Τάφρος).
Τραφούδι (το): Μικρό ποταμάκι.
Τράχηλας (ο): Το πέτρινο χείλος του πηγαδιού.
Τράχτα (η): Βρώμα.
Τρεανκαρέλα (η): Άγκιστρο με τρία αγκυρίδια για ειδικό ψάρεμα (Ital. Treancorella).
Τρέγο (το): Τετράγωνο πανί πλοιαρίου.
Τρέκουλα (η) Υπογραφή.
Τρέσα (η): Μακρόστενη διακοσμητική κορδέλα για τα φορέματα.
Τρεσάρω : Τροχίζω.
Τρεσέτε η τρισέτε (το): Είδος χαρτοπαίγνιου (Ital. Tressette).
Τρεχούμενη (η):Τρέλα (μπα που να σε φαει Τρεχούμενη ).
Τρήλιο (το): Παιχνίδι τράπουλας.
Τριάγκωνο (το): Τριγωνική λίμα (Ital. Triancolare).
Τριβέλι (το): Τρυπάνι ,αρίδα (Ital. Trivella).
Τριβελίζω : Ζαλίζω κάποιον (Ital. Trivellare=Τρυπανίζω).
Τρίβουλα (τα): Ψίχουλα.
Τρίβουλο (το): Τρίμμα.
Τρικάπνιστος (ο): Τρεχάτος.
Τρικό (το): Ζακέτα.
Τρικούκουδο (το): Πολύ άσχημο.
Τρίλιο (το) Παλιό παιχνίδι με χαρτιά .
Τριμόχολο(το) Ξαφνικός αέρας – Μικρός ανεμοστρόβιλος.
Τριμπόνι (το): Είδος παλιού τουφεκιού με χονδρή κάννη που έμοιαζε με τρομπόνι (Ital. Trobbone).
Τριοντάω : Μοσχοβολάω.
Τριποσάκι (το): Ξεραμένο χόρτο που βγαίνει πολύ δύσκολα από τα ρούχα.
Τρισέτε (το): Παιχνίδι τράπουλας..
Τρίτσα (η): Ψάθινο καπέλο (Ital. Trecia = πλεγμένο).
Τριτσάνα (η): Ανατριχίλα. (ital. Arricciare) . Βλ. Αναρίτσια.
Τριτσάνα (η): Τριήμερος πυρετός (Ital. Terza = Τρίτη).
Τριτσέλι (το): Παλιό ξύλινο κρεβάτι με καβαλέτα και τάβλες.
Τριτσέλια (τα): Τρίποδα για πρόχειρο πάγκο μαστόρου και για πρόχειρο και φτηνό κρεββάτι.
Τριτσέτο (το): Κοπίδα (Γεωργικό εργαλείο).
Τριχιά (η): Σχοινί από σκληρές τρίχες .
Τροβαδούρος (ο): Τραγουδιστής (Ital. Trovatore).
Τρογύρου : Τριγύρω.
Τρόκολο (το): Τμήμα παλαιού ελαιοτριβείου.
Τρομπόνι (το) : Χονδρό Τουφέκι Εμπροσθογιομή
Τρόνκο (το): Μεγάλο κομμάτι κορμού δένδρου (Ital. Tronco=Κορμός).
Τρούπα τσίβικα (η): Είδος πολιτοφυλακής επί ενετικής περιόδου που την επάνδρωναν πολίτες (Ital. Truppa Civica = Σώμα Πολιτών).
Τρουτσέτα (η): Μικρό κυρτό μαχαίρι για γεωργική χρήση.
Τροφαδούρος (ο): Λαίμαργος, φαγάς.
Τροχαλιά (η): Πέτρινο τοιχίο.
Τρόχαλος (ο): Ξερολιθιά (Αρχ. Τροχαλός).
Τροχήλι (το): Κυκλικό στηθαίο πηγαδιού .
Τρυποκάρυδος (ο) Πολύ μικρό πουλί γκρίζο ,πετάει από θάμνο σε θάμνο και λαλεί πρώτος το πρωί. ( καμία σχέση με τον γνωστό τρυποκάρυδο)
Τσαβάτα (η): Χοντροπάπουτσο (Ital. Ciabatta).
Τσαβάτες (οι): Παντόφλες.
Τσαγιέτα (η): Υποδοχή πάνω στην οποία κλείνει η σπανιολέτα του παραθύρου.
Τσαγκούλι (το) Δοχείο νυκτός.
Τσαγκούλι (το): Ουροδοχείο.
Τσάκνο (το): Ξυραφάκι .
Τσακούλι (το): Δοχείο νυκτός.
Τσακουράφα (η): Καρφοβελόνα.
Τσαλαπουρδάω : Τσιλιμπουρδίζω.
Τσαμπέλα (η): Ξερά σύκα περασμένα σε ένα χορταρένιο σχοινί
Τσαντίλα (η): Το πανί που σουρώνανε το τυρί.
Τσαντίλι (το): Λεπτό ύφασμα για το σούρωμα του τυριού.
Τσάντος (ο): Αλέξανδρος Χαϊδευτικό.
Τσαντσαμίνι (το): Γιασεμί (Ital. Gelsomino).
Τσαπαδόρος (ο): Εργάτης γής (Ital. Zappatore =Σκαφτιάς).
Τσάπια (η): Σχέδια.
Τσαπόνι (το): Μεγάλο τσαπί γεωργού (Ital. Zappone).
Τσαποστέλιαρο (το): Το στυλιάρι του τσαπιού.
Τσαπουρίδια (τα): Μικρά σταφύλια.
Τσαρδί (το): Κηπάριο (Ital. Giardino).
Τσάρκα παράκα : Περίπου σαν κιαυτό (Ital. Circa Pari = Περίπου όμοιο).
Τσαρκαδεύω : Ανασκαλίζω.
Τσαρμπέλο (το): Δικό σου.
Τσαρουχιά (η): Αγριολάχανο.
Τσάτσα (η): Θεία .
Τσάτσαρο (το): Χτένα.
Τσατσίκι (το): Αγριολάχανο.
Τσαφαράνα (η): Το φυτό Κρόκος .
Τσαφατίνος (ο): Αδέξιος τεχνίτης.
Τσάχαλο (το): Σκουπίδι.
Τσεδέρω : Παραχωρώ – Εκχωρώ (Ital. Cedere).
Τσεδούλα (η): Σημείωμα.;
Τσεκίνι (το): Ενέτικο χρυσό νόμισμα αξίας 22 Ενέτικων Lire κατά τα τελευταία χρόνια την Ενέτικης Δημοκρατίας.
Τσεκλιά (η): Δρασκελιά.
Τσεκλιά (τα): Πόδια.
Τσέλεβος (ο): Άσχημη μυρωδιά.
Τσελέστε (το): Γαλάζιο (Ital. Celeste).
Τσελουδιά (η): Γυναικωνίτης εκκλησιάς (Ital. Gelosia = Γρίλια- περσίδα).
Τσέντο Νιέντο(στο): Στο μεταίχμιο (Ital. Cento Niente = Εκατόν τίποτα).
Τσεντούρι (το): Ζώνη . (Ital. Cintura ).Επίσης στα χωριά του Γύρου έτσι έλεγαν και το παλιόρουχο.
Τσεντούρι (το): Παλιόρουχο.
Τσεντούρια (τα) Κουρέλια.
Τσέουλο (το): Βάση επίπλου.
Τσεπιόμπο : Ωραίο.
Τσεράδα (η): Το αδιάβροχο (Ital. Cera : Μεταφ. Ο λεπτός , ο ντελικάτος).
Τσερασπανιά (η): Βουλοκέρι για σφραγίδες (Ital. Cera – Espania =Ισπανικό κερί ).
Τσερβέλο (το): Μυαλό (Ital. Cervello).
Τσερβέλο (το): Μυαλό (Ital. Cervelo).
Τσεργούλι (το): Κουρέλι.
Τσεργούλια (τα): Παλιόπανα.
Τσερίνι (το): Κεράκι , φυτίλι καντηλιού (Ital. Cerino).
Τσέρκι (το): Σιδερένιος κρίκος για στερέωση ( Ital. Cerchio).
Τσερμπάλι (το): Μάλλινο σεντόνι.
Τσερμπάλι (το): Μεγάλος μπόγος .
Τσεροπούλι (το): Ένα μικρό πουλάκι.
Τσέρος (ο): Ωχρός (Ital. Cero =Κερί).
Τσέρουλα (η): Είδος ψαριού ;;;;.
Τσερούνι (το): Το χερούλι του κουπιού.
Τσέρτο : Βεβαίως (Ital. Certo).
Τσέρτσολο (το): Κατακάθι – Απόβλητο (ως βρισιά ).
Τσέτα (η): Συμμορία ( η λέξη μάλλον ήρθε στην Κέρκυρα από τους στρατιώτες που πολέμησαν στην μικρασιατική εκστρατεία η από τους προσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής . Τσέτες ονομάζονταν οι ομάδες των ατάκτων τούρκων και έγιναν γνωστοί για τις αγριότητές τους.
Τσετάρω : Δωρίζω (Ital. Lecchettare=Δωροδοκώ).
Τσέτο (το): Δώρο (Ital. Lecchetto=Δωροδόκημα).
Τσέτο (το): Δώρο, προσφορά (Ital. Getto = αποζημίωση).
Τσέφο (το): Υπεροπτικό ύφος;;;;
Τσέφυλια (τα): Φλούδια.
Τσίβιλι (το) : Γραφειοκρατία , άνθρωπος της εξουσίας (Ital. Civile=αστός).
Τσιγαριόλι (το): Αγριόχορτα τσιγαρισμένα , πικάντικα και βρασμένα με ντομάτα.
Τσιγκρί (το): Πειραχτήρι.
Τσιγκρίζω : Πειράζω, ενοχλώ.
Τσίγκρωσα : Πάγωσαν τα δάκτυλά μου από το κρύο.
Τσιγλί (το): Το πειραχτήρι
Τσικαντάς η Ροϊ (ο): Δοχείο λαδιού.
Τσικαντί (το): Ντυμένος στην εντέλεια ( Chic = Κομψότης).
Τσίκι (στο): Ακριβώς (Chik βλ. τσικαντί).
Τσιλιμπούρδισμα (το): Ερωτική αταξία.
Τσιλιχούρδι (το): Σούπα με εντόσθια και ποδαράκια αρνιού .
Τσίμα Πίλα . ¨Ακρη-άκρη. (Ιταλ. Cima- Ακρη Και pila δοχείο η στήλη (προφανώς η έκφραση αυτή αφορά το οριακό γέμισμα του δοχείου ).
Τσίμα (η): Άκρη, χείλος, κορυφή (Ital. Cima).
Τσιμάρω : Κλαδεύω τις κορυφές των δένδρων η τις άκρες των μαλλιών.
Τσιμπίμπο (το): Η σταφίδα σουλτανίνα (Ital. Zibibbo).
Τσιμπούνι (το): Κοντομάνικο γιλέκο της παραδοσιακής γυναικείας στολής.
Τσιμπράγκαλα (τα): Οικοσκευή ,τα πράγματα μου.
Τσινάει : Κλωτσάει.
Τσινάρι (το) Τσούφα από καπνόφυλλα.
Τσίνκλα (η): Λουρί γαιδάρου.
Τσιντιλόμα (η): Λεπτεπίλεπτη, ψηλομύτα (Ital.Genti donna).
Τσιντίλω (η): Η πολύ λεπτή γυναίκα .
Τσιντίμετρο (το): Σταγονόμετρο (Ital. Centimetri).
Τσιντό (το) Μικρό η κοντό ???
Τσίντο (το): Ζωνάρι μέσης (Ital. Cinto).
Τσίντσαλο η Βίσαλο (το): Κομματάκι σπασμενου πιάτου η κεραμικού.
Τσιούκουσου : Ενεφανίσθη.
Τσιπούνι (το): Γυναικείο ένδυμα γύρω από τη μέση που δένοταν με κορδόνια.
Τσιριτζάντζουλες (οι): Περιπλεγμένα και ανούσια λόγια.
Τσίρκα : Περίπου (Ital. Circa).
Τσίρκολο (το): Συμμορία , ομάδα, καραβάνι (Ital. Circolo = Κύκλος).
Τσιρλιό (το): Ευκοιλιότητα.
Τσιστέρνα (η): Στέρνα , δεξαμενή νερού (Ital. Cisterna).
Τσίτα : Φουσκωμένος.
Τσιταντέλα (η): Ακρόπολη (Ital. Cittadella).
Τσίτισα : Τρύπησα κάτι με αιχμηρό μαχαίρι.
Τσιτισιά (η): Τσίμπιμα , καρφωμα , μαχαιριά.
Τσίτο : Μάλωμα γάτας (Ital. Zitto = Σιωπή!!).
Τσιτσιμπύρα (η): Ένα τοπικό αναψυκτικό που ήλθε στην Κέρκυρα επί Αγγλοκρατίας και έχει ως βάση την ρίζα του φυτού Τζίντζερ.
Τσίτσιρας (ο): Το τζιτζίκι.
Τσιφίζει : Δροσίζει.
Τσόγκα (η): Πλοίο με ψαθωτά πανιά.
Τσόκολο (το) Το κοτσάνι του καλαμποκιού.
Τσόκολο (το): Τελευταίος , Ουραγός.
Τσόκολο (το): Σοβατεπί (Ven. Zòkolo).
Τσόκος (ο): Ξύλινη η πήλινη βάση κατασκευής η ξύλινος τάκος (Ven.zòko).
Τσόλι (το): Σακί ελαιοτριβείου.
Τσολόχι (το) Κουρέλι, παλιόρουχο.
Τσόμπρα (η): Σιδερένιος λοστός για το άνοιγμα τρύπας στο χώμα.
Τσόντα (η): Προσθήκη (Ven. Zonta).
Τσόρτσο μι τσόρτσο : Παιδικό παιχνίδι με τα παπούτσια (Ital. Zoccoio = Ξυλοπάπουτσο).
Τσούκα (η) : Παρατυπία,Ζημιά,γκάφα.
Τσουκαλομούτρα (η): Πολύ μελαχρινή- υποτιμητικά.
Τσουκανάω : Χτυπάω.
Τσουκαρίνι (το): Ποικιλία μικρόσωμου πολύ γλυκού και ζουμερού αχλαδιού (Ital. Zucchero = Ζάχαρη).
Τσούκαρο (το): Ζάχαρη (Ital. Zucchero).
Τσουκνί (το ): Μάλλινο ύφασμα.
Τσούκνινο (το): Μάλλινο.
Τσούκος (ο): Βλάκας , ηλίθιος (Ital. Giucco).
Τσουλάυτης (ο): Αυτός που έχει πεταχτά αυτιά.
Τσουλοκώλι (το): Με προτεταμένα τα οπίσθια.
Τσουλομύτης (ο): Περήφανος με ανασηκωμένη τη μύτη.
Τσουλουκάνια (η): Γερακοειδές που πετάει ψηλά και λένε ότι όταν κράζει έρχεται κακοκαιρία
Τσουλωμένος (ο): Έτοιμος για καυγά.
Τσουλώνω : Θυμώνω , πεισματώνω.
Τσουμπλέκια (τα): Πράγματα.
Τσουντί (το): Προεξοχή.
Τσούπι (το): Οι δύο πλευρές του σπιτιού που σχηματίζουν το αέτωμα.
Τσουράπια (τα): Σχισμένα παλιόρουχα.
Τσουράπια (τα): Χονδρές κάλτσες.
Τσουράπω (η): Η ανυπόληπτη γυναίκα.
Τσουρδί (το): Η προκλητική γυναίκα.
Τσούτσα (η): Πιπίλα (Ital. Succhia).
Τσουτσούδι (το): Λεπτό κλαρί – ξυλαράκι.
Τσουτσούδια (τα): Ξυλαράκια για προσάναμα.
Τσουτσουμίδα (η): Μαντήλι κεφαλιού που φορούσαν οι αρραβωνιασμένες στολισμένο με λουλούδια.
Τσουτσούρι (το): Καταμεσήμερο.
Τσώπα : Σώπα.
Τσωφέλειας : Χρήσιμο , Αξίας.
Υ
Υπέργα (τα): Σύνορα.
Υπούντο : Ακριβώς (Ital. In Punto).
Υψώματα (τα): Μετα από γιορτή στο σπίτι του εορτάζοντα ο παπάς υψώνει το «ύψωμο» (σπερνά ) και κάνει τη σχετική ευχή.
Υψώματα (τα): Επισκέψεις
Φ.
Φαβορεβόλε : Ευνοϊκό (Ital. Favorevole).
Φάλα (η): Σχισμή, πληγή, κόψιμο (Ital. Falla).
Φαλάρω : Πλανώμαι (Ital. Fallare).
Φαλίδος (ο): Χρεοκοπημένος (Ital. Fallito).
Φαλιμέντο (το): Χρεοκοπία (Ital. Fallimento).
Φάλος (περ) : Κατά λάθος (Ital. Per Fallo).
Φάλτσα (η): Δρεπάνι (Ital. Falce).
Φαλτσαρχόντζα (η) Ψευτοαρχόντισσα.
Φάλτσος (ο): Ψεύτικος, πλαστος (Ital. Falso).
Φαλτσοτίνη (η): Ψεύτικο στολίδι.
Φαλωτό (το): Οτιδήποτε με χονδρό κοτσάνι (σαν φαλλός) .
Φαμόζος (ο): Διάσημος.(Ital. Famoso).
Φάμπρικα (η): Έχω μαστορέματα στο σπίτι(Ital. Fabbrica=Οικοδομικές Εργασίες).
Φαμπρικάρω : Χτίζω . (Ital. Fabbricare ).
Φανέστρα (η): Παράθυρο (Ital. Finestra).
Φαντζέτα (η): Ταινία με περίτεχνα σχέδια.
Φάνφα (η): Επίδειξη (Ital. Fanfara = Σάλπισμα).
Φαουλάρικα (τα): Φαγώσιμα .
Φάουσα (η): Γάγγραινα.
Φαραώνα (η): Φραγκόκοτα (Ital. Faraona).
Φάρι Τσίβιλι (το): Ο πολιτικός κόσμος και η ανώτερη δημοσιουπαλληλία. (Ιταλ. Fare Civile)..
Φαρμακούλι (το): Ένα βότανο.
Φαρμανάω : Παίζω .
Φαρμάνια (τα): Παιχνιδίσματα.
Φαρομανάω η Φαρμανάω : Παίζω η μαλακίζομαι .
Φάσα (η): Λωρίδα υφάσματος (Ital. Fascia).
Φάσα (η): Διακοσμητική ταινία κατασκευής (Ital. Fascia).
Φασίνες (οι): Προσανάματα.
Φασκιές (η): Λωρίδες υφάσματος με τις οποίες τύλιγαν σφιχτά τα νεογέννητα για να ισιώσουν τα κόκαλα τους (βλ. Φάσα ).
Φαστίδιο (το): Δύσπνοια (Ital. Fastidio =Σκοτούρα, ναυτία, αηδία).
Φατέρνα (η): Υπόκοσμος.
Φατούρα (η): Εργασία με πληρωμή στο τέλος του έργου (Ital. Fattura = κατασκευή).
Φατσάδα (η): Η πρόσοψη (Ital. Facciata).
Φατσάδα (η): Πρόσοψη (Ital. Facciata).
Φατσιέτο (το): Μορφασμός , Κάμωμα (Ital. Facceta).
Φάωμα : Το σίδερο του χαλιναριού που Έμπαινε στο στόμα του αλόγου
Φέδε κομέσο (το): Απολαβή τόκου από κεφάλαιο (Ital. Fede commesso = Πίστη - υπάλληλος ).
Φελάει (δεν): Δεν είναι αξίας , Δεν αξίζει σαν Άνθρωπος.
Φελάει (δεν): Ωφελεί, αξίζει, δεν είναι ωραίο.
Φέλεθρο (το): Έγγραφη πράξη (Παληκαριάτικο).
Φελί (το): Κομμάτι.
Φελούκα (η): Τρομερή.
Φελούκα (η): Είδος βάρκας (Ital. Feluca).
Φελτζάδα (η): Είδος μάλλινης κουβέρτας (Ital. Felzata).
Φελτζάρω : Καταχωρώ;;;;
Φέμινο (το): Θηλυκό (Ital. Femino).
Φέρμα (η): Σύλληψη , Κλείσιμο (Ital. Fermare και Μπούκα φέρμα Τραγουδώντας με κλειστό στόμα την μελωδία (Bocca Ferma).
Φερμάρω : Υπογράφω , Οριστικοποιώ (Ital. Firmare).
Φέρμο (το): Σταθερό-Ντούρο-Ακίνητο. (Ιταλ. Fermo ).
Φέρσες (οι): Κομμάτια.
Φερτζάδα (η): Χονδρή μαλλινη κουβέρτα (Ital. Felzata).
Φεστάρω η Ριφεστάρω : Ασκώ βία , Εκτοξεύω κάτι (Ital. Riffa – Riffestare).
Φέστες (οι): Γιορτές (Ital. Festa).
Φεστίνι (το): Γιορτούλα , χοροεσπερίδα (Ital. Festa).
Φιάκα (η): Κόπωση (Ital. Fiacca).
Φιάκα : Οπίσθια;;;;;
Φιάνκο (το): Πλευρό (Ital. Fianco).
Φιάο (το): Ανάσα (Ital. Fiato).
Φιάσκο;; (το): Πλάι (Ital. Fianco).
Φιάω : Φρέσκο αεράκι;;;
Φιδόντεμα (το): Το δέρμα του φιδιού όταν το αλλάζει.
Φιέρα (η): Εμποροπανήγυρις (Ital. Fiera).
Φιέρες (οι): Διακοπές (Ital. Fiera = Πανυγύρι ).
Φικαρόνι (το): Δακτυλίδι με πέτρα (Ital. Ficcare = Μπήγω).
Φιλάνια (η): Κεντρικό δοκάρι στο οποίο ακουμπούν τα εγκάρσια στη σειρά (Ital. Fila =Σειρά).
Φιλέτα (η): Ανδρικό χτένισμα (Ital. Filetto = Ροή ).
Φιλιστόκα (η): Έγγραφο μεγάλου μεγέθους – πιθανώς για τοιχοκόλληση.
Φιλιτσέτα (η): Ράβω γρήγορα και πρόχειρα (Ital. Filo = Κλωστή).
Φίλτρο (το): Συνδεδεμένα στη σειρά;;;
Φίλτσιο η Φίλτσα (το): Έγγραφα συναφή για κάποιο θέμα –σαν φάκελος –που φυλάγονταν στα αρχεία της Βενετίας.
Φινίδος (ο): Τελειωμένος (Ital. Finito).
Φινίρω : Ολοκληρώνω (Ital. Finire).
Φινίρω : Τελειώνω (Ital. Finire).
Φίνος (ο): Λεπτός Τέλειος (Ital. Fino).
Φίντα (η): Ξύλινη κινητή προσθήκη πόρτας η παραθύρου κυρίως σε ισόγεια (Ital. Finta =Ψεύτικη).
Φιντζερίνι (το): Πολύ μικρό γκρι πουλάκι
Φιντινέλι (το): Λεπτό ύφασμα.
Φίντο (το): Κέντημα (Ital. Finto = ψεύτικο).
Φιοράδος (ο): Λουλουδάτος (Ital. Fiore).
Φιορεντέινος (ο): Φλωρεντίνος (Ital. Fiorentino).
Φιορέντζα (η): Λεπτό μεταξωτό ύφασμα.(Ital. Fiorenza).
Φιορεντίνα (η): Λάμπα πετρελαίου – λαδιού (Ital. Fiorentina).
Φιόρι (το): Λουλούδι (Ital. Fiore).
Φιόρι (το): Διακοσμητικό σκαλιστό σε ξύλινες κατασκευές (Ital. Fiore).
Φιόρια (τα ): Λουλούδια.
Φιρφιρίκι (το): Λεπτό ύφασμα.
Φισούνι (το): Δυνατός αέρας.
Φίτα λαμπάντα : Έκφραση που σημαίνει : « Τελείωσαν όλα». Μάλλον Προέρχεται από το Finito Lampanta = Τελείωσε το καντήλι.
Φίτσιο (το): Θέση στην ιεραρχία (Ital. Ufficio).
Φλάμπουρο (το): Μεγάλο λάβαρο της εκκλησίας.
Φλάουνα (η): Ζυμωτό πλακέ ψωμί –σαν Λαγάνα- που έφτιαχναν την Καθαρή Δευτέρα στην Λευκίμμη.
Φλάουνα (η): Αλευρόπιτα (Αγγλ. Flayr).
Φλάρης (ο): Καθολικός παπάς;;;
Φλάσκα (η): Κολοκύθα άδεια που χρησίμευε για δοχείο.
Φλέρονας (ο): Κίτρινο πουλί του καλοκαιριού που τρώει σύκα.
Φλεσκούνι (το): Άγριο φυτό-βότανο.
Φλεστρί (το): Άχυρο .
Φλέστρο (το): Άχυρο κούφιο σαν καλαμάκι-το χρησιμοποιούσαν και σαν τι
Φλέτζα (η): Φλούδα (Ital. Flangia). Ίσως και η φλάντζα της μηχανής;;;;
Φλιάσμα (το): Κλωνάρι για μπόλιασμα δένδρου.Κεντρωμάδες (οι): Μπολιασμένες άγριες ελιές.
Φλιάσμα (το): Κλαδί για Μπόλιασμα δένδρου.
Φλίκουνο η Φλίκουρο (το): Φλούδι από καλαμπόκι . Μεταφ. Κάτι πολύ ελαφρύ.
Φλιμένο (το): Το κακόμοιρο.
Φλοέτα (η) : Βιολέτα.
Φλορέντζα (η): Γρίπη (Ital. Influenza).
Φλουσκουνόρακι (η): Το λικέρ Μέντας.
Φλούτακας (ο): Φουσκάλα δέρματος .
Φλωρέντζα (η): Γρίπη.(Ιταλ. Influenza).
Φογάτσα (η): Είδος τσουρεκιού (Ital. Focaccia =Είδος πίτας – μπουγάτσας).
Φογάτσα (η): Είδος τσουρεκιού (Ital. Focaccia = Είδος μπουγάτσας).
Φογιέτα (η): Λωρίδες ξύλου γύρω από τους ταμπλάδες της πόρτας (Ven. Fogièta=Μικρό φύλο).
Φοδράδο (το): Ξύλο εσωτερικά επενδυμένο με καπλαμά (Ven. Fodrà).
Φόκο (το): Φωτιά (Ital. Fuoco).
Φόκο σαν αντώνιο (το): Έρπις ζωστήρας ( Ital. Fuoco di San Antonio = Σαν τη φωτιά που έκαψε τον Άγιο Αντώνιο).
Φόλκα (τα): Τα εσωτερικά πλαινά του καικιού.
Φονταμέντο (το): Βάση , Θεμέλιο (Ital. Fontamento).
Φόντε (το): Το έδαφος ;;;
Φόρα Κολόμπα (ταπήρε): Τα πήρε παραμάζωμα.
Φορναμέντο (το): Αξεσουάρ (Ital. Fornimento = Εξοπλισμός).
Φόρσε : Ίσως (Ital. Forse).
Φόρσι : Μήπως ( και γίνει κάτι ). (Ιtal. Forse).
Φόρτικας (ο): Γάϊδαρος.
Φορτικό (το): Γαιδούρι.
Φόρτσα (η): Δύναμη .(Ital. Forza).
Φόρτσα δυνατούρα : Πάσει Δυνάμει.
Φορτσάτος (ο): Βιαστικός και αποφασισμένος έρχεται.
Φορτύκι (το): Γάιδαρος.
Φόρτωμα (το): Γαίδαρος.
Φόσα (η): Τάφρος (Ital. Fossa).
Φουγάρος (ο): Καμινάδα.
Φουγιάζω : Φωνάζω.
Φούγιες (οι): Εξάψεις .
Φουγίνα (η): Γείσο επίπλου.
Φούγος (ο): Καπνοδόχος (Ven. Fogo=Φωτιά).
Φουλτάγια (η): Ομελέτα
Φουλτακίδα η φλουτακίδα (η):Φουσκάλα.
Φουμάδα (η): Έξαψη (Ital. Fumata = κάπνισμα).
Φουμάδες (οι): Εξάψεις
Φουμάρω : Καπνίζω (Ital. Fumare).
Φουμέντο (το): Θεραπεία με εισπνοή ατμών.
Φούμο (το): Καπνός (Ital. Fumo).
Φούμπια (η): 1. Μεταλλική υποδοχή στήριξης των παντζουριών σαν θηλιά που στερεώνονταν στις λίθινες παραστάδες με λειωμένο μολύβι πριν βέβαια τοποθετηθούν οι πλαινές πέτρες . 2. Αγκράφα ζώνης παντελονιού.(Ven. Fiuba).
Φουνταδόρος (ο): Ξύλινο υποστύλωμα (Ven. Fondaòr).
Φουντάκι (το): Κατακάθι του καφέ (Ital. Fondo = βυθός).
Φούντι (το): Πυθμένας ( βλ. άνω ).
Φουντροκόντι (το): Μεγάλο ξύλο .
Φούντωμα (το): Υπόβαθρο σκεπής (Ital. Fondo =υπόβαθρο).
Φουρέντες (ο): Παθιασμένος (Ital. Furente = μαινόμενος).
Φούρια (η): Γρήγορα (Ital. Furia = Ορμή ,Οργή , Φρενίτιδα).
Φουριόζος (ο): Βιαστικός .
Φούρκα (η): Κρεμάλα .
Φουρκάτα (η): Διχάλα (Ital. Forca).
Φουρκατέλα (η): Φουρκέτα για τα μαλιά.(Ital. Forcattella).
Φουρκί (το): Διχάλα.
Φουρλαμέντο (το): Εργαλείο σαγματοποιού .
Φουρλοροκετίδι (το): Στριφογύρισμα ροκέτου στο χορό (Ital. Frullio =στριφογύρισμα).
Φουρμαλιτά(η): Ύπνος.;;
Φούρνελας (ο): Αγριολάχανο.
Φουρνέλο (το): Φούρνος Ital. Fornello).
Φουρνίδος (ο): Πλήρης (Ital. Fornito =προμηθευτής).
Φουρνόκολη (η): Περιπαιχτικά ή χονδρή.
Φουρνοκόντη (το): Εργαλείο του φούρνου
Φουρνοκόντι (το): Κοντάρι με πανί στην άκρη για το καθάρισμα του φούρνου.
Φουρούσι (το): . Λίθινη η μεταλλική η ξύλινη προεξοχή σε τοίχο που υποστήριζε κάτι άλλο .
Φουρτουνάτος (ο): Τυχερός (Ital. Fortuna).
Φούρφουρα : Προσανάματα.
Φούρφουρο (το): Ελαφρύ.
Φουσάτο (το): Στράτευμα (Latin. Fossatum = Στρατόπεδο).
Φούστουλα (η): Φουσκάλα.
Φραγκιάτο (το): Πέτρινο Οχύρωμα .
Φραζέτες (οι): Δαντέλες , Κρόσια.(βλ. Φραντζέτα).
Φρακατσάνας (ο): Μία ράτσα σύκου.
Φρακατσάνος (ο): Ράτσα σύκου.
Φρανκάρομαι : Εκπλήσσομαι (Ital. Francare= απολύωμαι, απαλλάσωμαι).
Φραντζέτα (η): Τα μαλλιά που πέφτουν στο μέτωπο (Ital. Frangia).
Φρεγκιάτα (η): Σκέπαστρο
Φρεγκιάτα (η): Σκέπαστρο.
Φρεζάρω : Στρώνω.
Φρεζάρω : Κόβω .
Φρέζο (το): Ουλή.(Ital. Fresa).;;;
Φρεζόνια (τα): Εξαρτήματα σαμάρας για την μεταφορά χόρτου.
Φρεσκαμέντο (το): Δροσιστικό , Αναψυκτικό.(Ital. Frescamente).
Φρεσκέζα (η): Δροσιά (Ital. Frescezza).
Φρεσκέρα (η) : Ντουλάπι με προστατευτικό δίχτυ για να διατηρηθούν δροσερά τα τρόφιμα
Φρεσκέρα (η): Μάλλον ο δίσκος σερβιρίσματος.;;
Φρέσκο (το): Δροσιά. (Ital. Fresco).
Φριγάδα (η): Φρεγάτα.
Φρίντζι (το): Κλύσμα ;;;;;
Φρόκαλα (τα): Σκουπίδια .
Φροκάλι (το): Σκούπα .
Φροκαλίζω , Φροκαλώ : Σκουπίζω . ( Κατά μία εκδοχή προέρχεται από το αρχαιοελληνικό Καλλωπίζω- Φιλοκαλώ).
Φρόλο (το): Σαθρό-μπόσικο.Δεν μπορώ : Είμαι άρρωστος.
Φρόντε (το): Το κούτελο ( Ιταλ. Fronte).
Φροντίνι (το): Ο γείσος του πηλικίου (Ital. Fronte).
Φρουμάρει : Ρουθουνίζει .
Φρουστάδα (η): Πόρνη (Ital. Frustata = μαστιγωμένη).
Φρουταλιό (το) : Το μανάβικο.
Φρουταριόλος (ο): Μανάβης (Ital. Fruttaiolo).
Φρούτο (το): Εισόδημα ( Ital. Fruttare = Αποδίδω , Αποφέρω – επι κέρδους , τόκου κλπ.).
Φροχείλι (το): Το στηθαίο του πηγαδιού .
Φρυάς (το): Το άκρο από όπου βγαίνει με πίεση το νερό και χτυπάει τη φτερωτή του νερόμυλου (Μάλλον προέρχεται από το Αρχαιοελληνικό Φρέαρ).
Φρυγμένο (το): Ξερό .
Φταρσιό (το): Φτάρνισμα.
Φτενός (ο): Λεπτός σε πάχος.
Φτού και να τσου νάειναι : Ευχή για να φύγει το κακό.
Φυλλολόη (το): Κίτρινο μικρό πουλί που πηγαίνει στις καρυδιές.
Φυλλοφάνεστρο (το): Παντζούρι.
Φυτήλι (στο): Ακαριαία.
Φυτήλια (τα): Κομμάτια.
Φώλι , Άποφώλι , Αυγοφόλι : Πέτρα σε σχήμα αυγού που έβαζαν στη φωλιά της κότας για να την ξεγελάσουν και να γεννήσει εκεί .
Φωτερά (τα): Φώτα.
Φωτερό (το): Φανάρι.
Φώτουλο (το): Ασφόδελος.
Χ
Χαβαλές (μούγινε) : Μου έγινε βάρος .
Χαβάνι (το): Ψιλοκομμένος καπνός.
Χαβρικό (το): Σιδηρουργείο.
Χάβρος (ο): Σιδηρουργός.(Ital. Fabbro);;
Χαβώθηκα : Λαγοκοιμήθηκα.
Χαζίρι (το): Τα έχεις όλα έτοιμα.
Χαιδόκωλος (ο): Είδος σύκου .
Χαιδονιά (η): Χαιδεμένη.
Χάϊντε : Πήγαινε.
Χαλατζής (ο): Γανωματής (Καλατζής).
Χαλεύω : Ψάχνω- ζητάω.
Χαλεύω Ψάχνω.
Χαλεύω : Ψάχνω.
Χαλιβάνι (το): Κόπάδι πουλιών.
Χαλικοτσούκι (το): Χάλκινο μικρό καζάνι
Χαλικοτσούκια (τα): Τα χάλκινα σκεύη της κουζίνας.
Χαμοκίχλι (το): Ράτσα μικρόσωμης τσίχλας.(βλ. Κίχλα).
Χαμόκουτος (ο): Αγαθιάρης – Καλοκάγαθος.
Χάμουρας (ο): Τυφλοπόντικας.
Χαμπαρίμ τσουνίμ:Δεν καταλαβαίνω –Δεν δίνω σημασία.;
Χαμπλά : Χαμηλά.
Χαμπλοφτεριασμένη (η): Καταβεβλημένη.
Χαμώι (το): Ισόγειο.
Χαντάκομα (το): Χαλασιά.
Χαντακωμός (ο): Κατεστραμμένος .
Χαντακώνω : Καταστρέφω .
Χαραμαντάνα (η): Μεγαλόσωμη και κακοσουλούπωτη Γυναίκα.
Χαραμέρι (το): Χαράματα.
Χαραμήδες (οι): Ληστές.
Χαραμός (ο): Βαθειά τρύπα στο βουνό.
Χαραμπόρι (το): Διάπλατα ανοιχτό.
Χαρές (οι): Οι γάμοι και γενικά τα ευχαριστα γεγονότα μιας οικογένειας.
Χάρμουρας (ο): Τυφλοπόντικας.
Χαροκόπος (ο): Γλεντζές.
Χαρτουλίνα (η): Χαρτοσακούλα.
Χαρχαλιάζω : Δοκιμάζω.
Χασκούρα (η): Χασμουρητό.
Χαχόλος (ο): Κακοπροαίρετος – Φασαριόζος.
Χειλιδρόνα (η): Εξάρτημα του νερόμυλου-Σανίδα σε ρόλο δονητή.
Χειμωνικό (το): Καρπούζι.
Χειρόκτια (τα) : Γάντια..
Χελόνια (η): Αρρώστια του λαιμού.
Χελώνα (η): Διακοσμητική καρφίτσα
Χερικό (το): Σεφτές.
Χερκωλιά (η): Χαστούκι στα πισινά.
Χεροστόμι (το): Άνοιγμα δεξαμενής η πηγαδιού.
Χηρολάμπα (η) : Μεγάλη αράχνη.
Χιλινδρονιά (η): Αγράμπελη (άγριο αναριχητικό φυτό).
Χιμονικό (το): Καρπούζι.
Χίστος (ο):
Χλαλοή (η): Θόρυβος από ομιλίες.
Χλόμπαρης (ο): Ζαβολιάρης.
Χλούμπα : Το λυκόφως η το λυκαυγές.
Χοιροσφαές (οι): Η χρονική περίοδος γύρω από τις αποκριές.
Χολεύομαι : Θυμώνω.
Χολεύτικα : νευρίασα.
Χονδρομούσελο (το): Είδος χονδρού υφάσματος.
Χουγιάζω : Φωνάζω.
Χουγιάζω : Φωνάζω.
Χουχουλίζομαι : Προσπαθώ να ζεσταθώ με το χνώτο μου.
Χουχουλιός η χοχλιός (ο): ¨ένα όστρακο (αρχ. Κοχλίας).
Χοχλιοί(οι): Σαλιγκάρια. ( χοχλιούς Μπουρμπουριστούς) ¨ένα τρόπος Μαγειρέματος των σαλιγκαριών στο τηγάνι. Η λέξη πρέπει να προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη Κοχλίας.
Χρειά (η): Ανάγκη.
Χρυσοκίμερο (το): διακοσμητική γυναικεία ζώνη.
Χρωστημιό (το): Οφειλή.
Χτενίτας (ο): Είδος μανιταριού.
Χτικιό (το): Φυματίωση και μτφ. μεγάλη στεναχώρια-ταλαιπωρία. « έβγαλα το χτικιό».
Χτικίτας (ο): Φυματικός.
Χτιστοσύνη (η): Το επάγγελμα του χτίστη.
Χύλιντρος (ο): Χονδρό φίδι σφικτύρας (Δενδρογαλιά).
Χωλεμένος (ο): Θυμωμένος.
Χωριατσέλι (το): Το «χωριατάκι» επιτιμητικά.
Χώσα (η): Απάνεμο μέρος.
Ψ
Ψαρολόγος (ο): Πλανόδιος πωλητής ψαριών.
Ψαροχέστρα όστρια (η): Νοτιάς (ονομάζεται έτσι επειδή δεν τσιμπάνε τότε τα ψάρια).
Ψηφί : Τάχει όλα στην εντέλεια.
Ψίδια (τα): Τα επάνω δερμάτινα μέρη του παπουτσιού πριν αυτά συναρμολογηθούν
Ψιλοτσάπι (το): Ίσια τσάπα πλατιά για το κόψιμο των χόρτων.
Ψίλωμα (το): Κλάδεμα των κορφών των δένδρων.
Ψίχες (οι): Κομμάτια.
Ψυλήθρα (η): Ερύθρά (Αρρώστια).
Ψύχρα (η): Συνάχι-κρύωμα.
Ψωμαπάτικο : Ο αγνώμων.
Ω
Ωγνίστρα (η): Η εστία του τζακιού.
Ώδε : Εδώ ( απ’ώδε = από εδώ).
Ωρούμασε : Ωρίμασε.
Ωστάρκας : Μέχρι τώρα , Ακόμη και ως τώρα.
0 Μας δωσαν το χρονο τους :
Speak up your mind
Tell us what you're thinking... !