Και οι θόρυβοι της νύχτας. Και κυρίως, εκείνο το αναθεματισμένο ρολόι με εκκρεμές, που είχαν φέρει οι διπλανοί και που διαπερνούσε την μεσοτοιχία της πολυκατοικίας λες και ήταν από χαρτί και όχι από τούβλα.
Το οποίο, δε, είχε και την ικανότητα να παρεμβάλλεται στην τηλεόραση και να προκαλεί παράσιτα την στιγμή που χτύπαγε τις ώρες. Κάθε μισή και κάθε ολόκληρη, και κάθε δευτερόλεπτο. Γιατί εκτός του ότι όταν σήμαινε τις ώρες μπορούσε ακόμη και να σε ξυπνήσει, το θέμα ήταν ότι ακουγόταν ακόμη και στο μέτρημα των δευτερολέπτων. Όπως στα παλιά καλά θρίλερ.
Μπορούσε να μετρά τα δευτερόλεπτα, τα λεπτά, τα τέταρτα, τα μισάωρα, τις ώρες, τις μέρες, τις εβδομάδες, τους μήνες, τα χρόνια, τους αιώνες, τις χιλιετηρίδες.
Πάνω απ’ όλα, όμως, ήταν η κούραση.
Μετά τη δουλειά, τη νύχτα, δεν ανεχόταν το γεγονός ότι ήταν κουρασμένος. Δεν ήθελε ούτε να το παραδεχτεί ούτε και να το φανταστεί. Πως υπήρχε η παραμικρή περίπτωση μέχρι τα εξήντα του να είναι κάθε νύχτα τόσο κουρασμένος, και σε μερικά χρόνια ακόμη πιο κουρασμένος, τόσο ώστε να κοιμάται μπροστά στην τηλεόραση πριν να τελειώσουν ολόκληρες οι ειδήσεις των δώδεκα, και σε μερικά χρόνια πριν ακόμη να τελειώσουν οι ειδήσεις των εννιά, και σε λίγα ακόμη, όταν πια η κούραση δεν θα ήταν κούραση αλλά μια φυσιολογική καθημερινή κατάσταση στην οποία φτάνει ο οργανισμός γύρω στις εννιά τη νύχτα, να πέφτει απλά να κοιμάται… Όχι πια από κούραση, ούτε επειδή την άλλη μέρα θα είχε να ξυπνήσει νωρίς, αλλά από απλή συνήθεια.
Κι αυτό τον τρέλαινε ακόμη περισσότερο. Η συνήθεια της κούρασης. Το ότι η κούραση, με τα χρόνια, θα γινόταν μια συνήθεια. Έτσι, κάθε νύχτα, μετά που επέστρεφε από την δουλειά, άναβε τον υπολογιστή του. Μικρό, φορητό, αθόρυβο. Έφτιαχνε και λίγο καφέ, και η κούραση ως δια μαγείας χανόταν. Για δύο τρεις ώρες ή και παραπάνω. Συνήθως άφηνε και την τηλεόραση αναμμένη, για παρέα. Γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να ανεχτεί το ρολόι των διπλανών για παρέα.
Ο υπολογιστής του ήταν ένα μικρό φορητό θαύμα. Θα τον πλήρωνε για πολύ καιρό με τις δόσεις που είχε βάλει για να μπορέσει να τον αγοράσει. Μπορούσε να κάνει όλα όσα ένας μεγάλος, του γραφείου, κι ακόμη περισσότερα. Και κυρίως, κυρίως, να συνδεθεί στο internet.
2.
Το είδε σε μία από τις μακριές νύχτες του, σ’ ένα newsgroup. Την ιδέα, την είδε κάποια νύχτα του σ’ ένα newsgroup.
Το subject του group έγραφε «Escape Here!». Πάτησε enter για να διαβάσει αλλά μέσα δεν υπήρχε τίποτε, μόνο ένα αρχείο. Άνοιξε το αρχείο. Μία φωτογραφία, δύο μάτια πράσινα γυναικεία να κοιτούν αυτόν που τα κοιτά, κι από κάτω μια φράση με μαύρους χαρακτήρες σε μπλε φόντο με κόκκινο πλαίσιο «Escape Here!»Κούνησε το ποντίκι πάνω στη φωτογραφία κι ανακάλυψε ότι ο κέρσορας γινόταν χέρι. Έκανε κλικ πάνω στα μάτια κι άκουσε το σκληρό δίσκο να δουλεύει. Λίγα δευτερόλεπτα κι ένα site ήρθε μπροστά του. Μάλλον τουριστικού γραφείου. Άρχισε να τριγυρνά το site. Εξωτικά μέρη, ηλιόλουστες παραλίες, παραμυθένια βουνά, γελαστοί άνθρωποι που έκαναν σκι, τραίνα που διέσχιζαν καταπράσινες πεδιάδες, αρχαία μνημεία βυθισμένα σε τροπική βλάστηση. Πολλά χρήματα, πάρα πολλά χρήματα. Το άλλο που δεν ανεχόταν ήταν ότι η πιθανότητα του να τα έχει κάποτε στη ζωή του ήταν από ελάχιστη έως μηδενική. Και σίγουρα για αυτό δεν ευθυνόταν εκείνος, άλλοι είχαν φτιάξει αυτό τον κόσμο, εκείνον τον ρώτησαν;
3.
Το είχε ξανακάνει, αλλά πάντα σταματούσε, δεν ήξερε πολύ καλά γιατί αλλά πάντα σταματούσε, σκεφτόταν ότι είναι λίγο νωρίς ακόμη, ότι είναι λίγο επικίνδυνο τώρα, ότι κάτσε να πάρουμε και το coupler και βλέπουμε, αλλά τώρα πια, τώρα πια είχε φτάσει η στιγμή, ήταν ο κατάλληλος χρόνος, κάπως ήρθε και του έκατσε στο μυαλό ότι τώρα έπρεπε να γίνει, και το coupler είχε πια και όλα, όλα είναι δικαιολογίες… ή τώρα ή ποτέ… Το ρολόι των διπλανών μέτρησε μεσάνυχτα βγάζοντάς τον από τις σκέψεις του. Χαμογέλασε και κάθισε ν’ ακούσει τα πρώτα δευτερόλεπτα της καινούριας ημέρας. Αυτή η μέρα είναι δική μου.Έκλεισε τον υπολογιστή, βγήκε από το σπίτι. Προχώρησε μερικά μέτρα στο πεζοδρόμιο έξω από την πολυκατοικία. Υγρασία, κρύο, και ησυχία. Έβγαλε ένα μικρό εργαλείο από την τσέπη του κι άνοιξε το κουτί του ΟΤΕ σχεδόν σπάζοντας το κλείδωμά του. Βρήκε το ελάχιστο σημάδι που είχε αφήσει εκεί από παλιότερες δοκιμές, έβγαλε δύο πολύχρωμα συγκεκριμένα καλώδια κι έβαλε άλλα στη θέση τους, και τα βγαλμένα τα έχωσε με προσοχή πίσω από κάτι μεταλλικούς δεσμούς.
«Όταν το βρείτε στείλτε μου mail στην Καραϊβική…» ψιθύρισε μέσα απ’ τα χείλια του. Έκλεισε το κουτί σφηνώνοντας την πόρτα του και ξαναμπήκε σπίτι. Κανείς δεν τον είχε δει, ήταν σίγουρος για αυτό. Να μην αγοράζατε ρολόι με εκκρεμές…
Συνδέθηκε με απευθείας dial-up στις Ηνωμένες Πολιτείες. Την τρύπα στην επαρχιακή τράπεζα του Τέξας την είχε βρει από καιρό μία από τις μακριές νύχτες του. Δεν ήταν τίποτε άλλο από μία υπηρεσία που πρόσφερε μια τοπική bbs της μικρής πόλης στην οποία και ήταν η έδρα και το μοναδικό άλλωστε κατάστημα της τράπεζας. Το λογαριασμό στην τοπική bbs τον άνοιξε με κλεμμένο νούμερο πιστωτικής κάρτας. Όχι ότι μπήκε στον κόπο να κλέψει μία πιστωτική κάρτα, απλά αντέγραψε το νούμερο της κάρτας του καλύτερού του φίλου, σιγά μη μπει στον κόπο ο Κώστας να κοιτάξει από που διάολο βρέθηκε χρεωμένος με πενήντα δολάρια… έχει ανάγκη αυτός μήπως… Τόσο απλά. Η τρύπα στην μικρή επαρχιακή αυτή τράπεζα δεν ήταν τίποτε άλλο από μερικά κλεμμένα password.
Μπήκε τις πρώτες φορές, να δούμε και λίγο το περιβάλλον, κι αφού άνοιξε έναν απλό λογαριασμό ταμιευτηρίου καταθέσεων με άλλα πενήντα δολάρια ως πρώτο κεφάλαιο, στο όνομα πάντα του καλύτερού του φίλου με λεφτά πάντα από την κάρτα του, έλα μωρέ τώρα… εκατό δολάρια σύνολο, άρχισε να δίνει άλλα ονόματα, τυχαία. Και εν συνεχεία, σε όσα από αυτά τα δεχόταν το σύστημα ως υπαρκτά περιμένοντας όμως το password, άρχισε να δοκιμάζει διάφορα password που του πέρναγαν από το μυαλό. Όχι πολλές δοκιμές την ίδια στιγμή, τρεις μάξιμουμ, και μετά σε άλλο όνομα άλλες μέρες. Έτσι, με τον καιρό, με τις μέρες, με τις νύχτες, με τους μήνες, μια μέρα θα το σπάσω εγώ αυτό το ρολόι, βρήκε αρκετά.
Στην αρχή του φαίνονταν αστείο αλλά ύστερα κατάλαβε ότι είναι εκπληκτικά εύκολο να σκεφτεί κάποιος ότι ο Jim Bucanon πιθανόν θα έχει μια αδερφή που πιθανόν θα τη λένε Jane ή κάτι ανάλογο, και πιθανόν, μια που ο Jim ο Τεξανός αγρότης σίγουρα πεθαμένος στην κούραση από τη δουλειά στο χωράφι όλη μέρα το τελευταίο που θα ήθελε να θυμάται θα ήταν ένα πολύπλοκο password, θα έχει για password το όνομα της αδελφής του, και με τον καιρό, με τις μέρες και με τις νύχτες τις ατελείωτες πάνω από την οθόνη, είχε βρει πολλά από τα password των αγροτών της μικρής εκείνης πόλης του Τέξας. Αυτοί κουράζονται, έτσι έμαθαν, τα λεφτά δεν τους χρειάζονται, τι να τα κάνουν άλλωστε κουρασμένοι έτσι όπως είναι, εγώ από σήμερα σταματώ να κουράζομαι.
Άνοιξε γύρω στους δέκα λογαριασμούς. Δέκα Τεξανοί αγρότες κατέθεσαν τις οικονομίες τους ή έστω μέρος από αυτές σ’ εκείνον. Ευχαριστώ παιδιά, είστε καλοί χριστιανοί και καλοί πατριώτες, άντε να κοιμηθείτε τώρα γιατί είστε κουρασμένοι…
Έκλεισε την σύνδεση, μπήκε στην CompuServe, (με απευθείας dial-up στις Ηνωμένες Πολιτείες όπως πάντα), μπήκε στην American Express, μπήκε στον άλλον λογαριασμό του εκεί. Δεν είναι ανάγκη να έχεις προϋποθέσεις για κάρτα American Express για να έχεις απλά ένα λογαριασμό στην ίδια τη τράπεζα… Άλλο ένα πράγμα που δεν έχει πάρει πρέφα κανείς σας… Εντάξει τώρα… Διακόσια δολάρια σύνολο στη κάρτα του Κώστα… Σιγά το ζήτημα… Έκανε την μεταφορά, έκλεισε τη σύνδεση, έκλεισε και τον υπολογιστή. Βγήκε από το σπίτι, άλλαξε τα καλωδιάκια, ξανάκλεισε το κουτί. Το ρολόι των διπλανών μέτρησε τέσσερις ώρες μετά τα μεσάνυχτα. Ξάπλωσε και κοιμήθηκε μέσα σε ελάχιστα λεπτά της ώρας πραγματικά πάρα πολύ κουρασμένος, ούτε κι ο ίδιος ήξερε πόσο.
4.Ήταν σχεδόν μεσημέρι, το ξυπνητήρι δεν είχε καταφέρει να κάνει τίποτε, ούτε και τα τηλεφωνήματα της γραμματείας από το γραφείο. Σηκώθηκε αργά, έφτιαξε καφέ και πρωινό, δεν τους πήρε τηλέφωνο στο γραφείο, μη σώσουν και ανησυχήσουν, βγήκε από το σπίτι.
Η μέρα ήταν λουσμένη στον ήλιο και τα αυτοκίνητα στους δρόμους παραδόξως λίγα. Πήγε στην τράπεζά του και σήκωσε όλα τα λεφτά που υπήρχαν εκεί. Το αεροδρόμιο ήταν κατάφωτο και ο κόσμος σχετικά λίγος. Πήγε στο bar να πιει ένα καφέ.
«Η πτήση της TWA 415 για Νέα Υόρκη αναχωρεί σε δεκαπέντε λεπτά. Παρακαλούνται οι κύριοι επιβάτες να είναι έτοιμοι για επιβίβαση.»
Έφτασε στον έλεγχο των διαβατηρίων και περίμενε στην ουρά, κοίταξε τη βίζα στο διαβατήριό του, είχε φροντίσει εδώ και πολύ καιρό για αυτήν. Έφτασε η σειρά του.
Ο αστυνομικός πήρε το διαβατήριό του, κάτι πληκτρολόγησε κάτι κάπου από κάτω του. «Ο κύριος, Στέφανος Αλεξάνδρου. Σωστά;»
Ο Στέφανος απάντησε σχετικά ήρεμα. Με χαμόγελο ευγένειας. «Μάλιστα…»
Ο αστυνομικός τον κοίταξε, ανέκφραστος. «Περιμένετε λίγο, σας παρακαλώ, εδώ στην άκρη…» του είπε, κι έκανε νεύμα στον επόμενο επιβάτη να περάσει, και δεν του έδωσε το διαβατήριό του.
Ο Στέφανος ακίνητος. Ευγενής, πάντα. «Συμβαίνει κάτι;» Έχω περιμένει πολύ στη ζωή μου για να περιμένω κι άλλο… Ηλίθιε… Εμένα με ρώτησες αν θέλω να περιμένω;Ο αστυνομικός είχε ήδη σηκωθεί από την θέση του. «Μισό λεπτό, παρακαλώ…» Έπιασε τον Στέφανο από το μπράτσο και τον πήγε σε ένα μικρό λευκό δωμάτιο πίσω από το χώρο ελέγχου. «Κάτσε εδώ τώρα και θα ‘ρθει άλλος, εντάξει μεγάλε;» του είπε ο αστυνομικός άγρια και κλείδωσε την πόρτα πίσω του.
5.
Στο δικαστήριο, μέρες αρκετές μετά, κατάπληκτος, είδε τη γιαγιά από το διπλανό διαμέρισμα να μπαίνει στην αίθουσα υποβασταζόμενη. «Ακούστε, κύριε πρόεδρε, εγώ κάθε βράδυ στις δώδεκα κουρδίζω το ρολόι του τοίχου που έχουμε… Είναι παλιό, ενθύμιο από παλιά… Και τον είδα να σκαλίζει το κουτί που έρχονται καμιά φορά και φτιάχνουν τα συνεργεία του Δήμου…»
Ο πρόεδρος, μειδίασε. «Δεν είναι του Δήμου, κυρία μου…»
Η γιαγιά συνέχισε με θαμπή φωνή. «Ναι, τέλος πάντων… Κι έτσι σκέφτηκα και πήρα το εκατό… Είπα, δηλαδή, λες να είναι καμιά βόμβα; Γιατί, αυτός, μονόχνοτος άνθρωπος είναι… Ποιος ξέρει… »
Ο Στέφανος, στο κελί του, μήνες αρκετούς μετά, έφερε ένα ρολόι ηλεκτρονικό, αθόρυβο εντελώς, το οποίο όμως είχε την δυνατότητα να μετρά και σαν χρονόμετρο ακόμη και διπλούς ή και τριπλούς χρόνους.
Έτσι μπορούσε να μετρά τον χρόνο που χρειαζόταν ο δεσμοφύλακας για να ολοκληρώσει τον γύρο της αίθουσας αργά τη νύχτα. Το πόσες φορές πέρναγε μπροστά από το κελί, και πιθανόν και άλλα ενδιαφέροντα.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο είχε καταφέρει να λιμάρει ένα εσωτερικό σημείο τη κλειδαριάς του κελιού χωρίς να πάρει την παραμικρή είδηση ο δεσμοφύλακας.
Μέχρι που ο κρατούμενος από το διπλανό κελί του είπε, μια μέρα «Ρε μεγάλε, δε κουράστηκες μ’ αυτή την κλειδαριά μήνες τώρα; Άσε, ήταν κι άλλοι πριν από σένα…»
«Οι άλλοι κουράστηκαν, εγώ όχι, εγώ είμαι αλλιώς, εγώ είμαι ακούραστος.»
Γ ΓΛΥΚΟΦΡΥΔΗΣ
0 Μας δωσαν το χρονο τους :
Speak up your mind
Tell us what you're thinking... !