Είπε το Μάτι κάποια μέρα: «Σ' ομίχλης γαλαζένια αχνάδα
μέσ' από τις κοιλάδες, πέρα,
θωρώ βουνό. Δείτε ομορφάδα!».
Στ' Αυτιού τ' αφούγκρασμα, «κενό»...
Κι αυτό, συμπέρασμα άλλο, βγάνει: «Μα τι μας λες; Για ποιό βουνό;
Ήχος βουνού σε με δεν φτάνει».
Κι αυτό, συμπέρασμα άλλο, βγάνει: «Μα τι μας λες; Για ποιό βουνό;
Ήχος βουνού σε με δεν φτάνει».
Κι ύστερα μίλησε το Χέρι:
«Να πιάσω ή και ν' αγγίξω κάτι
μάταια, γυρίζω τόσα μέρη.
Που, το βουνό, που λέει το Μάτι!».
μάταια, γυρίζω τόσα μέρη.
Που, το βουνό, που λέει το Μάτι!».
Κι η Μύτη -αφού 'κανε εισπνοές-
κανοναρχάει και κείνη το «ίσο»: «Βουνό! Μα που 'ναι οι μυρουδιές
απ' τ' αγεράκι το βουνίσιο;».
κανοναρχάει και κείνη το «ίσο»: «Βουνό! Μα που 'ναι οι μυρουδιές
απ' τ' αγεράκι το βουνίσιο;».
Στράφηκε κάπου αλλού το Μάτι,
και να το «κουβεντιάζουν» όλα
πιάσαν. Καθένα λέει και κάτι
σαν την πιο τέλεια...κουτσομπόλα.
και να το «κουβεντιάζουν» όλα
πιάσαν. Καθένα λέει και κάτι
σαν την πιο τέλεια...κουτσομπόλα.
Κι είπανε: «Θα 'χει παραισθήσεις».
Κι αντίς δικά τους να βρουν λάθη,
βγήκε από αυτά η -εύκολη- λύσις: «Το Μάτι κάτι θα χει πάθει
Κι αντίς δικά τους να βρουν λάθη,
βγήκε από αυτά η -εύκολη- λύσις: «Το Μάτι κάτι θα χει πάθει
ΓΙΑΥΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΣΟΥ ΒΓΕΙ ΤΟ ΜΑΤΙ ΠΑΡΑ ΤΟ ΟΝΟΜΑ
ΑπάντησηΔιαγραφή