Αποκριάτικο Καρπάθου
Συγχωρέστε με, είμαι μόνο ένας φρουτοσυλλέκτης
Σημειώσεις πάνω στα Αρχίδια, τους Γαμιόληδες, τη Γλώσσα που χρησιμοποιήσαμε στον Εκκλησιαστή (Q) και τη Γλύκανση του Παρελθόντος.
των Wu Ming
(Παλαιότερα γνωστοί ως «Luther Blisset», συγγραφείς του μυθιστορήματος Εκκλησιαστής (Q))
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δέκα μηνών, απ’ όταν το πρώτο μας μυθιστόρημα εκδόθηκε στα αγγλικά(*), ορισμένοι κριτικοί έχουν παραπονεθεί για την υποτιθέμενα «αναχρονιστική» γλώσσα που χρησιμοποιήσαμε στο βιβλίο.
Για να λέμε την αλήθεια, κάθε μυθιστόρημα που γράφεται στις μέρες μας ενώ διαδραματίζεται σ’ ένα αρκετά μακρινό παρελθόν οφείλει να είναι γραμμένο σε μια γλώσσα, λίγο πολύ, «αναχρονιστική», τουλάχιστον αν ο συγγραφέας θέλει ο κόσμος να το διαβάσει. Μπορείς να προσπαθήσεις να είσαι όσο το δυνατόν πιο «φιλολογικά σωστός», ωστόσο οφείλεις να θέσεις όρια προτού το βιβλίο γίνει αδιάβαστο.
Επιπλέον, εάν ήμασταν 100% συνεπείς, θα έπρεπε να είχαμε γράψει το μυθιστόρημα σε μια εναλλαγή εκκλησιαστικών λατινικών, «πίτζιν(**) λατινικών» και παλαιών γερμανικών διαλέκτων. Δεν ξέρουμε για τις ΗΠΑ, όπου οι άνθρωποι είναι εξυπνότεροι, αλλά, μεταξύ των αγαπητών συμπατριωτών μας που είναι χαζούληδες, κάτι τέτοιο δεν θα αποτελούσε δημοφιλή επιλογή. Στο μυθιστόρημα χρησιμοποιήσαμε μια πληθώρα από διαφορετικά μεταξύ τους ύφη. Η επιλογή μας αποσκοπούσε στην απόδοση του, όμοιου με φαράγγι, χάσματος μεταξύ της καθομιλουμένης γλώσσας και της μεγαλοπρέπειας του γραπτού ύφους. Προκειμένου να το αποδώσουμε στην μητρική μας γλώσσα, δανειστήκαμε κάποιες φορές το συντακτικό και το λεξιλόγιο των βορειοϊταλικών διαλέκτων. Ο Shaun Whiteside έχει κάνει πολύ καλή δουλειά μεταφράζοντας τόσο τις ζωηρές γραμμές όσο και τις πομπώδεις επιστολές. Ο ρυθμός της αγγλικής έκδοσης μας αρέσει ειλικρινά.
Εντούτοις, οι προαναφερθέντες κριτικοί δεν μιλούν γι’ αυτό. Μιλούν για την αθυροστομία. Μιλούν για την αισχρολογία. Αν και χρησιμοποιούν τον όρο «αναχρονισμοί», αυτό που πραγματικά εννοούν είναι οι άσεμνες εκφράσεις.
Υπήρχαν παράπονα αναφορικά με «τον πλούτο των f**k’s και των s**t’s» στο μυθιστόρημα. Έτσι ακριβώς. Ευτυχώς όμως, τέτοια παράπονα προέρχονται πάντοτε από τους κριτικούς, ποτέ από το κοινό.
Το μυθιστόρημα θα φτάσει στα αμερικανικά βιβλιοπωλεία τον ερχόμενο Μάιο. Το Publishers’ Weekly δημοσίευσε πρόσφατα μια προκαταρκτική κριτική (προφανώς βασισμένη στην ανάγνωση των τριάντα πρώτων σελίδων, πιθανόν και λιγότερων), η οποία αυτές τις μέρες καλωσορίζει τον κόσμο που επισκέπτεται τις σελίδες της Amazon και του Barnes & Noble για το βιβλίο. (Θα είναι σκληρή, δεν νομίζετε;)
Το σημείο-κλειδί αυτού του κειμένου είναι το εξής απόσπασμα:
Οι γλωσσικοί αναχρονισμοί αφθονούν καθ’ όλη την έκταση, ειδικά όταν τα γεγονότα εξιστορούνται από τον Μέτσγκερ και τη συντροφιά του («Ω ρε γαμώτο, παλιαλήτη! Τι στο διάολο! Με τρόμαξες, ουστ από δω!» «Ωχ! Σκατά, αυτός είναι ψόφιος…»).
Χμμ… Φαίνεται πως ήρθε η ώρα να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους αναφορικά με το θέμα των «αναχρονισμών».
Έχουν, αυτοί οι άνθρωποι, την παραμικρή ιδέα για τη γλώσσα που μιλούσαν οι πληβείοι στην Ευρώπη του 16ου αιώνα; Πιστεύουν ότι, σε εκείνες τις εποχές, οι κατώτερες τάξεις δεν θα χρησιμοποιούσαν «βρισιές» του 16ου αιώνα;
Ίσως νομίζουν ότι παρόμοιες λέξεις όπως «γαμώτο» ή «σκατά» εφευρέθηκαν τον εικοστό αιώνα. Οι άνθρωποι ανέκαθεν βλαστημούσαν και έβριζαν, το έκαναν σε όλες τις εποχές, αναφερόμενοι πάντα στον καταβολισμό, στο σκληρό σεξ και στα γεννητικά όργανα. Στις λατινογενείς γλώσσες (ιταλικά, γαλλικά, ισπανικά, πορτογαλικά, ρουμανικά κ.λπ.) χρησιμοποιούμε μέχρι σήμερα τις λατινικές λέξεις, π.χ. «merda» [σκατά] και «culum» [κώλος].
Όσον αφορά την ιστορία της ιταλικής γλώσσας, μια από τις πρώτες γραπτές προτάσεις στην Κοινή Λατινική (αρχαία ιταλικά) είναι η φράση «Fili de le pute traite» [Τραβήξτε, πουτάνας γιοι!], η οποία εμφανίζεται σε μια τοιχογραφία (fresco) του δωδέκατου αιώνα σε μια ρωμαϊκή εκκλησία.
Ο Εκκλησιαστής διαδραματίζεται στον 16ο αιώνα, σωστά; Λοιπόν, εκείνα τα χρόνια οι άνθρωποι όλων των τάξεων ήταν εξαιρετικά αθυρόστομοι.
Το 1525 –τη χρονιά της μάχης του Φρανκενχάουζεν με την οποία ξεκινάει το μυθιστόρημά μας– ένας ευγενής από τη Σιέννα, ονόματι Αντόνιο Βινιάλι, έγραψε ένα κείμενο με τίτλο La cazzaria [Το βιβλίο της ψωλής], ένα είδος φιλοσοφικού διαλόγου για το σεξ, τον σοδομισμό και τα πέη. Το κείμενο είναι γεμάτο με λέξεις όπως «cazzo» [καυλί], «potta» [μουνάκι], «culo» [κώλος], «fica» [μουνί], «scopare» [γαμήσι], «merda» [σκατά], «coglioni» [αρχίδια], «cacca» [κουράδα] και «inculare» [χώνω το καυλί στην κωλοτρυπίδα κάποιου]. Το κείμενο αυτό μεταφράστηκε άριστα από τον Ian F. Moulton και εκδόθηκε στις ΗΠΑ ως La Cazzaria. The Book of The Prick (σ.τ.μ. Το βιβλίο του πούτσου), Routledge, 2003.
Ένας από τους πλέον σημαντικούς Ιταλούς συγγραφείς και ποιητές του 16ου αιώνα ήταν ο Πιέτρο Αρετίνο (1492-1556). Ακολουθεί μια (κατά προσέγγιση) μεταφρασμένη στροφή ενός από τα Sonetti lussuriosi [Ακόλαστα Σονέτα] του:
Τι υπέροχο καυλί είναι αυτό που νιώθω
Που τα όρια του μουνιού μου ξεχειλώνει
Εύχομαι ένα μουνί να ήμουνα ολάκερη
Και σίγουρα εύχομαι να ήσουν όλος ένας πούτσος.
Ακόμα ένα;
Αυτά μου τα σονέτα, τα γεμάτα με καυλιά
Που μιλάνε μοναχά για πούτσους, κώλους και μουνιά,
Όλα μοιάζουνε με σας, βρε πουτσοκέφαλοι!
Η αλανιάρικη, σχετική με το σεξ, βλάσφημη λογοτεχνία που αντλεί από τη γλώσσα της πραγματικής ζωής ήταν ήδη πολύ συνηθισμένη στην Αρχαία Ρώμη, αρκεί να σκεφτεί κανείς τα διαβόητα Carmina Priapea [Τα Τραγούδια του Πρίαπου] (1ος αιώνας μ.Χ.). Ένα από τα ποιήματα είναι επακριβώς μια σάτιρα για το χάσμα μεταξύ λογοτεχνικής και καθημερινής γλώσσας:
Αν με ακούσετε να μιλάω σαν αδαής αγροίκος, συγχωρέστε με.
Δεν διαβάζω βιβλία, είμαι μόνο ένας φρουτοσυλλέκτης.
Ναι, είμαι τραχύς, αλλά ακούω τον αφέντη μου όταν διαβάζει,
Αποκαλεί την ψωλή «αχνιστό κεραυνό»
Τον «κώλο» αποκαλεί «θηκάρι»
Και ο σμερνταλέος πρέπει να είναι κάτι βρώμικο,
όπως το καυλί όταν το έχεις χώσει σε καποιανού τον κώλο.
Τα λογοπαίγνια εδώ είναι πολύ αστεία. Ο εργάτης του αγροκτήματος μπερδεύει τους ελληνικούς όρους με τις βωμολοχίες στα λατινικά. Π.χ. «Σμερνταλέος» είναι στα ελληνικά «τρομακτικός», αλλά ακούγεται σαν το «smerdatus», το οποίο στα λατινικά σημαίνει «διάστικτος με σκατά».
Κάτω από την περούκα, τα σκουλήκια: Μέχρι πρόσφατα, οι απλοί άνθρωποι ζούσαν –κυριολεκτικά– μέσα σε περιττώματα. Θα αφόδευαν σε χαντάκια ή σε γλάστρες των οποίων το περιεχόμενο πετούσαν στο δρόμο. Τη νύχτα θα ουρούσαν σε ένα καθοίκι που παρέμενε κάτω από το κρεβάτι μέχρι την ανατολή. Δεν θα έκαναν ποτέ μπάνιο. Όλοι τους βρωμούσαν και είχαν δύσοσμη αναπνοή.
Ακόμα και τον δέκατο όγδοο αιώνα οι αριστοκράτες έκαναν μπάνιο δύο φορές τον χρόνο. Επιστρέφοντας στον δέκατο έβδομο αιώνα, ο Λουδοβίκος ΙΔ’ ή αλλιώς ο Βασιλιάς Ήλιος έκανε μπάνιο δύο φορές σε όλη του τη ζωή!
Είναι απολύτως φυσιολογικό ότι η γλώσσα εκείνων των εποχών αποτύπωνε την καθολική, αναπόφευκτη παρουσία των αποτελεσμάτων των σωματικών λειτουργιών (κενώσεις της ουροδόχου κύστης και του εντέρου, εφίδρωση, κακή πέψη και σεξουαλική διέγερση). Η Εκκλησία ασκούσε καταστολή και έλεγχο στα σώματα, αλλά αυτού του είδους η καταστολή είναι σπάνια αποτελεσματική και συχνά έχει τα αντίθετα αποτελέσματα. Στις καθολικές χώρες, όπου κάποτε αλώνιζε η Ιερά Εξέταση, οι άνθρωποι είναι συνήθως αθυρόστομοι και η προφορική παράδοση είναι πολύ λάγνα.
Το 1525 δεν είχαμε γεννηθεί ακόμα, όμως στοιχηματίζουμε ότι κανείς, ΚΑΝΕΙΣ, δεν μιλούσε όπως συνηθίζουν να μιλούν οι χαρακτήρες των ιστορικών μυθιστορημάτων ή των ταινιών εποχής. Ίσως οι προσδοκίες των κριτικών για το πώς θα έπρεπε να ακούγεται η γλώσσα «εποχής» να εξαρτώνται υπερβολικά είτε από τη κουλτουριάρικη αστική λογοτεχνία είτε από το χολιγουντιανό σινεμά με μελοδραματικές ίντριγκες, ή ακόμα και από τα δύο μαζί.
Αυτό το είδος μυθοπλασίας βασίζεται συνήθως σε μια πολύ συγκεχυμένη ιδέα για το τι ακριβώς ήταν η «Παλαιά Ευρώπη».
Αυτό το είδος μυθοπλασίας είναι αρωματισμένο με αρχαϊσμούς και γλωσσικά κλισέ, προκειμένου να κάνει τη γλώσσα να ακούγεται «ευρωπαϊκή». Μια συνήθης στρατηγική είναι να γράφονται συνομιλίες που ξεχειλίζουν από μεγαλοπρεπή λόγια, ανεξάρτητα από την τάξη, τη φυλή και το φύλο του ομιλητή.
Αυτού του είδους η μυθοπλασία παρουσιάζει πρίγκιπες και πριγκίπισσες που είναι απαράλλαχτα υπέροχοι και καθαροί, ενώ στην πραγματικότητα οι άρχοντες είναι πιθανότερο να ήταν κακοσχηματισμένοι και άσχημοι (ως αποτέλεσμα ενδογαμικού ζευγαρώματος), και σίγουρα ανέδιδαν μυρωδιές που έκοβαν την ανάσα.
Εμείς δεν ενδιαφερόμαστε για αυτού του είδους τη γλύκανση.
Θα προτιμήσουμε να πάμε για «σμερνταλέα» λογοτεχνία.
(*) Ο Εκκλησιαστής (Q) γράφτηκε κάτω από το ψευδώνυμο «Luther Blisset» και εκδόθηκε στην Ιταλία το 1999. Η πρώτη αγγλόφωνη έκδοση ήταν η βρετανική (Heinemann, 2003 – σκληρόδετη). Τον Μάιο του 2004 θα εκδοθεί στις ΗΠΑ από την Harcourt και στο Ηνωμένο Βασίλειο σε μαλακό εξώφυλλο.
(**) Γλωσσική μορφή επικοινωνίας που προκύπτει από την παραφθορά μιας επίσημης γλώσσας.
0 Μας δωσαν το χρονο τους :
Speak up your mind
Tell us what you're thinking... !