Στις 25 Απριλίου 1684 ξεσπάει ο λεγόμενος «πόλεμος του Μωριά». Ήταν ή έβδομη βενετοτουρκική σύρραξη και η τελευταία πρωτοβουλία εξάπλωσης των Βενετών στον ελλαδικό χώρο εις βάρος των Οθωμανών. Ήταν επίσης η πρώτη και μοναδική φορά που η Βενετία θα κηρύξει πόλεμο στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Η σύρραξη δεν αποτελεί μεμονωμένη πρωτοβουλία της Βενετίας αλλά μέρος ενός ευρύτερου σεναρίου που βλέπει την Ιερή Συμμαχία των χριστιανικών κρατών να αντιστέκεται στον οθωμανικό επεκτατισμό.
Η Βενετία θα ονομάσει Capitano generale da Mar τον 66χρονο Φραγκίσκο Μοροζίνι (Francesco Morosini), αναθέτοντάς του την αρχηγεία των δυναμέων.
Οι Βενετοί, σαν πρώτη ενέργεια, θα καταλάβουν την Πρέβεζα και θα αποβιβαστούν στην Λευκάδα την οποία θα καταλάβουν σε 16 μέρες. Κατόπιν θα συνεχίσουν να πλέουν προς τα νότια και θα αποβιβαστούν στην Πελοπόννησο, πολιορκώντας τα φρούρια της Μεθώνης και της Κορώνης («τα μάτια» της Βενετίας στο νότιο Ιόνιο). Στη συνέχεια και με την υποστήριξη ντόπιων δυνάμεων θα καταλάβουν την Μεσσηνία και την Μάνη.
Τον επόμενο χρόνο, έχοντας λάβει ενισχύσεις από το Μεγάλο Δουκάτο της Τοσκάνης, την Μάλτα και το παπικό κράτος θα αναλάβουν στρατιωτικές πρωτοβουλίες και σε σχετικό σύντομο χρονικό διάστημα θα καταλάβουν το Άργος, την Μεθώνη, το Ναβαρίνο και το Παλαμίδι, ενώ θα αρχίσουν την πολιορκία του Ναυπλίου. Οι οθωμανικές δυνάμεις θα αποτραβηχτούν προς τα βόρεια. Τον επόμενο χρόνο, με την συμβολή γερμανικών δυνάμεων, θα καταλειφθεί ολόκληρη η Πελοπόννησος. Συνολικά ο Μοροζίνι θα καταφέρει να καταλάβει την Κορώνη, την Καλαμάτα, τη Ζαρνάτα, το Οίτυλο, τον Κέλεφά, όπως και τον Πασαβά, το Παλαιό και Νέο Ναβαρίνο, την Μεθώνη, την Κυπαρισσία, το ΝΑύπλιο, την Πάτρα, την Γλαρέντζα και την Κόρινθο με την Ακροκόρινθο, έως το 1690, οπότε και παραδόθηκε από τους Τούρκους η Μονεμβασιά.
Βλέποντας ο Μοροζίνι τις στρατιωτικές του επιτυχίες, το 1687 αποφασίζει να περάσει στην Στερεά Ελλάδα και να επιτεθεί στην ίδια την Αθήνα και ειδικά στην Ακρόπολη, όπου είχαν καταφύγει εκεί οι οθωμανικές δυνάμεις. Η πολιορκία κράτησε 6 ημέρες και εκτός από τα ανθρώπινα θύματα, προξένησε τρομακτικές ζημιές στα αρχαία μνημεία. Ειδικά, ο ναός της Αθηνάς Νίκης χρησιμοποιήθηκε από τους Οθωμανούς σαν αμυντικός προμαχώνας ενώ ο Παρθενώνας, πυριτιδαποθήκη των Τούρκων, χτυπήθηκε από βλήμα μπομπάρδας το βράδυ της 26 Σεπτεμβρίου 1687, κατόπιν διαταγής ενός νεαρού γερμανού αξιωματικού. Η έκρηξη κατέστρεψε ολοκληρωτικά την στέγη, ακόμη άθικτη, και μεγάλο μέρος του σηκού.
Η τελευταία αυτή νίκη των Βενετών δεν στάθηκε καθοριστική για τον πόλεμο. Η πανώλη, η έλλειψη ιππικού και η αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων ανάγκασαν τα βενετικά στρατεύματα να εγκαταλείψουν την Αττική. Οι ίδιοι λόγοι ανάγκασαν τον Μοροζίνι (που μόλις είχε εκλεγεί δόγης) να εγκαταλείψει και την ατυχή πολιορκία της Χαλκίδας του 1688. Τα βενετικά στρατεύματα πήραν τον δρόμο του γυρισμού προς στην Πελοπόννησο (την οποία θα κρατήσουν για 30 συνολικά χρόνια), αφήνοντας για πάντα την πρωτοβουλία στους Οθωμανούς.
Όπως προαναφέραμε, πριν από την έναρξη του πολέμου η Βενετία δεν διέθετε μεγάλα διαμετρήματα πυροβολικού φτιαγμένα από σίδηρο. Μέχρι τότε χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά μπρούτζινα πυροβόλα. Μολονότι τα μπρούτζινα κανόνια θεωρούνταν πιο αξιόπιστα λόγω του μεγαλύτερου χρόνου ζωής (δεν σκούριαζαν) και λόγω έλλειψης ατυχημάτων κατά την εκπυρσοκρότηση, το κόστος κατασκευής τους ήταν τρεις με πέντε φορές ακριβότερο των σιδηρών πυροβόλων. Στην Βενετία κατασκευάζονταν από σίδηρο μέχρι τότε μόνο ορισμένα πυροβόλα μικρού διαμετρήματος.
Το χυτήριο του Thomas Western στο Brede του Sussex κατασκεύασε πυροβόλα για λογαριασμό της Βενετίας για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Οι διπλωματικές περιπλοκές που δημιουργήθηκαν κατά τον πόλεμο της Μεγάλης Συμμαχίας (Εννεαετής Πόλεμος 1688-1697) θα προκαλέσουν το βέτο της Αγγλικής κυβέρνησης για την πώληση οπλισμού στην Βενετία. Έτσι, η τελευταία θα αναγκαστεί να αναπτύξει μια δική της μεταλλουργική βιομηχανία, ειδικά στην Brescia και Bergamo.
Το χαρακτηριστικό των μπομπάρδων ήταν η χαμηλή σχέση μεταξύ διαμετρήματος και μήκος κάννης, η οποία ισοδυναμούσε με 2,5-4. Το διαμέτρημα αναφέρεται στο βάρος μιας σιδερένιας μπάλας (βλήματος) ισοδύναμου διαμετρήματος. Το βλήμα ήταν κοίλο, γεμισμένο με μπαρούτι και εφοδιασμένο με ένα πυροκροτητή (ξύλινος διάτρητος κώνος, γεμισμένος με συμπιεσμένο μπαρούτι για αργή καύση, τοποθετημένος σε ειδική οπή). Αυτό το χαρακτηριστικό ήταν αποκλειστικότητα των όλμων μέχρι τον 18° αιώνα. Κάθε μπομπάρδα των 1000 ελαφρών βενετικών λιβρών, σαν αυτές που βρίσκονται στην Κέρκυρα, χρησιμοποιούσε βλήματα βάρους (άδεια) 260 λιβρών περίπου και με διάμετρο όσο της κάννης, 512 χιλιοστά, περίπου μισό μέτρο.
Οι μπομπάρδες ήταν ένα καθαρά επιθετικό όπλο. Η χρήση τους ήταν πολύ διαδεδομένη κατά τις πολιορκίες καθώς ο βαθμός ανύψωσης της κάννης (μεγαλύτερος των κανονιών) πρόσδιδε μια αυξημένη καμπύλη τροχιά στο βλήμα, το οποίο κατάφερνε να ξεπεράσει τα τείχη και να εκραγεί στο εσωτερικό του αμυνόμενου χώρου, προκαλώντας τρομακτικές απώλειες. Χάρη στον πυροκροτητή που επιβράδυνε την έκρηξη, τα βλήματα έσκαγαν πέρα από τα τείχη, ανάμεσα στους αμυνόμενους, σπέρνοντας φονικά θραύσματα ανάμεσά τους. Είναι φανερό λοιπόν το ενδιαφέρον τη Βενετίας να οπλιστεί με τέτοια όπλα, τις παραμονές μιας εκστρατείας που πρόγραμμά της είχε την πολιορκία και άλωση σειράς οθωμανικών φρουρίων. Δεν είναι γνωστά τα πολεμικά θέατρα στα οποία έδρασαν οι μπομπάρδες της Κέρκυρας, είναι πιθανόν να χρησιμοποιήθηκαν από την πολιορκία της Λευκάδας μέχρι την ίδια την καταστροφή του Παρθενώνα.
Αρχικά υπήρχαν στην Κέρκυρα 4 μπομπάρδες. Τρεις από αυτές υπάρχουν ακόμη, ενώ η τέταρτη δωρίθηκε αμέσως πριν την Ένωση στους Άγγλους, οι οποίοι την τοποθέτησαν μπροστά από την είσοδο του Πύργου του Λονδίνου. Από τις υπόλοιπες τρεις, μιαβρίσκεται στην πλατεία Σαρόκου (εν αναμονή, ελπίζουμε, αποκατάστασης) ενώ οι υπόλοιπες δύο που κοσμούσαν, τοποθετημένες ανάποδα, την είσοδο του Παλαιού Φρουρίου, βρίσκονται σήμερα στο εσωτερικό του φρουρίου, αποκαταστημένες, συντηρημένες και τοποθετημένες σε πιστά αντίγραφα κιλλίβαντων της εποχής τους. Η διπλή συντήρηση και η δημιουργία των κιλλίβαντων χρηματοδοτήθηκε από τον Ροταριανό Όμιλο Κέρκυρας και πραγματοποιήθηκε από τον Giovanni Leone και G. Orlandini (associazione Arsang), υπό την αιγίδα της διευθύντριας της 21ης Εφορείας Βυζαντινών και Νεώτερων Μνημείων κ. Τένιας Ρηγάκου.
Διακριτικά
Ξεκινώντας από το πυγαίο και προχωρώντας προς το στόμιο, διακρίνεται ο κωδικός CWT (centum weight), ο οποίος χαράκτηκε από το χυτήριο μετά την διάτρηση της κάννης. Ο κωδικός αποτελείται από τρεις αριθμούς, μονάδες μέτρησης μάζας:
41- 0 - 7
Ο πρώτος ονομάζεται “hundredweight” και αντιστοιχεί σε 112 λίβρες∙
ο δεύτερος ονομάζεται “quarters” και αντιστοιχεί σε 28 λίβρες∙
ο τρίτος ονομάζεται “pound” και αντιστοιχεί σε 1 λίβρα.
Επομένως για να μετατρέψουμε αυτό τον κωδικό σε βάρος/λίβρες υπολογίζουμε ως εξής:
41 Χ 112 = 4.592
0 X 28 = 0
7 X 1 = 7
Σύνολο: 4.599 λίβρες = 2.087 κιλά.
Παραπάνω βρίσκεται ανάγλυφο το έτος κατασκευής σε λατινική μορφή (MDCLXXXIV -> έτος τήξης 1684) καθώς και τα αρχικά Τ.W. (Thomas Western), ιδιοκτήτη των χυτηρίων.
Τέλος, πριν από την κάννη και όχι άριστα ευδιάκριτος, βρίσκεται ανάγλυφος ο λέοντας της Βενετίας.
Οι κιλλίβαντες είναι πιστά αντίγραφα των κιλλίβαντων της εποχής, όπως, μεταξύ άλλων, μαρτυρεί και o κιλλίβαντας-μινιατούρα, ο οποίος βρίσκεται στo μουσείο-ίδρυμα Queriniστην Βενετία και που αποτελεί μέρος μιας πλουσιότατης συλλογής μοντέλλων σε κλίμακα, του πυροβολικού της Δημοκρατίας της Βενετίας.
0 Μας δωσαν το χρονο τους :
Speak up your mind
Tell us what you're thinking... !