Μια ποικιλία αμπελιών λιγότερο όξινη, περισσότερο μαλακή και πιο γλυκιά
από τη συγγενική cabernet sauvignon, που βρίσκει όλο και περισσότερους
φίλους σε έναν κόσμο που ζει σε γοργούς και έντονους ρυθμούς
Η αισθησιακή απαλότητα του βελούδου και το αυτοκρατορικό χρώμα της
πορφύρας που σμίγει με αυτό του έβενου είναι η εικόνα που δημιουργεί
συνειρμικά ακόμα και στο άκουσμά της η ποικιλία του σταφυλιού merlot. Η
ποικιλία ανήκει στην οικογένεια των cabernet και οφείλει το όνομά της σε
ένα είδος μαύρου κοτσυφιού (merle) εξαιτίας του σκούρου χρώματος του
σταφυλιού ή της προτίμησης του πουλιού στις γλυκές ώριμες ρώγες της
ποικιλίας.
Γαλλικής καταγωγής, από την περιοχή του Μπορντό, περνώντας τα σύνορα
καλλιεργήθηκε με επιτυχία στην υπόλοιπη Ευρώπη (Ιταλία, Ισπανία,
Ελβετία, Αυστρία, Ελλάδα, Μολδαβία, Ρουμανία κ.α.) αλλά και στις άλλες
ηπείρους (Βόρεια και Νότια Αμερική, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία), δίνοντας
εξαιρετικά αποτελέσματα. Είναι τρίτη στον κόσμο σε έκταση καλλιέργειας.
Αρχικά, ο ρόλος της ήταν να βελτιώσει, «μαλακώνοντας» γευστικά, το
cabernet sauvignon και το cabernet franc, δημιουργώντας κρασιά που δεν
είχαν ανάγκη μεγάλης παλαίωσης. Στην Ελλάδα, αυτός ο ρόλος την οδήγησε
στον ευυπόληπτο γάμο της με το ξινόμαυρο, την ερυθρή ποικιλία της
βόρειας Ελλάδας, που στην κλασική της οινοποίηση υπολείπεται σε
χρωστικές και έχει πλεόνασμα από στιβαρές τανίνες. Το αποτέλεσμα ήταν η
δημιουργία πολύ ισορροπημένων οίνων με εμφανείς τους τυπικούς χαρακτήρες
και των δύο ποικιλιών.
Στα terroirs της Ελλάδας, η ποικιλία εκφράζεται εξαιρετικά.
Καλλιεργείται σε 23 νομούς στην Ηπειρο, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, την
Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα και, ως πρώιμη ποικιλία, συνήθως
τρυγιέται προς τα τέλη Αυγούστου. Εχει τη δυνατότητα να δώσει, ανάλογα
με την περιοχή της καλλιέργειας και κυρίως με την οινοποίηση,
διαφορετικούς τύπους κρασιών: Διακριτικά φρουτώδη, απαλά, με χαμηλό
τανικό χαρακτήρα, που καταναλώνονται νέα. Αλλά και πλούσια σε τανίνες,
με μεγάλη πυκνότητα χρώματος και φρούτου.
Στη φιλόξενη αμπελουργικά ελληνική γη, από τα τυπικά αρώματα της
ποικιλίας ξεχωρίζουν τα μαύρα και τα κόκκινα φρούτα (cassis, φρέσκο
δαμάσκηνο, φράουλα κ.ά.), οι φυτικές και ζωικές νύξεις (πιπέρι,
μανιτάρι, καπνός, δέρμα κ.ά.) και κυρίως μετά την παλαίωση σε ξύλινα
βαρέλια η σοκολάτα η βανίλια, η μόκα αλλά και οι ξηροί καρποί.
Ποιες οι προϋποθέσεις της γευσιγνωσίας;
Ο δοκιμαστής πρέπει να μπορεί να ασκεί τις αισθήσεις του, συγκρατώντας και καταγράφοντας τις εντυπώσεις του. Εργαλεία του η μνήμη, η γευστική και οσφρητική κρίση. Απαραίτητη προϋπόθεση να μην καπνίζει την ώρα της αξιολόγησης ούτε να καταναλώνει τρόφιμα εκτός από ψωμί.
Η γευστική δοκιμή επηρεάζεται από:
- Το χώρο, που πρέπει να είναι καλά φωτισμένος και με θερμοκρασία 20-22°C
- Τα ποτήρια, που πρέπει να είναι γυάλινα ώστε να ελέγχουμε το χρώμα και τη διαύγεια του κρασιού
- Την παρουσίαση των δειγμάτων: Πρώτα τα ξηρά και τα φρέσκα λευκά, μετά τα ροζέ, τα κόκκινα και τα γλυκά
- Τη θερμοκρασία.
ΜΑΡΙΑ ΤΖΙΤΖΗ
0 Μας δωσαν το χρονο τους :
Speak up your mind
Tell us what you're thinking... !