Η συντομογραφία "WC" προέρχεται από τα αγγλικά και σημαίνει "Water Closet". Στα ελληνικά, η έννοια αυτή αντιστοιχεί σε τουαλέτα ή αποχωρητήριο. Ο όρος χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε έναν κλειστό χώρο που περιέχει τουαλέτα και συνήθως και νιπτήρα για το πλύσιμο των χεριών. Είναι μια διεθνώς αναγνωρισμένη έννοια και χρησιμοποιείται ευρέως σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους για να υποδεικνύει τις τουαλέτες.




Σχολιάστε με όποιο όνομα θέλετε: ανώνυμα, με ψευδώνυμο, με το όνομα του καλύτερου πρωθυπουργού που αυτή τη στιγμή εξατμίζει 💸 τα κονδύλια, με το όνομα της πεθεράς σας σε κατάσταση μόνιμης κρίσης 🧨 ή με κάτι που μόλις σας είπε το μον αμουρ σας💃.
Πετάξτε το σκατουλάκι σας εδώ 💩 — είναι ο μόνος χώρος που δεν θα το διαβάσει αλγόριθμος, ψυχολόγος ή εισαγγελέας (λέμε τώρα).
Μπορεί να απαντήσουμε. Μπορεί να κάνουμε πως απαντήσαμε. Μπορεί να σας αγνοήσουμε με πάθος 😈.
Κι αν τελικά σας γράψουμε εκεί που μας γράφουν διαχρονικά οι σωτήρες της πατρίδας, συγχαρητήρια 🎖️: μόλις κερδίσατε μια τιμητική θέση στο πάνθεον του μπλογκ, ανάμεσα σε θρυλικά μπινελίκια, αποτυχημένες ελπίδες και ιδέες που θα έπρεπε να είχαν μείνει προσχέδια.
🖤Λατρεύουμε τα μπινελίκια — και ιδίως αυτά που τρώγονται.🔥.
Χαβ ε νάις ντέι. (ή ό,τι τέλος πάντων). 💋