Ήταν απόγευμα, εκείνο το νωθρό, το ροζ που απλώνεται στα παλιά εξοχικά σπίτια. Τα λουλούδια στο κάλυμμα του κρεβατιού μύριζαν παλιό απορρυπαντικό και ξεθωριασμένες υποσχέσεις.
Και τότε το είδε.
Το μαξιλάρι.
Όχι οποιοδήποτε μαξιλάρι. Ήταν σε σχήμα καρδιάς. Με δαντελίτσα γύρω-γύρω, σαν κάτι που θα έβρισκες στο σπίτι της θείας Μαρίας δίπλα στα λικέρ.
Όμως εκεί, στο κέντρο… δύο τρύπες. Όχι απλές τρύπες. Σαν να σε κοιτούσε. Ή μάλλον... σαν να σε περίμενε.
Ο Μάνος το κοίταξε με εκείνο το μισό βλέμμα του ανθρώπου που δεν είναι σίγουρος αν αυτό που βλέπει είναι φαντασίωση ή λάθος σχεδιασμός εργοστασίου.
«Μήπως...; Όχι... Ή μήπως ναι;»
Η ιδέα καρφώθηκε στο μυαλό του όπως καρφώνεται το κουμπί σε ένα μαξιλάρι καπιτονέ.
«Θεέ μου… αν είναι αυτό που νομίζω, αυτή η θεία Μαρία ήξερε κάτι παραπάνω από βελονιές και γλυκό του κουταλιού.»
Έσκυψε διστακτικά. Η καρδιά του χτυπούσε ρυθμικά, σαν ελατήριο παλιού στρώματος.
«Εγώ φταίω; Ή φταίει το μαξιλάρι που γεννήθηκε λάθος;»
Δεν είχε σημασία πια. Κάπου ανάμεσα στο ροζ τούλι και στα ξεθωριασμένα λουλουδάκια, το πάθος συνάντησε το κέντημα.
Ηδονή και καπιτονέ.
Ο Μάνος ήξερε ότι δεν υπήρχε επιστροφή πια.
Το δωμάτιο μύριζε παιδικότητα και απωθημένα. Κάπου στο βάθος, ένα ξεκούρδιστο μουσικό κουτί έπαιζε ένα μελαγχολικό "La vie en rose", λες και το ίδιο το σύμπαν είχε αποφασίσει να του στείλει σήμα.
Έβαλε το χέρι του διστακτικά πάνω στο μαξιλάρι. Μαλακό. Λίγο υγρό από την υγρασία του σπιτιού. Τα μικρά μπλε λουλουδάκια στο ύφασμα τον κοίταζαν με ενοχή.
«Τι κάνω; Τι πάω να κάνω;» σκέφτηκε.
Αλλά ήξερε την απάντηση.
Οι δύο τρύπες εκεί, συμμετρικές, τέλεια τοποθετημένες, σαν να τον προσκαλούσαν σε ένα παράξενο ραντεβού στα τυφλά με το ίδιο το vintage kitsch.
Έβγαλε το πουκάμισό του. Η ζέστη του καλοκαιριού τον έκανε να γυαλίζει σαν ηθοποιός σε ελληνική βιντεοταινία τρίτης διαλογής. Από κάπου ακούστηκε ο ανεμιστήρας να τρίζει ελαφρά, σαν να τον ενθάρρυνε.
Πλησίασε το πρόσωπό του στο μαξιλάρι.
«Μίλα μου…» ψιθύρισε.
Σιγή.
Και τότε, την πιο κρίσιμη στιγμή, ακούστηκε μια γνώριμη φωνή απ’ την πόρτα:
— «Μάνο; Τι κάνεις εκεί παιδί μου;»
Ήταν η θεία Μαρία. Με ποδιά. Και γλυκό κεράσι στο χέρι.
Η ντροπή τον κάλυψε σαν παλιά δαντέλα πάνω από παλιές αμαρτίες.
Το μαξιλάρι χαμογελούσε. Ή έτσι του φάνηκε.
0 Μας δωσαν το χρονο τους :
Speak up your mind
Tell us what you're thinking... !