Πρώτη Λυκείου. Εκείνη η ηλικία που είσαι πιο ορμονικό μείγμα κι απ’ τα αρώματα στα Hondos.
Είχαμε μια καθηγήτρια… Θεός σχωρέσ’ την (ή μπορεί να ζει ακόμα, δεν ξέρω), αλλά το τζιν της ήταν πιο στενό κι από δανεικά. Η ραφή είχε πάρει διαμέρισμα μόνιμα… εκεί. Χανόταν, σαν πεζοπόρος στη χαράδρα του Βίκου. Μόνο που αυτός ήθελε GPS. Εμείς είχαμε μάτια ραντάρ.
Ούτε ο βασιλικός στο περβάζι δεν άντεχε. Κόντευε να βγάλει άνθη από την καύλα της ατμόσφαιρας.
Και μην νομίζεις, ωραία χρόνια ήταν. Αθώα. Αθώα με τον δικό μας τρόπο — δηλαδή το μόνο “μάθημα” που θυμάμαι είναι… χειροτεχνία κατ’ οίκον.
Πηγαίναμε σχολείο συγκαμένοι. Όχι από το περπάτημα — από την προπόνηση. Αν έβλεπες τις παλάμες μας, νόμιζες δουλεύαμε σε οικοδομή.
Τότε ήμασταν νέοι, ρε φίλε. Εκτόξευση; Εμβέλεια; Μάτι μπορούσες να βγάλεις! Άμα είχε στόχο στον πίνακα, έγραφες "Σ’ αγαπώ Μαρία" με άσπρα γράμματα.
Τώρα; Τώρα περνάνε τελωνείο. Βγαίνουν όπως βγαίνουν τ’ αμάξια στο μποτιλιάρισμα μετά τη σήραγγα στην Εθνική. Στάλα-στάλα, σαν να κάνει το κράτος κράτηση φόρου.
Νιάτα. Τότε λερώναμε τοίχους. Τώρα λερώνουμε πατώματα. Κι αν σηκωθείς απότομα, μπορεί να πάθεις αυχενικό.
Και φυσικά, το κακό δεν ήταν μόνο στο σχολείο. Το κακό ήταν ότι γύριζες σπίτι κι έβρισκες την ελληνική τηλεόραση στο φόρτε της. Μιλάμε για εποχές που αν πετύχαινες το "Βέρα στο δεξί" ή καμιά επανάληψη του “Δύο Ξένοι”, ήσουν έτοιμος να κατεβάσεις το παντελόνι σαν να έβαζες μπλούζα μετά τη θάλασσα: με μία κίνηση.
Και μετά άρχιζε το δράμα. Απόλυτη ησυχία στο σπίτι. Να μην ακουστεί τίποτα. Μέχρι και η καρέκλα έτριζε ύποπτα. Εσύ με το αυτί έτοιμο ν’ ακούσεις πατημασιά στον διάδρομο, με το άλλο μάτι κολλημένο στην οθόνη.
Άμα τύχαινε και άνοιγε πόρτα η μάνα μου, έκανα ότι διάβαζα. Βιολογία: "Αναπαραγωγικό σύστημα — σελ. 84". Λες κι ήθελα και βοήθεια από το σχολικό. Εγώ δίδασκα!
Μετά ήρθαν τα πρώτα κινητά. Nokia 3310. Έστελνες μηνύματα τύπου "ti kaneis mori?" κι αν απαντούσε "kala esu?", έπιανες κι έκανες… πανηγυρισμούς τύπου Μπατιστούτα.
Και η φάση χειροτέρευε. Γιατί τότε, ρε φίλε, ήσουν ο πιο καυλωμένος άνθρωπος του πλανήτη, αλλά ταυτόχρονα ο πιο άπειρος. Ένα "σ’ αγαπώ" έλεγες σε καμιά συμμαθήτρια και ίδρωνες λες κι έδινες πανελλήνιες.
Τότε ήμασταν λύκοι, αλλά κλειδωμένοι στο μπαλκόνι. Τώρα είμαστε γάτες — στειρωμένες και με αρθριτικά.
Καλοκαίρια τότε; Άλλη ιστορία.
Ειδικά κάτι διακοπές στο χωριό. Εκεί γινόταν το μεγάλο μακελειό.
Θείες, ξαδέρφες, φίλες των ξαδερφών. Η θάλασσα βρώμαγε αντηλιακό Καροτέν κι εμείς βρωμούσαμε τεστοστερόνη και απελπισία. Είχαμε περισσότερα σπυριά απ’ ό,τι εμπειρίες, αλλά κάναμε τους μάγκες.
Το βράδυ, πλατεία. Κάτι καφετέριες με καρέκλες πλαστικές, τσίχλες κάτω απ’ τα τραπέζια, και κάτι κοριτσάκια που μύριζαν «μπόντι μίστ» βανίλια λες κι είχαν πέσει σε βαρέλι από γλυκό του κουταλιού.
Τους την πέφταμε με κάτι ατάκες-διαμάντια του τύπου “Τι τάξη πας;”. Τώρα που το σκέφτομαι, ήμασταν σαν μανάβηδες στη λαϊκή: “Τι να σου βάλω;”
Άμα σου χαμογελούσε καμιά, ήθελες να πάρεις δάνειο να της πάρεις παγωτό.
Και φυσικά, όταν έφτανες σπίτι, πάλι στα ίδια. Το δωμάτιο μυρωδιά φρεσκοπλυμένων σεντονιών και… αμαρτίας. Το χέρι είχε μάθει διαδρομή μόνο του, λες και είχες GPS.
Το χειρότερο ήταν τα επόμενα πρωινά. Να σηκώνεσαι με το σώβρακο να βαράει… πρόγκα, κι η μάνα να σου λέει: “Φάε τοστ να μεγαλώσεις”. Λες κι ήθελα άλλο να μεγαλώσω.
Και στο σχολείο πάλι απ’ την αρχή. Εμείς μέσα στις ορμές μας κι αυτή η καθηγήτρια να φοράει εκείνα τα τζιν που τα είχαν ράψει ειδικά για να περνάει ο διάβολος και να κάνει το σταυρό του.
Εντωμεταξύ, εμείς, ούτε μούσι ούτε τίποτα. Κάτι μουστάκια-χνούδι που αν φυσούσες, φεύγαν. Αλλά το παίζαμε γόηδες. Ο Φοίβος Δεληβοριάς στα νιάτα του πιο πολλά είχε καταφέρει.
Και τώρα;
Τώρα πάω να σηκωθώ από τον καναπέ και ακούγονται τα γόνατά μου σαν το καπάκι της κατσαρόλας όταν δεν κουμπώνει καλά.Ωραία χρόνια ρε φίλε. Κάθε φλόκι κι ένα όνειρο.
Καψούρες, λοιπόν.
Οι καψούρες τότε ήταν άλλο πράγμα. Δεν είχαμε ακόμα κινητά, social, Tinder και τέτοια. Είχαμε μόνο φαντασία. Και το μυαλό μας ήταν πιο παραγωγικό κι από εργοστάσιο στη Βιομηχανική Ζώνη.
Βλέπαμε την Ελένη — πάντα υπήρχε μια Ελένη, ή μια Χριστίνα ή μια Μαρία, είναι νόμος αυτός — να περπατάει στο διάδρομο κι έπαιζε το soundtrack από “Ρωμαίος και Ιουλιέτα” μόνο στο δικό μας κεφάλι.
Μας κοιτούσε; Πάθαινες μπλε οθόνη.
Και μετά; Μετά σπίτι. Να κάνεις «εργασία». Όχι Μαθηματικά. Όχι Ιστορία. Μιλάμε για χειρωνακτική εργασία. Οικιακή οικονομία.
Είχαμε μάθει τέτοια δεξιοτεχνία που άμα υπήρχε Ολυμπιακό άθλημα, ήμασταν για μετάλλιο. Ήξερα να το κάνω πιο γρήγορα κι από ζώνη ασφαλείας.
Η τεχνική ήταν συγκεκριμένη:
Κλειδαριά στην πόρτα.
Ήχος τηλεόρασης για κάλυψη.
Άγρυπνο αυτί στον διάδρομο.
Μετά πήγαινες στο σχολείο το πρωί και περπατούσες με μια ελαφριά καμπουρίτσα. Όχι από το βάρος της τσάντας — από τη συχνή εργασία.
Αλλά, φίλε μου, η καψούρα ήταν βαθιά. Δεν ήταν απλά σεξουαλικό. Ήθελες να τη δεις, να της μιλήσεις, να καθίσετε στο ίδιο παγκάκι, να φάτε παγωτό μαζί. Να της δανείσεις το φούτερ σου, να μυρίσει εφηβεία και απορρυπαντικό.
Κι άμα, λέω ΑΜΑ, σου χαμογελούσε; ΤΕΛΟΣ. Παντρεμένοι στο μυαλό σου. Έτοιμος να κάνεις αίτηση για στεγαστικό.
Αλλά κυρίως… ήσουν καψούρης ΜΕ ΠΟΝΟ.
Που άκουγες “Wind of Change” και νόμιζες ότι ο Σκορπιός μιλούσε για τη δικιά σου κατάσταση.Το χειρότερο ήταν όταν τη βλέπαμε να γελάει με τον «άλλον». Τον ωραίο. Τον ψηλό. Τον τύπο που είχε μούσι από την Τρίτη Γυμνασίου.
Εμείς εκεί. Μόνοι. Σταυρωμένα χέρια… κι από το πολύ σταύρωμα είχαν γίνει μπράτσα.
Μιλάμε για εποχές που το δωμάτιο μύριζε εφηβεία, ιδρώτα και αμαρτία.
Κι εμείς, ξέρεις τι ήμασταν; Οι ήρωες της καθημερινότητας. Οι εργάτες της αγάπης. Τα παιδιά με τη ρόζο στις παλάμες — όχι από δουλειά στο χωράφι, αλλά από εργασία στο σπίτι.Και τώρα; Τώρα ούτε δουλειά ούτε έρωτας. Μόνο κάτι λογαριασμοί, κι άμα σου μείνει κουράγιο… χειρονακτική εργασία στο fast forward.
Πρώτη φορά παραλία γυμνιστών
Και φυσικά, κορυφαία στιγμή της εφηβείας μας — το αποκορύφωμα όλων αυτών των χρόνων καψούρας, χειρονακτικής εργασίας και μοναχικών soundtrack — ήταν η πρώτη φορά που πήγαμε σε παραλία γυμνιστών.
Εκδρομή με τους φίλους. Κλασικό χωριό, παραλία “απ’ την πίσω μεριά”, που έλεγαν οι μεγάλοι με ένα χαμόγελο-υπόνοια. Εμείς; 16 χρονών, με ορμόνες που αν τις πούλαγες στο Χρηματιστήριο, έκανες τζίρο μεγαλύτερο απ’ της Apple.
Κατεβαίνουμε το μονοπάτι. Κάτι γιδόσκαλα, κάτι πέτρες, ο ήλιος να βαράει στο κεφάλι. Κι εκεί… ΞΑΦΝΙΚΑ…
Βλέπουμε τα πρώτα βυζιά live. Όχι περιοδικά, όχι “Blue Sky” μεταμεσονύχτιο — LIVE. Στο φως του ήλιου.
Δεν ήμασταν έτοιμοι γι’ αυτό. Ήταν σαν να σου δίνουν απότομα διδακτορικό όταν ακόμα δεν ξέρεις να γράφεις την προπαίδεια.
Κάποιοι ήθελαν να το παίξουν άνετοι. “Σιγά μωρέ, έχουμε ξαναδεί”, έλεγαν. Ναι, καλά. Μέσα στο μαγιό είχαμε ανατίναξη εργοστασίου.
Κάναμε ότι κοιτάζαμε τη θάλασσα, αλλά το βλέμμα έσπαγε σαν καλαμάκι που το δαγκώνεις. Και κάθε που περνούσε από δίπλα κάποια, γυμνή, φυσικά, με το χαμόγελο του ανθρώπου που ξέρει, εσύ ένιωθες ότι είσαι delivery σε λάθος διεύθυνση.
Εννοείται ότι δεν βγάλαμε μαγιό. Το είχαμε σφιχτά δεμένο, λες και κρατούσαμε χειροβομβίδα με κομμένη περόνη.
Και το βράδυ; Γυρίσαμε σπίτι και πέσαμε όλοι πάνω στην… εργασία. Λες και ήμασταν τεχνίτες που δεν πρόλαβαν να παραδώσουν το έργο. Έτσι όπως ήμασταν, με τα αλάτια στο δέρμα και τις σκέψεις στο κεφάλι να κάνουν κυριολεκτικά κυματισμούς.
Εκείνο το καλοκαίρι δεν κοιμηθήκαμε ούτε ένα βράδυ χωρίς «εργασιακό ωράριο». Και το ωράριο είχε υπερωρίες.
Αλλά αυτά ήταν τα ωραία. Πριν γίνουμε μεγάλοι, πριν μπουν τα ενοίκια, οι λογαριασμοί, τα “δεν προλαβαίνω”, τα “κουράστηκα”. Τότε ήμασταν απλά 16 χρονών, με σπυριά στη μούρη και όνειρα πιο μεγάλα απ’ το μαγιό μας.
Εμείς ήμασταν τα παιδιά που μεγάλωσαν με αφίσες από Αλμοδοβάρ χωρίς να ξέρουν ποιος είναι ο Αλμοδοβάρ. Τα παιδιά που κολλούσαν αφίσες με γυμνά μοντέλα από το «Maxim» πίσω από την πόρτα και το παίζαν κουλ.
Και τώρα… τώρα κοιτάμε καμιά φορά τον εαυτό μας στον καθρέφτη και λέμε:
“Ρε φίλε… ωραία ήτανε. Τότε ήμασταν καψούρηδες και άβγαλτοι… τώρα είμαστε άβγαλτοι χωρίς να ‘χουμε καψούρα. Και αυτό είναι το χειρότερο.”
0 Μας δωσαν το χρονο τους :
Speak up your mind
Tell us what you're thinking... !