Home » , , , » Αντρέ Ντελόν, σημειώσεις καλοκαιριού και άλλες ατυχίες

Αντρέ Ντελόν, σημειώσεις καλοκαιριού και άλλες ατυχίες

Written By zone on 9.6.25 | 8:04 μ.μ.

Η Αλήθεια Γραμμένη στα Τεφτέρια 

του Αντρέ Ντελόν


Μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα, κάπου σε μια ακρογιαλιά της Κρήτης, ο κύριος Αντρέ Ντελόν, με τα μακριά μαλλιά να τραβούν ελαφρύ αεράκι είχε βρει το προσωπικό του καταφύγιο — μια φθαρμένη αλλά αναπαυτική καρέκλα παραλίας, δίπλα στη σκιά ενός χαμηλού τοίχου και με το απαλό θρόισμα των πεύκων γύρω του.


 Στα πόδια του, η άμμος ανακατεμένη με πευκοβελόνες και βότσαλα. Κρατούσε στα χέρια του ένα βιβλίο: «Τεφτέρια» του Μανόλη Χατζηπαναγιώτου.

Είχε σταυρώσει τα πόδια του με την άνεση κάποιου που δεν βιάζεται για τίποτα. Το βλέμμα του περιπλανιόταν ανάμεσα στις λέξεις και στον ορίζοντα της θάλασσας. Τα πορτοκαλί του πέδιλα, σχεδόν παιδικά, έμοιαζαν με ειρωνικό σχόλιο για το βάθος των σκέψεών του., γύρισε μια σελίδα και συνάντησε τις λέξεις:

«Στο μεταξύ η κάψα του για τη θάλασσα φούντωνε. Τα ταξίδια είχαν ξαναρχίσει από καιρό, και τα λίμπερτι έκαναν χρυσές δουλειές. Χωρίς τον Σπύρο όμως. Αυτός, αν πλάκωνε κανένας πελάτης από μακρινό ταξίδι, άνοιγε το στόμα δυο πήχες και τ’ αυτιά άλλες τρεις και άκουγε με τις ώρες. Σιγά σιγά τις ιστορίες τις πήρε μέσα του κι άρχισε να τις λογαριάζει δικές του. …»

Έμεινε για λίγο σιωπηλός. Ίσως σκέφτηκε έναν παλιό φίλο, έναν καλοκαιρινό έρωτα ή ένα χαμόγελο που είχε μείνει μετέωρο στην άκρη του κύματος.

Το απόσπασμα του θύμισε τον ίδιο τον Αντρέ, εκεί όπου στέκεται στην άκρη του νερού: τη θέλησή του να ταξιδέψει, την ανάγκη για αναζήτηση πέρα από την ακτή, ίσως και πέρα από τον εαυτό του.

Άπλωσε την παλάμη χωρστά από το κορμί του· ένιωσε την αλμύρα στο δέρμα, σαν υπόσχεση πως δεν υπάρχει επιστροφή — μόνο νέες θάλασσες, νέες στιγμές. Η ανυπομονησία να πάει κάπου, να γνωρίσει άλλους κόσμους, να γεμίσει καινούριες σελίδες στο προσωπικό του τεφτέρι, είχε γίνει πυρωμένη επιθυμία.

Ο Αντρέ αποφάσισε ότι θα σηκωνόταν ύστερα από λίγο και θα πήγαινε μια βουτιά – όχι μόνο στο νερό, αλλά και σε ό,τι κρύβει η λέξη «ταξίδι» για τον καθένα. Για τον ίδιο, κάθε ταξίδι ήταν και μια μικρή άσκηση να μην ξεχάσει τίποτα: ούτε τον ήχο των κυμάτων, ούτε τη γεύση του νερού, ούτε τη μυρωδιά των πεύκων μακριά από το σπίτι.

Ο ήλιος ανέβαινε με βαρύτητα, κι η κάψα που φώλιαζε στο σβέρκο του Αντρέ έμοιαζε μ’ εκείνη την παιδική αίσθηση του τέλους Αυγούστου: ούτε πια καλοκαίρι, ούτε ακόμη φθινόπωρο. Κάποιο μεταίχμιο — σαν εκείνα που έψαχνε πάντα να βρει.

Σηκώθηκε αργά από την καρέκλα του, άφησε το βιβλίο ανοιχτό ανάσκελα πάνω σε μια διπλωμένη πετσέτα. Πριν κάνει το πρώτο βήμα προς το νερό, έστρεψε το βλέμμα του πίσω. Το τοπίο ήταν ίδιο όπως πριν – πεύκα, σιωπή, μια γάτα περαστική – αλλά ένιωθε ότι είχε αλλάξει κάτι ανεπαίσθητο. Ίσως μέσα του. Ίσως στην επόμενη σελίδα που δεν είχε διαβάσει ακόμα.

Βαδίζοντας προς τη θάλασσα, ένιωθε το σώμα του ελαφρύ, σχεδόν διάφανο. Κάθε του βήμα άφηνε μικρές αυλακιές στην άμμο, που όμως τις έσβηνε ο αέρας πριν προλάβει να τις κοιτάξει πίσω. Ήταν η ιδανική στιγμή να θυμηθεί — ή να ξεχάσει.

Το νερό τον υποδέχτηκε ψυχρό, αλλά όχι εχθρικό. Βούτηξε χωρίς να σκεφτεί. Χάθηκε κάτω απ’ την επιφάνεια σαν να αναζητούσε κάτι θαμμένο — ένα παλιό βλέμμα, μια φωνή από τα νιάτα του, ένα όνειρο που δεν το άγγιξε ποτέ. Κολύμπησε προς τα βαθιά με ρυθμό αργό, τελετουργικό, σαν να μετρούσε τις ανάσες του αντί για τις κινήσεις.

Όταν τελικά στάθηκε να επιπλεύσει, με το κεφάλι να κοιτά τον ουρανό και τα χέρια ν’ ανοίγουν σαν φτερά, του φάνηκε πως άκουσε μια φωνή πίσω του. Ή μήπως ήταν απλώς ο νους του;

«Και τι θα γράψεις στο τεφτέρι σήμερα, Αντρέ;»
Δεν ήταν φωνή. Ήταν σκέψη. Ή μήπως ήταν ο Βαλεοντής;
Πού να βρίσκεται τώρα ο παλιός του γνώριμος; Μήπως κι αυτός ξεκινούσε για κάτι που δεν μπορούσε να πει με λέξεις;

Ο Αντρέ χαμογέλασε. Ταξίδια, φίλοι, καλοκαίρια. Όλα δικά του. Όλα περασμένα. Όλα παρόντα.
Γύρισε προς τη στεριά. Τον περίμενε το βιβλίο, και πίσω του – στην άκρη της πετσέτας – ένα μικρό γαλάζιο τεφτέρι, με κεντημένο το όνομά του στη γωνία.

Πλησίασε και το άνοιξε στην πρώτη κενή σελίδα.
Πήρε το μολύβι.
Έγραψε:

«1. Να θυμάσαι να επιστρέφεις στα μέρη όπου ήσουν ευτυχισμένος, αλλά να μην περιμένεις να τα βρεις όπως τα άφησες.»

«2. Αν κάποιος σε ρωτήσει γιατί ταξιδεύεις, πες του: για να βρω τα κομμάτια μου στους άλλους ανθρώπους.»

«3. Στο τέλος κάθε καλοκαιριού, σώζεται μόνο ό,τι ήσουν πρόθυμος να μοιραστείς.»

Και τότε, κάπου ανάμεσα σε σκιές και φως, πίσω από τα γράμματα, φάνηκε πάλι η μορφή του Βαλεοντή. Με ένα τσαλακωμένο πουκάμισο και βλέμμα που έψαχνε ακόμη.

Ο Αντρέ τον καλημέρισε σιωπηλά.
Ήξερε πως, κάποια στιγμή, θα τον ξανάβλεπε. Σε άλλη ακτή. Σε άλλη σελίδα.


– Μα καλά, γίνεται να έχουν περάσει σχεδόν δυο βδομάδες και να μην έχουν βρει ούτε ίχνος του; Σιγά μην δεν ξέρουν πού είναι. Κάτι μας κρύβουν.

– Έλα τώρα... Εγώ σου λέω πως την έχει κοπανήσει με την γκόμενα. Το παράτησε το αυτοκίνητο μόλις λίγα μέτρα από το σπίτι της. Και μη μου πεις ότι χάνεται άνθρωπος μέσα στη Δημητρακάκη;

Οι φωνές στο αεροπλάνο ανέβαιναν και κατέβαιναν σαν κύματα. Ο αστυνόμος Ευτύχης Βαλεοντής άκουγε σιωπηλός, αφήνοντας το αυτί του να κόβει λόγια. Μάταιος κόπος. Μόνο εικασίες και κουτσομπολιά. Από τη μέρα που χάθηκε ο Απόστολος Παχιάς, άλλη κουβέντα δεν υπήρχε στα Χανιά.

Ο Παχιάς δεν ήταν τυχαίος. Παλαιός πολιτευτής, βουλευτής, ακόμα και υπουργός Εσωτερικών. Ισχυρός και βαθιά ριζωμένος στην τοπική κοινωνία. Και τώρα, εδώ και δώδεκα μέρες, άφαντος. Η οικογένειά του είχε σημάνει συναγερμό, η αστυνομία είχε κινητοποιηθεί, αλλά τίποτα.

Γι’ αυτό βρισκόταν και ο Ευτύχης στην πρωινή πτήση Αθήνα–Χανιά. Η ηγεσία, βλέποντας πως η τοπική έρευνα βάλτωνε, έστειλε τον άνθρωπό της. Έμπειρος, με μυαλό που δουλεύει. Και το βασικότερο: ρίζες από τη μεριά της μάνας του, από τα Σελινιώτικα. Το μικρό του όνομα πρόδιδε την κρητική του πλευρά, ενώ το επώνυμο από τον Σαμιώτη πατέρα του τού χάριζε μια ευπρόσδεκτη ανωνυμία. Στα χαρτιά ξένος, στην πράξη ντόπιος.

Ήξερε την πόλη. Καλοκαίρια στις θείες, παλιές αγάπες στις Σούγιες και στο Λαφονήσι. Είχε τις μυρωδιές και τις στροφές της στο αίμα του.

Ο ταξιτζής που τον παρέλαβε από το αεροδρόμιο αποδείχθηκε λαλίστατος – και φυσικά το θέμα ήταν ένα:

– Από πού είστε, κύριε;

– Αθήνα.

– Φθινοπωριάτικα εδώ; Τι σας έφερε;

– Κάτι κληρονομικά. Εφορίες, κτηματολόγια... τα γνωστά.

– Ε, ναι... μπελάδες δηλαδή. Εδώ έχουμε άλλους μπελάδες – ψάχνουμε τον Παχιά. Τα είδατε στις ειδήσεις;

– Ναι, κάτι πήρε το αυτί μου. Πολιτικός, έτσι;

– Ήταν. Βουλευτής, υπουργός... Δύναμη μεγάλη. Τον είχαν αφήσει λίγο στην απέξω τελευταία, αλλά όλοι έλεγαν ότι ετοιμαζόταν για επιστροφή. Γάτα με πέταλα – αν δεν έχει τινάξει τα πέταλα, ε;

Ο ταξιτζής γέλασε μόνος του, υπερήφανος για το κακόγουστο λογοπαίγνιο.

– Και τι λέτε εσείς; ρώτησε ο Ευτύχης, για τα μάτια του κόσμου.

– Τι να σας πω... άλλοι λένε απαγωγή, άλλοι αναρχικοί, άλλοι ότι έφυγε με γκόμενα. Ο καθένας και μια θεωρία. Χάος!

Στο ξενοδοχείο, ο Ευτύχης δεν είχε γίνει σοφότερος. Ό,τι άκουσε, το ήξερε ήδη. Είχε διαλέξει το Ίριδα, κοντά στο σημείο όπου είχε θεαθεί τελευταία φορά ο Παχιάς. Καλή θέα, ήσυχο, με πάρκινγκ και απόσταση περπατήματος από το κέντρο. Ιδανικό.

Παρήγγειλε έναν καφέ στο δωμάτιο και από το μπαλκόνι χάζεψε το τοπίο – Κουμ Καπί αριστερά, Χαλέπα και Ακρωτήρι δεξιά. Ούτε ίχνος από τη μουντάδα του Γαλατσίου όπου μεγάλωσε. Τον είχε κουράσει η υπηρεσία τελευταία. Αν δεν ήταν τα έξοδα για την πρώην και τον φοιτητή γιο του, ίσως να τα είχε παρατήσει. Στην καριέρα του είχε ζήσει δύσκολες αποστολές: ναρκωτικά, λαθρεμπόριο. Η εξαφάνιση του Παχιά του φαινόταν σχεδόν... αναψυχή.

Κατά τις δέκα το πρωί περπάτησε ως το Αστυνομικό Μέγαρο. Ήθελε να ξεμουδιάσει, αλλά και να αφουγκραστεί την πόλη. Μισή ώρα δρόμος μέχρι τον Κουμπέ. Εκεί βρήκε αναστάτωση – πρόσφυγες στην Παλαιόχωρα, προσπαθούσαν να τους στεγάσουν πρόχειρα σε ένα γυμναστήριο.

Ο διοικητής, ο Σταμελάκης, τον υποδέχτηκε ψυχρά. Η αποστολή του Ευτύχη ήταν ευθεία αμφισβήτηση στις ικανότητές του. Έκρυψε τη δυσφορία του πίσω από δήθεν αγανάκτηση για τους πρόσφυγες:

– Έχουμε τον Παχιά, έχουμε και τους Πακιστανούς! Πού βρέθηκαν όλοι μαζί...

– Σομαλοί είναι, κύριε διοικητά, τον διόρθωσε η νεαρή αστυφύλακας με τους καφέδες.

– Και πού ξέρεις εσύ, ρε Βούλα, ότι δεν είναι Πακιστανοί;

– Μαύροι είναι, κύριε διοικητά...

– Μαύροι, άσπροι, στ’ αρχίδια μου. Δεν κάθονται εκεί που είναι, όλοι εδώ θα μαζευτούν; Καλά τα λέω, συνάδελφε... Βαλεοντής, έτσι;

Ο Σταμελάκης ήταν η κλασική φιγούρα τοπικού αξιωματικού που ήξερε να ισορροπεί. Ούτε τα σκέπαζε, ούτε τα ξέθαβε. Επιβίωνε. Και στην Κρήτη, αυτό λέει πολλά.

Όταν έμειναν μόνοι, ο Ευτύχης μπήκε στο ζουμί:

– Έχετε αποκλείσει την απαγωγή; Μοιάζει το πιο πιθανό. Θυμάστε την υπόθεση Ζερβού...

– Το σκεφτήκαμε. Αλλά δώδεκα μέρες και κανένα μήνυμα; Κανένα αίτημα για λύτρα; Αν τον είχαν απαγάγει, θα είχαν επικοινωνήσει. Σε τόσες μέρες θα μπορούσαν να είχαν φτάσει... στο Βλαδιβοστόκ. Και μη σας πω, κοντέψαμε να φτάσουμε κι εκεί.

– Τι εννοείτε;

– Υπήρχε μια Ρωσίδα. Σχέση του Παχιά. Το αυτοκίνητό του βρέθηκε έξω από το σπίτι της, στη Δημητρακάκη. Ξέραμε για τη σχέση. Η γυναίκα του, και αυτή. Έκαναν πως δεν ήξεραν. Επικράτησε σιωπή – ξέρετε πώς είναι στην επαρχία. Όμως η Ρωσίδα είχε φύγει πέντε μέρες πριν εξαφανιστεί ο Παχιάς. Την ψάξαμε, τη βρήκαμε στην επαρχία της, τη φέραμε πίσω. Άλλοθι σιδερένιο. Τώρα την έχουμε υπό παρακολούθηση. Αλλά τίποτα.

– Η τρομοκρατία;

– Υπάρχει η ομάδα PANDIERA ROSA. Είχαν προηγούμενα. Όταν ήταν υπουργός Εσωτερικών, είχε γίνει σύγκρουση. Πορείες, ξύλο, συλλήψεις. Έβγαλαν και μια προκήρυξη...

Ο Βαλεοντής την διάβασε. Φανφάρες, πολιτικοί αφορισμοί, λεονταρισμοί. Μια απειλή στο τέλος: «Δωσίλογε Παχιά, δεν τελειώσαμε...»

– Και γιατί «δωσίλογος»;

– Λένε για τον πατέρα του ότι ήταν συνεργάτης των Γερμανών. Παλιά ιστορία. Ο ίδιος ο Παχιάς γεννήθηκε το ’48. Μαλακίες.

– Και με τον ανιψιό του, τον συνεργάτη του στο γραφείο;

– Τον ανακρίναμε. Καθαρός.

– Ωραία. Δώστε μου τις καταθέσεις και τα πορίσματα να τα μελετήσω. Δεν θέλω να σας καθυστερώ. Έχετε κι άλλα στο κεφάλι σας.

Ο Σταμελάκης ένευσε. Ο Ευτύχης, φεύγοντας, φρόντισε να του ρίξει λίγη κολακεία. Δεν ήθελε αντιπαλότητες.

Κατηφόρισε τη Νεάρχου, όμορφη και ευρύχωρη. Του έκανε καλό το περπάτημα. Και τότε, μια φωνή:

– Γεια σου, ρε Ευτύχη! Μίλα μας και μη μας αγαπάς!

Ταράχτηκε. Ποιος τον αναγνώρισε; Γύρισε και είδε έναν άντρα, συνομήλικό του, να τον χαιρετά από απέναντι, έξω από τα γραφεία της Ενωμένης Αριστεράς. Πέρασε τον δρόμο, γελαστός. Ο Ευτύχης ένιωσε ανακούφιση – ήταν ο Κυριάκος. Παλιοί φίλοι. Παλιοί καλοκαιρινοί φίλοι.

– Έλα ρε Κυριάκο... Δεν περίμενα να με θυμάται άνθρωπος εδώ. Ίδιος έμεινες!

Ένα ευγενικό ψέμα. Ο Κυριάκος είχε ασπρίσει, αλλά παρέμενε αρτιμελής και ζωντανός.

– Πώς βρέθηκες εδώ; Τι κάνεις;

– Παντρεύτηκα, χώρισα, έχω ένα γιο, σπουδάζει. Τώρα ήρθα για κάτι χαρτιά, κάτι χωραφάκια της μάνας μου.

Δεν του είπε για την αποστολή. Καλύτερα έτσι.

– Έλα να πιούμε μια τσικουδιά.

Ο Κυριάκος τού έδειξε τα...

Καφενείο “Η Πλατεία”, Σπλάντζια – 21:37

Ο Βαλεοντής έσπρωξε την πόρτα κι ένα σύννεφο καπνού τον τύλιξε. Ούτε τουρίστες, ούτε νεολαία. Μόνο κάτι παλιοί μαστουρωμένοι εργάτες, δύο απόστρατοι και το ραδιόφωνο να παίζει σιγανά έναν σκοπό από ρεμπέτικο του '50.

Κάθισε σ’ ένα τραπεζάκι στη γωνία. Περίμενε τον Λαμπρινό, έναν παλιό πληροφοριοδότη, ξεχασμένο πια από την υπηρεσία. Ο καφενές βούιζε από σιωπές και σβηστά βλέμματα.

Και τότε τον είδε.

Ο Αντρέ Ντελόν.

Μπήκε σαν φάντασμα που ξέχασε να πεθάνει. Μαύρο κοστούμι, άσπρο πουκάμισο, κανένα κουμπί κλειστό. Γυαλιά ηλίου – τη νύχτα. Περπάτησε αργά, σαν να μέτραγε βήματα. Κάθισε απέναντί του χωρίς να ζητήσει άδεια.

— Καπνίζεις ακόμα ρε Βαλεοντή; είπε.

Ο Βαλεοντής δεν μίλησε. Ήπιε μια γουλιά από το πικρό νερό που του ‘φεραν για ρακή.

— Αντρέ, ψιθύρισε.

— Μόνο εσύ με φωνάζεις έτσι. Οι άλλοι με ξεχάσανε. Εκτός από κάτι τύπους με ρωσικές προφορές που ρωτάνε για τον Παχιά.

Σιωπή. Έξω, μια γάτα νιαούρισε απελπισμένα.

— Έχεις ακόμα το πιστόλι σου; τον ρώτησε ο Αντρέ.

— Δεν δουλεύουμε έτσι πια.

Ο Ντελόν γέλασε χωρίς χαρά. Έβγαλε απ’ την τσέπη ένα μικρό φάκελο. Τον άφησε στο τραπέζι.

— Πάρε. Κι αν δεν σε σκοτώσουν πριν το πρωί, έλα να με βρεις στα Ταμπακαριά. Εκεί που καίγονται τα παλιά δέρματα.

Σηκώθηκε. Έφυγε.

Ο Βαλεοντής άνοιξε το φάκελο. Μια φωτογραφία. Η Ρωσίδα. Και δίπλα της… ένα πρόσωπο γνώριμο. Ξεχασμένο. Από τα παλιά.

Η φωτογραφία ήταν ασπρόμαυρη. Τραβηγμένη από ψηλά, σαν από drone ή παλιά σοβιετική κάμερα παρακολούθησης. Η γυναίκα —η Ρωσίδα— με βλέμμα αγέρωχο, σχεδόν στρατιωτικό. Δίπλα της, καθισμένος σε μια πολυθρόνα από κόκκινο βελούδο, ο Απόστολος Παχιάς.

Ζωντανός.

Ο Βαλεοντής ένιωσε μια παλιά, ξεχασμένη ζάλη. Από εκείνες που έρχονταν όταν η υπόθεση πάγωνε για μέρες κι ύστερα κάποιος πέταγε βενζίνη στη φωτιά.

Πλήρωσε, βγήκε στον δρόμο. Η νύχτα στα Χανιά είχε ψύχρα και κάτι πιο ύπουλο: κάποιος τον ακολουθούσε.

Δεν γύρισε αμέσως. Βάδισε σταθερά, προς την Κρήνη του Καρά Μουσά Πασά. Στάθηκε, άναψε τσιγάρο.

— Τι θες, Αντρέ;

Ο Ντελόν βγήκε από τις σκιές σαν να μην είχε φύγει ποτέ.

— Πες μου πρώτα, Βαλεοντή. Τι ψάχνεις στ’ αλήθεια; Τον Παχιά ή τον εαυτό σου;

— Εσύ πού κολλάς;

— Εγώ; Ήμουν φίλος του. Ή και εχθρός του. Δεν έχει σημασία. Ήπιαμε κρασί στην Κριμαία. Ήπιαμε και αίμα.

Ο Βαλεοντής τον κοίταξε.

— Γιατί τώρα;

— Γιατί ήρθε η ώρα. Κι εσύ είσαι το μόνο έντιμο κομμάτι που ‘μεινε σε μια υπόθεση γεμάτη προδότες.

Έβγαλε κάτι από την τσέπη. Ήταν ένα μικρό, λεπτό κουτί. Το άνοιξε. Ένα παλιό κασετόφωνο mini tape.

— Άκου. Το ηχογράφησε πριν εξαφανιστεί.

Πάτησε το play.

«…αν δεν γυρίσω, πες στον Ευτύχη πως ήταν όλα για το φάκελο "Λευκορωσία". Πες του να ψάξει την Πόλυ. Εκείνη ξέρει…»

Η φωνή ήταν του Παχιά. Κουρασμένη, σαν να ηχογραφούσε μέσα σ’ ένα μπουντρούμι.

— Πόλυ; ρώτησε ο Βαλεοντής.

— Η κόρη του. Δεν υπάρχει σε κανένα χαρτί. Μόνο σε μια ζωγραφιά που είχε στην τσέπη του, χρόνια πριν. Σαν παραμύθι.

— Κι εσύ; Πώς ξέρεις όλα αυτά;

Ο Ντελόν έβγαλε τα γυαλιά του. Τα μάτια του ήταν σκοτεινά, αλλά όχι κενά.

— Γιατί κάποτε μ’ έλεγαν κι εμένα “σύντροφο”. Και τώρα… απλώς, σκιά.

Χάθηκε στο στενό πριν ο Βαλεοντής προλάβει να ρωτήσει κάτι άλλο.

Κατοικία Πόλυς Παχιά – Περιβόλια Χανίων – 09:12 π.μ.

Το σπίτι έμοιαζε εγκαταλελειμμένο από μακριά. Παράθυρα μισόκλειστα, ο κήπος παρατημένος, αλλά με ένα είδος τάξης που δεν ταιριάζει σε ερείπιο. Σαν να το πρόσεχε κάποιος που δεν ήθελε να φαίνεται.

Ο Βαλεοντής σταμάτησε το αυτοκίνητο και κοίταξε δεξιά. Ο Ντελόν, ήρεμος, του έκανε νόημα.

— Να χτυπήσω εγώ; ρώτησε ο αστυνόμος.

— Εκείνη ξέρει ήδη πως ήρθες.

Η πόρτα άνοιξε πριν προλάβει να ανέβει το σκαλοπάτι.

Η Πόλυ ήταν τριαντάρα. Όμορφη με τρόπο ψυχρό, σχεδόν χειρουργικό. Τα μάτια της είχαν εκείνο το βλέμμα που δεν ρωτάει αλλά διατάζει. Ή που φοβάται τόσο πολύ, που δεν αντέχει να δείξει τίποτα.

— Εσύ είσαι, λοιπόν, ο Ευτύχης, είπε.

Ο Βαλεοντής έγνεψε. Δεν πρόλαβε να πει τίποτα. Η Πόλυ έκανε στην άκρη.

— Μπείτε. Και οι δύο.

Το σαλόνι ήταν παλιό αλλά καθαρό. Στον τοίχο ένα πορτρέτο του Παχιά — νεαρός, με στρατιωτική στολή. Όχι πολιτικός.

— Το ξέρεις ότι είναι ζωντανός; ρώτησε ο Βαλεοντής.

Η Πόλυ τον κοίταξε χωρίς έκπληξη. Μόνο ένα ανεπαίσθητο σφίξιμο στο σαγόνι.

— Το ξέρω. Και ξέρω ποιοι τον κρατάνε.

— Γιατί δεν μίλησες;

— Γιατί εσείς ψάχνετε να βρείτε το πτώμα του πατέρα μου.
Εγώ θέλω να σκοτώσω εκείνους που τον έθαψαν ζωντανό.

Ο Ντελόν παρέμενε σιωπηλός. Σαν σκιώδης σκηνοθέτης πίσω από την κουρτίνα.

— Ήσουν κι εσύ στον φάκελο "Λευκορωσία", σωστά; είπε η Πόλυ, αυτή τη φορά προς τον Ντελόν.

— Ήμουν σε πολλά. Εκείνον όμως, τον έκαψαν όλοι. Ακόμα κι εσύ.

Η φωνή του είχε κάτι από ξύλινη πόρτα που ανοίγει μετά από χρόνια.

— Μπορεί, είπε η Πόλυ. Αλλά τώρα είμαι έτοιμη να τον ανοίξω ξανά.

Έφερε ένα παλιό, στρατιωτικό φάκελο στο τραπέζι. Επάνω του, σφραγίδες της ΕΥΠ, κάποια ρωσικά αρχικά, και ένα όνομα με κόκκινο μελάνι:

"ΓΙΕΓΚΟΡ ΓΚΟΛΟΥΜΠ"

Ο Βαλεοντής πήγε να ρωτήσει.

— Δεν είναι άνθρωπος, τον πρόλαβε η Πόλυ. Είναι σύστημα. Δίκτυο. Πρώην KGB, μετά CEO. Ζει κάπου ανάμεσα στη Μόσχα, την Ελβετία και τις Μαδάρες.

— Και πού μπαίνει ο πατέρας σου σ’ αυτό;

— Εκείνος ήταν το κλειδί. Και τώρα είναι το λάφυρο.

Σιωπή.

Ο Ντελόν σηκώθηκε, πλησίασε το πορτρέτο του Παχιά.

— Θυμάσαι τι είπε σ’ εκείνη την αποστολή στην Οδησσό;

Η Πόλυ έγνεψε.

— "Αν χαθώ, να με βρείτε στα μάτια του καθρέφτη".

Ο Βαλεοντής κοίταξε και τους δύο. Τώρα ήξερε τι ακολουθούσε.

Ένα ταξίδι πίσω. Όχι μόνο στον χώρο. Αλλά στον χρόνο. Στα χρόνια που ο Παχιάς δεν ήταν πολιτικός, αλλά άνθρωπος της σιωπής.

......

Το παλιό καφέ «Ντελίριον» – Χανιά, αργά το βράδυ

Ο αστυνόμος Βαλεοντής κάθεται μόνος. Το ποτήρι με το παλαιωμένο κονιάκ είναι μισογεμάτο. Η υπόθεση Παχιά δεν βγάζει πουθενά.

Ένας άντρας κάθεται απέναντι του χωρίς να ρωτήσει. Παλιό παλτό. Ξεθωριασμένο βλέμμα. Το τσιγάρο ακουμπισμένο στα χείλη σαν προέκταση μιας σιωπής.

— «Τον ήξερες τον Απόστολο;» ρωτά ο άγνωστος.

— «Δουλεύω πάνω στην εξαφάνισή του.»

— «Δεν εξαφανίστηκε, Ευτύχη. Έσβησε μόνος του το φως.»

Ο Βαλεοντής ανασηκώνει τα φρύδια. Κάτι στον τρόπο που τον λέει «Ευτύχη» του τινάζει το παρελθόν στο μυαλό. Κάπου τον ήξερε αυτόν τον άντρα. Ή, τουλάχιστον, κάποτε ήξερε κάποιον που κοιτούσε έτσι — σαν να έχει ήδη ζήσει το τέλος της ιστορίας.

Ο άντρας δίνει το όνομά του μόνο όταν φεύγει:

— «Αντρέ. Αντρέ Ντελόν. Αν χρειαστείς να ακούσεις χωρίς να ρωτάς, έλα πάλι.»

Χανιά, ξημέρωμα, στον μώλο

Ο Βαλεοντής περπατά μόνος στο λιμάνι. Η υπόθεση Παχιά έχει παγώσει. Τα στόματα σφραγισμένα, τα ίχνη σβησμένα από τον νοτιά.

Βρίσκει τον Αντρέ εκεί, να κοιτά τη θάλασσα. Με το ίδιο παλτό, την ίδια στάση. Σαν να μην κουνήθηκε ποτέ από το προηγούμενο βράδυ.

— «Τι έκανες εσύ στα Χανιά, Αντρέ;» ρωτά ο αστυνόμος.

— «Πέρασα για λίγο. Όπως όλοι. Δεν μένει κανείς εδώ για πάντα.»

— «Τον ήξερες τον Παχιά;»

Ο Αντρέ σβήνει το τσιγάρο στην πέτρα του μώλου.

— «Ό,τι αγαπάς πολύ, ή το σκοτώνεις ή σ' αφήνει. Ο Απόστολος δεν ήταν εξαίρεση.»

— «Αυτοκτόνησε;»

Ο Αντρέ σηκώνει τα μάτια για πρώτη φορά και τον κοιτά.

— «Ποιος αυτοκτονεί στ’ αλήθεια, Ευτύχη; Ή ποιος ζει στ’ αλήθεια; Μερικοί απλώς αλλάζουν δρόμο. Ή ονόματα.»

Ο Βαλεοντής θέλει να ρωτήσει παραπάνω, αλλά κάτι τον σταματά. Ο αέρας έχει έναν ήχο που θυμίζει φωνές, μα δεν είναι άνθρωποι. Είναι οι πέτρες, η θάλασσα, τα φαντάσματα της πόλης.

Ο Αντρέ σηκώνεται. Δεν αποχαιρετά. Φεύγει αργά, περπατώντας προς τον φάρο.

Ο αστυνόμος μένει μόνος. Η μέρα αρχίζει.

Σημειώνει στο τεφτέρι του:

«Ίσως ο Παχιάς να μην χάθηκε. Ίσως να έβγαλε τη μάσκα.
Κι ο Αντρέ… ίσως να είναι αυτό που μένει όταν σβήσουν τα πρόσωπα και μείνει μόνο η σκιά.»

σημείωμα σε παλιό χαρτί, δίχως αποστολέα — βρέθηκε στον καθρέφτη ενός ξενοδοχείου

Δεν είμαι πρόσωπο.
Είμαι η γραμμή που ενώνει δυο σιωπές.

Τον Παχιά τον είδα. Ήταν κουρασμένος. Όχι από τα ψέματα, αυτά τα άντεχε. Από την πιθανότητα να πει έστω μία αλήθεια.

Όταν κάποιος φεύγει χωρίς θόρυβο, μην ψάξεις να τον βρεις· μάλλον δεν ήθελε ποτέ να μείνει.

Οι άνθρωποι δεν εξαφανίζονται.
Ξεθωριάζουν σε σκιές.

Αν δεν με θυμάσαι, ίσως να ήμουν όντως εκεί.

Το παρόν απόσπασμα κ το εξώφυλλο είναι διαφορετικό από αυτό που έχει αποτυπώσει ο συγγραφέας Μανόλης Χατζηπαναγιώτου στο βιβλίο του «Τεφτέρια» .Είναι ένα λογοτεχνικό κολάζ στο οποίο έχουμε προσθέσει τον Αντρέ Ντελόν ως φανταστική περσόνα.
Ευελπιστούμε στην κατανόηση του Μανόλη Χατζηπαναγιώτου.

Το βιβλίο θα το βρείτε εδώ
Share this article :

0 Μας δωσαν το χρονο τους :

Speak up your mind

Tell us what you're thinking... !


Ψάχνουμε κάποιον που οι δαίμονες του να παίζουν καλά με τους δικούς μας

Search : Artist Name, Styles, Year, Your lost love,Anything you're looking for

Τα Top του Μηνού

16 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

Προβολές

 
Support19rides:): Ποικίλης ύλης blog με έντονη καλλιτεχνική και ψυχαγωγική διάθεση | Σχεδιαστής Θέματος | Johny Template
Ισως εκεινο το ξεχασμενο κλειδι να ειναι αυτο που θα γυρισει τη κλειδαρια ..το τελευταιο
Από πότε? Από τις 3|Ιουνίου|2009. Η Ερωτική Τέχνη και το Γυμνό Σώμα - Ανακαλύψτε πώς ο ερωτισμός εκφράζεται μέσα από την τέχνη, από την αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη εποχή.
ΓΙΑ ΤΟ ΤΑΣΟ ΚΑΙ ΤΟΥΣ 19