Ταϋγέτη: αγωνίσθηκε για τις ιδέες και την τέχνη
Ταϋγέτη Μπασούρη: βασανίστηκε και εξορίστηκε για να αρνηθεί την ιδεολογία της για έναν καλύτερο κόσμο.
Η Ταϋγέτη ήταν μια γυναίκα καλόψυχη, γελαστή, τρυφερή, πληθωρική και μαχητική, γεμάτη αισθήματα αγάπης και αλληλεγγύης για τον πάσχοντα άνθρωπο. Γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε στη Σχολή του Εθνικού Ωδείου, με δάσκαλο στο τραγούδι τον Μ. Κουνελάκη και κατόπιν στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Οι πρώτες εμφανίσεις χρονολογούνται στην αρχή της Κατοχής, ενώ μέλος του ΣΕΗ έγινε το 1943. Στα χρόνια της Κατοχής συμμετείχε δραστήρια στο ΕΑΜ Θεάτρου, ενώ παράλληλα εντάχθηκε στο ΚΚΕ, με το οποίο επανασυνδέθηκε μετά τη μεταπολίτευση. Από το 1944 μέχρι το 1948 έπαιξε με το ΕΑΜικό «Θέατρο του Λαού», στο θεατρικό χρονικό «'41-'44», με το θίασο του ΕΑΜίτη Αλκη Προβελέγγιου, με τους ΕΑΜικούς «Ενωμένους Καλλιτέχνες», με το θίασο των ΕΑΜιτών πρωταγωνιστών Δήμου Σταρένιου-Αλέκας Παΐζη-Τίτου Βανδή, το θίασο Γιώννη Ιατρού-Ζωζώς Νταλμάς και το «Θυμελικό Θίασο» του Λίνου Καρζή.
Η Ταϋγέτη Μπασούρη, η «Μπεμπέκα» που μεγάλη φόραγε φιογκάκια, η ξερακιανή γυναίκα που οι άντρες τρέπονταν σε φυγή μόλις τους ζητούσε ένα φιλί, η κωμικός, που μαζί με την Γεωργία Βασιλειάδου και την Αθηνά Μερτύρη, ήταν οι πιο αγαπημένες, αυτοσαρκαστικές, γοητευτικές, λατρεμένες «άσχημες» του ελληνικού κινηματογράφου της αθωότητας, της αφέλειας, της αισιοδοξίας, της εφηβικής εθνικής μας ηλικίας.
Και αν ακόμα θα μπορούσε να είναι όμορφη, δεν την ένοιαζε, αλλά αντίθετα τόνιζε στοιχεία αντί να τα κρύψει που δεν την κολάκευαν, αφ’ ενός γιατί δεν την ένοιαζε και αφ εταίρου, γιατί ήθελε το συγκεκριμένο τύπο στους ρόλους της, που δεν την άφηναν να πεινάσει.
Το συνεργείο καθαριότητας στην εξορία. Πρώτη, όρθια, αριστερά η Ταϋγέτη
Στις περισσότερες ταινίες ήταν στο πλευρό του Θανάση Βέγγου, όχι μόνο γιατί εκείνος ξεχώριζε τον επαγγελματισμό της, αλλά γιατί ένιωθε σύντροφος στην ιδεολογία που είχε πληρώσει με αίμα η περήφανη, ατρόμητη, ιδεολόγος Ταϋγέτη. Πείνα, πόλεμοι, κατοχές και η Ταϋγέτη πρέπει να είναι η ισχυρή, δυνατή, να φέρνει λεφτά στο σπίτι, να γεμίζει το τραπέζι φαγητό. Χωρίς να θυμάται πατέρα, έχασε και τη μάνα της, όταν ήταν ακόμα παιδάκι.
Εκείνη έπρεπε να φροντίσει μια μικρότερη αδελφής της, ασθενική, ανίκανη για εργασία, που η ζωή της κρέμονταν πάντα από μια αόρατη κλωστή. Η Ταϋγέτη αφοσιώθηκε στην αδελφή της και όλη της η έγνοια ήταν αυτήν και μόνο. Δεν προλάβαινε να ζήσει! Ποτέ της γάμος ή σχέση σοβαρή, με απαιτήσεις για αφοσίωση! Δούλευε στο θέατρο αλλά ποτέ της δεν ακολούθησε τους συναδέλφους της για φαγητό η για παρέα, όπως όλοι έκαναν, μετά τις παραστάσεις.
Ετρεχε πάντα σπίτι, στην αδελφή που την περίμενε κοιτώντας την πόρτα. Και όταν εκείνη, μεγάλη πια, με το βάρος της ηλικίας ασήκωτο, έφυγε πριν την Ταϋγέτη, η ηθοποιός, έσπασε σε κομματάκια, αρνούμενη να συνεχίσει μόνη της να ζει τη κάθε μέρα. Άλλωστε είχε πάρει όρκο να μην ξαναζήσει ποτέ χωρίς εκείνη την αδελφή, που της στέρησε ο θάνατος, μετά έναν μεγάλο, αθέλητο χωρισμό.
Η νεαρή Ταϋγέτη, ονειρευόταν έναν πιο δίκαιο κόσμο, με παιδιά που δεν θα μοχθούν να ζουν τα αδέλφια τους και τα ορφανά δε θα είναι παρατημένα στο έλεος της κάθε μέρας. Ονειρεύονταν ένα κόσμο με παιδεία για όλους, ψωμί, δουλειά και τέχνη. Διατράνωνε τα πιστεύω της άφοβα και δυναμικά. Την συνέλαβαν. Της ζήτησαν να αποποιηθεί τη κομμουνιστική της ιδεολογία. Εκείνη, προτίμησε την τιμωρία. Τρίκερι. Γυάρος. Μακρόνησος.
Ξύλο άγριο με κλωτσιές στην κοιλιά και στο κεφάλι. Κατάβρεγμα με παγωμένο νερό μέσα στο χειμώνα. Βασανιστήρια, από κείνα τα εμπνευσμένα από το σαδισμό της κόλασης, να δένουν σε ένα σακί την γυναίκα μαζί με γάτες και να την πετάνε στη θάλασσα. Και μετά πάλι ξύλο. Κάθε μέρα. Μια υπογραφή και όλα θα τέλειωναν. Θα κλείνανε οι πληγές. Θα πέρναγε ο πόνος. Οχι. Δεν υπέγραψε την δήλωση μετάνοιας.
«Ημουνα κομμουνίστρια. Δεν μετάνιωσα για ό,τι πέρασα», έλεγε κατανοώντας, όμως, τις σκέψεις και τα συναισθήματα χιλιάδων αριστερών που ναι, υπέγραψαν ή μίλαγαν για τον βασανισμό τους. Μετά την εξορία, έτρεξε να βρει την αδελφή της.
To 1983 η ηλικιωμένη και πολύ καταβεβλημένη Ταϋγέτη, ζήτησε σύνταξη, χωρίς να ξέρει ποτέ γεννήθηκε και να χει μαζεμένα ένσημα. Το 1984 προσελήφθη στο Εθνικό Θέατρο όπου παρέμεινε μέχρι το 1992, οπότε συμπληρώνοντας το μίνιμουμ όριο των ενσήμων μπόρεσε να συνταξιοδοτηθεί. Η τελευταία της εμφάνιση έγινε στο Εθνικό Θέατρο, στο διασκευασμένο για παιδιά, από τον Αλέξη Σολωμό, έργο του Μπέρναρντ Σο «Ο Ανδροκλής και το λιοντάρι».
Κάποια στιγμή η άνοια, στέρησε σ αυτό το λαμπρό πνεύμα, τη μνήμη. Και εκείνη η περήφανη αγωνίστρια στις αναλαμπές της, ζητούσε από έναν αόρατο βασανιστή να σταματήσει το ξύλο, να ξεκουραστεί το κορμί της για λίγο. Πέθανε 28 Ιανουαρίου του 2003 από εγκεφαλικό.
ethniki-antistasi
0 Μας δωσαν το χρονο τους :
Speak up your mind
Tell us what you're thinking... !