Ορισμοί για: κλασομπανιέρα - slang.gr
Αυτός που κλάνει μέσα στη μπανιέρα. Αν είναι πολύ επιδέξιος, δαγκώνει και τις μπουρμπουλήθρες.
- Μωρό μου, θα κάνουμε απόψε μπανάκι μαζί;
- Να κάνουμε, αλλά μην αρχίσεις να κλάνεις πάλι μωρή κλασομπανιέρα!
- Καλά, θα παίξω με τα παπάκια μου...
- Να κάνουμε, αλλά μην αρχίσεις να κλάνεις πάλι μωρή κλασομπανιέρα!
- Καλά, θα παίξω με τα παπάκια μου...
0 Μας δωσαν το χρονο τους :
Speak up your mind
Tell us what you're thinking... !