Όταν έφτασα ήταν ήδη αργά
Ο
Κύκλωπας είχε τυφλωθεί
Είδα
τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του να μπαρκάρουν
Τα
γέλια τους αντηχούσαν στους φαραγγώδεις βράχους
Βρήκα
τον μονόφθαλμο αόμματο γίγαντα
Μέσα
στη σπηλιά να καταριέται κραυγάζοντας
Για
το χαμένο του φως
Τον
πλησίασα αθόρυβα
Ακούμπησα
την παλάμη μου
Στις
ρυτίδες του μετώπου του
΄΄Μη
κλαις δύσμοιρε άντρα
ο τυφλωτής σου θα τιμωρηθεί΄΄
Όταν
η Νύχτα ωρίμασε
Τον
άφησα ν’ ακουμπήσει στον ώμο μου, να παρηγορηθεί
Κι
αυτός με κέρασε το περιώνυμο κρασί του, το γλυκό
΄΄Ποιος
είσαι;΄΄
Με
ρώτησε κάποια στιγμή με φωνή τρεμάμενη
΄΄Ο
Ένας! -περηφανεύτηκα-
Ο Ένας!΄΄.
ΣΤΡΑΤΟΣ Κ.
ΥΠΟΚΛΙΝΟΜΑΙ SIR
ΑπάντησηΔιαγραφήΕιναι οι καιροι τετοιοι που η καλοσυνη εχει αναστημα και μεγαλυτερο ειδικο βαρος.Υποκλινομαι και γω στη χαρη της και ευτυχως η ομπρελα του Καπονιτσι ειναι μεγαλη.
ΑπάντησηΔιαγραφή12 points Sister για το ποστ.