Όταν ο Ε ένιωσε το θάνατο να έρχεται δε στεναχωρήθηκε και πολύ.
Η σύνταξη του δεν του έφτανε καν για τα φάρμακα του, τα οποία έπρεπε να πληρώνει πλέον. Πήγαινε στη λαϊκή μετά τις δυο, για να αγοράσει τα απομεινάρια στη μισή τιμή. Στο συρτάρι είχε κλείσει τρία εξώδικα: Ένα από τη ΔΕΗ, ένα από την Εταιρεία Φυσικού Αερίου και ένα από την τράπεζα.
Αν ζούσε λίγους μήνες παραπάνω θα έμενε άστεγος, στα εβδομήντα του. Τέτοια ζωή τι να την κάνει;
Το μόνο που τον στεναχωρούσε ήταν ότι και οι δύο γιοι του ήταν άνεργοι, στα πρόθυρα της αυτοκτονίας κι αυτοί. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, δεν μπορούσε να τους βοηθήσει πια.
Η γυναίκα του είχε «φύγει» πριν πολλά χρόνια, αλλά ήλπιζε να μην τη συναντήσει ξανά «εκεί» που θα πήγαινε, γιατί δε θα άντεχε να την ακούει να γκρινιάζει στην αιωνιότητα.
Έτσι, μόλις η καρδιά του πάτησε pause, χαμογέλασε. Η τελευταία του σκέψη ήταν: «Επιτέλους, ησυχία».
Ένιωσε την ψυχή του να βγαίνει όχι από το στόμα του, αλλά από μια άλλη τρύπα που θα ήταν άπρεπο να κατονομάσουμε.
Μπήκε σε ένα μακρύ και στενό τούνελ. Στην άκρη του λαμπύριζε το φως.
Καθώς ταξίδευε προς αυτό θυμήθηκε τα παιδικά του χρόνια στο χωριό, πολύ πριν ο πατέρας του ξεσηκωθεί για να πάνε στην πόλη, όπου υπήρχε πολύς άρτος και θεάματα.
Θυμήθηκε το δάσος μπροστά από το πατρικό του. Έμπαινε εκεί μέσα με τα άλλα παιδιά του χωριού και μαζεύανε γυρίνους, πυγολαμπίδες, σκαθάρια, σαύρες. Μέχρι και φίδια βρίσκανε, από εκείνα τα άκακα σμαραγδένια, που τα λέγανε δεντρογαλιές. Παίζανε κρυφτό και «πόλεμο», μέχρι να νυχτώσει και να αρχίσουν οι μανάδες σαν νυκτόβιοι πετεινοί να φωνάζουν τα παιδιά τους.
Θυμήθηκε με περισσή συγκίνηση και την Αρετή, το πρώτο κορίτσι που είχε φιλήσει, όταν πήγαινε στην τετάρτη γυμνασίου. Είχαν ορκιστεί ότι θα μείνουν μαζί για πάντα.
Αλλά ένα χρόνο μετά ο Ε αποχαιρέτησε την Αρετή για να γίνει πρωτευουσιάνος.
«Έτσι θα είναι κι ο Παράδεισος», σκέφτηκε ο Ε, «σαν το χωριό», και εστίασε στο φως μπροστά του, μήπως και καταφέρει να πετάξει γρηγορότερα.
Μόνο τότε παρατήρησε κάτι που τον τρόμαξε: Το φως, εκεί στην άκρη του τούνελ, ήταν κοκκινωπό, όπως φαινόταν ο Άρης στον καλοκαιρινό ουρανό της παιδικής του ηλικίας.
Μια άσχημη σκέψη πέρασε από το μυαλό του, αλλά προσπάθησε να την αγνοήσει.
Το κόκκινο φως όλο και πλησίαζε.
Λίγα λεπτά μετά, που μπορεί να ήταν και αιώνες, αφού στο επέκεινα μετράνε το χρόνο διαφορετικά, ο Ε κατάλαβε ότι δεν υπήρχαν περιθώρια λάθους.
Μπροστά του, με τεράστια νέον γράμματα που αναβόσβηναν, υπήρχε η επιγραφή: «Κόλαση». Και από κάτω, με εξίσου κόκκινα αλλά μικρότερα γράμματα: «Αφήστε όλες τις ελπίδες σας εδώ.»
Πίσω από την πύλη, και τους ηλεκτροφόρους φράκτες, φλόγες και κρεματόρια έκαιγαν. Οι φωνές των κολασμένων αιωρούνταν σαν αποκαΐδια και λαμπυρίδες.
«Κάποιο λάθος πρέπει να έγινε», σκέφτηκε ο Ε και κοίταξε τριγύρω μήπως δει ένα γραφείο παραπόνων ή μια υπηρεσία που να εξυπηρετεί τους αναξιοπαθούντες.
Προτού προλάβει να κάνει οτιδήποτε είδε να ανοίγει η πύλη και να τον πλησιάζει κάποιος που –από μακριά ακόμα- κάτι του θύμιζε.
Στην αρχή δεν ήθελε να το πιστέψει, αλλά μόλις έφτασε αρκετά κοντά του, δεν άντεξε και έβγαλε μια κραυγή τρόμου: Ήταν ο Λουκάς Παπαδήμος!
«Μα νόμιζα πως τον ξεφορτώθηκα αυτόν», σκέφτηκε με τα γόνατα του να τρέμουν.
«Καλωσόρισες στην Κόλαση», του είπε ο Παπαδήμος με τη γνωστή ρομποτική φωνή και το ανατριχιαστικό χαμόγελο που είχε και στη Γη.
«Κάποιο λάθος πρέπει να έγινε», ψέλλισε ο Ε, «δεν έπρεπε να είμαι εδώ.»
«Όλοι έτσι λένε», απάντησε ο Παπαδήμος και τον ακούμπησε ευγενικά στην πλάτη για να προχωρήσει προς τα μέσα.
«Όχι, λέω αλήθεια», έκανε ο Ε και τραβήχτηκε για να μη νιώθει το καυτό του άγγιγμα. «Δεν έκανα ποτέ κακό σε κανέναν», συμπλήρωσε -και αληθινά το πίστευε αυτό.
«Ούτε και καλό όμως», του είπε ο Παπαδήμος, χωρίς να σταματήσει να χαμογελάει.
«Θυμάσαι το γείτονα σου, τον επιπλοποιό, που έβαλε λουκέτο στο μαγαζί και πήδηξε από το μπαλκόνι του;»
«Κι εγώ τι φταίω; Αφού ήθελε τζιπάκι και διακοπές στη Σαντορίνη κάθε καλοκαίρι», δικαιολογήθηκε ο Ε, ενώ θυμήθηκε πως σπάραζε η γυναίκα του επιπλοποιού πάνω από το λιωμένο σώμα του άντρα της.
«Τον άλλο; Τον άνεργο νεαρό που άφησε τα παιδιά του και έγινε μετανάστης;» συνέχισε χωρίς οίκτο ο Παπαδήμος.
«Αυτός το διάλεξε», είπε ο Ε και θυμήθηκε τα πρόσωπα των παιδιών του, ανέκφραστα σαν κούκλες.
«Και τον Άλτιν; Τον Αλβανό που ζούσε στο από πάνω διαμέρισμα είκοσι χρόνια;» έκανε ο Παπαδήμος φτιάχνοντας τα γυαλιά του.
«Φοβήθηκα να τον βοηθήσω», είπε ο Ε σκουπίζοντας τον κρύο ιδρώτα, «δεκαπέντε τον έδερναν, και ήταν και νταβραντισμένοι, τι μπορούσα να κάνω εγώ, γέρος άνθρωπος;» Και προσπάθησε να διώξει τη σκέψη που είχε κάνει τότε: «Καλά να πάθει, να πάει στη χώρα του.»
«Θυμάσαι να βοήθησες ποτέ κανέναν;» τον ρώτησε ο Παπαδήμος που είχε αρχίσει να εκνευρίζεται.
Ο Ε άργησε λίγο να απαντήσει. Μετά είπε θριαμβευτικά: «Τα παιδιά μου! Αυτά τα βοηθούσα με όλες μου τις δυνάμεις. Τα παιδιά μου.»
«Αυτό δεν πιάνεται», του είπε ο Παπαδήμος. «Και οι γάτες προστατεύουν τα παιδιά τους. Λες να έχει πολλές γάτες στον Παράδεισο;»
Ο Ε παραδόθηκε. Ο Παπαδήμος τον έβαλε στην Κόλαση και ξεκίνησε να τον ξεναγεί στα διάφορα βασανιστήρια.
«Μην ανησυχείς», του είπε ενώ κοιτούσαν κάποιους κολασμένους που τεμαχίζονταν αέναα. «Η Κόλαση είναι πολύ παρεξηγημένο μέρος... Και ξέρεις που οφείλεται αυτή η παρεξήγηση: Ο Μεγάλος Χίπης, ο Το-μόνο-που-χρειάζεσαι-είναι-αγάπη, ο Κάνε-το-καλό-και-ρίξτο-στο-γιαλό... Διασπείρει ψεύτικες ειδήσεις και εκμεταλλεύεται την παντοδυναμία του για να προπαγανδίζει τις ρομαντικές του ιδέες... Όχι ότι τον παίρνει κανείς στα σοβαρά... Μόνο κάτι μαυράκια που δεν πρόλαβαν να μεγαλώσουν και κάτι πορωμένοι ανορεξικοί σαν τον Γκάντι είναι στον Κήπο του... Όλοι οι άλλοι εδώ έρχονται... Και ξέρεις τι φταίει γι’ αυτό;»
Ο Ε δεν είχε ακούσει την ερώτηση. Κοιτούσε μερικές κολασμένες που φορούσαν τα καλύτερα ρούχα και κοσμήματα, αλλά δεν είχαν καθρέφτη να κοιταχτούν.
«Ξέρεις ποιος φταίει που είμαστε πάντα γεμάτοι;» τον ξαναρώτησε ο Παπαδήμος, αφού πρώτα τον σκούντησε.
«Ποιος;» έκανε αφηρημένα ο Ε.
«Η αυταρχικότητα του», απάντησε ο Παπαδήμος. «Η εμμονή του με τους κανόνες... Ενώ εμείς είμαστε απόλυτα δημοκρατικοί. Τους δεχόμαστε όλους. Δεξιούς, αριστερούς, φασίστες, απολιτικούς. Όλοι χωράνε στην Κόλαση.»
Προσπεράσανε έναν άντρα που έσπρωχνε έναν τεράστιο βράχο πάνω σε ένα βουνό.
«Έλα, Σίσυφε», του φώναξε ο Παπαδήμος, «ίσως αυτή τη φορά να τα καταφέρεις». Και γέλασε μόνος του με το αστείο του.
«Είμαστε δημοκρατικότεροι των δημοκρατικών», είπε όταν σταμάτησε να γελάει. «Δεν εξαναγκάζουμε κανέναν. Πιστεύουμε στην ελεύθερη βούληση των ανθρώπων και των λαών... Γι’ αυτό και στη γη υπάρχουν εκλογές: Εσύ διαλέγεις τι θα σου συμβεί, κανείς δε σε εξαναγκάζει... Έτσι κι εδώ: Έχεις το αναφαίρετο δικαίωμα να διαλέξεις το βασανιστήριο που προτιμάς.»
«Μπορώ να φύγω;» ρώτησε ο Ε.
Ο Παπαδήμος γέλασε ξανά.
«Πως φαίνεται ότι είσαι Έλληνας...» Έπειτα ξαφνικά σοβάρεψε. «Η αποχώρηση δεν είναι επιλογή. Αν τους αφήναμε όλους να φεύγουνε δε θα έμενε κανείς.»
«Τότε που έγκειται η ελευθερία;» είπε θυμωμένος ο Ε.
«Άρχισες τα αρχαιοελληνικά τώρα; Σου είπα ήδη: Μπορείς, απόλυτα δημοκρατικά και ελεύθερα, να διαλέξεις το αιώνιο βασανιστήριο σου.»
Εκείνη τη στιγμή έφτασαν μπροστά σε μια απέραντη λίμνη περιττωμάτων. Η δυσωδία ήταν αφόρητη, αλλά οι κολασμένοι, με τα βρομόνερα και τα σκατά ως το λαιμό, έμοιαζαν να είναι ευχαριστημένοι με την κατάσταση τους.
«Αυτό!» είπε βιαστικά ο Ε, χαρούμενος που είχε βρει το πιο ανώδυνο βασανιστήριο.
«Είσαι σίγουρος;» τον ρώτησε ο Παπαδήμος. «Μη ξεχνάς ότι ΑΥΤΟ δεν είναι όπως το μνημόνιο: Είκοσι, τριάντα, πενήντα χρόνια καταρράκωσης και μετά βλέπουμε. Αυτό είναι απόλυτο: Για πάντα. Εις τους αιώνες των αιώνων.»
«Αμήν», είπε ο Ε και άμεσα βρέθηκε στη λίμνη των περιττωμάτων, δίπλα σε κάποιον που τον κοιτούσε αδιάφορα.
Βρωμούσε πολύ, αυτό είναι σίγουρο, αλλά ήταν κάτι υποφερτό.
«Πάλι καλά», μονολόγησε ο Ε με τα σκατά ως το λαιμό.
«Έλληνας;» τον ρώτησε αυτός που ήταν πιο κοντά του.
«Ε, για να βρίσκομαι εδώ», είπε ο Ε με κάποια περηφάνια. «Εσύ;»
«Ισπανός.»
«Καλά είμαστε εδώ, έτσι;» έκανε ο Ε, χαρούμενος που την είχε βολέψει πάλι.
Αλλά εκείνη τη στιγμή ο Παπαδήμος, που στεκόταν στην όχθη του σκατόλακκου φώναξε: «Τέρμα το διάλειμμα, παιδιά. Τα λέμε σε ένα εκατομμύριο χρόνια.»
Και τότε η στάθμη άρχισε να ανεβαίνει και οι πιο κοντοί βυθίζονταν μες στα σκατά.
«Τι γίνεται;» ρώτησε ο Ε πανικόβλητος.
«Αιώνιος πνιγμός μες στα σκατά», του είπε ο Ισπανός. Και λίγο πριν χαθεί το στόμα του φώναξε: «Καλώς ήρθες στην Κόλαση, μεγάλε».
Ο Ε καλύφτηκε από τα βρομόνερα.
Καθώς πνιγότανε θυμήθηκε τα παιδιά του χωριού στο δάσος και την Αρετή.
Θυμήθηκε τα παιδιά -του επιπλοποιού, του άνεργου, του Αλβανού, της Αφρικής- που έκλαιγαν στην επίπεδη οθόνη της τηλεόρασης του.
Και μόνο τότε ξεκίνησε να κλαίει κι αυτός.
Αλλά ήταν πολύ αργά.
Home
»
ΠΑΡΑΜΥΘΑΚΙΑ
»
Ο "Ε" στην Κόλαση
Ο "Ε" στην Κόλαση
Written By Ανώνυμος on 21.6.18 | 12:19 π.μ.
Labels:
ΠΑΡΑΜΥΘΑΚΙΑ
0 Μας δωσαν το χρονο τους :
Speak up your mind
Tell us what you're thinking... !