Home » » Ενα παθιασμένο φιλί κάτω από την καταιγίδα

Ενα παθιασμένο φιλί κάτω από την καταιγίδα

Written By zone on 8.5.25 | 4:27 μ.μ.

Σώματα στη Σιωπή της Βροχής

Η πόλη είχε τυλιχτεί σε ένα υγρό πέπλο από αστραπές και καταιγίδες. Οι δρόμοι άδειοι, τα φώτα θολά από τις στάλες που χόρευαν στους φανούς των αυτοκινήτων. Η Μαρίνα στεκόταν στην άκρη του πεζοδρομίου, τα μαλλιά της κολλημένα στο μέτωπό της, τα ρούχα της μουσκεμένα. Δεν έφυγε. Περίμενε.




Και τότε, μέσα από το γκρίζο της καταιγίδας, εμφανίστηκε η Άννα. Μια φιγούρα γνώριμη, λαχανιασμένη, κρατώντας το δερμάτινο μπουφάν της πάνω απ’ το κεφάλι σαν μια πρόχειρη ασπίδα. Η Μαρίνα χαμογέλασε – εκείνο το ανεπαίσθητο χαμόγελο που μόνο η Άννα καταλάβαινε.

«Ήρθες…» είπε σχεδόν ψιθυριστά.

Η Άννα δε μίλησε. Απλώς την πλησίασε. Έβγαλαν το μπουφάν και το κράτησαν μαζί πάνω απ’ τα κεφάλια τους, ένα αδέξιο καταφύγιο μέσα στο χάος της βροχής.

«Δεν μπορούσα να μη σε δω σήμερα» της είπε η Άννα, κοιτάζοντάς την βαθιά, σταθερά, σαν όλος ο κόσμος να είχε σβήσει γύρω τους.

Το φιλί ήρθε αυθόρμητα. Πρώτα διστακτικά, σαν πρόλογος. Μετά παθιασμένα, με εκείνο το απεγνωσμένο πάθος που γεννιέται μόνο όταν κάτι είναι πολύ καιρό καταπιεσμένο. Τα σώματά τους ακουμπούσαν, τα δάχτυλά τους έψαχναν σταγόνες και σιωπηλές απαντήσεις.

Η βροχή δυνάμωνε. Οι περαστικοί, όσοι υπήρχαν, κοιτούσαν μακριά ή χαμογελούσαν αχνά. Κανείς δεν τολμούσε να σπάσει αυτή τη στιγμή.

Η Άννα έφερε το χέρι της στα μαλλιά της Μαρίνας και την τράβηξε πιο κοντά. Το στόμα της ζεστό, το σώμα της δυνατό. Η Μαρίνα αναστέναξε — όχι από έκπληξη, μα από επιβεβαίωση. Ήξερε. Πάντα ήξερε.

«Θυμάσαι την πρώτη μας βροχή;» ρώτησε η Μαρίνα, κοιτώντας την αφού χώρισαν για να πάρουν ανάσα.

Η Άννα γέλασε σιγανά. «Ήμασταν παιδιά. Είχες φορέσει το ίδιο ροζ φόρεμα.»

«Και εσύ φορούσες τη μαύρη σου ζακέτα. Όπως τώρα.»

Έσκυψαν και πάλι η μία στην άλλη. Αυτή τη φορά, δεν υπήρχε δισταγμός. Δεν υπήρχε χρόνος, δεν υπήρχαν όρια. Μόνο αυτή η στιγμή, αυτή η βροχή, και δύο κορμιά που είχαν βρει πάλι τον δρόμο το ένα προς το άλλο.

Το μπουφάν γλίστρησε από πάνω τους, έπεσε στο βρεγμένο πεζοδρόμιο, μα δεν το πρόσεξαν. Το φιλί συνέχισε, αργό και μεθυστικό, σαν να ήθελαν να παγώσουν τον χρόνο. Σαν να μην υπήρχε αύριο — και ίσως, για αυτές, να μην υπήρχε. Μόνο το τώρα.

Όταν η βροχή άρχισε να κοπάζει, εκείνες έμειναν έτσι. Σφιχταγκαλιασμένες, με τις ανάσες τους να συγχρονίζονται και τα βλέμματά τους να λένε περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσαν να πουν ποτέ τα λόγια.

«Δεν θα φύγω ξανά» είπε η Άννα.

Η Μαρίνα δεν απάντησε. Την κοίταξε στα μάτια και της χάρισε το πιο ειλικρινές της χαμόγελο. Εκείνο που κρατούσε κρυμμένο χρόνια.

Και τότε, στον υγρό δρόμο μιας πόλης που έσβηνε στο γκρι, οι δύο γυναίκες προχώρησαν μαζί, χέρι-χέρι, χωρίς να τους νοιάζει πού θα πάνε. Είχαν βρει η μία την άλλη. Και αυτό, τελικά, ήταν ό,τι είχε σημασία.

Το Μπαρ της Δευτέρας

Η βροχή είχε πλέον σταματήσει. Στη θέση της ήρθε ένα απόγευμα με βαριά συννεφιά και μυρωδιά από βρεγμένο πεζοδρόμιο. Η Άννα και η Μαρίνα, ακόμα με τις στάλες στα μαλλιά και τα ρούχα τους, είχαν βρει καταφύγιο σε ένα μικρό, σχεδόν άδειο μπαρ στη γωνία της παλιάς αγοράς.

Το ξύλινο τραπέζι μπροστά τους έτριζε ελαφρώς καθώς στηρίζονταν η μία στην άλλη, ζεσταίνοντας τα παγωμένα τους χέρια με φλιτζάνια μπύρας και τις παλάμες τους. Είχαν αλλάξει ρούχα — μάλλινα, χοντρά πουλόβερ — κι ένιωθαν σαν να βρίσκονται σε έναν δικό τους μικρό κόσμο.

«Αυτό εδώ... μοιάζει με αρχή,» είπε η Μαρίνα σιγανά.

Η Άννα την κοίταξε με εκείνο το βλέμμα που φανέρωνε την παλιά τους οικειότητα και ταυτόχρονα μια νέα αγάπη που μόλις ξυπνούσε. «Ίσως να είναι. Ή ίσως απλώς να συνεχίζουμε κάτι που ποτέ δεν τελείωσε.»

Η μουσική από το ραδιόφωνο του μαγαζιού έπαιζε απαλά — ένα παλιό jazz κομμάτι, από αυτά που σου δίνουν την αίσθηση ότι όλα είναι πιο αργά, πιο σημαντικά. Γελούσαν. Έγερναν η μία προς την άλλη. Έλεγαν λίγα, αλλά ένιωθαν πολλά.

Η Μαρίνα άγγιξε απαλά το πρόσωπο της Άννας. Δεν υπήρχε εκείνη τη στιγμή τίποτα άλλο. Ούτε φόβος, ούτε παρελθόν, ούτε μέλλον. Μόνο το παρόν τους, σε ένα μπαρ με ξύλινα ράφια και ξεχασμένα μπουκάλια στο βάθος.

«Θυμάσαι τότε που μου είχες πει πως οι καλύτερες ιστορίες γράφονται στα πιο απλά μέρη;»

«Θυμάμαι. Και τότε δεν καταλάβαινα τι εννοούσα. Τώρα νομίζω το καταλαβαίνω.»

Έμειναν έτσι για ώρα, ακουμπισμένες μέτωπο με μέτωπο, αφήνοντας τη σιωπή να λέει όσα δεν χρειάζονταν λέξεις. Η Άννα άπλωσε το χέρι και έσφιξε της Μαρίνας.

«Ξέρεις τι σκέφτομαι;» είπε.

«Τι;»

«Ότι δεν χρειάζεται πια να περιμένουμε τη βροχή για να φιληθούμε σαν να είναι η τελευταία φορά.»

Η Μαρίνα χαμογέλασε και πλησίασε ξανά. Το φιλί τους ήταν πιο ήρεμο τώρα. Πιο γεμάτο υπόσχεση, παρά πάθος. Ήταν εκείνο το φιλί που δεν φωνάζει, αλλά σου λέει «είμαι εδώ, και θα είμαι».

Το ρολόι πίσω από τον μπάρμαν χτύπησε 7. Ο κόσμος άρχισε να μπαίνει σιγά-σιγά στο μπαρ, κι εκείνες σηκώθηκαν από το τραπέζι τους, όχι για να φύγουν — αλλά για να καθίσουν πιο βαθιά, πιο ήσυχα, δίπλα-δίπλα.

Η ιστορία τους δεν είχε κορυφώσεις ούτε εντυπωσιακές δηλώσεις. Είχε όμως κάτι πιο σπάνιο: αυθεντικότητα.

Και μια μπύρα που ποτέ δεν τελείωνε, όσο είχαν η μία την άλλη.


Στο Ύστερο Φως

Η βροχή είχε πάψει εδώ και εβδομάδες. Ο ουρανός έμενε μουντός, ακούνητος, λες και πένθιμος. Στο μικρό νεκροταφείο πάνω στον λόφο, η Μαρίνα στεκόταν ακίνητη μπροστά στο μνήμα. Τα μάτια της ήταν στεγνά, μα το βλέμμα της υγρό. Στο χέρι κρατούσε ένα παλιό, μαυρισμένο από τη βροχή μπουφάν — το ίδιο που κάποτε τις σκέπασε εκείνο το απόγευμα, όταν τίποτα δεν είχε σημασία πέρα από το φιλί τους.

Το τροχαίο είχε γίνει βράδυ. Η Άννα οδηγούσε μόνη, γυρνώντας από τη δουλειά. Μια στροφή που δεν πρόλαβε. Οδηγός απέναντι είχε αποκοιμηθεί. Η σύγκρουση ήταν μετωπική. Θάνατος ακαριαίος. Το κορμί της το βρήκαν παγωμένο, τα μάτια της ορθάνοιχτα. Λες και έβλεπε ακόμη εκείνη.

Η Μαρίνα δεν μπορούσε να δεχτεί το τέλος. Δεν ήθελε να πιστέψει πως το «σε λίγο θα μιλήσουμε» ήταν η τελευταία τους φράση. Ο πόνος την κατέκλυσε — όχι μόνο επειδή έχασε την Άννα, αλλά επειδή δεν πρόλαβε να της πει όλα όσα κρατούσε μέσα της.

Μπροστά στο φέρετρο, με τα χέρια της σφιγμένα, είχε ορκιστεί:
«Δε θα αγαπήσω άλλη γυναίκα ποτέ. Μόνο εσένα. Μέχρι το τέλος.»

Και το τήρησε. Παντρεύτηκε λίγους μήνες μετά. Όχι από αγάπη. Από ανάγκη. Από ενοχή. Ο Νίκος — ο αδερφός της Άννας — ήταν ο μόνος που ήξερε. Δεν της ζήτησε τίποτα. Ήταν εκεί, σιωπηλός, παρών. Και η Μαρίνα, σιωπηλή κι εκείνη, προσπάθησε να πλάσει μια ζωή μέσα από μια απώλεια.

Ένα χρόνο μετά, γεννήθηκε ένα κοριτσάκι. Το ονόμασαν Άννα.

Η Μαρίνα ήξερε ότι δεν θα αντικαταστήσει ποτέ τη γυναίκα που είχε χάσει. Αλλά μέσα από το βλέμμα του παιδιού της, κάποιες νύχτες, έβλεπε κάτι γνώριμο. Ένα χαμόγελο. Μια έκφραση. Μια σπίθα. Και της ψιθύριζε στο σκοτάδι:
«Μου λείπεις τόσο που δεν με χωράει το σώμα μου.»

Ένα απόγευμα, ξανά εκεί στο μνήμα, η Μαρίνα ένιωσε τις πρώτες σταγόνες βροχής στο δέρμα της. Σήκωσε τα μάτια της στον ουρανό. «Γύρισες;» μουρμούρισε.

Δεν ήταν παρά μια ψευδαίσθηση. Ή ίσως όχι.

Γιατί η αγάπη που δεν ειπώθηκε μέχρι το τέλος, μένει πάντα κάπου εκεί — ανάμεσα στις σταγόνες της βροχής και τις σιωπές που δεν λύθηκαν ποτέ.


Read More: Ανακαλύψτε πώς ο ερωτισμός εκφράζεται μέσα από την τέχνη, από την αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Εξερευνήστε τα έργα και τους καλλιτέχνες που αποκάλυψαν την ομορφιά και την ένταση των ανθρώπινων συναισθημάτων.
Share this article :

0 Μας δωσαν το χρονο τους :

Speak up your mind

Tell us what you're thinking... !


Ψάχνουμε κάποιον που οι δαίμονες του να παίζουν καλά με τους δικούς μας

Search : Artist Name, Styles, Year, Your lost love,Anything you're looking for

Τα Top του Μηνού

16 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

Προβολές

 
Support19rides:): Ποικίλης ύλης blog με έντονη καλλιτεχνική και ψυχαγωγική διάθεση | Σχεδιαστής Θέματος | Johny Template
Ισως εκεινο το ξεχασμενο κλειδι να ειναι αυτο που θα γυρισει τη κλειδαρια ..το τελευταιο
Από πότε? Από τις 3|Ιουνίου|2009. Η Ερωτική Τέχνη και το Γυμνό Σώμα - Ανακαλύψτε πώς ο ερωτισμός εκφράζεται μέσα από την τέχνη, από την αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη εποχή.
ΓΙΑ ΤΟ ΤΑΣΟ ΚΑΙ ΤΟΥΣ 19