"Κομπορρημονώ" είναι ένα ελληνικό ρήμα που σημαίνει να καυχιέμαι υπερβολικά ή να μιλάω με έπαρση για τα κατορθώματά μου ή τις ικανότητές μου. Προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη "κομπορρήμων," που σημαίνει αυτός που καυχιέται ή φλυαρεί για τον εαυτό του.
Παράδειγμα χρήσης σε πρόταση:
"Ο Λευτέρης κομπορρημονούσε συνεχώς για την αναίρεση της μήνυσης που είχε καταθέσει ο υπάλληλος σε βάρος του για τη βιαιοπραγία."
Μετά την ανάκληση της μήνυσης, που ευλόγως προκαλεί ερωτήματα, ο Λευτέρης προχώρησε σε μια δήλωση - μνημείο αλαζονείας.
Ευχαριστώ τον Παναγιώτη για την κατανόησή του σε ένα ατυχές περιστατικό αλλά και τον συγχαίρω για το θάρρος του να αντισταθεί στην απίστευτη εργαλειοποίησή του από συγκεκριμένους κύκλους που επιζητούν την πολιτική μου εξόντωση.
Κομπορρημονώ : περιαυτολογώ, εκθειάζω υπαρκτά ή ανύπαρκτα προτερήματα, επιτεύγματα ή επιτυχίες μου με τρόπο υπερβολικό και προκλητικό· κομπάζω.
0 Μας δωσαν το χρονο τους :
Speak up your mind
Tell us what you're thinking... !